ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥ:

Κατά κανόνα υπόχρεοι προς παροχή διατροφής στα ανήλικα τέκνα τους είναι οι γονείς τους, τόσο κατά τη διάρκεια του γάμου όσο και μετά τη λύση αυτού.

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΤΙΘΕΤΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΟΣ Ή ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΓΟΝΕΩΝ:

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες ρητά αναγράφονται στο νόμο, υπόχρεοι διατροφής μπορεί να θεωρηθούν και οι ανιόντες του ανήλικου τέκνου, δηλαδή κατά προτεραιότητα οι παππούδες και οι γιαγιάδες και ακολούθως οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες, τόσο από τη μητρική όσο και από την πατρική γραμμή. Η υποχρέωση των ανιόντων να συμβάλλουν στη διατροφή του ανήλικου εγγονιού τους, ρυθμίζεται σε δύο άρθρα του Αστικού Κώδικα, το 1489 και το 1490 Α.Κ.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ:

Ο Αστικός Κώδικας, στο άρθρο 1486, ορίζει ότι «Δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσης τους. Το ανήλικο τέκνο, και αν ακόμη έχει περιουσία, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του».
Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι δικαιούχος διατροφής από τους ανιόντες του είναι τόσο το ανήλικο όσο και το ενήλικο τέκνο. Η μοναδική διαφορά έγκειται στο ότι, βάσει νόμου, ο ανήλικος, και αν ακόμη έχει περιουσία, δεν υποχρεούται να τη ρευστοποιήσει, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της διατροφής του, σε αντίθεση με τον ενήλικο, ο οποίος μπορεί να την εκμεταλλευθεί οικονομικά και, μόνο αν αυτή δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί, δικαιούται να στραφεί κατά των ανιόντων του, όταν οι αρχικά υπόχρεοι γονείς του αδυνατούν.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ:

Οι δαπάνες διαβίωσης των ανηλίκων οι οποίες συνιστούν τη διατροφή τους, τεκμαιρόμενης της κατά πλειοψηφία αντικειμενικής αδυναμίας τους να εργαστούν, νομολογιακά έχει γίνει δεκτό ότι είναι ενδεικτικά: οι δαπάνες στέγασης, τροφής τους, ένδυσης, υπόδησης, ψυχαγωγίας, διακοπών, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αγοράς σχολικών ειδών κ.λ.π.
Όσον αφορά το ενήλικο τέκνο, και εφόσον αυτό δικαιούται διατροφή, υπό τους όρους ότι δεν μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του (βλ. απόφαση ΕφΘεσ 1272/1990), τότε το περιεχόμενο αυτής συνίσταται στις ανάγκες στέγασης και τροφής του, αλλά και των εξόδων για την επιτυχή έκβαση των σπουδών του, ακόμη και των μεταπτυχιακών. Γενικά έχει νομολογηθεί ότι και μόνη η ιδιότητα του σπουδαστή γεννά στο πρόσωπου του ενηλίκου δικαίωμα διατροφής.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθ. 29179/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, νομολογήθηκε ότι μετά το πέρας των υποχρεωτικών σχολικών σπουδών, ο ενήλικος θεωρείται ότι λαμβάνει εκπαίδευση, η οποία δεν του επιτρέπει να εργαστεί, γεννώντας υπέρ του δικαίωμα διατροφής, όχι μόνο όταν η φοίτηση λαμβάνει χώρα στα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα (Α.Ε.Ι, Τ.Ε.Ι), αλλά και όταν φοιτά σε ιδιωτικές σχολές (Ι.Ε.Κ.).

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑΓΙΑΔΩΝ:

Α) Στο άρθρο 1489 Α.Κ. ορίζεται ότι «Αν δεν υπάρχουν κατιόντες, υποχρέωση διατροφής έχουν οι πλησιέστεροι ανιόντες, που ενέχονται σε ίσα μέρη αν είναι περισσότεροι στον ίδιο βαθμό […]».
Γεννάται, συνεπώς, υποχρέωση διατροφής υπέρ του ανηλίκου, η οποία βαρύνει τον παππού και τη γιαγιά αμφότερων των γονέων, όταν δεν υπάρχουν κατιόντες, δηλαδή οι γονείς. Η διάταξη αυτή αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και οι δύο γονείς έχουν αποβιώσει, οπότε αμέσως επόμενοι υπόχρεοι διατροφής του ανηλίκου είναι οι κατά σειρά πιο κοντινοί ανιόντες του ανηλίκου.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι οι παππούδες και γιαγιάδες ευθύνονται κατά ίσα μέρη και όχι ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν παίζει ρόλο εάν ο ένας είναι ευπορότερος από τον άλλον στην κατανομή του ποσού της διατροφής που πρέπει να δώσουν, διότι όλοι ενέχονται στον ίδιο βαθμό.
Δεν αποκλείεται, επί περισσοτέρων υπόχρεων κατ` ίσα μέρη, ο ένας να εκπληρώνει την υποχρέωση σε είδος, δηλαδή να προσφέρει και τροφή και ο άλλος να παρέχει τη διατροφή σε χρήμα (343/1989 ΜΠρΘεσσαλ, 39/2006 ΜΠρΧαν).
Η ως άνω πρόβλεψη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αντίστοιχη υποχρέωση διατροφής των γονέων προς το ανήλικο τέκνο τους, οι οποίοι ενέχονται απέναντί του ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί ο ένας να συνεισφέρει κατά το ¼ και ο άλλος κατά το υπόλοιπο ποσοστό, εάν είναι οικονομικά δυνατότερος. (άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ).

Β) Στο άρθρο 1490 Α.Κ. θεσπίζεται υποχρέωση διατροφής των ανιόντων (παππούδων, γιαγιάδων) προς το εγγόνι τους, όταν οι αμέσως προηγουμένως κατά νόμο υπόχρεοι βρίσκονται εν ζωή, αλλά δεν είναι α) αντικειμενικά σε θέση να δώσουν διατροφή ή β) όταν (για πραγματικούς ή νομικούς λόγους) είναι ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική επιδίωξη της διατροφής από τον αρχικά υπόχρεο.
Για παράδειγμα, πραγματικοί λόγοι αδυναμίας του υπόχρεου προς διατροφή είναι η διαμονή του στην αλλοδαπή, το άγνωστο της διαμονής του, η συνεχής μεταβολή του τόπου κατοικίας του, ο αποκλεισμός ή αιχμαλωσία του, η έλλειψη ή απόκρυψη περιουσίας, ενώ νομικοί λόγοι είναι η επιβάρυνση της περιουσίας με εμπράγματα βάρη, που προηγούνται σε τάξη από την αξίωση διατροφής, ή οποιοδήποτε νομικό κώλυμα λήψης κατ’ αυτού αναγκαστικών μέτρων, χωρίς να αρκεί απλή δυσχέρεια (βλ. Βαθρακοκοίλη Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο [2000] υπό άρθρο 1490 αρ. 4 και νομολογιακά: 39/2006 ΜΠρΧαν, όπου ο πατέρας ήταν αγνώστου διαμονής και επομένως για το λόγο αυτό ήταν αδύνατη η δικαστική επιδίωξη διατροφής εναντίον του εκ μέρους της πρώην συζύγου του για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους).
Η διατύπωση του νόμου « … αν ένας από τους ανιόντες δεν είναι σε θέση να δώσει διατροφή […] η υποχρέωση βαρύνει εκείνον που είναι υπόχρεος ύστερα από αυτόν», αποδεικνύει ότι η ευθύνη που καθιερώνει το 1490 Α.Κ. είναι διαδοχική και όχι παράλληλη, όπως η ευθύνη του άρθρου 1489 Α.Κ. Θα πρέπει, λοιπόν, πρώτα να βρεθεί ο κατά νόμο υπόχρεος ο οποίος θα πρέπει και πράγματι να μπορεί να προσφέρει διατροφή, και τότε αυτός θα αποκλείσει όχι μόνο τους αμέσως επόμενους υπόχρεους, αλλά και τους λοιπούς που βρίσκονται στην ίδια γραμμή με αυτόν (813/2012 ΜΠρΡοδ).
Έτσι, με τη διάταξη αυτή δίνεται η δυνατότητα στον δικαιούχο της διατροφής, εφόσον εξ αρχής είναι βέβαιο ότι ο κατά πρώτο λόγο υπόχρεος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα, να στραφεί με αγωγή απευθείας κατά του σε δεύτερο βαθμό ευθυνόμενο, αφού κατά την εκδίκαση της αγωγής θα κριθεί ότι ο αρχικός υπόχρεος δεν μπορεί να καταβάλει διατροφή. Το ίδιο ισχύει και όταν ο δικαιούχος της διατροφής διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να στραφεί κατά του αρχικώς υπόχρεου, όχι λόγω οικονομικής αδυναμία του τελευταίου, αλλά συνεπεία των πραγματικών ή νομικών λόγων που προαναφέρθηκαν (1490 εδ. β΄ ΑΚ, ΕφΘεσ 286/2001 Αρμ. 2001,923).

ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1490 Α.Κ.:

Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 1490 δεν ενεργοποιείται όταν ο ένας μόνο γονέας δεν είναι σε θέση να δώσει διατροφή. Απαιτείται και ο γονέας που απέμεινε, να μην μπορεί να καλύψει με δικές του δαπάνες και στο σύνολό του το απαιτούμενο για το τέκνο του ποσό διατροφής, συνέπεια που προκύπτει από την αναλογική ευθύνη των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους.
Σε περίπτωση απόλυτης αδυναμίας και των δύο γονέων σωρευτικά, τότε και μόνον τότε, μπορεί ο δικαιούχος να κινηθεί εναντίον των ανιόντων και να ζητήσει από αυτούς διατροφή για το εγγόνι τους. Το ποσό που θα κληθούν οι ανιόντες να καταβάλλουν, δεν θα αφορά το σύνολο της διατροφής του τέκνου, αλλά μέχρι τη συμπλήρωση του ποσού που υπολείπεται λόγω αδυναμίας του αρχικώς υπόχρεου προς καταβολή γονέα (βλ. 286/2001 ΕφΘες).

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ:

Οι νομικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί ο δικαιούχος να αιτηθεί διατροφής εκ μέρους των ανιόντων είναι τόσο η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον πληρείται ο όρος του κατεπείγοντος, όσο και η κατάθεση αγωγής ενώπιον του κατά τόπο αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου.

* Το παρόν άρθρο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του γραφείου μας και συντάχθηκε με την επιστημονική συνδρομή της δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Ειρήνης Καψάλη, και της ασκούμενης δικηγόρου, Αγγελικής Κοντογιαννάτου.