Τι είναι η Σύμβαση Δικαιόχρησης (FRANCHISING)
Η Δικαιόχρηση (franchising) αποτελεί μια μέθοδο εμπορικής συνεργασίας, μεταξύ μιας μεγάλης επιχείρησης, του δικαιοπαρόχου ή δότη (franchisor), και διαφόρων μικρότερων επιχειρηματιών, των δικαιοδόχων ή ληπτών (franchisee), με την οποία επιδιώκουν η μεν πρώτη τη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν πιο μεγάλου αριθμού σημείων πώλησης των προσόντων ή υπηρεσιών αυτής, οι δε δεύτεροι την αποκόμιση κερδών από την εμπορική φήμη, την οργάνωση και την τεχνογνωσία εκείνης.
Από νομική άποψη, το franchising είναι μία σύμβαση συνεργασίας δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων με την οποία η μία παραχωρεί στην άλλη, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου «συνόλου» ή «πακέτου» franchising, με σκοπό την εμπορία συγκεκριμένου τύπου προϊόντων ή υπηρεσιών.
Ο δικαιοδόχος είναι ανεξάρτητος νομικά και οικονομικά επιχειρηματίας, και ασκεί την επιχείρησή του, στο όνομά του, για λογαριασμό του και με δικό του αποκλειστικά κίνδυνο. Η λειτουργία όμως της επιχείρησής του διέπεται από τους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση δικαιόχρησης.
Μορφές Franchising
Με βάση το αντικείμενο του franchising μπορούν να διακριθούν τέσσερις επιμέρους μορφές:
α) Franchising διανομής:
Αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή. Ο δικαιούχος ή λήπτης, εκμεταλλευόμενος το «πακέτο» franchising, περιορίζεται μόνο στην πώληση σε τελικούς καταναλωτές, δηλαδή πωλεί λιανικώς ορισμένα προϊόντα μέσα σε κατάστημα που φέρει το διακριτικό γνώρισμα του δικαιοπαρόχου. Στη χώρα μας, οι γνωστότερες περιπτώσεις συμβάσεων διανομής είναι των επιχειρήσεων Goody’s, Pizza Hut, Mc Donald ‘s, Allouette (παιδικά ενδύματα), κ.α.
β) Franchising υπηρεσιών:
Ο δικαιοδόχος παρέχει υπηρεσίες σε τελικούς χρήστες υπό το διακριτικό γνώρισμα, την εμπορική επωνυμία ακόμα και το σήμα του δικαιοπαρόχου, σύμφωνα με τις οδηγίες που παίρνει από αυτόν. Οι κύριοι τομείς εμφάνισης του είδους αυτού είναι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις υψηλού επιπέδου (Hilton, Holiday Inn, Sheraton κ.α.), επιχειρήσεις ενοικίασης ή επισκευής αυτοκινήτων (Budget, Avis, Hertz κ.α.), επιχειρήσεις καθαριστηρίων, ταξιδιωτικών γραφείων (Travel Plan κ.α.).
γ) Franchising παραγωγής ή βιομηχανικό franchising:
Ο δικαιοπάροχος (ή δότης) παραχωρεί στο δικαιοδόχο (ή λήπτη) την άδεια να παράγει ή να μεταποιεί ορισμένα προϊόντα και στη συνέχεια να τα πωλεί ή να τα μεταπωλεί, θέτοντας πάνω σ’ αυτά το σήμα του δικαιοπαρόχου. Η παραγωγή ή μεταποίηση των προϊόντων αυτών γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο και την εμφάνιση που ο ίδιος ο δικαιοπάροχος προκαθορίζει και γενικότερα κατά τις οδηγίες που εκείνος παρέχει. Ουσιαστικά, πρόκειται περισσότερο για συμφωνίες παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ξένης τεχνογνωσίας ή ευρεσιτεχνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα franchising αυτής της μορφής αποτελούν οι συμβάσεις με δότη εργοστάσια εμφιάλωσης και πώλησης αναψυκτικών ποτών (Coca- Cola, Fanta, Pepsi- Cola κ.α.).
δ) Μικτό franchising:
Πρόκειται για μορφές, όπου συνυπάρχουν περισσότερα στοιχεία από τις προηγούμενες τρεις μορφές. Συνήθως, με τον όρο μικτό franchising νοούμε σύμβαση στην οποία απαντώνται στοιχεία τόσο franchising διανομής όσο και franchising υπηρεσιών. Πάντως, είναι δυνατή η εμφάνιση μορφής μικτού franchising, στην οποία να υπάρχει συγκερασμός περισσότερων στοιχείων όλων των παραπάνω τριών μορφών.
Με βάση τον τρόπο ενσωμάτωσης των δικαιοδόχων στο σύστημα και με βάση το βαθμό εξάρτησης τους από τον δικαιοπάροχο διακρίνονται δύο είδη franchising:
α) Franchising υπαγωγής:
Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη μορφή franchising στην πράξη. Ο δικαιοπάροχος δημιουργεί και αναπτύσσει το σύστημα, κατέχει δεσπόζουσα και κυρίαρχη θέση, καθορίζοντας την επιχειρηματική πολιτική των δικαιοδόχων, που περιορίζονται σε ρόλο εκτελεστικό και οφείλουν να συμμορφώνονται απόλυτα στην καθοδήγηση του δικαιοπαρόχου. Η μόνη σχέση που υπάρχει στο είδος αυτό του franchising είναι εκείνη ανάμεσα στον δικαιοπάροχο και στον κάθε λήπτη χωριστά. Οι περισσότεροι λήπτες συνδέονται μόνο με τον δικαιοπάροχο, δηλαδή χωρίς να δημιουργείται μεταξύ τους οποιαδήποτε έννομη σχέση. Η ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των δικαιοδόχων θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση τους, με τον κίνδυνο ο δικαιοπάροχος να χάσει τη δεσπόζουσα θέση του μέσα στο όλο δίκτυο διανομής. Για το λόγο αυτό η ανάπτυξη κάθε είδους σχέσεων μεταξύ των ληπτών δεν ευνοείται από τον δικαιοπάροχο.
β) Franchising ισοτιμίας ή ισότιμης συνεργασίας:
Στο είδος αυτό, σε αντίθεση με όσα ισχύουν στο franchising υπαγωγής, δεν υπάρχει κυριαρχική και δεσπόζουσα θέση στο σύστημα. Διέπεται από μια συνεταιρική και συμμετοχική συνεργασία τόσο ανάμεσα στο δικαιοπάροχο και στους δικαιοδόχους όσο και στους δικαιοδόχους μεταξύ τους (όπως ανταλλαγή πληροφοριών, προσωπικού, κάλυψη περιοδικών αναγκών σε εμπορεύματα, εξυπηρέτηση πελατών για λογαριασμό άλλου δικαιοδόχου κλπ). Βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη και η συναδελφικότητα ανάμεσα στα μέρη του συστήματος με σκοπό την προώθηση των πωλήσεων μέσω της συλλογικής δράσης. Τη θέση των δεσμευτικών οδηγιών του δικαιοπαρόχου που παρατηρείται στο franchising υπαγωγής παίρνει εδώ η συμμετοχή των δικαιοδόχων στη λήψη αποφάσεων με στόχο τη επιτυχία του συστήματος ως συνόλου.
Χαρακτηριστικά της σύμβασης Franchising
Η σύμβαση franchising αποτελεί διαρκή σύμβαση. Χαρακτηριστικό κάθε διαρκούς σύμβασης είναι ότι η εκπλήρωση της παροχής δεν συντελείται με μεμονωμένες ή σποραδικές ενέργειες, αλλά εκτείνεται σε μακρό χρονικό διάστημα (συνεχές ή διακοπτόμενο).
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της σύμβασης franchising είναι ο έντονα προσωπικός της χαρακτήρας. Καθοριστικό ρόλο παίζει το πρόσωπο κυρίως του λήπτη, αλλά και του δότη. Έτσι, ανεξάρτητα από το αν τα συμβαλλόμενα μέρη είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αποφασιστικής σημασίας θεωρούνται χαρακτηριστικά όπως η υπευθυνότητα, η ικανότητα και η προσωπικότητα του συμβαλλόμενου. Συνέπεια του προσωπικού αυτού χαρακτήρα, αποτελεί η στενή σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης που δημιουργείται μεταξύ των μερών. Απαραίτητη για τη λειτουργία της σχέσης αυτής είναι η αρχή της καλής πίστης, ειδικότερη έκφραση της οποίας αποτελεί η υποχρέωση πίστης των μερών (για την τελευταία γίνεται λόγος στη συνέχεια).
Ακόμη, η σύμβαση franchising αποτελεί σύμβαση πλαίσιο ή σύμβαση σχεδιασμού. Συνάπτεται κατά την έναρξη της εμπορικής συνεργασίας και ρυθμίζει μόνο τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, εκείνα δηλαδή που είναι αναγκαία για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της σύμβασης.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της, είναι ότι πρόκειται για σύμβαση, της όποιας οι όροι έχουν εκ των προτέρων διατυπωθεί μονομερώς από το ένα συμβαλλόμενο μέρος, το οικονομικά ισχυρότερο. Ο αντισυμβαλλόμενος έχει τη δυνατότητα είτε να τους αποδεχτεί ως έχουν, είτε να τους απορρίψει στο σύνολό τους και να μη προχωρήσει στη σύναψη της σύμβασης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης αυτής είναι η παντελής έλλειψη του σταδίου των διαπραγματεύσεων. Ο λήπτης υπογράφει μία σύμβαση – πλαίσιο, το περιεχόμενο της οποίας διαμόρφωσε ο δότης και είναι συνήθως όμοιο για το σύνολο των ληπτών του δικτύου (τυποποιημένη σύμβαση). Οι όροι της επιβάλλονται μονομερώς από τον οικονομικά ισχυρότερο συμβαλλόμενο, δηλαδή από το δότη. Ενόψει όλων αυτών, ο έλεγχος του συμβατικού περιεχομένου καθίσταται αναγκαίος, καθώς τίθεται το ζήτημα της προστασίας του λήπτη από τις τυχόν καταχρηστικές ρήτρες. Η προστασία του ασθενέστερου συμβαλλόμενου μέρους στις συμβάσεις προσχωρήσεως από τυχόν καταχρηστικές ρήτρες στις καθημερινές συναλλαγές αποτελεί αντικείμενο του δικαίου της προστασίας του καταναλωτή.
Τέλος, η σύμβαση franchising είναι άτυπη. Για την κατάρτισή της δεν απαιτείται από κάποια διάταξη νόμου ο έγγραφος τύπος. Επομένως, είναι δυνατή και η προφορική κατάρτιση. Στην πράξη όμως καταρτίζεται συνήθως εγγράφως, με την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού το περιεχόμενο του οποίου έχει προκαθορίσει ο δότης.
Κύριες υποχρεώσεις των μερών
Ο δότης:
α) Παραχωρεί στον λήπτη το «πακέτο» Franchising (δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τεχνογνωσίας), του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επακριβώς στο κύριο μέρος της σύμβασης- πλαισίου.
β) Παρέχει σ’ αυτόν την απαιτούμενη τεχνική και οργανωτική υποδομή και την ανάλογη εκπαίδευσή του.
γ) Συμβάλει στη συνεχή υποστήριξη του λήπτη, όσο διαρκεί η σύμβαση, η οποία περιλαμβάνει παροχή συμβουλών, υποχρέωση διαφήμισης και εξοπλισμό.
δ) Προσδιορίζει τη γεωγραφική περιοχή μέσα στην οποία ο λήπτης θα διενεργεί τις πωλήσεις με το δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό.
Ο λήπτης:
α) Καταβάλλει ένα ποσό εφάπαξ (entry fee) στο δότη, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται την τεχνογνωσία και τα άλλα δικαιώματα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
β) Καταβάλλει περιοδικά στο δότη ορισμένο ποσοστό από τις εισπράξεις των πωλήσεων μετά την αφαίρεση των φόρων ή σπανιότερα ενός ορισμένου ποσοστού συμμετοχής στα κέρδη από τις πωλήσεις.
γ) Προωθεί τις πωλήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
δ) Συμμορφώνεται με την αρχή της ομοιομορφίας, σύμφωνα με την οποία η σύνθεση, η παρασκευή, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και γενικά η εικόνα των προϊόντων του συστήματος πρέπει να είναι ενιαία, ανεξάρτητα από τον τόπο ή την αγορά, στην οποία γίνεται η διάθεσή τους.
Λύση της σύμβασης του Franchising
Η σύμβαση δικαιόχρησης λύεται με πολλούς τρόπους.
α) Λήξη της σύμβασης λόγω λήξης του χρόνου διάρκειάς της ή της επέλευσης γεγονότων όπως ο θάνατος, η πτώχευση, η δικαστική συμπαράσταση ή η διάλυση της επιχείρησης του δότη ή του λήπτη.
Η σύμβαση για την οποία γίνεται λόγος λύεται αυτόματα εφόσον παρέλθει ο χρόνος διάρκειάς της. Προκειμένου να ανανεωθεί απαιτείται σχετική ρητή η σιωπηρή συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.
β) Λύση της σύμβασης της δικαιόχρησης κατόπιν κοινής συμφωνίας των μερών.
Βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 Α.Κ.), που άλλωστε διέπει και τη σύμβαση franchising, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα πραγματοποιώντας μια από κοινού συμφωνία να προχωρήσουν στην πρόωρη λύση της σύμβασης. Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο αλλά και να ρυθμίζει τις μετασυμβατικές σχέσεις των μερών, όπως π.χ. την αγορά από το δότη αποθεμάτων του λήπτη.
γ) Η δυνατότητα υπαναχώρησης από τη σύμβαση (άρθρα 382 επ. Α.Κ.).
Στις διαρκείς συμβάσεις χωρεί κατά κανόνα καταγγελία και όχι υπαναχώρηση. Δεν αποκλείεται όμως να γεννάται και ζήτημα εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την υπερημερία ή την αδυναμία παροχής του οφειλέτη, αν υπάρχει αθέτηση κύριας μεν συμβατικής υποχρέωσης, χωρίς όμως να συντρέχει οπωσδήποτε διαταραχή της ενοχής ως συνόλου. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι δυνατή η εφαρμογή των γενικών διατάξεων.
δ) Λύση του franchising με καταγγελία.
Η πιο σημαντική περίπτωση λύσης της διαρκούς σύμβασης Franchising είναι με καταγγελία της από την πλευρά ενός εκ των συμβαλλομένων. Η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα και διαπλαστική δήλωση βουλήσεως και με την άσκησή της αποσβήνονται εφεξής όλες οι υποχρεώσεις των μερών. Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της σύμβασης έχουμε την τακτική και την έκτακτη καταγγελία. Η πρώτη ασκείται σε περίπτωση Franchising αορίστου χρόνου, ενώ η δεύτερη είτε σε αορίστου είτε σε ορισμένου, αρκεί να συντρέχει σπουδαίος λόγος.
Στην πράξη είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις συμβάσεων δικαιόχρησης αορίστου χρόνου, καθώς συνήθως τα μέρη επιθυμούν μια σταθερότητα στην οικονομική τους σχέση. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί για ορισμένο χρόνο και μετά την πάροδο αυτού συνέχισαν να εκτελούνται. Προκειμένου λοιπόν να μην υπάρχει ισόβια δέσμευση των συμβαλλομένων και υπερβολικός περιορισμός της ελευθερίας τους, δίνεται η δυνατότητα μονομερούς λύσης της σύμβασης οποτεδήποτε και χωρίς τη συνδρομή κάποιας ουσιαστικής προϋπόθεσης. Αιτιολόγησή της δεν απαιτείται, αφού η τακτική καταγγελία αναπληρώνει τον χρονικό περιορισμό της συμβάσεως που οι συμβαλλόμενοι δεν είχαν θέσει. Εν όψει όμως της απαραίτητης προστασίας των μερών, οι οποίοι πολλές φορές προβαίνουν σε πολυδάπανες επενδύσεις για την ικανοποίηση της δικαιόχρησης, το δικαίωμα της τακτικής καταγγελίας υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς.
Όσον αφορά την έκτακτη καταγγελία, αυτή αφορά σε σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί τη λύση της συνεργασίας δικαιόχρησης ορισμένου ή και αορίστου χρόνου χωρίς την τήρηση προειδοποιητικής προθεσμίας. Σπουδαίο λόγο μπορεί να αποτελούν περιστατικά που είτε στηρίζονται στο νόμο είτε προκύπτουν από συμφωνία των μερών και λαμβανομένης υπόψη της φύσης, των σκοπών και των λειτουργιών της σύμβασης, καθιστούν επαχθή, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τη συνέχιση της συμβατικής σχέσης για τον καταγγέλοντα.
Συνοψίζοντας, είναι φανερό ότι το franchising εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς τόσο στις εσωτερικές όσο και στις διεθνείς συναλλαγές. Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται στα προτερήματα που παρουσιάζει η μορφή αυτή διεπιχειρηματικής συνεργασίας και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, το δότη και το λήπτη. Από τη μία πλευρά, ο δότης επιτυγχάνει γεωγραφική επέκταση και διεύρυνση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Επίσης, αυξάνει το κέρδος του με πολύ λιγότερες δαπάνες από εκείνες που θα απαιτούνταν για την ίδρυση υποκαταστημάτων ή θυγατρικών επιχειρήσεων. Από τη άλλη, ο λήπτης απαλλάσσεται από οργανωτικά προβλήματα, ενώ απολαμβάνει την ευρεία διακριτική δύναμη και τη φήμη του σήματος που χρησιμοποιεί, χωρίς όμως να του αφαιρείται η νομική και διαχειριστική ανεξαρτησία του. Με τον τρόπο αυτό, βελτιώνεται η εικόνα της φερεγγυότητας του στην αγορά με θετικές οικονομικές επιπτώσεις.
Το παρόν άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική συνεργασία της Ελένης Αμπατζόγλου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του δικηγορικού μας γραφείου.