ΠΩΛΗΣΗ: 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ  –  

ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ

 ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΓΟΡΑΣΤΗ


(i) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Ως πώληση ορίζεται, κατά το άρθρο 513 του Αστικού Κώδικα, η διμερής σύμβαση, με την οποία ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πωληθέντος πράγματος ή, σε περίπτωση που η πώληση αφορά δικαίωμα, να εκχωρήσει αυτό στον αγοραστή, ενώ ο αγοραστής αναλαμβάνει από την πλευρά του την υποχρέωση να καταβάλει στον πωλητή το συμφωνηθέν τίμημα. Η σύμβαση πώλησης μπορεί να καταρτισθεί, κατ’ αρχήν, και προφορικά, εκτός από τις περιπτώσεις που είτε ο νόμος απαιτεί ρητά την τήρηση έγγραφου τύπου (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της πώλησης ακινήτου, όπου απαιτείται, μάλιστα, η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου) είτε τα μέρη συμφώνησαν την έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης. 

Όπως προαναφέρθηκε, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι η υπόσχεση μεταβίβασης του πράγματος και η ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής του τιμήματος. Ωστόσο, πέραν αυτών των στοιχειωδών υποχρεώσεων, ο Αστικός Κώδικας προβλέπει ένα πλέγμα κύριων και παρεπόμενων υποχρεώσεων που αφορούν κυρίως στο πρόσωπο του πωλητή. 

Δύο από τις βασικότερες – κύριες, μετά την ενσωμάτωση της υπ’ αριθ. 1999/44/ΕΚ οδηγίας – υποχρεώσεις του πωλητή είναι η μεταβίβαση του πράγματος, το οποίο φέρει τα συμφωνηθέντα από τους συμβαλλομένους χαρακτηριστικά και ιδιότητες, χωρίς νομικά και πραγματικά ελαττώματα.


(ii) ΝΟΜΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ

Η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε νομικό ελάττωμα προβλέπεται ρητά στο άρθρο 514 του Αστικού Κώδικα. Ως νομικό ελάττωμα ορίζεται το δικαίωμα τρίτου πάνω στο πράγμα, το οποίο μπορεί να αντιταχθεί κατά του αγοραστή. Δεν περιλαμβάνονται, δηλαδή, κατ’ αρχήν, ενοχικά δικαιώματα τρίτων πάνω στον πράγμα, εκτός αν λόγω ρητής νομοθετικής ρύθμισης ή λόγω συμφωνίας των μερών μπορούν να αντιταχθούν έναντι του αγοραστή (όπως, για παράδειγμα, η μίσθωση που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, κατ’ άρθρο 614 του ΑΚ, η οποία διατηρείται σε ισχύ ακόμη κι αν μεταβληθεί το πρόσωπο του ιδιοκτήτη – εκμισθωτή του ακινήτου). 

Το νομικό ελάττωμα δεν συνιστά κατά κυριολεξία ελάττωμα του πράγματος, καθότι δεν αφορά τη σύσταση ή τις ιδιότητές του, αλλά ελάττωμα του δικαιώματος κυριότητας του πωλητή πάνω σε αυτό. 

Νομικά ελαττώματα συνιστούν ιδίως τα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων έναντι του πράγματος, δηλαδή το ενέχυρο (για τα κινητά πράγματα), η υποθήκη και η προσημείωση υποθήκης και η δουλεία (για τα ακίνητα πράγματα), καθώς και η κατάσχεση, η οποία συνιστά επίσης νομικό βάρος του πράγματος. Ο νόμος προβλέπει την απαλλαγή του πωλητή από κάθε ευθύνη σε περίπτωση που ο αγοραστής γνώριζε για την ύπαρξη του δικαιώματος του τρίτου. Ωστόσο, για την περίπτωση της ύπαρξης υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης επί του πράγματος, ο πωλητής εξακολουθεί να φέρει ευθύνη για την εξόφληση της απαίτησης του δανειστή του και την, κατ’ επέκταση, απελευθέρωση του πράγματος από το νομικό βάρος, ακόμη, μάλιστα, κι αν ο αγοραστής ήταν ενήμερος για την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος. Σημειωτέον ότι για τη στοιχειοθέτηση του νομικού ελαττώματος δεν απαιτείται η διεκδίκηση του δικαιώματος που βαρύνει το πράγμα από το φορέα του. 

Ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα νομικού ελαττώματος είναι η έλλειψη κυριότητας του πωλητή πάνω στο πράγμα. Για τα μεν ακίνητα, η έλλειψη κυριότητας του πωλητή καθιστά αδύνατη τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, εκτός αν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης της κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία (μια εκ των οποίων είναι και η πάροδος ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος, δέκα ετών για την τακτική και είκοσι για την έκτακτη χρησικτησία). Για τα δε κινητά, παρά την έλλειψη κυριότητας του πωλητή, υπάρχει η δυνατότητα να αποκτήσει ο αγοραστής κυριότητα κατά τις διατάξεις περί καλόπιστης κτήσης κινητών, κατά τα άρθρα 1036 επ. του ΑΚ. 

Τέλος, η νομολογία θεωρεί ως νομικά ελαττώματα και τα πολεοδομικά βάρη που τυχόν φέρει ένα ακίνητο όπως, ιδίως, η κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή η κήρυξη ενός ακινήτου ως εν μέρει κοινόχρηστου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ΟλΑΠ29/1990, με την οποία κρίθηκε ότι η κήρυξη ενός κτιρίου ως διατηρητέου – η οποία συνεπάγεται την απαγόρευση κατεδάφισής του – συνιστά πραγματικό ελάττωμα του ακινήτου, καθώς αφορά στη νομική του κατάσταση και δεν προέρχεται από δικαίωμα τρίτου. 


(iii) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΓΟΡΑΣΤΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η ευθύνη του πωλητή για την ύπαρξη νομικού ελαττώματος στο πωληθέν διαφοροποιείται ανάλογα με το αν το νομικό ελάττωμα γεννήθηκε πριν ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης. Γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση που το νομικό ελάττωμα προϋπήρχε της κατάρτισης της σύμβασης, η ευθύνη του πωλητή είναι αντικειμενική, δηλαδή για τη στοιχειοθέτησή της δεν απαιτείται υπαιτιότητα από την πλευρά του πωλητή, ούτε καν γνώση του ελαττώματος. Στην περίπτωση, όμως, που το νομικό ελάττωμα γεννήθηκε μετά την κατάρτιση της πώλησης, υποστηρίζεται ότι απαιτείται υπαιτιότητα του πωλητή ως προς αυτό. 

Ως προς τα δικαιώματα του αγοραστή πράγματος με νομικό ελάττωμα, ο νόμος δεν θεσπίζει κάποια ειδικότερη διάταξη, αλλά παραπέμπει στις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη σε αμφοτεροβαρή σύμβαση. Ο αγοραστής, δηλαδή, δικαιούται να τάξει στον πωλητή εύλογη προθεσμία, προκειμένου ο τελευταίος να άρει το νομικό  ελάττωμα, εκτός αν δεν είναι δυνατή η άρση του ή αν από τη στάση του πωλητή συνάγεται ότι δεν προτίθεται να το πράξει. Μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αυτής, ο αγοραστής δικαιούται είτε να αποκρούσει την παροχή και να ζητήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Σε περίπτωση, δε, που το νομικό ελάττωμα δημιουργήθηκε μετά την κατάρτιση της πώλησης και ο πωλητής δε βαρύνεται με υπαιτιότητα ως προς τη γέννησή του, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 380 του ΑΚ περί αμοιβαίας απαλλαγής  των συμβαλλόμενων μερών. 

Οι αξιώσεις του αγοραστή κατά του πωλητή λόγω νομικού ελαττώματος παραγράφονται, ελλείψει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, είκοσι έτη μετά από την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, κατά το άρθρο 249 του Α.Κ. 


(iv) ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ – ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ

Σε αντιδιαστολή από το νομικό ελάττωμα, το πραγματικό ελάττωμα αφορά ιδίως την υλική υπόσταση του πράγματος και διαπιστώνεται με την κατοχή αυτού. Ως έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δε, ορίζεται η απουσία των ιδιοτήτων που ρητά συμφωνήθηκε από τα μέρη ότι θα φέρει το πωληθέν πράγμα. Η υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει το πωληθέν χωρίς πραγματικά ελαττώματα και με τις συνομολογημένες ιδιότητες προβλέπεται ρητά στο άρθρο 534 του Αστικού Κώδικα. 

Ως πραγματικό ελάττωμα μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε ατέλεια του πράγματος, η οποία επιδρά στην κατάστασή του, τη χρήση του ή στην αισθητική του όψη. Η ατέλεια αυτή μπορεί να οφείλεται στην κακότεχνη κατασκευή ή συσκευασία του, στην χρήση κακής ποιότητας υλικών ή σε οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. 

Πραγματικό ελάττωμα είναι, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, η προς το χειρότερο παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή του κατάσταση. Με πραγματικό ελάττωμα εξομοιώνεται και η πλημμελής εγκατάσταση του πράγματος, κατά το άρθρο 536 του ΑΚ, εφ’ όσον αυτή διενεργήθηκε, βάσει σχετικού συμβατικού όρου, από τον πωλητή ή και στην περίπτωση που η εγκατάσταση έγινε από τον αγοραστή, αλλά διενεργήθηκε πλημμελώς από αυτόν εξαιτίας της παράλειψης του πωλητή να του χορηγήσει τις κατάλληλες οδηγίες. Συνομολογημένη ιδιότητα μπορεί να θεωρηθεί οποιοδήποτε χαρακτηριστικό, τεχνική ιδιότητα ή προσόν, το οποίο δήλωσε ο πωλητής ότι φέρει το πράγμα ή συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά από τα μέρη. 

Το άρθρο 535 του ΑΚ προβλέπει τέσσερις ενδεικτικές περιπτώσεις πλημμελούς εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων του πωλητή, και, συγκεκριμένα, ότι «ο πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, και ιδίως: 1) δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα που ο πωλητής έχει παρουσιάσει στον αγοραστή. 2) δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης και ιδιαίτερα για τη σύμφωνη με το σκοπό αυτό ειδική χρήση. 3) δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας. 4) δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης, εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση».


(v) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΓΟΡΑΣΤΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΟΣ Ή ΈΛΛΕΙΨΗΣ ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 540 του Αστικού Κώδικα, «Σε περίπτωση ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογή του: 1. Να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες. 2. να μειώσει το τίμημα. 3. Να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα». 

Τα δικαιώματα αυτά, διαζευκτικά τιθέμενα, δεν τελούν σε κάποια σχέση ιεράρχησης μεταξύ τους, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου. Ωστόσο, γίνεται δεκτό, ενόψει των γενικών αρχών που διέπουν το δίκαιο, και ιδίως, της επιείκειας, της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, ότι ο αγοραστής πρέπει να επιλέξει το ηπιότερο για τον πωλητή δικαίωμα. Δηλαδή, αν είναι δυνατή η διόρθωση του πράγματος, πρέπει ο αγοραστής να ζητήσει αυτή πρώτα και όχι την αντικατάστασή του κ.ο.κ. Η άσκηση ενός δικαιώματος δεν επιφέρει την ανάλωση των λοιπών, εφ’ όσον από την άσκησή του δεν επέλθει η ικανοποίηση του αγοραστή. Κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη, δεν ισχύει το ίδιο για τα διαπλαστικά δικαιώματα, η άσκηση των οποίων δεσμεύει τον αγοραστή. 

Ως έσχατη λύση θεωρείται η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, το οποίο επιφέρει την αναδρομική λύση της σύμβασης. Αυτό συνάγεται και από τη διατύπωση του νόμου, κατά την οποία, για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης προϋποτίθεται το πραγματικό ελάττωμα να είναι ουσιώδες, αλλά και από το άρθρο 542 του ΑΚ, βάσει του οποίου «το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την υπαναχώρηση».  

Όσον αφορά το δικαίωμα υπαναχώρησης, αυτό είναι ένα διαπλαστικό δικαίωμα, το οποίο ασκείται με μονομερή δήλωση που απευθύνεται προς τον αντισυμβαλλόμενο. Η δήλωση αυτή επιφέρει την αναδρομική κατάργηση του συμβατικού δεσμού και, κατ’ επέκταση, δημιουργείται η υποχρέωση σε αμφότερα τα μέρη να επιστρέψουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όπως, ειδικότερα, ορίζεται στο άρθρο 547 του ΑΚ, «αν ο αγοραστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που του προσέθεσε ο ίδιος, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε. Ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αντικατάστασης πράγματος».

Μάλιστα, τα δικαιώματα υπαναχώρησης και αντικατάστασης του πράγματος και το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος παρέχονται ακόμη κι όταν το πωληθέν πράγμα καταστράφηκε ή  χειροτέρεψε εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος. 

Τη δυνατότητα αποζημίωσης του αγοραστή πράγματος, το οποίο παρουσιάζει πραγματικό ελάττωμα ή από το οποίο λείπει συνομολογημένη ιδιότητα, προβλέπει το άρθρο 543 του ΑΚ. Ειδικότερα, ο αγοραστής μπορεί να επιλέξει την άσκηση κάποιου από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 540 του ΑΚ δικαιώματος (διόρθωση, αντικατάσταση, μείωση του τιμήματος και υπαναχώρηση) και σωρευτικά να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που δεν καλύπτεται από την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Διαφορετικά, αν ο αγοραστής δεν θέλει να κρατήσει το ελαττωματικό πράγμα μπορεί, αντί των δικαιωμάτων του άρθρου 540 του ΑΚ, να αξιώσει πλήρη αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει και η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ της ευθύνης του πωλητή για ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος και για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, η οποία εντοπίζεται στο ότι για τη θεμελίωση της πρώτης απαιτείται υπαιτιότητα του πωλητή, ενώ η δεύτερη είναι αντικειμενική, στοιχειοθετείται δηλαδή ανεξάρτητα από τυχόν γνώση ή υπαιτιότητα του πωλητή για την έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας. 

Ως προς το χρόνο παραγραφής των αξιώσεων του αγοραστή, λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, αυτός, κατά τα άρθρα 554 και 555 του ΑΚ, ξεκινάει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή και λήγει μετά την πάροδο δύο ετών για τα κινητά πράγματα και πέντε ετών για τα ακίνητα. Μάλιστα, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής δε διαφοροποιείται, ακόμα κι αν ο αγοραστής ανακάλυψε σε μεταγενέστερο χρόνο την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας. 

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 557 του ΑΚ, ο πωλητής δεν μπορεί να επικαλεστεί την ως άνω παραγραφή αν ο ίδιος απέκρυψε δολίως ή αποσιώπησε την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις περί ευθύνης του πωλητή είναι ενδοτικού δικαίου, συνεπώς δεν αποκλείεται να προβλεφθεί από τα μέρη απαλλαγή του πωλητή από κάθε ευθύνη – υπό την επιφύλαξη του άρθρου 332 του ΑΚ. 


(vi) ΕΥΘΥΝΗ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ 

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, η οποία, κατόπιν ενσωμάτωσης της υπ’ αριθμ. 85/374/257.1985 οδηγίας της ΕΟΚ, ρυθμίζεται στο άρθρο 6 του ν. 2251/1994, ως ειδική μορφή αδικοπρακτικής ευθύνης. Κατά τους ορισμούς του νομοθετήματος, ελαττωματικό είναι το προϊόν το οποίο δεν παρέχει την προβλεπόμενη απόδοση σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ή και την ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών και, ιδίως, της εξωτερικής εμφάνισης του, της αναμενόμενης χρησιμοποίησης του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία. Δεν είναι ελαττωματικό ένα προϊόν για μόνο το λόγο ότι μεταγενέστερα τέθηκε σε κυκλοφορία άλλο τελειότερο.

Ως παραγωγός, δε, θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα. Ίδια ευθύνη με τον παραγωγό έχει και όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας.

Σύμφωνα με το ως άνω νομοθέτημα, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του. Ως ζημία νοείται τόσο η βλάβη ή καταστροφή κάθε περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή όσο και η σωματική βλάβη ή και ο θάνατός του. 

Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος είναι υποκειμενική. Ωστόσο, ο νόμος, προς διευκόλυνση της άσκησης των αξιώσεων του καταναλωτή προβλέπει αναστροφή του βάρους απόδειξης της υπαιτιότητας. Δηλαδή, η ύπαρξη υπαιτιότητας από πλευράς του παραγωγού κατ’ αρχήν τεκμαίρεται χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί από τον καταναλωτή. Ωστόσο, ο παραγωγός μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του εφ’ όσον αποδείξει, διαζευκτικά, κατά το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 2251/1994 ότι: α) δεν έθεσε το προϊόν σε κυκλοφορία,
β) το ελάττωμα δεν υπήρχε όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία,
γ) δεν κατασκεύασε το προϊόν αποβλέποντας στη διανομή του και δεν το διένειμε στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δ) το ελάττωμα οφείλεται στο γεγονός ότι το προϊόν κατασκευάστηκε σύμφωνα με κανόνες αναγκαστικού δικαίου ε) όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, το επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε τη διαπίστωση του ελαττώματος.

Οι αξιώσεις κατά του παραγωγού για ζημιές από ελαττωματικά προϊόντα παραγράφονται μετά τριετία αφότου ο ζημιωθείς πληροφορήθηκε ή όφειλε να πληροφορηθεί τη ζημία, το ελάττωμα και την ταυτότητα του παραγωγού. Μετά την πάροδο δεκαετίας από την κυκλοφορία του συγκεκριμένου προϊόντος επέρχεται απόσβεση όλων των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος κατά του παραγωγού.


 

*** Για εξειδικευμένες νομικές συμβουλές και αποτελεσματική δικαστική ή εξωδικαστική αντιμετώπιση του νομικού σας θέματος, καλέστε μας στο 2310-225738, για ένα ραντεβού.