Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή Ελλήνων συνταξιούχων του ΟΤΕ που ζητούσαν, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν από τις περικοπές των συντάξεων λόγω της εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (μνημονίου).
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, οι ενάγοντες συνταξιούχοι στήριξαν κατά βάση την αγωγή τους σε προβαλλόμενη παρανομία των αποφάσεων που απηύθυνε το Συμβούλιο της ΕΕ στην Ελληνική Δημοκρατία, κατ’ εφαρμογήν του μηχανισμού που προβλέπει το άρθρο 126 ΣΛΕΕ και οι οποίες υποχρέωσαν, κατά την άποψή τους, τον Έλληνα νομοθέτη να θεσπίσει τους εθνικούς νόμους με τους οποίους μειώθηκαν οι συντάξεις τους.
Υποστήριξαν ότι οι ως άνω αποφάσεις προξένησαν περιουσιακή ζημία σε κάθε έναν από αυτούς από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως την 31η Μαΐου 2014, καθώς και ηθική βλάβη την οποία αποτίμησαν σε 3.000 ευρώ για κάθε έναν από αυτούς.
Το Συμβούλιο της ΕΕ, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προέβαλε, αφενός, ότι δεν έχει διαπράξει κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες και, αφετέρου, ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επίμαχων αποφάσεων και της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης, που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγοντες.
Όπως αναφέρει το Γενικό Δικαστήριο (β’ τμήμα) στην απόφασή του της 3ης Μαϊου 2017 , «το αποφασιστικό κριτήριο για να γίνει δεκτό ότι συντρέχει κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, από το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Η ως άνω προϋπόθεση συνδρομής κατάφωρης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στο να μην εμποδίζει ο κίνδυνος προκλήσεως των προβαλλομένων από τους ενδιαφερομένους ζημιών την εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου πλήρη άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, τόσο στο πλαίσιο της κανονιστικής δραστηριότητάς του ή της δραστηριότητας που συνεπάγεται επιλογές οικονομικής πολιτικής όσο και στη σφαίρα της διοικητικής του αρμοδιότητας, χωρίς, ωστόσο, οι συνέπειες καταφανών και ασύγγνωστων παραβάσεων να επιβαρύνουν τους ιδιώτες».
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων, το Συμβούλιο διέθετε ευρεία διακριτική ευχέρεια.
Πράγματι, οι εν λόγω αποφάσεις συνιστούν άσκηση αρμοδιοτήτων τις οποίες απονέμουν στο Συμβούλιο το άρθρο 126, παράγραφος 9, και το άρθρο 136 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με υπερβολικό έλλειμμα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ. Οι διατάξεις αυτές καθορίζουν μόνο το είδος των μέτρων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συστάσεως του Συμβουλίου προς το οικείο κράτος μέλος για την επίτευξη των οριζόμενων σκοπών. Επιπλέον, οι ως άνω αρμοδιότητες συνεπάγονται, κατά κύριο λόγο, επιλογές οικονομικής πολιτικής για τις οποίες είναι δικαιολογημένη η παροχή ευρείας διακριτικής ευχέρειας από τις Συνθήκες.
Πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί μήπως το Συμβούλιο εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων αυτής της διακριτικής ευχέρειας.
Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν της από 27 Απριλίου 2009 απόφασης με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι υπήρχε υπερβολικό έλλειμμα στην Ελλάδα και απηύθυνε συστάσεις προς την Ελληνική Δημοκρατία καλώντας τη να διορθώσει το έλλειμμα αυτό το αργότερο μέχρι το 2010, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 7, ΕΚ (νυν άρθρο 126, παράγραφος 7, ΣΛΕΕ).
Εξάλλου, οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν αφού διαπιστώθηκε ότι η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ίδιας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει. Έτσι, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ συμφώνησαν να δημιουργηθεί ένας διακυβερνητικός μηχανισμός στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία. Η στήριξη από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ έλαβε τη μορφή συγκέντρωσης διμερών δανείων, σε συνδυασμό με συνδρομή που παρέσχε το ΔΝΤ.
Στο πλαίσιο αυτό, τα δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπουν οι επίμαχες αποφάσεις συζητήθηκαν διεξοδικά με την Ελληνική Κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν από κοινού από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ … Ειδικότερα, η περικοπή των συντάξεων και η κατάργηση των επιδομάτων είχαν ήδη προβλεφθεί με το Μνημόνιο Συνεννόησης που υπογράφηκε στις 3 Μαΐου 2010.
Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω, δεν ήταν προδήλως αδικαιολόγητο να προβλεφθεί η λήψη διαφόρων μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών.
Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, εκδίδοντας τις επίμαχες αποφάσεις, δεν υπερέβη τα όρια της ευρείας διακριτικής ευχέρειάς του.
Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι επίμαχες αποφάσεις ήταν όντως ικανές να προξενήσουν την προβαλλόμενη από τους ενάγοντες ζημία, όπερ θα έπρεπε όμως να διαπιστωθεί κατά την εξέταση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι τα δικαιώματα προσβάσεως στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως και τις κοινωνικές υπηρεσίες, τα οποία επικαλούνται οι ενάγοντες, δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια. Πράγματι, η άσκησή τους μπορεί να περιοριστεί, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εφόσον τούτο δικαιολογείται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση και οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους ως άνω σκοπούς.
Μέτρα όμως με σκοπό τη μείωση του ποσού των συντάξεων ανταποκρίνονται εν προκειμένω σε σκοπούς γενικού συμφέροντος, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, στη μείωση των δημόσιων δαπανών και στη στήριξη του συνταξιοδοτικού συστήματος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται επίσης σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.
Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών και του άμεσου κινδύνου για τη φερεγγυότητα του συγκεκριμένου κράτους μέλους, τα ως άνω μέτρα…δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητοι περιορισμοί των δικαιωμάτων που επικαλούνται οι ενάγοντες και δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατοχυρουμένων δικαιωμάτων
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων άσκησης των εξουσιών του».
Και το Δικαστήριο καταλήγει ότι «βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι το Συμβούλιο διέπραξε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν συντρέχει μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, προβλεπόμενη από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της».
Πηγή: legalnews24.gr