
Περιουσιακή μεταβίβαση και Δικαιώματα Δανειστών κατ’ άρ. 479 Α.Κ.
Σύμφωνα με το άρθρο 479 Α.Κ. «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντί τους».
Βασική απόρροια της ανωτέρω διάταξης αποτελεί η καθιέρωση μιας υποχρεωτικής σωρευτικής αναδοχής χρέους. Διαμορφώνεται έτσι μία παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος την περιουσία, με αποτέλεσμα ο εκάστοτε δανειστής να δύναται να στραφεί κατά αμφότερων για την ικανοποίηση της αξίωσής του.
Συνεπώς, ο δικαιούχος μιας απαίτησης κατά του οφειλέτη που μεταβιβάζει την περιουσία του, όχι απλώς δεν στερείται του δικαιώματος είσπραξής της, αλλά προστίθεται ακόμα ένας οφειλέτης, κατά του οποίου δύναται να στραφεί για το ίδιο χρέος.
Η διαφορά μεταξύ των δύο εις ολόκληρον οφειλετών έγκειται στο εύρος ευθύνης τους. Ειδικότερα:
- ☑️ ο μεταβιβάζων την περιουσία του και αρχικός οφειλέτης θα εξακολουθεί να ενέχεται απεριόριστα και με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ενώ
- ☑️ ο αποκτών μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.
Μάλιστα, ο τελευταίος δύναται να ικανοποιήσει τον δανειστή, είτε με την προσωπική του περιουσία μέχρι το ποσό της ως άνω αναφερόμενης αξίας, είτε αυτούσια με τα ίδια τα μεταβιβαζόμενα. (βλ. ΤρΕφΑθ 772/2025, ΤΝΠ Qualex)
💢 Διάταξη αναγκαστικού δικαίου: Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του υπό εξέταση άρθρου, συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος, η οποία αποκλείει την ευθύνη του τελευταίου ή προβλέπει κάτι λιγότερο ευνοϊκό για τους δανειστές είναι άκυρη έναντι του δανειστή (σχετική ακυρότητα).
💢 ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ:
Α. Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται όταν μεταβιβάζεται με σύμβαση επιχείρηση ή περιουσία. Η εν λόγω μεταβίβαση μπορεί να απορρέει από σύμβαση οποιουδήποτε τύπου, ενώ αρκεί η επακόλουθη μεταβίβαση της περιουσίας ή επιχείρησης με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων.
Β. Αντικείμενο της μεταβίβασης: Περιουσία ή Επιχείρηση.
- Περιουσία: το σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που μπορούν να αποτιμηθούν, όπως η κυριότητα. Ειδικότερα, πρόκειται για το ενεργητικό, το οποίο προκύπτει κατόπιν της αφαίρεσης των υποχρεώσεων της περιουσίας, καθώς και του ακατάσχετου ενεργητικού. Σε περίπτωση μεταβίβασης και του παθητικού και του ενεργητικού, τότε ισχύουν οι διατάξεις για την στερητική ή σωρευτική αναδοχή χρέους (Α.Κ. 471, 477). Μάλιστα, η περιουσία δύναται να αποτελείται από ένα μόνο αντικείμενο, υπό την προϋπόθεση πως αυτό είναι και το μοναδικό ή έστω το κυριότερο από τα περιουσιακά στοιχεία του μεταβιβάζοντος.
- Επιχείρηση: σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων και πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων, που έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα από τον φορέα τους, που ονομάζεται επιχειρηματίας, για την επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού. Βασικό κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης είναι η διατήρηση της ταυτότητάς της, με την έννοια ότι ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο, αναλαμβάνοντας να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή.
Στην περίπτωση μεταβίβασης ποσοστού ή μεμονωμένων αντικειμένων της επιχείρησης ισχύει ο, τι προελέχθη για τη μεταβίβαση της περιουσίας.
Γ. Γνώση αποκτώντος περί της μεταβίβασης του συνόλου ή του πλέον σημαντικού τμήματος της περιουσίας ή της επιχείρησης.
Η εν λόγω προϋπόθεση στοιχειοθετείται όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες διεξήχθη η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (βλ. ΑΠ 451/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΑθ 772/2025 ΤΝΠ Qualex). Συνήθως, πάντως, η ανωτέρω γνώση προκύπτει από την ίδια τη σύμβαση, και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής.
Από την άλλη, δεν απαιτείται ο αποκτών να γνώριζε για την ύπαρξη και την έκταση των χρεών που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.
Δ. Ύπαρξη χρεών της περιουσίας ή της επιχείρησης.
- Ως χρέος εδώ θεωρείται οποιαδήποτε νομική αξίωση υφίσταται στην περιουσία του μεταβιβάζοντος, δεν απαιτείται δηλαδή να βαρύνεται το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο που αποτελεί αντικείμενο της μεταβίβασης. Έτσι, για παράδειγμα, αν πρόκειται για αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεν εξετάζεται αν μεταβιβάστηκε στον τρίτο ο πλουτισμός, αλλά αρκεί το γεγονός ότι αποτελεί αυτός χρέος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος.
- Ως χρέος που ανήκει στην επιχείρηση νοείται μόνο αυτό που προκύπτει από την άσκηση της επιχείρησης και της εν γένει δραστηριότητάς της προς την επίτευξη του σκοπού της σύστασής της (βλ. ΑΠ 161/2010, Άρειος Πάγος).
Δεν προϋποτίθεται, ωστόσο, η δικαστική αναγνώριση των εν λόγω χρεών κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Στο χρονικό αυτό σημείο, αρκεί η παραδοχή της γενεσιουργού νομικής αιτίας των συμβατικών χρεών ή αυτών που προκύπτουν από αδικοπραξία. Ακόμα κι αν το χρέος τελεί υπό προθεσμία ή διαλυτική αίρεση, αρκεί κατά τον χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της αγωγής να έχει καταστεί το χρέος ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (βλ. ΤρΕφΑθ 772/2025 ΤΝΠ Qualex)
💢 ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ:
Εφόσον υφίστανται οι ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 479 Α.Κ., επέρχεται αυτοδικαίως σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ., με αποτέλεσμα την παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος. (Βλ. ΑΠ 161/2010 Άρειος Πάγος)
Ειδικότερα, ως προς την ευθύνη του αποκτώντος:
Όπως αναφέρεται παραπάνω, ο αποκτών ευθύνεται απέναντι στον δανειστή του μεταβιβάζοντος μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων. Λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά τον χρόνο της μεταβίβασης.
Ο αποκτών μπορεί να ικανοποιήσει τον δανειστή του μεταβιβάζοντος με τα στοιχεία της ίδιας της περιουσίας που του μεταβιβάστηκε, ή, σε περίπτωση που αυτά δεν υφίστανται πλέον σε αυτόν, υποκαθίστανται σε αυτά, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1945 Α.Κ. το τυχόν ληφθέν τίμημα ή άλλο αντάλλαγμα. (Αθ. Κόντης, Αγωγές Γενικού Ενοχικού Δικαίου, σελ. 590, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016)
Πώς λοιπόν θα ικανοποιηθεί ο δανειστής;
Απευθυνόμενος στο αρμόδιο δικαστήριο θα στραφεί κατά του αποκτώντος, επικαλούμενος:
1) τη σύμβαση (ή οποιαδήποτε άλλη αιτία) μεταβιβάσεως της επιχείρησης ή της περιουσίας και τον χρόνο αυτής,
2) την απαίτησή του κατά του μεταβιβάζοντος,
3) σε περίπτωση μεταβίβασης μεμονωμένων περιουσιακών στοιχείων που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος της, το γεγονός της σχετικής γνώσης του ή τουλάχιστον της δυνατότητας γνώσης του βάσει και των ειδικότερων περιστάσεων και κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών.
Προστασία του αποκτώντος:
Από μεριάς του, μπορούν να προβληθούν ενστάσεις, όπως αυτή της παραγραφής, της ακυρότητας της σύμβασης, της τυχαίας καταστροφής των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, της εξόφλησης της χρέους, του συμψηφισμού, της επίσχεσης, της άφεσης χρέους, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος.
Κατ’ ένταση προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η ευθύνη του περιορίζεται στην αξία του μεταβιβασθέντος.
💢 ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ : ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΑΠΑΛΛΙΩΤΡΙΩΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
Μαζί με την αγωγή του άρθρου 479 Α.Κ., ο δανειστής μπορεί να ασκήσει επικουρικά και την αγωγή καταδολίευσης δανειστών της 939 Α.Κ. Σύμφωνα με τα άρθρα 939 και 941 έως 943 του Αστικού Κώδικα, χορηγείται στους δανειστές το ένδικο βοήθημα για την διάρρηξη των απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη, όταν η υπολειπόμενη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του. Η εν λόγω αγωγή μπορεί να στραφεί κατά αμφότερων των συμβαλλομένων, ήτοι του οφειλέτη και του τρίτου. Ωστόσο, αρμόζει κυρίως κατά του τρίτου στον οποίο έγινε η μεταβίβαση, ο οποίος είναι υποχρεωμένος από το άρθρο 943 εδ. α’ Α.Κ. να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την διεξαγωγή της μεταβίβασης.
Προϋποθέσεις διάρρηξης:
1) Ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του δικαστηρίου της αγωγής για διάρρηξη, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ούτε να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο. Όπως λοιπόν και ανωτέρω, στην περίπτωση της Α.Κ. 479, σε περίπτωση τέλεσης της απαίτησης υπό αναβλητική προθεσμία, αρκεί αυτή κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο, να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη.
2) Απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη προς τρίτο, με πρόθεση για την διάθεση ή την εκποίηση με δικαιοπραξία ή άλλη ενέργεια. Συνεπώς, δεν αρκεί απλώς η εικονική μεταβίβαση της περιουσίας του, αλλά η μείωση αυτής να υφίσταται πραγματικά.
Πέραν των ανωτέρω, που συμπίπτουν με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Α.Κ. 479, απαιτούνται περαιτέρω:
3) Ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του οφειλέτη, η οποία δη να υφίσταται: α) κατά τον χρόνο της απαλλοτριωτικής πράξης και β) κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής διάρρηξης στο δικαστήριο, κατά τον οποίο προσδιορίζεται και η βλάβη του δανειστή.
4) ΔΟΛΟΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ, δηλαδή να υπάρχει πρόθεση βλάβης των δανειστών. Αυτή λογίζεται πως υφίσταται όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την εν λόγω απαλλοτρίωση θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε με την υπολειπόμενη περιουσία του, θα αδυνατεί να ικανοποιήσει τους δανειστές του (βλ. ΑΠ 88/2023 Άρειος Πάγος)
5) Γνώση του τρίτου. Σημαντική διαφορά σε σχέση με τους όρους της Α.Κ. 479, συνίσταται στο ότι η γνώση του τρίτου πρέπει να περιλαμβάνει τον ίδιο τον δόλο του οφειλέτη να βλάψει τους δικούς του δανειστές (Α.Κ. 941), χωρίς όμως να απαιτείται και ο τρίτος να έχει την ίδια πρόθεση. Η ως άνω γνώση δεν προϋποτίθεται αν η απαλλοτρίωση συντελέστηκε από χαριστική αιτία (Α.Κ. 942).
Μάλιστα, στην παράγραφο 2 του άρθρου 941 Α.Κ. προβλέπεται τεκμήριο της εν λόγω γνώσης σε περίπτωση που ο τρίτος αποκτών είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Προσοχή, το εν λόγω τεκμήριο γνώσης δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, αν η αγωγή ασκήθηκε τουλάχιστον ένα έτος μετά την απαλλοτρίωση.
Συνεπώς, όσον αφορά την απόδειξη, η αγωγή διάρρηξης εμφανίζει δυσχέρειες σε σύγκριση με την αγωγή της Α.Κ. 479, καθώς απαιτεί περαιτέρω τον δόλο του οφειλέτη, αλλά και την γνώση του τρίτου ως προς τον δόλο βλάβης των δανειστών του.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΔΙΑΡΡΗΞΗΣ:
Με τη διάρρηξη της εν λόγω μεταβίβασης, ο τρίτος αποκτών υποχρεώνεται να αναμεταβιβάσει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 949 Κ.Πολ.Δ. στον οφειλέτη το αντικείμενο της μεταβίβασης, ώστε εν συνεχεία να μπορεί ο δανειστής να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο αυτό. Μάλιστα, ο τρίτος που απέκτησε δικαίωμα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος δανειστή, ούτε και κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του. Μάλιστα, κατά το άρθρο 992 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ., ακίνητο που μεταβιβάστηκε σε τρίτο κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από τον δανειστή που πέτυχε την διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, αφού η απόφαση που απαγγέλλει την διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης.
Με βάση τα ανωτέρω, ο δανειστής που πέτυχε την διάρρηξη, με την τελεσιδικία της απόφασης, μπορεί να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη, σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε. Παράλληλα, ο τρίτος, παρόλο που παραμένει φορέας του δικαιώματος, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΤΑΞΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΟΥ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘ’ΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΠΕΥΔΟΝΤΟΣ ΔΑΝΕΙΣΤΗ. (βλ. ΤρΕφΑθ 772/2025 ΤΝΠ Qualex)
Συμπερασματικά, η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. καθιερώνει ένα ουσιώδες νομικό πλαίσιο προστασίας των δανειστών σε περιπτώσεις μεταβίβασης επιχείρησης ή περιουσίας, χωρίς να απαιτεί προηγούμενη δικαστική αναγνώριση της απαίτησής τους. Τόσο ο μεταβιβάζων, όσο και ο αποκτών, καθίστανται υπόχρεοι έναντι των απαιτήσεων αυτών, έστω και υπό διαφορετικούς όρους. Από την άλλη, η διάρρηξη της μεταβιβαστικής πράξης ως καταδολιευτικής, απαιτεί και δικαστική αναγνώριση ώστε να προχωρήσει ο δανειστής σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση της αξίωσής του.
Η κατανόηση των όρων και των συνεπειών της μεταβίβασης, όπως και προσεκτική νομική αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για τον μεταβιβάζοντα όσο και για τον αποκτώντα. Η επίκληση ή αμφισβήτηση της εφαρμογής του άρθρου 479 Α.Κ. απαιτεί εξειδικευμένη νομική προσέγγιση και προσεκτική ανάλυση των πραγματικών και νομικών δεδομένων κάθε υπόθεσης.
💢 Το παρόν άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική επιμέλεια της ασκ. δικηγόρου, Αθανασίας Νικηφορίδου και της δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Ειρήνης Καψάλη, και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του δικηγορικού γραφείου SOLICITUS.
