ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΟΥ:

i) Ορισμός- νομοθετική πρόβλεψη– πάγια νομολογία
ii) Ευρωπαϊκή και διεθνής νομοθεσία
iii) Καθεστώς που επικρατεί σε άλλες έννομες τάξεις
iv) Νέο νομοσχέδιο για συνεπιμέλεια

i) Ορισμός- νομοθετική πρόβλεψη – πάγια νομολογία

Σύμφωνα με το Άρθρο 1510 του Αστικού Κώδικα ‘‘Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι όποιοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.’’ Η επιμέλεια του τέκνου, ως έκφανση της γονικής μέριμνας, περιλαμβάνει κάθε απόφαση που αφορά την ανατροφή , την υγεία, την εκπαίδευση και την προσωπική του ανάπτυξη.

Ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας κάμπτεται στην περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου. Ειδικότερα, το ισχύον Άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα (ν. 1329/1983) προβλέπει ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. 

Όπως προκύπτει από το γράμμα της διάταξης , η συνεπιμέλεια δεν αποτελεί τον κανόνα, αλλά μία δυνατότητα του δικαστή, η οποία μάλιστα υπάρχει μόνο εφ’ όσον συμφωνήσουν και οι δύο γονείς ότι επιθυμούν συνεπιμέλεια του τέκνου. Ακόμα μάλιστα κι αν συμφωνήσουν οι γονείς σε συνεπιμέλεια, ο δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει διαφορετικά, αναθέτοντας  την επιμέλεια σε έναν εκ των δύο γονέων, ή ακόμα και σε τρίτο. Σε κάθε περίπτωση αποκλειστικό γνώμονα για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης αποτελεί το συμφέρον του τέκνου, βάσει του Άρθρου 1511 του Αστικού Κώδικα και του Άρθρου 3 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. 

Σε γενικές γραμμές επικρατεί η αντίληψη  στην ελληνική νομολογία ότι η ανάθεση της επιμέλειας αποκλειστικά σε έναν γονέα εξυπηρετεί το  συμφέρον του τέκνου, διότι αποφεύγονται τυχόν έριδες μεταξύ των γονέων και αποφεύγεται η διαρκής αλλαγή περιβάλλοντος του τέκνου. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ένας γονιός είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ανατροφή του τέκνου, ενώ ο άλλος περιορίζεται σε έναν περιθωριακό και δευτερεύοντα ρόλο στη ζωή του παιδιού, καθώς έχει δικαίωμα επικοινωνίας για ορισμένες μόνο ημέρες του έτους- χρόνος που δεν είναι επαρκής για την ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών με το τέκνο.

Πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε αν όντως η όποια διατάραξη της καθημερινότητας του τέκνου που προκαλείται λόγω της συνεπιμέλειας  μπορεί να υπερκεράσει τα οφέλη της ουσιαστικής επαφής του παιδιού και με τους δύο γονείς του.

 Η πάγια τάση των ελληνικών δικαστηρίων είναι σε περίπτωση διαφωνίας για την άσκηση της γονικής μέριμνας να την αναθέτουν στη μητέρα, ανεξαρτήτως μάλιστα της ηλικίας των παιδιών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στατιστική έρευνα της νομολογίας του Πρωτοδικείου Αθηνών του έτους 2007, μόνο στο 7% των περιπτώσεων ανατίθεται η άσκηση της γονικής μέριμνας στον πατέρα, και μάλιστα υπό την προϋπόθεση ότι είτε η μητέρα δεν διεκδικεί την επιμέλεια είτε είναι προδήλως ακατάλληλη για την άσκησή της (1). Υποστηρίζεται ότι η προτίμηση προς τη μητέρα βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο στο Άρθρο 21 παρ.1 αναφέρεται ειδικά στην προστασία της μητρότητας (2). Ωστόσο είναι αμφίβολο αν η αληθής βούληση του συντακτικού νομοθέτη ήταν η άκριτη προτίμηση της μητέρας και ο παραγκωνισμός της γονικής ισότητας, καθώς κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου είναι αποκλειστικά το συμφέρον του ιδίου.

Μια τέτοια τάση ενδεχομένως να ήταν δικαιολογημένη  σε συσχετισμό με την ηλικία του τέκνου, καθώς αναγνωρίζεται από σύγχρονες ιατρικές και παιδαγωγικές έρευνες  βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, μόνο όμως για την πρώιμη νηπιακή ηλικία . Για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, ωστόσο, η παρουσία του πατέρα κρίνεται εξίσου σημαντική για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Αφού, λοιπόν, δεν υπάρχει κάποιο αμάχητο τεκμήριο ότι το συμφέρον  του παιδιού εξυπηρετείται βέλτιστα όταν αποκλειστικώς αρμόδια για την ανατροφή του είναι η μητέρα, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπάρξει κάποια εξατομικευτική κρίση για το συμφέρον του συγκεκριμένου τέκνου. Ως εκ τούτου, η εμμονή της νομολογίας στην ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα, με στερεότυπη πάντα αιτιολογία, παραβιάζει τις επιταγές του εθνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου.

ii) Ευρωπαική και διεθνής νομοθεσία

Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρο 18 παρ 1 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού ‘‘τα Συμβαλλόμενα Κράτη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση της αναγνώρισης της αρχής, σύµφωνα µε την οποία και οι δύο γονείς είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανατροφή του παιδιού και την ανάπτυξή του. Η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού και για την ανάπτυξή του ανήκει κατά κύριο λόγο στους γονείς, ή κατά περίπτωση, στους νόµιµους εκπροσώπους του. Το συμφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελεί τη βασική τους µέριµνα. ’’Παρομοίως, το Άρθρο 24 παρ.3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές και με τους δύο γονείς του, εκτός αν αυτό είναι αντίθετο προς το συμφέρον του.

Επιπροσθέτως, το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβλέπει ότι ‘παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.’ Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το συμφέρον του παιδιού μπορεί, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητά του, να υπερισχύσει των συμφερόντων των γονέων (Sahin κατά Γερμανίας [GC], § 66). Το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει τη διατήρηση των οικογενειακών δεσμών, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η οικογένεια είναι προδήλως ακατάλληλη να επιτελέσει τον παιδαγωγικό ρόλο της (Gnahoré κατά Γαλλίας, § 59 ). Η διαδικασία λήψης απόφασης πρέπει να διαπνέεται από τις διαδικαστικές εγγυήσεις της ΕΣΔΑ και, ειδικότερα, να παρέχεται η δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης και πληροφόρησης των γονέων και να ερευνάται ενδελεχώς η οικογενειακή κατάσταση και η μη αναστρέψιμη επίδραση της διάσπασης των οικογενειακών δεσμών στον ψυχισμό του παιδιού (3).

Τέλος, το Συμβούλιο της Ευρώπης, με το Ψήφισμα 2079 (2015) καλεί τα κράτη – μέλη να σεβαστούν το δικαίωμα των πατεράδων σε κοινή επιμέλεια, αποτιμώντας ότι είναι εξίσου σημαντική για την ανάπτυξη του παιδιού η παρουσία και των δύο γονέων. Έτσι προωθείται η ισότητα μεταξύ των γονέων και καταρρίπτονται φυλετικά στερεότυπα σχετικά με τους ρόλους του κάθε φύλου στο πλαίσιο της οικογένειας (ότι δηλαδή η μητέρα αναλαμβάνει την ανατροφή του τέκνου, ενώ  o πατέρας περιορίζεται σε επικουρικό ρόλο) Επιπροσθέτως, προκρίνει την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας των τέκνων μετά το χωρισμό των γονέων τους , προκειμένου να μοιράζεται ισότιμα ο χρόνος διαμονής του τέκνου στην κατοικία καθενός από τους γονείς. Στο Ψήφισμα αυτό περιλαμβάνεται και αναφορά στο παλαιότερο Ψήφισμα 1921 (2013), για την ισότητα των φύλων και την κοινή ευθύνη [των γονέων], με το οποίο η Συνέλευση είχε ζητήσει από τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν στη νομοθεσία τους τη δυνατότητα από κοινού επιμέλειας των παιδιών στην περίπτωση διάστασης/διαζυγίου.

iii) Καθεστώς που επικρατεί σε άλλες έννομες τάξεις

Η γονική μέριμνα καλύπτει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις έναντι του παιδιού και των περιουσιακών στοιχείων του. Παρόλο που η έννοια αυτή ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκές Ένωσης, καλύπτει συνήθως την επιμέλεια και τα δικαιώματα επικοινωνίας. Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη διαφαίνεται τάση μεταστροφής από την αποκλειστική επιμέλεια του ενός γονέα στη συνεπιμέλεια, ενώ σε άλλες έννομες τάξεις έχει ήδη εδραιωθεί ένα φιλελεύθερο μοντέλο ανατροφής των παιδιών, κατά το οποίο και οι δύο γονείς συμμετέχουν εξίσου σε όλες τις εκφάνσεις της  ζωής του τέκνου.

Μία από τις πρώτες χώρες που καθιέρωσαν τη συνεπιμέλεια ως κανόνα, τόσο για παντρεμένους όσο και για χωρισμένους γονείς είναι η Σουηδία. Η οικογενειακή πολιτική της Σουηδίας είναι φυλετικά ουδέτερη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. H συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού θεωρείται εξίσου σημαντική με αυτήν της μητέρας. Σημαντικό μέτρο για την υλοποίηση της  ισότητα των φύλων στη γονική μέριμνα αποτελεί η ισότιμη κατανομή των γονικών αδειών και των αδειών ασθενείας τέκνου. Επιπλέον, οι σουηδικές οικογενειακές πολιτικές υποστηρίζουν γενικά το μοντέλο διπλού εισοδήματος, με στόχο την οικονομική αυτάρκεια τόσο για τις μητέρες όσο και για τους πατέρες (δεν είναι τυχαίο ότι η Σουηδία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών στο εργατικό της δυναμικό, μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης -ΟΟΣΑ-,το οποίο ανέρχετο σε 80,7% το έτος 2013).Ακόμα και μετά το διαζύγιο, θεωρείται αυτονόητο ότι οι γονείς θα διατηρήσουν από κοινού την επιμέλεια των τέκνων, και, σύμφωνα με επίσημη Έκθεση της Σουηδικής Κυβέρνησης του 2017, μόλις το 9% των γονέων επιλύουν τις διαφορές επιμέλειας στο δικαστήριο (4).

Στην Ισπανία αρχικά το νομικό καθεστώς προσομοίαζε με το δικό μας. Η συνεπιμέλεια εισήχθη ως θεσμός με το Νόμο 15/2005, όμως προϋπέθετε συμφωνία και των δύο γονέων, κάτι το οποίο συνέβαινε σπάνια στην πράξη, καθώς τα δικαστήρια προτιμούσαν να απονέμουν την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα. Υπήρχε, βέβαια η δυνατότητα συνεπιμέλειας, κατόπιν ευνοϊκής έκθεσης του Εισαγγελέα, ακόμα κι αν οι γονείς διαφωνούσαν, όμως παρέμενε ένα εξαιρετικό μέτρο. Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται μία μεταστροφή στη νομολογία των δικαστηρίων υπέρ της συνεπιμέλειας. Ειδικότερα, από το 2011, κατόπιν μιας απόφασης- ορόσημο του Ανωτάτου δικαστηρίου, η κοινή επιμέλεια καθιερώθηκε ως η βέλτιστη γενική λύση, πάντα προτιμότερη από τη χορήγηση αποκλειστικά σε έναν από τους συζύγους , εφόσον αυτό είναι υπέρ της προστασίας των συμφερόντων του ανηλίκου. Για την υλοποίηση της κοινής επιμέλειας απαιτείται η θέσπιση μιας κανονιστικής συμφωνίας, στην οποίαν συνομολογούνται οι όροι άσκησης της συνεπιμέλειας και οι αρμοδιότητες κάθε γονέα.

To Βέλγιο επίσης, με μία ριζική μεταρρύθμιση της νομοθεσίας το 2006, όχι μόνο εγκατέλειψε την αποκλειστική επιμέλεια ως την προτιμώμενη επιλογή και υιοθέτησε την κοινή γονική μέριμνα, αλλά έχει φτάσει στο σημείο να  υιοθετήσει την πιο ριζική θέση της ισότητας μεταξύ των γονέων (5). Ειδικότερα, σε περίπτωση που οι γονείς δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την άσκηση της γονικής μέριμνας εισήγαγε το τεκμήριο της ‘εναλλακτικής κατοικίας και φροντίδας’. Έτσι οι γονείς μοιράζονται εξίσου το χρόνο ανατροφής του τέκνου, καθώς τεκμαίρεται ότι έτσι εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού.Oδικαστής μπορεί να ρυθμίσει διαφορετικά την επιμέλεια μόνο εφόσον υπάρχουν σοβαρές αντενδείξεις κατά της συνεπιμέλειας (πχ μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο κατοικιών ή του σχολείου του παιδιού ή ακαταλληλότητα του ενός γονέα), με εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της κρίσης του. Μία ακόμη καινοτομία της βελγικής νομοθεσίας είναι ότι μέχρι να ενηλικιωθεί το τέκνο, η υπόθεση παραμένει ‘ενεργή’ στο δικαστήριο, και κάθε γονέας μπορεί να προσφύγει για την επίλυση τυχόν διαφωνιών που θα προκύψουν σε μεταγενέστερο της απόφασης χρόνο.

Παρομοίως, στη γερμανική έννομη τάξη το διαζύγιο δεν επιδρά στην άσκηση της κοινής επιμέλειας του τέκνου. Και οι δύο γονείς δικαιούνται και υποχρεούνται να διατηρήσουν επαφή με το τέκνο τους.  Ωστόσο, το Οικογενειακό δικαστήριο μπορεί να απονείμει την επιμέλεια σε έναν εκ των δύο γονέων κατόπιν αιτήσεώς του (6). Το δικαστήριο θα αποδεχθεί την αίτηση εφόσον υπάρχει συναίνεση των δύο γονέων . Αντιθέτως, υποχρεούται να απορρίψει την αίτηση εφόσον αντιτίθεται στην ανάθεση στον έναν γονέα ο ίδιος ο ανήλικος (η άποψή του λαμβάνεται υπόψη υπό την προϋπόθεση ότι  είναι τουλάχιστον 14 ετών)  ή εφόσον  προκύπτει ότι δεν εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού με την απόφαση αυτή.

iv) Νέο νομoσχέδιο για συνεπιμέλεια

Ήδη από τις αρχές Μαρτίου έχει συσταθεί επιτροπή αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου, και  μέχρι τα τέλη του 2020 αναμένεται η ψήφιση ενός νέου νομοσχεδίου  με το οποίο το άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Στις περιπτώσεις διαζυγίου η ακύρωσης του γάμου οι γονείς διατηρούν από κοινού την άσκηση της γονικής μέριμνας στην οποία περιλαμβάνεται η επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου του τέκνου, ακόμα και αν η άσκηση της ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Οι συμφωνίες των γονέων και οι δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο».

Η ίδια ρύθμιση εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με το νέο, υπό ψήφιση, Άρθρο 1515 ΑΚ, για την επιμέλεια του πατέρα που αναγνωρίζει εκούσια ή δικαστικά το τέκνο του.  Έτσι, προσδοκάται η εισαγωγή του νέου οικογενειακού μοντέλου της ενεργούς από κοινού συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή των τέκνων, ακόμα και μετά τη διακοπή της συμβίωσης των γονέων.

Είχε γίνει και στο παρελθόν απόπειρα καθιέρωσης του κανόνα της συνεπιμέλειας μετά το χωρισμό των γονέων με το Σχέδιο Νόμου του 2008 (που αποτέλεσε μεταγενέστερα το Ν. 3719/2008), όμως η συγκεκριμένη διάταξη δεν προτάθηκε εν τέλει προς ψήφιση. Ο Συνήγορος του Πολίτη υποστήριξε ένθερμα τη θέσπιση της μεταρρύθμισης, καθώς θα καλλιεργούσε στους γονείς την αντίληψη ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας αποτελεί καθήκον και όχι ατομικό δικαίωμα των γονέων, όπως εσφαλμένα αντιλαμβάνονται (7).

 Βέβαια, το εν λόγω Σχέδιο Νόμου προέβλεπε υποχρεωτικά τη συμφωνία των γονέων ως προς τον γονέα με τον οποίον θα διέμενε το παιδί και τον τρόπο επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα και ως προς αυτό το σκέλος έχει ξεπεραστεί από το διαρκώς εξελισσόμενο ευρωπαϊκό νομικό γίγνεσθαι, το οποίο επιτάσσει ένα σύγχρονο μοντέλο ανατροφής που δεν θα περιθωριοποιεί κανέναν από τους δύο γονείς, αλλά θα εγγυάται βέλτιστη ισοκατανομή του χρόνου του παιδιού μεταξύ των γονιών του.

Δεδομένου ότι ένας στους δύο γάμους καταλήγει σε διαζύγιο, πάνω από 20.000 παιδιά κάθε χρόνο καθίστανται  αντικείμενο διεκδίκησης και φιλονικιών. Το αποτέλεσμα είναι ένα στα 10 παιδιά να έχει απομακρυνθεί από τον έναν από τους δυο γονείς του. 

Συνέπεια αυτής της αποξένωσης είναι η ανεπανόρθωτη διατάραξη του δεσμού που το τέκνο έχει δημιουργήσει με τον ένα γονέα και ο περιορισμός του ρόλου του σε απλού επισκέπτη. Με τη θέσπιση αυτής της μεταρρύθμισης θα αποκατασταθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης των γονέων  και θα διασφαλίζεται η ενεργή παρουσία κάθε γονέα στη ζωή του παιδιού μετά το διαζύγιο, με απώτερο στόχο, φυσικά, την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του παιδιού (παιδοκεντρική αρχή). Επίσης, θα καταρριφθεί η ιδιοκτησιακή αντίληψη ως προς το τέκνο και θα καλλιεργηθεί ένα κλίμα συνεργασίας μεταξύ των γονέων. Τέλος, η μεταρρύθμιση αυτή θα επιτύχει τη συμμόρφωση της Ελλάδας προς τις επιταγές του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς δικαίου.

1Βλ. Ι. Παραβάντης, Στατιστική ανάλυση Νομολογίας Πρωτοδικείου Αθηνών: Γονική μέριμνα, επιμέλεια και Επικοινωνία παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου, 2007.

2 Βλ. Κ.Χρυσόγονος, Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2017, σ.562

3Βλ. ΕCHR – Guide on Article 8 of the European Convention on Human Rights

4Βλ.,Ε.Fransson, What Can We Say Regarding Shared Parenting Arrangements for Swedish Children?, Centre of Health Equity Studies (CHESS), Stockholm University

5 Βλ. άρθρ. 374 § 2 υποπαρ. 2 έως 4 βελγΑΚ, το οποίο επιβάλλει ρητά την κατ’ αρχήν ισόχρονη διαμονή του τέκνου με καθέναν από τους γονείς

6 Βλ. e-justice.europa.eu, Επίσημη Ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 

7Βλ. Επιστολή Συνήγορου του πολίτη προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Κ.Τσιάρα, 5.8.2020

 

 

  • ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΓΡΑΦΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΗΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΜΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΙΣΣΑ, ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ. 
  • ΓΙΑ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙΤΕ ΣΤΑ ΤΗΛ. 2310-225738 ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ Η’ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ.