Νομολογία: ΤρΕφΘεσ 521/2021
Ψευδοαντιπρόσωπος – Δικαιοπραξία μετά το θάνατο του αντιπροσωπευόμενου
Περίληψη:
Πληρεξουσιότητα. Έκταση ισχύος. Πράξεις του ψευδοπληρεξουσίου μετά το θάνατο του αντιπροσωπευόμενου. Αποτέλεσμα. Στάδιο ‘’ηρτημένης ακυρότητας’’. Μεταβίβαση ακινήτου μετά το θάνατο της αντιπροσωπευομένης. Ένσταση περί θεραπείας της κατάστασης ηρτημένης ακυρότητας, την οποία βρίσκεται η δικαιοπραξία, από την έγκριση στην οποία προέβη, εκ των υστέρων, ο ίδιος, ως μοναδικός κληρονόμος της αποβιωσάσης μητρός του. Σύνταξη έγκρισης πώλησης ακινήτου από τον αντιπρόσωπο. Ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα, να προβεί στην ως άνω δήλωση, στην οποία σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη προβαίνει, τρίτος, εκτός των υποκειμένων της σχέσεως, η οποία θα δημιουργηθεί με την πράξη που χρειάζεται έγκριση. Πλέον δε τούτου εξάρτησε την ενέργεια της δοθείσας από αυτόν εγκρίσεως, από την αναφερόμενη σ’ αυτήν (νομική) αίρεση. Όμως, αφού, η έγκριση, ως διαπλαστικό δικαίωμα, είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως, η εξάρτηση της ενέργειάς της, από τη συγκεκριμένη αίρεση, την καθιστά άκυρη. Έννομο συμφέρον αναγνώρισης ακυρότητας σύμβασης.
———————————
Απόφαση:
ΑΠΟΦΑΣΗ 521/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Παναγιώτα Παντελή Πρόεδρο Εφετών, παρθένα Ιωαννίδου Εφέτη, Νικολέτα Παναγιωτίδου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Μπαλτατζή Εμορφίλη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ….
Με την από 20.07.2011 και με αριθμό κατ. …/2011 αγωγή, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ο ενάγων ζήτησε ό,τι ανέφερε σ’ αυτή. Επί τη αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 12518/2014 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου που την απέρριψε.
Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα, άσκησε στο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη, από 25.05.2017 και με αριθμό κατ. …/2017 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος, με αριθ. έκθεσης κατ. …/2017, η οποία προσδιορίσθηκε για συζήτηση και εγγράφηκε στο πινάκιο, για τη δικάσιμο της 12ης.1.2018, κατά την οποία και συζητήθηκε και εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμό 1635/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που ανέβαλε τη συζήτησή της, μέχρι να εκδοθεί απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρειού Πάγου, για το νομικό ζήτημα που είχε παραπεμφθεί σ’ αυτή, με την υπ’ αριθ. 1855/2017 απόφαση του Α 2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, και επί του οποίου εκδόθηκε τελικά, η με αριθμό 10/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Η υπόθεση ακολούθως, εισήχθη προς συζήτηση, με την από 14.7.2018 και αριθμό κατ. …/2019 κλήση και ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της, η 3.4..2020, οπότε ματαιώθηκε με το άρθρο τρίτο της με αρ. πρωτΔ1α/ΓΠ.οικ.18176715/15-3-2020 ΚΥΑ [ΦΕΚ Β/864/15-3-2020], με την οποία επιβλήθηκε το μέτρο της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών στο σύνολο της Επικράτειας, λόγω της πανδημίας του covid-19, και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται παραπάνω με την με αριθμό …/2020 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, οπότε και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατόπιν μονομερούς δήλωσής τους, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την με αριθμό…/2020 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, νόμιμα εισάγεται οίκοθεν προς συζήτηση, η από 25-5-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2017 έφεση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 3-4-2020, λόγω της πανδημίας του covid-19 (άρθρα 260 παρ. 3,226 παρ. 4 ΚΠολΔ και 74 Ν. 4690 [ΦΕΚ 104/30.5.2020 τ.Α] περί κύρωσης των α) από 13-4-2020 ΠΝΠ και β) από 1-5-2020 ΠΝΠ «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης»).
Η κρινόμενη από 25.5.2017 και με αριθμό κατ. ./25.5.2017 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας της με αριθμό κατ. …/2011 αγωγής που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμόν 12518/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλούμενη απόφαση, Δικαστηρίου (αρθ. 495 παρ.1, 513,516 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, (άρθ. 518 παρ. 2, 144 παρ 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δ, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ). Εφόσον δε για το παραδεκτό της άσκησής της, κατατέθηκε από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, το νόμιμο παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, όπως βεβαιώνεται στην έκθεση που έχει συντάξει ο αρμόδιος γραμματέας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την κατάθεση της έφεσης, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Με την από 20.07.2011 και με αριθμό κατ. …/2011 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε ότι, διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου απαίτηση, συνολικού ποσού 16.953,97 ευρώ, που της επιδικάστηκε με την με αριθμό 2818/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Ότι δυνάμει της με αριθμό 5909/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επέβαλε συντηρητική κατάσχεση σε ένα ημιτελές διαμέρισμα ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, που βρίσκεται στην ………το οποίο τελικά εκπλειστηριάσθηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 2002, χωρίς ωστόσο, να ικανοποιηθεί η ως άνω απαίτησή της, καθόσον, το παραπάνω ακίνητο ήταν προσημειωμένο σε τράπεζες, για ποσό που υπερκάλυπτε κατά πολύ την αξία του. ότι ακόμη, δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου εγγράφου, η μητέρα του πρώτου εναγομένου …….. είχε χορηγήσει στον τελευταίο την πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσει λόγο πώλησης για λογαριασμό της σε τρίτους, δύο (2) ακίνητα ιδιοκτησίας της, το ένα εκ των οποίων είναι ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, επί οικοδομής, που κείται στη οδό …… αριθμός ….. στην περιοχή …… Θεσσαλονίκης, όπως αυτό περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι ενώ η ως άνω αντιπροσωπευόμενη ……… απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη την ….. 2009, αφήνοντας μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον πρώτο εναγόμενο, ο τελευταίος, μετά το θάνατό της, ενεργώντας ως πληρεξούσιός της, δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, χωρίς ωστόσο αυτό να έχει ισχύ και μετά το θάνατό της, πώλησε και μεταβίβασε το παραπάνω διαμέρισμα, στο δεύτερο εναγόμενο, δυνάμει του με αριθμό …… 7.05.2009 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …… που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, ακολούθως, ο δεύτερος εναγόμενος, συνήψε με την τρίτη εναγομένη τράπεζα, την αναφερόμενη στην αγωγή, σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ενεγράφη υπέρ της τελευταίας στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης προσημείωση Υποθήκης στο ως άνω ακίνητο, για το ποσό των 141.700 ελβετικών φράγκων. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως αναλύεται ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής και επικαλούμενη το έννομο συμφέρον της ως δανείστριας του πρώτου εναγομένου, κατά του οποίου διατηρεί απαίτηση που έχει αναγνωρισθεί αμετακλήτως, η ενάγουσα ζήτησε 1) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα : α) του με αριθμό …… 7/05.2009 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …….., β) της εγγραφείσας στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης προσημείωση Υποθήκης, υπέρ της τρίτης εναγόμενης, στο ως άνω ακίνητο, 2) να σημειωθεί στο οικείο περιθώριο του βιβλίου μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης και στη μερίδα της Β……. και του δεύτερου εναγομένου η αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου πώλησης, 3) να σημειωθεί στο οικείο περιθώριο του βιβλίου υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης η αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω προσημείωσης υποθήκης, 4) να αναγνωριστεί ότι το ως άνω ακίνητο ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία της Β…. Κ….. και 5) να αναγνωρισθεί ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι αποκλειστικός κύριος του ως άνω ακινήτου. Επί της απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα ως άνω υπό στοιχείο 2,3,4 και 5 αιτήματά της και κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, μόνο ως προς τα άνω υπό στοιχείο 1α και 1β αιτήματα, ακολούθως δε κατά την ουσιαστική της διερεύνηση από το Δικαστήριο, έγινε δεκτή η προβληθείσα από τους εναγόμενους, ένσταση περί νόμιμης έγκρισης, εκ μέρους του πρώτου εξ’ αυτών ως μοναδικού κληρονόμου της αντιπροσωπευόμενης μητέρας του, της δικαιοπραξίας, που επιχείρησε ο τελευταίος ως πληρεξούσιός της μετά την παύση της πληρεξουσιότητας και της εκ του λόγου αυτού, αναδρομικής ισχυροποίησής της, και μετά απ’ αυτά απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής και κατά το κεφάλαιό της, κατά το οποίο έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η ως άνω ένσταση των εναγομένων, παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα και ζητεί για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, να γίνει η έφεσή της δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η ένδικη αγωγή της. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ως άνω απόφαση δεν προσβάλλεται κατά το κεφάλαιο της, κατά το οποίο απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα υπό στοιχεία 2,3,4 και 5 αιτήματα της αγωγής.
I.Κατά το άρθρο 223 του ΑΚ «η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που έδωσε ή αυτού που έλαβε την πληρεξουσιότητα». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν για την πληρεξουσιότητα συντάχθηκε έγγραφο, το αντίθετο, όσον αφορά την παύση της πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου ή δικαιοπρακτικής ανικανότητας, μπορεί να συνάγεται είτε από το ίδιο το πληρεξούσιο έγγραφο, έστω και εμμέσως, είτε από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και ιδίως από τη φύση των δικαιοπραξιών που ανατίθενται στον πληρεξούσιο ή από την υποκείμενη στην πληρεξουσιότητα εσωτερική έννομη σχέση, η οποία αν δεν προκύπτει από το έγγραφο της πληρεξουσιότητας, μπορεί να αναζητηθεί και σε άλλα, εκτός του εγγράφου αυτού, κείμενα στοιχεία ( βλ. ΑΠ 1529/1992 ΕλλΔνη 1994. 432). Σε περίπτωση δε, που διαπιστωθεί ότι η βούληση του αντιπροσωπευόμενου ήταν να ισχύσει η δοθείσα πληρεξουσιότητα και μετά το θάνατό του ή την δικαιοπρακτική του ανικανότητα, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και μετά το θάνατο ή μετά την άρση της ικανότητας αυτού να δικαιοπρακτεί, χωρίς άλλη διατύπωση, ισχύουσα ως πληρεξουσιότητα που έχει δοθεί από όλους τους κληρονόμους του θανόντος. Όταν όμως, για τη σύσταση της πληρεξουσιότητας, απαιτείται από το νόμο τύπος, όπως συμβαίνει με την πληρεξουσιότητα, που έχει αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα , δικαιοπραξίες για τις οποίες απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού εγγράφου (άρθρο 369 ΑΚ, σε συνδυασμό με 271 εδ. β’ ΑΚ), τότε πρέπει η αντίθετη με τη ρύθμιση του άρθρου 223 ΑΚ δήλωση βουλήσεως του πληρεξουσιοδότη, δηλαδή για διατήρηση της ισχύος της πληρεξουσιότητας και μετά το θάνατο ή την ανικανότητα προς δικαιοπραξία αυτού που την έδωσε, να βρίσκει, έστω και εμμέσως, στήριγμα στο ίδιο το σχετικό πληρεξούσιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, διότι διαφορετικά, μετά τον επιφέροντα κατ’ αρχήν την παύση της πληρεξουσιότητας, θάνατο ή ανικανότητα προς δικαιοπραξία του δόντος την πληρεξουσιότητα, ενέργεια του πληρεξουσίου, για την οποία απαιτείται η τήρηση του τύπου , θα γινόταν με βάση πληρεξουσιότητα, η οποία δεν έχει περιβληθεί τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία, στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα, τύπο, ως απαιτεί το άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ, αλλά δόθηκε ατύπως, προκύπτουσα εκτός του πληρεξουσίου συμβολαιογραφικού εγγράφου (βλ. ΑΠ 1701/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1529/1992 ο.π., ΑΠ 712/1982 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τυχόν αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην έμμεση αναγνώριση ως έγκυρης άτυπης πληρεξουσιότητας και εκεί όπου ο νόμος αξιώνει τύπο για το κύρος της, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Πραγματικά, αφού η πληρεξουσιότητα παύει καταρχήν με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα του δότη ή του πληρεξούσιου, σύμφωνα με τη ρύθμιση του νόμου, η δυνατότητα συναγωγής αντίθετης βούλησης από στοιχεία που βρίσκονται έξω από τον έγγραφο τύπο, σημαίνει διατήρηση της ισχύος της πληρεξουσιότητας ως άτυπης πλέον και μετά την κατά νόμο λήξη ως τυπικής (Φ. Δωρής σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ αρ. 222-223 αριθ. 10 απ. Γεωργιάδη, Γεν. Αρχές αστ. Δικαίου 1997 παρ. 47 III. 4. AP 1279/1998 ΕΕΝ 2000/81, Α.Π 1529/1992, ΕλΔνη 35. 43, ΑΠ 712/1982 ΝοΒ 31. 660/1.) Εξάλλου η παύση της πληρεξουσιότητας, από οποιονδήποτε λόγο και αν προέρχεται, καταλύει την ενέργεια της πληρεξουσιότητας για τον εφεξής χρόνο. Η τύχη των δικαιοπραξιών που επιχειρούνται από τον πληρεξούσιο μετά την παύση της, αν και λογικά εντάσσονται στην κατηγορία των δικαιοπραξιών που επιχειρούνται χωρίς εξουσία αντιπροσώπευσης (229 Α.Κ. επομ), εξαρτώνται από την καλή ή κακή πίστη του πληρεξουσίου και του τρίτου (αντισυμβαλλομένου). Σε περίπτωση κατά την οποία ο πληρεξούσιος, ο οποίος γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας, επιχειρεί δικαιοπραξία με την ιδιότητα του πληρεξουσίου για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 229 επομ ΑΚ. Περαιτέρω η δικαιοπραξία που επιχειρεί ο ψευδοαντιπρόσωπος, δεν παράγει τις σκοπούμενες έννομες συνέπειές της και δεν δεσμεύει τον κύριο των υποθέσεων. Η κατάσταση αυτή είναι άλλοτε οριστική, όταν η κύρια δικαιοπραξία είναι μονομερής και δεν απευθύνεται σε άλλον, άλλοτε προσωρινή, όταν πρόκειται για σύμβαση ή μονομερή δικαιοπραξία που απευθύνεται σε άλλον. Από την άλλη πλευρά, στο βαθμό που ο ψευδοπληρεξούσιος δεν ενεργεί στο δικό του όνομα αλλά στο όνομα του φερόμενου ως αντιπροσωπευόμενου, η δικαιοπραξία που επιχειρεί δεν ισχύει ούτε δικαιοπραξία του ίδιου. Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας γύρω από την ένταξη της δικαιοπραξίας του ψευδοπληρεξουσίου στην κατηγορία των ανίσχυρων δικαιοπραξιών. Υπέρ της θέσης αυτής, συνηγορεί άλλωστε και το γράμμα του νόμου, που άλλοτε χαρακτηρίζει τη δικαιοπραξία που επιχειρεί ο ψευδοαντιπρόσωπος άκυρη (άρθρο 232 Α.Κ.) ενώ άλλοτε εξαρτά το κύρος της (229 εδ α’ Α.Κ.) ή την ισχύ της (233 παρ. 1 εδ. α Α.Κ.) από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Αν επακολουθήσει έγκριση η καταρχήν ανίσχυρη δικαιοπραξία καθίσταται οριστικά ισχυρή, διαφορετικά οριστικά ανίσχυρη. Η μετέωρη κατάσταση που υφίσταται για όσο χρόνο διαρκεί το στάδιο της εκκρεμότητας χαρακτηρίζεται από την κρατούσα στη θεωρία άποψη ως «ηρτημένη ακυρότητα», (βλ. Παπαντωνίου Γεν Αρχές 1983 παρ 73, Σημαντήρας Γεν 229, σελ 561). Η «ηρτημένη ακυρότητα», συστηματικά, κατά την ίδια άποψη δεν αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία ανίσχυρης δικαιοπραξίας αλλά παραλλαγή συνήθως της ακυρότητας ή της ακυρωσίας (βλ. Ν. Παπαντωνίου Γενικές Αρχές 1983 σελ 420). Υποστηρίζεται βέβαια στη θεωρία και η άποψη ότι η δικαιοπραξία είναι ατελής ή ατέλεστη με την έννοια ότι δεν έχουν συμπληρωθεί ακόμα όλα τα γεγονότα που απαιτούνται για την τελείωσή της. Κατά την ως άνω άποψη, όταν η δικαιοπραξία που επιχειρεί ο ψευδοαντιπρόσωπος είναι σύμβαση ή μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία, τότε προβλέπεται η δυνατότητα ισχυροποίησης της από τον αντιπροσωπευόμενο μέσω της έγκρισης. Το ζήτημα της νομικής κατάστασης της συμβάσεως που επιχειρείται από ψευδοπληρεξούσιο, απασχόλησε και τη νομολογία, μερίδα της οποίας υποστηρίζει, ότι αυτή θεωρείται ανίσχυρη, για τον αντιπροσωπευόμενο που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει, χωρίς περαιτέρω ειδικότερη μορφή ανισχύρου (ΑΠ 267/2000 ΕλλΔνη (2000) σελ. 1371), κατά άλλη δε άποψη ότι στερείται κύρους και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, εξαιτίας της έλλειψης πληρεξουσιότητας (ΑΠ 264/2004 ΔΕΕ 10(2004) 1009, ΑΠ 1158/1998 ΕλλδΝΗ 39(1998). Μεγάλη μερίδα της νομολογίας δέχεται ότι η σύμβαση που συνομολογείται στο όνομα άλλου είναι μετέωρη (1057/1991 ΕΕΝ 59(1992) 640, Εφ Δωδ. 40/2005 Νόμος) και ατελής (1277/1996 ΕΕΝ 65 (1998) 307, Εφ. Δωδ. 60/2006 Νόμος) μέχρις ότου την εγκρίνει ο αντιπροσωπευόμενος, ενώ υποστηρίζεται ακόμα και η θέση ότι μέχρι την έγκριση η σύμβαση είναι ανενεργός (Εφ. Αθ. 6766/2005 ΔΕΕ 12(2006) 56, και ότι σε περίπτωση που δεν επακολουθήσει η έγκριση της σύμβασης, αυτή είναι άκυρη, έναντι του αντιπροσωπευόμενου ή κατ’ άλλη διατύπωση, ότι εξομοιώνεται με άκυρη. Αν δηλαδή τα στοιχεία πουν λείπουν συμπληρωθούν, αν δηλαδή ο αντιπροσωπευόμενος εγκρίνει, τότε η δικαιοπραξία είναι ισχυρή. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η άποψη, ότι δικαιοπραξία η οποία καταρτίσθηκε στο όνομα άλλου μετά την παύση της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη. Αν όμως ο πληρεξούσιος αγνοούσε την παύση της πληρεξουσιότητας η δικαιοπραξία ισχύει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου ή των καθολικών διαδόχων του εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας. Ωστόσο, οιαδήποτε πράξη πραγματοποιήθηκε μετά την παύση της πληρεξουσιότητας, εν γνώσει της παύσεως αυτής, από τον πληρεξούσιο είναι άκυρη, έστω και αν ο τρίτος, με τον οποίο συναλλάχθηκε ο πληρεξούσιος, ήταν καλόπιστος (ΑΠ 197/1983 ΝοΒ 1983/1550, Εφ Δωδ. 40/2015 ΔΗΜ. ΝΟΜΟΣ).
II.Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 238 και 236 ΑΚ, προκύπτει ότι έγκριση είναι η εξουσία που παρέχεται από το νόμο σε τρίτο πρόσωπο, να επιδοκιμάσει τα έννομα αποτελέσματα, τα οποία για ποικίλους λόγους, δεν θα ήταν δυνατόν να επέλθουν διαφορετικά, ενώ από άλλη άποψη με τον ίδιο όρο νοείται η νομική πράξη, με την οποία παρέχεται η παραπάνω δοκιμασία. Τόσο ως εξουσία όσο και πράξη επιδοκιμασίας, η έγκριση συγκεντρώνει τα εξής εννοιολογικά στοιχεία: αναφέρεται σε ορισμένη δικαιοπραξία, αυτή που συνήθως αποκαλείται «κύρια» προϋποθέτει την επιχείρησή της, παρέχεται (ως εξουσία) σε πρόσωπο που δε συμμετέχει στην πραγματοποίηση της ίδιας δικαιοπραξίας, πρόσωπο δηλαδή, που βρίσκεται εκτός των υποκειμένων της σχέσεως, η οποία δημιουργείται δια της πράξεως που χρειάζεται έγκριση (βλ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλο Αστικός Κώδικας τόμος I., Γεν Αρχές, κάτω από άρθρο 238 2 και 236 3 σελ. 419 και 413) και τελείται (ως πράξη) απ’ αυτό το πρόσωπο, έχει ως περιεχόμενο την επιδοκιμασία της κύριας δικαιοπραξίας και αποσκοπεί κατά νόμο στην παραγωγή των εννόμων συνεπειών της τελευταίας. Από την ερμηνεία των ιδίων ως άνω διατάξεων των άρθρων 236 και 238 ΑΚ, συνάγεται πως αντικείμενο έγκρισης αποτελεί ορισμένη δικαιοπραξία που για συγκεκριμένους λόγους δεν μπορεί να επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, χωρίς τη συνδρομή της έγκρισης. Η έγκριση καλύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, στο μέτρο που με τη δήλωση έγκρισης, ο κύριος των υποθέσεων εκφράζει τη βούλησή του, ότι αποδέχεται την επέλευση των έννομων συνεπειών της δικαιοπραξίας, που πραγματοποίησε ο ψευδοαντιπρόσωπος. Φορέας της έγκρισης, μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κρίσιμος δε χρόνος για να προσδιοριστεί, αν συγκεκριμένο πρόσωπο είναι δικαιούχος της έγκρισης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο χορηγείται η έγκριση, χρόνος δηλαδή οπωσδήποτε μεταγενέστερος από την τέλεση της κύριας δικαιοπραξίας. Αν και από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 238 εδ 1 και 236 ΑΚ, δεν προκύπτει ο φορέας της έγκρισης, ωστόσο από τη μελέτη των άρθρων 229, 233 και 239 παρ 2 εδ 1 περ α, δύναται να συναχθεί το ασφαλές συμπέρασμα ότι φορέας του δικαιώματος της έγκρισης δύναται να είναι είτε ο αντιπροσωπευόμενος των δύο πρώτων διατάξεων, είτε ο δικαιούχος της τρίτης. Εφόσον δε, η έγκριση αποβλέπει στη διάπλαση μιας νέας κατάστασης πραγμάτων, αφού συνεπάγεται τη μετάβαση της κύριας δικαιοπραξίας από το στάδιο της εκκρεμότητας, στο οποίο βρίσκεται πριν τη χορήγηση της έγκρισης, σε εκείνο της πλήρους παραγωγής των εννόμων αποτελεσμάτων, αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, και έτσι ο φορέας του δικαιώματος της έγκρισης και επομένως δικαιούχος αυτής, εκτός από τον κύριο των υποθέσεων, μπορούν να είναι κληρονόμοι του, εφόσον βέβαια η συμβατική σχέση που αποτελεί το αντικείμενο της έγκρισης είναι κληρονομητή (Μπαλής Γεν Αρχές παρ 120 σελ 315, Δωρής στον Α.Κ. Γεωργιάδη Σταθόπουλο άρθρο 229-231 αρ. 7, Παπαχρήστου Γεν Αρχές Α.Κ. 229 αρ. 7 Α.Π. 81/1980, ΝΟΒ 28(1980) 1434, ΕΦ Πατ. 721/1981 Αεχ. Ν ΛΓ (1982) σελ 39). Ωστόσο το ζήτημα του κληρονομητού ή όχι του δικαιώματος της έγκρισης, παρίσταται ορθότερο να κρίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τη φύση της εγκεκριμένης δικαιοπραξίας και ειδικότερα ανάλογα με το αν η κύρια δικαιοπραξία συνδέεται στενά με το πρόσωπο του κυρίου των υποθέσεων (Απ. Γεωργιάδη, Γεν Αρχές σελ 231). Υποστηρίζεται βέβαια και η άποψη (Γιάννα Καρύμπαλη- Τσίπτσιου Η έγκριση των δικαιοπραξιών 1990 σελ 79), ότι η έγκριση συνιστά προσωποπαγές διαπλαστικό δικαίωμα, με την έννοια ότι συνδέεται με την ιδιότητα του συγκεκριμένου φορέα της, ως προσώπου που αντιπροσωπεύτηκε χωρίς εξουσία (ΑΚ 229,233), η ως δικαιούχου (Α.Κ. 239 εδ. 1 περ. α), και πρέπει να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο της μεταβίβασης ή της κληρονομικής διαδοχής σ’ αυτή. Περαιτέρω, εξαιτίας του χαρακτήρα της έγκρισης ως διαπλαστικού δικαιώματος, η άσκηση του οποίου δεν μπορεί κατά κανόνα να γίνεται υπό αίρεση ή προθεσμία, επιβάλλεται η δήλωση βούλησης του φορέα της έγκρισης, να είναι οριστική και βέβαιη και να μη συνοδεύεται από αίρεση ή προθεσμία, η οποία είτε ως αναβλητική είτε ως διαλυτική θα δημιουργούσε αβεβαιότητα και θα παρέτεινε αδικαιολόγητα αυτήν που υπήρχε. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παροχής της έγκρισης με αίρεση ή προθεσμία και να εκτιμάται η εγκριτική δικαιοπραξία, η οποία συνοδεύεται από αίρεση ή προθεσμία ως άκυρη (βλ. Γεωργιάδη Σταθόπουλο, ο.π. σελ. 414 επομ, Γιάννα Καρύμπαλη- Τσίπτιου, ο.π. σελ. 101, 102).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων του πρώτου και του δευτέρου των εναγομένων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (οι λοιποί διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, διατηρεί σε βάρος του πρώτου εναγομένου, απαίτηση από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 16.953,57 ευρώ. Ειδικότερα, με τη με αριθμό 2818/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που επικύρωσε τη με αριθμό 30.036/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ο πρώτος εναγόμενος υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.094,720 δραχμών, με νόμιμο τόκο από 01.09.1998. Ακολούθως, δια της με αριθμό 5909/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είχε διαταχθεί, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του πρώτου εναγομένου για το ποσό των 2.500.000 δραχμών, και επεβλήθη εκ μέρους της ενάγουσας συντηρητική κατάσχεση σε ακίνητο του πρώτου εναγομένου, ήτοι σε ένα ημιτελές διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου που βρίσκεται σε πολυκατοικία Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, από τον πλειστηριασμό του ως άνω ακινήτου που διενεργήθηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 2002, η ενάγουσα δεν έλαβε κανένα ποσό προς ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της σε βάρος του πρώτου εναγομένου, καθόσον υπήρχαν προσημειώσεις στο ακίνητο από τράπεζες που υπερκάλυπταν την αξία του. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα παραμένει δανείστρια του πρώτου εναγομένου αναφορικά με την ως άνω απαίτηση της, η οποία μέχρι την άσκηση της αγωγής, δεν έχει ικανοποιηθεί, καθόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν της κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό, ενώ αυτός δεν διαθέτει άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία από την οποία να μπορεί να ικανοποιηθεί, η ενάγουσα. Ακόμη αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του με αριθμό ….. 2001 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……….η ……….. χήρα …………. είχε χορηγήσει στον πρώτο εναγόμενο υιό της, την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να μεταβιβάζει λόγω πώλησης, για λογαριασμό της και να παραδίδει προς οποιονδήποτε, με οποιοδήποτε τίμημα και συμφωνίες εγκρίνει, ένα διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, του δευτέρου (2ου) ορόφου που βρίσκεται σε οικοδομή που κείται επί της οδού ……. αριθμός στο συνοικισμό …….. στη Θεσσαλονίκη. Η ως άνω …… χήρα ……….. απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, την ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, αφήνοντας μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον υιό της- πρώτο εναγόμενο (βλ. το με αριθμό ……. ακριβές αντίγραφο της με αριθμό …… ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Θεσσαλονίκης, το με αριθμό ………. Πιστοποιητικό του πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί μη δημοσίευσης διαθήκης και το με αριθμό πρωτοκόλλου ….. πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών της θανούσας του Δήμου Θεσσαλονίκης). Στις …….. ήτοι δύο μήνες περίπου μετά το θάνατο της μητέρας του, (…χήρας …), ο πρώτος εναγόμενος, κάνοντας χρήση του ως άνω πληρεξουσίου, ενεργώντας, ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της, πώλησε και μεταβίβασε δυνάμει του με αριθμό …… 09 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………. που μεταγράφηκε νόμιμα, στις …….. στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο ……. με αριθμό στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο το προπεριγραφόμενο διαμέρισμα, έναντι τιμήματος, ποσού 66.102,70 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε και καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου στον πρώτο εναγόμενο ως πληρεξούσιο της μητέρας του ……. Χήρας …….. από προϊόν δανείου που ο τελευταίος έλαβε από την τρίτη εναγόμενη τράπεζα. Ειδικότερα, δυνάμει της με αριθμό …….. σύμβασης δανείου που υπογράφηκε μεταξύ της τρίτης εναγομένης ως δανείστριας και του δευτέρου εναγομένου ως οφειλέτη, η πρώτη χορήγησε στο δεύτερο, ως δάνειο το ποσό των 109.000 ελβετικών φράγκων με σκοπό την αγορά της ως άνω περιγραφόμενης κατοικίας, ενώ ως ασφάλεια η τρίτη εναγόμενη, δυνάμει της με αριθμό ……… απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενέγραψε στις ……. επί του παραπάνω ακινήτου προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 141.700 ελβετικών φράγκων, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, στον τόμο …. Φύλλο … και αριθμό … εκδοθέντος προς τούτο του με αριθμό πιστοποιητικού περί εγγραφής προσημείωσης, βαρών και μη διεκδικήσεων του ίδιου ως άνω Υποθηκοφυλακείου. Μετά την εκταμίευση του ως άνω δανείου και την εξόφληση του τιμήματος της πώλησης από το δεύτερο εναγόμενο, συντάχθηκε μεταξύ αυτού και του πρώτου εναγομένου, ενεργούντος ως πληρεξούσιου της μητέρας του, η με αριθμό …….. πράξη εξόφλησης πιστωθέντος τιμήματος και άρσης περιορισμού διάθεσης του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου , που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο …. με αριθμό …… Σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης, που δεν προσβάλλονται εν προκειμένω: α) η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου προς το δεύτερο εναγόμενο, έγινε με βάση μεν, το ως άνω πληρεξούσιο, μετά το θάνατο όμως της πωλήτριας που είχε δώσει τη σχετική πληρεξουσιότητα και επομένως κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής, είχε παύσει η ισχύς του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, εφόσον από το περιεχόμενό του, προκύπτει σαφώς ότι δεν υπάρχει ρητός όρος περί ισχύος της πληρεξουσιότητας και σε περίπτωση θανάτου (της), ούτε από όλο το περιεχόμενό του, προκύπτει κάτι τέτοιο β) Διαφορετική κρίση, ότι η πληρεξουσιότητα αυτή είχε ισχύ και μετά το θάνατο της ως άνω αντιπροσωπευόμενης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος λειτούργησε ως αντιπρόσωπος της ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της, δεν δύναται να συναχθεί, εφόσον δεν ορίσθηκε ρητά κάτι τέτοιο στο ίδιο το έγγραφο της πληρεξουσιότητας, η δε δυνατότητα συναγωγής αντίθετης βούλησης από στοιχεία που βρίσκονται έξω από τον έγγραφο τύπο, θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη έμμεση αναγνώριση ως έγκυρης άτυπης πληρεξουσιότητας, και εκεί όπου ο νόμος αξιώνει τύπο για το κύρος της, όπως εν προκειμένω, αφού πρόκειται για μεταβίβαση ακινήτου, γ) κατά το χρόνο κατάρτισης του πωλητήριου συμβολαίου (….. ο πληρεξούσιος- πρώτος εναγόμενος, σαφώς και γνώριζε τον επισυμβάντα δύο (2) μήνες περίπου πριν (…. θάνατο της αντιπροσωπευόμενης μητέρας του και συνεπώς δεν τίθεται θέμα άγνοιας αυτού, ούτε άλλωστε επικαλέστηκε το αντίθετο ο ίδιος, σε αντίθεση με τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου της πώλησης, σαφώς και δεν γνώριζε για το θάνατο της κατά τα ανωτέρω αντιπροσωπευόμενης και φερόμενης ως πωλήτριας του ακινήτου που αγόρασε, αφού δεν είχε καμία φιλική ή άλλη σχέση με την οικογένεια του πρώτου εναγομένου, καθώς η εύρεση του συγκεκριμένου ακινήτου έγινε μέσω αγγελιών σε εφημερίδες και η επαφή με τον πρώτο εναγόμενο έγινε μέσω μεσίτη, δ) ότι τέλος, ενόψει του ότι η επίδικη δικαιοπραξία της πώλησης πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, ως πληρεξούσιο, επ’ ονόματι της μητέρας του, μετά την παύση της πληρεξουσιότητας, που χορηγήθηκε σ’ αυτόν δυνάμει του με αριθμό πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………. Λόγω του θανάτου της τελευταίας και μάλιστα εν γνώσει της παύσης αυτής εκ μέρους του, δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή, εν προκειμένω το γεγονός ότι ο συναλλαχθείς- δεύτερος εναγόμενος ήταν καλόπιστος, με την έννοια ότι δεν γνώριζε το θάνατο της αντιπροσωπευόμενης και κατά συνέπεια η επίδικη δικαιοπραξία ήταν άκυρη. Ισχυρίσθηκαν βέβαια οι εναγόμενοι, κατά τη συζήτηση, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ως άνω ακυρότητα έχει θεραπευθεί. Συγκεκριμένα, ο πρώτος εναγόμενος ανέφερε, ότι και στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο, ότι κατά την σύναψη του επιδίκου υπ’ αριθ. ……. Συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………. Έχει πάψει η δοθείσα σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η κατάσταση ηρτημένης ακυρότητας, στην οποία βρίσκεται η δικαιοπραξία, θεραπεύτηκε, από την έγκριση στην οποία προέβη, εκ των υστέρων, ο ίδιος, ως μοναδικός κληρονόμος της αποβιωσάσης μητρός του, δυνάμει της υπ’ αριθμό ….. πράξης εγκρίσεως πωλήσεως ακινήτου, του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …….. που μεταγράφηκε νόμιμα και έχει αναδρομική ισχύ. Ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος συνιστά ένσταση, έγινε δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την κρίση του οποίου, δεν ήταν απαραίτητη για τη χορηγηθείσα έγκριση, η προηγούμενη εκ μέρους του πρώτου εναγομένου αποδοχή και μεταγραφή της ως άνω κληρονομιάς, παραδοχής όμως, η οποία βάλλεται εν προκειμένω, με το μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσης. Ως προς τον λόγο αυτό, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Μετά τη σύνταξη του ως άνω με αριθμό ………. Πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……. και συγκεκριμένα στις ….. ο πρώτος εναγόμενος, μετέβη, στο συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης …… και συνέταξε την με αριθμό ……. Έγκριση πώλησης ακινήτου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο …… με αριθμό ….. στο περιεχόμενο της οποίας κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, αναφέρονται τα ακόλουθα : «… δι’ ης εδήλωσεν, ότι δια της παρούσης, εγκρίνει ρητώς και ανεπιφυλάκτως, συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 229 και 238 του Αστικού Κώδικα, την υπό της μητρός του ….. χήρας ……. το γένος ……. Και ……… δυνάμει του υπ’ αριθμόν ……… της 27ης Μαΐου 2009 πωλητηρίου συμβολαίου μου, νομίμως μεταγραφέντος εις τα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εν τόμω …… και αριθμώ ….. γενόμενην πώλησιν και μετβίβασιν εις τον ….. του …… και της ….. ιατρόν, κάτοικον Θεσσαλονίκης, καθ’ όσον η μήτηρ του είχεν ήδη αποβιώσει κατά την υπογραφήν του ως άνω συμβολαίου, εάν τυχόν ήθελε θεωρηθεί ότι έπαυσε η πληρεξουσιότης, συμφώνως προς το άρθρον 223 του Αστικού Κώδικος, η οποία παρεσχέθη εις αυτόν δυνάμει του υπ’ αριθμόν πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………, του εις το άνω συμβόλαιον αναφερομένου και περιγραφομένου ακινήτου». Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, συνέβαλε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας που χρειάζεται έγκριση, με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της θανούσας μητέρας του και γνωρίζοντας την παύση της ισχύος της πληρεξουσιότητας που του είχε χορηγηθεί λόγω θανάτου της τελευταίας, δεν είχε δικαίωμα να προβεί στην ως άνω δήλωση, στην οποία σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη προβαίνει τρίτος, εκτός των υποκειμένων της σχέσεως, η οποία θα δημιουργηθεί με την πράξη που χρειάζεται έγκριση. Πλέον δε αυτού, με όσα αυτός εξέθεσε, επί του ως άνω ισχυρισμού του, αλλά και εξ όσων προκύπτουν από το περιεχόμενο της, με αριθμό έγκρισης πώλησης ακινήτου, ο ανωτέρω, εξάρτησε την ενέργεια της δοθείσας από αυτόν εγκρίσεως, από την αναφερόμενη σ’ αυτήν (νομική) αίρεση, συγκεκριμένα δε αναφέρει στο περιεχόμενο του ισχυρισμού του και αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης, ότι παρέχεται η έγκριση του, στην περίπτωση, κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι έπαυσε η ισχύς του με αριθμό πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, λόγω θανάτου της αντιπροσωπευόμενης μητρός του. Όμως, αφού, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, η έγκριση ως διαπλαστικό δικαίωμα είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως, η εξάρτηση της ενέργειάς της, από την συγκεκριμένη αίρεση, την καθιστά άκυρη. Επομένως, η σχετική ως άνω ένσταση, έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως μη νόμιμη, αλλά ως ουσία αβάσιμη. Η εκκαλούμενη απόφαση, ωστόσο, αφού έκρινε νόμιμη την παραπάνω ένσταση των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, στη συνέχεια δέχτηκε αυτήν ως και ουσιαστικά βάσιμη. Έτσι όπως έκρινε όμως έσφαλε, η εκκαλούμενη απόφαση, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το περιεχόμενο του μοναδικού λόγου της ένδικης εφέσεως της, αλλά ελέγχεται αυτεπαγγέλτως ο ισχυρισμός της ως προς τη νομιμότητά του, σε μείζονα έκταση, ενόψει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Κατόπιν τούτων ο ως άνω λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχτηκε ως ουσία βάσιμη την προβληθείσα από τους εναγόμενους ένσταση, περί νόμιμης εγκρίσεως της επίδικης πώλησης που έλαβε χώρα, δυνάμει του με αριθμό συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …….. και στην συνέχεια, κατά τη διακράτηση της υπόθεσης κατά το μέρος αυτό και την έρευνα της ένστασης ν’ απορριφθεί αυτή (ένσταση) προεχόντως ως μη νόμιμη, άλλως ως ουσία αβάσιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως ως βάσιμου, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και, αν η ουσία της υποθέσεως ερευνήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κα’ ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα και, είναι αρμόδιο να εξετάσει τις καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως (ΑΠ 628/2001), αν βέβαια, αναφερθούν νομίμως κατά τους ορισμούς της ΚΠολΔ 240, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (ΑΠ 543/2019, ΑΠ 69/2001). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 239 παρ. 2 του ΑΚ, διάθεση αντικειμένου από μη δικαιούχο χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, ισχυροποιείται αν ο δικαιούχος την εγκρίνει ή αν αυτός που διέθεσε αποκτήσει το αντικείμενο ή κληρονομηθεί από τον δικαιούχο, η ανωτέρω δε ισχυροποίηση επέρχεται αυτοδικαίως (βλ. Μπαλή Γεν. Αρχαί παρ. 129, Γάζη Εκποίησις και υποθήκευσις αλλότριου ακινήτου (1943) σελ. 107 και επομ. Κωσταρά Η δι’ επικτήσεως ισχυροποίησις της ακύρου διαθέσεως ΕΕΝ 31.698, ΑΠ 1423/1981 ΝοΒ 30.818). Ως αντικείμενο νοείται κάθε πράγματ με την έννοια του άρθρου 947 του ΑΚ (κινητό ή ακίνητο) και ως διάθεση νοείται κάθε δικαιοπραξία διάθεσης (βλ. Μπαλή ο.π., ΑΠ 418/1981 ΕΕΝ 49.150).Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθ. 1710 παρ. 1, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί από το νόμο (εξ αδιαθέτου ή νόμιμη μοίρα), είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας των κινητών και ακινήτων κληρονομιαίων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων πραγμάτων της κληρονομιάς, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτών μεταβαίνει στον κληρονόμο αναδρομικώς από τον θάνατο του κληρονομούμενου μόνο αν αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομιά και η τοιαύτη αποδοχή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, ισχυρίσθηκαν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με το περιεχόμενο των νομότυπα κατατεθειμένων έγγραφων προτάσεών τους, και τον ισχυρισμό αυτό επαναφέρουν και πάλι προς κρίση κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, ότι σε κάθε περίπτωση η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου δυνάμει του με αριθμό συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … ήταν νόμιμη, καθόσον ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι στην κατάρτιση του επίδικου συμβολαίου ο πρώτος εναγόμενος παρέστη με την ιδιότητα του πληρεξουσίου της αποβιωσάσης μητρός του, ωστόσο, η διάθεση ήταν νόμιμη εκ μέρους του, καθόσον μετά τον θάνατο της τελευταίας, κατέστη αποκλειστικό κύριος του επίδικου ακινήτου, ως μοναδικός πλησιέστερος συγγενής της, ήτοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Ο ως άνω ισχυρισμός, ωστόσο δεν κρίνεται νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, ενόψει ότι, όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι καθ’ υποφορά εξέθεσαν στις προτάσεις τους, ο πρώτος από αυτούς, που κλήθηκε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος στην κληρονομιά της ως άνω μητέρας του, δεν προέβη σε αποδοχή με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή της σχετικά με το επίδικο ακίνητο, ώστε νομίμως να το είχε αποκτήσει προ της μεταβίβασής του στον δεύτερο εναγόμενο δυνάμει της επίδικης δικαιοπραξίας και έτσι να καταστεί νόμιμη και η διάθεσή τους προς το δεύτερο εναγόμενο (βλ. Εφ Πατρών 1041/2002 , Εφ Λαρ 125/2001 Δημ Νόμος).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και ο τρίτος, που δεν είναι συμβαλλόμενος στη σύμβαση η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ άλλων, έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητάς της, όταν γι’ αυτό έχει έννομο συμφέρον, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, διάταξη νόμου του αποκλείει το δικαίωμα αυτό. Το έννομο δε συμφέρον του, το οποίο μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις και γενικά υπάρχει, όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα, ως προς ορισμένη έννομη σχέση του και κίνδυνος για τα συμφέροντά του, είτε άμεσος είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή και άλλου μέλλοντος περιστατικού, την αποτροπή του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση της ακυρότητας σύμβασης, (βλ. ολ. ΑΠ 32/1987 Ελλ. Δνη 29.98, Εφ Αθ.2439/2008 ΕλΔνη 29.98). Ειδικότερα, την αναγνώριση της ακυρότητας της μεταβιβαστικής της κυριότητας ακινήτου, σύμβασης έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει σε περίπτωση πώλησης και ο δανειστής του πωλητή (βλ. Ν. Παπαντωνίου ο.π σελ. 424), εφόσον πρόκειται για κατάρτιση εξ υπαρχής άκυρης δικαιοπραξίας και όχι ακυρώσιμης, οπότε (δηλαδή στην περίπτωση ακύρωσης κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1203 και 1204 ΑΚ, δύνανται να προστατευθούν τα εμπράγματα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων. Ισχυρίσθηκαν ακόμη οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα ζητεί την ακύρωση της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό της έννομο συμφέρον για την άσκησή της, άλλως ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής, ισχυρισμός τον οποίο επαναφέρουν και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που όμως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, εφόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή, εξαιτίας της άκυρης σύμβασης, δημιουργείται κίνδυνος για τα έννομα συμφέροντα της ενάγουσας ως δανείστριας του πρώτου εναγομένου πωλητή του επίδικου ακινήτου και υπάρχει επομένως, έννομο συμφέρον στο πρόσωπό της να ζητήσει τόσο την αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης του ακινήτου που μεταβιβάστηκε στον δεύτερο εναγόμενο, καθώς επίσης και της χορηγηθείσας, από τον τελευταίο (που δεν απέκτησε έγκυρα την κυριότητα του επίδικου ακινήτου), προσημείωσης υποθήκης στην τρίτη εναγόμενη, έναντι της οποίας, συντρέχει επίσης έννομο συμφέρον για την αναγνώριση ακυρότητας της εγγραφείσας επί του επίδικου ακινήτου προσημείωσης υποθήκης, εφόσον πρόκειται για κατάρτιση εξ υπαρχής άκυρης σύμβασης, όπου όπως παραπάνω αναφέρθηκε, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1203 και 1204 ΑΚ, και με την εκ μέρους της αμφισβήτηση, επηρεάζεται η νομική σχέση της ενάγουσας (Εφ Αθ 10592/1995 Εφ Αθ 1140/1995) και κινδυνεύει η ικανοποίηση της απαιτήσεως που διατηρεί κατά του πρώτου εναγομένου (βλ ΑΠ 350/2015). Το αγωγικό αίτημα που αφορά την προσημείωση που κρίθηκε νόμιμο με την εκκαλούμενη, απορρίφθηκε σιωπηρά χωρίς ειδική αιτιολογία και πρέπει ως σχετιζόμενο με το πρώτο να ερευνηθεί κατ’ ουσία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ (και όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 έναρξη ισχύος 1.1.2016) «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 και 2. Έτσι, κατά την πρώτη των περιπτώσεων αυτών, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα να προτείνει απεριορίστως νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ’ έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση (Α.Π. 212/20219, Α.Π. 1043/2010), όπως την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (βλ. Α. Διακονή σε «Η ΕΦΕΣΗ Κυριάκου Οικονόμου, κάτω από το άρθρο 527 σελ 527 επομ. ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ άρθρο Χ. Απαλαγάκη κάτω από το άρθρο 527, σελ 1347). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και με την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, ν εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 7/2002, Ολ ΑΠ 8/2001). Εξάλλου, ναι μεν μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός/ μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018, 1472/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο δεύτερος εφεσίβλητος με τις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της ενάγουσας και προς στοιχειοθέτηση αυτής, επικαλέστηκε ότι καταχρηστικά ασκείται εκ μέρους της η ένδικη αξίωση, για αναγνώριση της ακυρότητας του με αριθμό συμβολαίου πώλησης, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτησή της, εναντίον του πρώτου εφεσιβλήτου, που πηγάζει από τη μεταξύ τους εμπορική συνεργασία που έλαβε χώρα το έτος 1998, καθόσον η ανατροπή της υπάρχουσας πραγματικής κατάστασης στην οποία ο ίδιος βρίσκεται σχεδόν τα τελευταία δέκα (10) έτη, συγκεκριμένα από την κατάρτιση του παραπάνω συμβολαίου και την μεταγραφή του και την εντεύθεν απόκτηση του επίδικου ακινήτου, κατά τη διάρκεια της οποίας καταβάλλει ανελλιπώς τις μηνιαίες δόσεις του στην τρίτη εφεσίβλητη, για την αποπληρωμή του δανείου που έλαβε από αυτήν για την αγορά του ακινήτου, θα επιφέρει επαχθείς συνέπειες σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του δευτέρου εφεσιβλήτου, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω νομική σκέψη, γιατί τα ως άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος καταχρηστική, εκ μέρους της ενάγουσας. Τούτο δεδομένου ότι, συμπεριφορά αντίθετη προφανώς στην καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη, δεν αποτελεί το δικαίωμα του δανειστή, όπως η ενάγουσα, να προσπαθήσει να ικανοποιήσει την απαίτηση που διατηρεί κατά του οφειλέτη της εν προκειμένω πρώτου εφεσιβλήτου, τον τρόπο είσπραξης της οποίας έχει δικαίωμα να αποφασίσει η ίδια η ενάγουσα ως δανείστρια, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της 281 ΑΚ από περιστατικά, από τα οποία προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων αυτών από την ενάγουσα που, όμως τέτοια στην προκειμένη περίπτωση δεν επικαλείται ο δεύτερος εφεσίβλητος. Μετά δε την απόρριψη όλων των προβληθέντων από τους εναγόμενους και ήδη εφεσιβλήτους ισχυρισμών, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσία βάσιμη, α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα του με αριθμό συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … που καταρτίσθηκε μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εγγραφείσας στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης τον τόμο φύλλο και αρ. προσημείωσης Α υποθήκης, που χορηγήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο στην τρίτη εναγομένη επί του αναφερόμενου στο ως άνω συμβόλαιο ακινήτου καθόσον δεν είχε αποκτήσει κυριότητα επ’ αυτού και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να παραχωρήσει δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στην τρίτη εναγόμενη δανείστρια τράπεζα. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατόπιν αιτήματος της εν μέρει σε βάρος των εφεσιβλήτων που χάνουν τη δίκη (άρθρο 178 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον η ένδικη έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσία, το με αριθμό …/25.5.2017 παράβολο δημοσίου συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκησή της, να επιστραφεί στην εκκαλούσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ ουσία την ένδικη έφεση, κατά της υπ’ αρ. 12518/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την ένδικη αγωγή, κατά το πρώτο αίτημα της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως ουσία βάσιμη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα του με αριθμό συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της εγγραφείσας στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο …. Φύλλο και αρ. …… προσημείωσης Α υποθήκης υπέρ της ….
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του υπ’ αριθ. …/25.5.2017 παραβόλου στην εκκαλούσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εφεσίβλητους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, στις 18 Μαρτίου 2021, με τη σύνθεση που αναφέρεται στο πρακτικό δημοσίευσης της παρούσας, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Qualex.gr