Η διαθήκη ή διάταξη τελευταίας βούλησης, όπως λέγεται, είναι η μονομερής «αιτία θανάτου» δικαιοπραξία (άρθρο 1711 ΑΚ), που περιέχει δήλωση βούλησης, συντάσσεται αυτοπροσώπως (άρθρο 1716 ΑΚ), σύμφωνα με ορισμένους τύπους και ανακαλείται ελεύθερα. Μόνη εξαίρεση στην αρχή ότι η διαθήκη είναι ελεύθερα ανακλητή, θεμελιώνεται στο άρθρο 1476 ΑΚ, που ορίζει ότι οι δηλώσεις αναγνώρισης τέκνου εκτός γάμου, που συμπεριελήφθησαν στο κείμενο της διαθήκης, δεν ανακαλούνται.

Με τη διαθήκη, που γίνεται με ιδιόχειρο σημείωμα, το οποίο πρέπει να φέρει ημερομηνία και υπογραφή, ο κληρονομούμενος, όπως καλείται, επιλέγει να ρυθμίσει σε ποιούς και πώς θα μοιραστεί η περιουσία του ως σύνολο, μετά το θάνατό του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Η μεταβίβαση αυτής της περιουσίας από το πρόσωπο που πέθανε σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορίζεται ως κληρονομική διαδοχή, η οποία, εκτός από τη διαθήκη, έχει κι άλλες δύο μορφές: την εξ’ αδιαθέτου διαδοχή, όταν δεν έχει συνταχθεί διαθήκη, και την αναγκαστική διαδοχή, που γίνεται από το νόμο και παρά τη θέληση του κληρονομούμενου.

Όσον αφορά στη διαθήκη, τρεις είναι οι προβλεπόμενοι τακτικοί τύποι σύνταξής της: 


α) η ιδιόγραφη (άρθρα 1721-1723 ΑΚ): γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται (ημέρα, μήνας, έτος), υπογράφεται από τον ίδιο και δύναται να φυλαχθεί από τον ίδιο, να παραδοθεί σε τρίτο πρόσωπο προς φύλαξη ή να κατατεθεί προς φύλαξη σε συμβολαιογράφο,
β) η δημόσια (άρθρα 1724-1737 ΑΚ): συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου παρουσία τριών μαρτύρων και
γ) η μυστική (άρθρα 1738- 1748 ΑΚ): Ο διαθέτης συντάσσει τη διαθήκη του και την παραδίδει ενώπιον τριών (3) μαρτύρων σε συμβολαιογράφο, δηλώνοντας ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. 
Υπάρχουν βέβαια και τύποι έκτακτων διαθηκών που, υπό προϋποθέσεις, συντάσσονται σε πλοίο ή σε εκστρατεία ή σε περίπτωση αποκλεισμού.

Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργούνται διενέξεις και αμφισβητήσεις μεταξύ των κληρονόμων αναφορικά με το κύρος και την ισχύ μιας διαθήκης. Οι συχνότερες περιπτώσεις, όπου μπορεί να αμφισβητηθεί-προσβληθεί μία διαθήκη, ως μερικά ή ολικά άκυρη, είναι ενδεικτικά, οι εξής:
– όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη, όταν δηλαδή υπάρχουν υπόνοιες πλαστότητας της διαθήκης, οπότε είναι ζήτημα απόδειξης πλέον αν η διαθήκη είχε συνταχθεί ή όχι, με το χέρι του εκλιπόντος ή αν ο ίδιος ο διαθέτης είχε πέσει «θύμα» απάτης, πλάνης ή απειλής, κατά τη σύνταξη της διαθήκης.
–  όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, το οποίο συμβαίνει, εφόσον : 1. δεν ήξερε να διαβάζει, ήτοι ήταν αναλφάβητος 2. ήταν ανήλικος 3. βρισκόταν υπό (πλήρη) δικαστική συμπαράσταση ή 4. έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, δεν είχε, δηλαδή, «σώας τας φρένας».
– αν δεν είχε συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο νόμο, όπως π.χ για τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, εάν δεν συντάχθηκε ενώπιον συμβολαιογράφου, ή ως μάρτυρες ήταν πρόσωπα που (δεν πρέπει) να είναι παρόντα. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση απόλυτης ακυρότητας δημόσιας διαθήκης είναι όταν οι μάρτυρες ήταν συγγενείς του διαθέτη και το απέκρυψαν από το συμβολαιογράφο. Ο Αστικός Κώδικας ρητά και κατηγορηματικά απαγορεύει ως μάρτυρας ή ως συμβολαιογράφος ακόμα να παρίσταται πρόσωπο που είναι τιμώμενο στη διαθήκη.
– όταν ο διαθέτης δεν προσδιορίζει επακριβώς τον κληρονόμο, αλλά  γενικά και αόριστα. π.χ στον αγαπημένο μου γιο (ενώ έχει 4 γιους).
Εν ολίγοις, οι λόγοι προσβολής της διαθήκης αφορούν επιγραμματικά είτε την μη τήρηση του τύπου που ο νόμος έχει ορίσει ( ΑΚ 1721 επ.), είτε την ικανότητα σύνταξης διαθήκης ( ΑΚ 1719 επ.), είτε το περιεχόμενό της ( 174, 178, 1789, 138). Σημειωτέον ότι η άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής από όποιον έχει έννομο συμφέρον και επιδιώκει τη δικαστική διατύπωση της ακυρότητας που βασίζεται σε έναν από τους παραπάνω λόγους, δεν υποβάλλεται σε χρονικό περιορισμό αλλά εάν ασκηθεί μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής των κληρονομικών αγωγών, θα απορριφθεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Συγχρόνως, η διαθήκη μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί μερικώς, όταν αυτή προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα των εκ του νόμου κληρονόμων, όταν δηλαδή ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους (π.χ στην αλλοδαπή οικιακή βοηθό του ή στην ερωμένη του) και αποκλείει παιδιά ή σύζυγο.
Δικαίωμα νόμιμης μοίρας, έχουν τα παιδιά, οι γονείς και η σύζυγος του εκλιπόντος, εφόσον βέβαια ζουν, το οποίο ισούται με το μισό της μερίδας, που θα έπαιρναν, αν δεν υπήρχε η διαθήκη.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 1825 και 1829 του Αστικού Κώδικα προκύπτουν τα εξής: «οι κατιόντες […] οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας» (Α.Κ. 1825 παρ. 1). «Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί» (Α.Κ. 1829).
Το δικαίωμα όποιου έχει έννομο συμφέρον για προσβολή της διαθήκης, πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση, διότι η παραγραφή είναι 2 έτη, από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρο 1788 ΑΚ).
Πρέπει να επισημανθεί ότι η 2ετής παραγραφή ισχύει μόνον, για τις περιπτώσεις πλάνης, απάτης, απειλής, παράλειψης μεριδούχου, καθώς και στην περίπτωση, όπου ο γάμος του διαθέτη ήταν άκυρος ή είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του/της συζύγου, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου. Για τις λοιπές περιπτώσεις, το δικαίωμα της προσβολής – ακύρωσης διαθήκης δεν παραγράφεται, εκτός και αν ο διαθέτης αφήνει όλη ή μέρος της περιουσίας του, υπέρ του Δημοσίου ή άλλων κοινωφελών σκοπών, οπότε η προσβολή πρέπει να γίνει αποκλειστικά εντός πέντε ετών, από τη δημοσίευση, αλλιώς χάνεται το δικαίωμα της προσβολής.
Πάντως, όπου ακυρώνεται η διαθήκη, εν μέρει ή εν όλω, «αναβιώνει» η εκ του νόμου, εξ αδιαθέτου διαδοχή, με βάση τη συγγένεια, όπου οι κοντινότεροι συγγενείς αποκλείουν τους μακρινότερους συγγενείς, με βάση τις οριζόμενες στο νόμο, «τάξεις».