Τα αστυνομικά όργανα έχουν, μεταξύ των άλλων, την αρμοδιότητα να βεβαιώνουν ποινικά εγκλήματα σε βαθμό πταίσματος, τα οποία δηλαδή τιμωρούνται με κράτηση ή πρόστιμο. Στις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται ότι, οι προϊστάμενοι αυτών, Διευθυντές ή Διοικητές Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από προηγούμενη ακρόαση του παραβάτη, μπορούν να κάνουν δεκτές τις αντιρρήσεις του και να θέσουν την υπόθεση στο αρχείο, με πράξη που συντάσσουν επί του εγγράφου, με το οποίο έχει βεβαιωθεί η παράβαση (άρθρο 14 του νόμου 1481/1984). Ως Διευθυντές ή Διοικητές νοούνται εκείνοι στην αρμοδιότητα των οποίων, σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις, ανάγεται η άσκηση της συγκεκριμένης, κατά τόπο και καθ΄ύλη, αρμοδιότητας. Η ως άνω ενέργεια δεν μπορεί να γίνει από ιεραρχικό όργανο, αφού η ”ιεραρχική υποκατάσταση” δεν επιτρέπεται. Για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο απαιτείται οπωσδήποτε προηγούμενη ακρόαση του παραβάτη και αιτιολόγηση της πράξης, σύμφωνα με τους κανόνες του ποινικού δικαίου για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης και τον καταλογισμό αυτής (κατάσταση ανάγκης, πλάνη κ.λ.π).
Στις παραβάσεις όμως, όπου προβλέπεται η επιβολή διοικητικού προστίμου, όπως σήμερα είναι οι περισσότερες παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), δεν ισχύουν οι ανωτέρω διατάξεις, αλλά οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 104 αυτού. και οι κανόνες του διοικητικού δικαίου για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, όπως αυτές παγιώθηκαν από τη θεωρία και τη νομολογία. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 104 Κ.Ο.Κ., στον καταλαμβανόμενο επ΄αυτοφώρω να διαπράττει παραβάσεις, για τις οποίες προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα, βεβαιώνεται από το αρμόδιο κατά περίπτωση όργανο το προβλεπόμενο διοικητικό πρόστιμο για καθεμία από αυτές.
Ο παραβάτης έχει δικαίωμα να εμφανισθεί εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών, που αρχίζει από την επίδοση της βεβαίωσης, στην Αρχή, στην οποία ανήκει το ανωτέρω όργανο, όπως αυτή προσδιορίζεται στη σχετική βεβαίωση παράβασης, προκειμένου να προβάλει τις αντιρρήσεις του. Η απόφαση, με την οποία εξετάζονται οι αντιρρήσεις, πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και στοιχεία. Αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις ή αν απορριφθούν, επικυρώνεται το πρόστιμο από τον Προϊστάμενο της Αρχής.
Σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνεται (κατά παράβαση και της Κ.Υ.Α.): α) είτε ότι οι κλήσεις, βάσει των οποίων τους έχει επιβληθεί το πρόστιμο, δεν περιέχουν σωστά τα στοιχεία του οχήματός (π.χ. αριθμός κυκλοφορίας, μάρκα, χρώμα), β) είτε ότι δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς η θέση του οχήματος σε σχέση με τη περιοχή ισχύος της σήμανσης (π.χ. μη αναγραφή του αριθμού της οδού), ή και γ) ότι οι κλήσεις δεν περιέχουν άλλα στοιχεία της παράβασης (π.χ. ποινή). Στις περιπτώσεις αυτές η πράξη καθίσταται ακυρωτέα.
Ανάκληση είναι η μερική ή ολική άρση της ισχύος διοικητικής πράξης, για το μέλλον ή αναδρομικώς με την έκδοση άλλης νεότερης. Για την ευκρινέστερη ανάλυση των κανόνων που διέπουν την ανάκληση των (ατομικών) διοικητικών πράξεων η θεωρία έχει προβεί στη διάκριση μεταξύ της ανάκλησης: α) παράνομων, ευμενών και δυσμενών, και β) νόμιμων, ευμενών και δυσμενών, διοικητικών πράξεων.
Σε αντιδιαστολή προς τον κανόνα του αμετακλήτου των νόμιμων ευμενών πράξεων, οι νόμιμες δυσμενείς ανακαλούνται ελεύθερα υπό την επιφύλαξη της αρχής της νομιμότητας, της προστασίας εννόμων συμφερόντων τρίτων, προς τους οποίους οι πράξεις είναι ευμενείς και των ειδικών νομοθετικών διατάξεων, που χαρακτηρίζουν ορισμένες πράξεις ως αμετάκλητες ή περιέχουν αποκλειστική απαρίθμηση των λόγων ανάκλησης.
Η νομολογία του ΣτΕ δέχεται πάγια ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις της, για τις οποίες παρήλθε η προθεσμία προσβολής τους ή οι οποίες έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, όχι όμως και υποχρέωση προς τούτο, εκτός αν αυτή επιβάλλεται βάσει κανόνα δικαίου (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 952/1988).
Αρμόδιο όργανο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, είναι εκείνο που την εξέδωσε ή εκείνο που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης, αρμόδιο για την ανάκληση είναι τόσο το όργανο που εξέδωσε την ανακαλούμενη πράξη όσο και, σε περίπτωση μεταβολής της αρμοδιότητας, το όργανο που έχει πλέον την αρμοδιότητα για να την εκδώσει (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3582/2008).