Ο κανόνας της απαγόρευσης έκδοσης απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα δεν ισχύει, όταν το εφετείο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Αναίρεση λόγω αντιφατικών αιτιολογιών
Την αναίρεση απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς αποφάσισε ο Άρειος Πάγος, λόγω των διαλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικών αιτιολογιών παραπέμποντας την υπόθεση για νέα εκδίκαση (ΑΠ 158/2021).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ 536 του ΚΠολΔ, ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν. Το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης, εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ’ ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο.
Εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρχικά έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των λόγων της έφεσης του ενάγοντος – ναυτικού που αφορούσαν τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος κατά τα ανωτέρω. Έκρινε δε ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο, συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την οικεία Σ.Σ.Ε. και ότι ουδέν επιπλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη.
Εν συνεχεία, ωστόσο, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφάλαιο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των αντίστοιχων λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ένα επιπλέον χρηματικό ποσό νομιμοτόκως.
Το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε πως το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ. Και τούτο, διότι αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη, ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο, συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες που δικαιούταν και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το επίδικο ποσό.
Οι επικαλούμενες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης αντιφάσεις, οι οποίες και καθιστούν αναιρετέα την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της.
Απόσπασμα απόφασης:
Περαιτέρω, αν και το Εφετείο έκρινε , στηρίζοντας την κρίση του στους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), από την οποία δέχτηκε ότι διεπόταν η ένδικη σύμβαση, όπως επικαλείτο και ο ενάγων με την αγωγή, και όχι σε έγκυρη συμφωνία αμοιβής αυτού με πάγιο μηνιαίο μισθό (κλειστό) ποσού 3.096,09 ευρώ, όπως είχε δεχτεί η εκκαλουμένη απόφαση, ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των 3ου και 4ου των λόγων της έφεσης του ενάγοντος που αφορούσε τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, εφόσον ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία, κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ καθώς και ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την ως άνω οικεία Σ.Σ.Ε. (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν επί πλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφαλαίο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή, και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,106) νομιμοτόκως από τις 20-9-2015
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , αφού αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων, όπως συνομολογεί με την αγωγή έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές 52.087,356, οι οποίες όπως έκρινε είναι μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες από τον ενάγοντα για την ίδια αιτία αποδοχές, που ανέρχονται όπως δέχτηκε, στο ποσό των 37.984,196 ευρώ, (έλαβε 52.087,356 ευρώ αντί 37.984,196 ευρώ) και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ κατ’ ορθή εκτίμηση και όχι του αριθμού 17 του ίδιου άρθρου που αναφέρει η αναιρεσείουσα, εφόσον οι επικαλούμενες αντιφάσεις, όπως και η ίδια αναφέρει στον υπό στοιχ.β’ λόγο αναίρεσης, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της και καθιστώντας έτσι αναιρετέα την απόφασή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του υπό στοιχ.β λόγου της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι “το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περιέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες” αφού έκρινε ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο συνολικές αποδοχές, μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (€ 52.087,35 > 37.984,190)”, ωστόσο αναγνώρισε ότι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 11.692,106, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση (και παραδοχή) των προβαλλόμενων με τον πρώτο λόγο αυτής αιτιάσεων, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 § 3 Κ.Πολ.Δ.), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσειοντος (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Κείμενο απόφασης:
Αριθμός 158/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Μαΐου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία “ΓΟΥΑΪΤΓΟΥΕΪΒ ΕΛΛΑΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ Μ.Ε.Π.Ε.”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανάσιου Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Σ. Ν. του Ι., κατοίκου …, που δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν η 494/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 554/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-12-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 2 και 4, 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή την επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 1061/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα υπ’αριθ.8158/7-2-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λάρισας Δ. Τ. ότι η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’αριθ.554/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς επισπεύσθηκε με φροντίδα της αναιρεσείουσας, η οποία προς τον σκοπό αυτό επέδωσε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσης της στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και προσδιορισμένο χρόνο συζήτησης της κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Κατά την δικάσιμο όμως αυτή όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, δεν παρέστη ο αναιρεσίβλητος κατά την νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, γι’ αυτό πρέπει να δικασθεί, ερήμην αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτός παρών (αρθ.576 παρ.2 ΚΠολΔ). Κατά την διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, κατά την παραγ.2 δε του ιδίου άρθρου, οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει σαφώς ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπεται αποφασιστικά όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κρατεί την υπόθεση και την δικάζει κατ’ ουσίαν, κατά το άρθρο 535 ΚΠολΔ. Πάντως, και μετά την εξαφάνιση της απόφασης το Εφετείο εξακολουθεί να λειτουργεί στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 878/2000). Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, κατά μεταρρύθμιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο δε αν εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά τα κεφάλαια κατά τα οποία την εξαφάνισε κατά παραδοχή της έφεσης ή της αντέφεσης, και δίκασε περαιτέρω την υπόθεση κατ’ ουσίαν μπορεί να πράξει τούτο (ΑΠ 134/2008). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της, πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 356/2010, ΑΠ 1/2011). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, να επιδέχεται αυτή μομφή για έλλειψη, αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ειδικότερα ή διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη από 28.12.2015 αγωγή του και κατά το ενδιαφέρον τμήμα αυτής, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι, έχοντας την ιδιότητα του απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, υπηρέτησε, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα “Α.”, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος (Δ. Σ.) ήταν διαχειριστής, κατά τα χρονικά διαστήματα από την 01.01.2014 έως και τις 20.10.2014, από τις 31.10.2014 έως και τις15-12-2014 από τις 31.12.2014 έως και τις 15.01.2015 και από τις 16-2-2015 έως και τις 19.09.2015. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι συμφωνήθηκε οι όροι αμοιβής και εργασίας του να ρυθμίζονται από την οικεία σ.σ.ν.ε. του έτους 2011, η οποία είχε κυρωθεί αρμοδίως. Ως αμοιβή της εργασίας του, συμφωνήθηκε κατά την πρόσληψη του στις 13.10.2012 να λαμβάνει της μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν και καθορίζονταν για την ειδικότητα μου, από την εκάστοτε εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Επιβατηγών Τουριστικών Σκαφών Ν.2743/1999. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ΣΣΝΕ των ετών 2009, 2010 και 2011 που κυρώθηκαν από την Υ.Α. 3525.1.8701/2011 (ΦΕΚ 1880/ 25.8.2011), έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως ως βασικό μισθό 846€, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας 186€, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12€, ως αποδοχές αδείας 380€ μετά τροφοδοσίας 120€ και επιπλέον υπερωριακή αμοιβή, δώρα εορτών καθώς και κάθε άλλο επίδομα και αμοιβή που προβλέπεται και καθορίζεται από τις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Ότι οι εναγόμενοι από 13.10.2012 έως τις 16.2.2015 αρνούντο σκοπίμως να υπογράψουν συμβάσεις εργασίας, ενώ στις 01.04.2015 προκειμένου να μειώσουν τον μισθό που εδικαιούτο βάσει της ΣΣ υπέγραψαν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου( 6 μηνών) και όρισαν (στην παράγρ. 3) μηνιαίο κλειστό μισθό το ποσό των 3.096, 09 ευρώ. Ότι ελάμβανε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κλειστό μισθό με συνέπεια να υπολείπονται τα λαμβανόμενα από αυτόν χρηματικά ποσά των πράγματι δικαιουμένων καθώς και ότι δεν έλαβε τη δικαιούμενη αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του. Ότι οι υφιστάμενες διαφορές αφορούν: α. αμοιβές για την παροχή υπερωριακής εργασίας ποσό 19.526,24€, β. αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ποσό 1.548,04€, γ. διαφορές επιδομάτων άδειας ποσό 23.530,05 ευρώ, δ. διαφορές τροφοδοσίας 9450,00 ευρώ, ε. διαφορές τροφοδοσίας άδειας 2.520,00€ και στ. διαφορές μισθών ποσό 12.930,54 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 69.504,876. Ότι οι εναγόμενοι δεν στέργουν στην καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθούν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτά γενόμενο μερικό περιορισμό του αγωγικού ποσού σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ποσό 20.000 ευρώ (μέρος του ποσού των 23.530,05 ευρώ) νομιμοτόκως, να αναγνωριστεί ότι οι αυτοί διάδικοι οφείλουν να του καταβάλουν ομοιοτρόπως ποσό 49.504,876 ευρώ νομιμοτόκως και να καταδικαστούν οι αντίδικοι του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον αφορά στο δεύτερο εναγόμενο, διαχειριστή της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας του αναφερόμενου σ’ αυτή πλοίου, απέρριψε την αγωγή ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως, και καταδίκασε τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, ενώ καθόσον αφορά στην πρώτη εναγομένη αφού δέχτηκε ότι ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει μηνιαίως ποσό 3.096,09 ευρώ μικτά, το οποίο ξεπερνούσε το νόμιμο βάσει της ανωτέρω ΣΣΕ μισθό ποσού 1.543,80 ευρώ κατά το ποσό των 1.552,29 ευρώ, με την ειδικότερη συμφωνία ότι στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και η αμοιβή για τυχόν πραγματοποιηθείσες υπερωρίες και ότι συνεπώς αυτός (ενάγων) δεν δικαιούται λάβει αμοιβή για υπερωρίες που πραγματοποίησε κατά τις καθημερινές των μηνών Ιουνίου έως και Σεπτεμβρίου ετών 2014 και 2015 διότι αυτές καλύπτονται από τον κλειστό μισθό που του καταβλήθηκε, ότι περαιτέρω από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Κ. και Κ. Χ. δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων κατά τους μήνες Οκτώβριο έως και Μάιο των ετών 2014 και 2015, εκτελούσε βάρδιες που ξεκινούσαν στις 8 το πρωί του Σαββάτου και έληγαν στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής, ήτοι ότι εργαζόταν επί 28 ώρες συνεχόμενα και συνεπώς ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για την οποία θα δικαιούτο ποσό που υπερβαίνει τον πιο πάνω κλειστό μισθό, και ότι συνεπώς, οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες κλειστές αποδοχές του ενάγοντα ήταν ανώτερες των νομίμων, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για την οποία θα δικαιούτο ποσό που υπερβαίνει τον πιο πάνω κλειστό μισθό, ότι με βάση την παραπάνω συμφωνία που ήταν έγκυρη ο ενάγων έπρεπε να λάβει για το επίδικο χρονικό διάστημα (1-01-2014 έως 19-09-2015) το συνολικό ποσό των 3.096,09 € Χ 20,6 μήνες = 63.779,45 ευρώ (μικτά), έναντι του οποίου όπως αποδείχτηκε η πρώτη εναγομένη κατέβαλε μηνιαίως στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ καθαρά, κι επομένως του έχει καταβάλει συνολικά το ποσό των 52,087,35 ευρώ (καθαρά), όπως συνομολογεί και ο ενάγων στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής του, κι απομένει υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει. Ακολούθως, και αφού στη συνέχεια η εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε καθόσον αφορά στα αγωγικά κονδύλια περί καταβολής επιδόματος αδείας οκτώ ημερών ανά μήνα υπηρεσίας κατ’άρθρο 6 παρ. 2 της ΣΣΕ ετών 2014 και 2015 και τροφοδοσίας αδείας των ημερών αυτών, ότι τα ποσά αυτών έχουν ήδη συνυπολογιστεί στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα, και για τις οποίες αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει εκ νέου επιδίκαση των σχετικών ποσών στον ενάγοντα, διότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει εις διπλούν τα εν λόγω ποσά και τέλος ότι ο ενάγων συμφώνησε να λυθεί η σύμβαση εργασίας του αμοιβαία συναινέσει, όπως άλλωστε προβλέπεται και στον όρο 5.4 της από 1-04-2015 έγγραφης “σύμβασης εργασίας του, και ότι επομένως, το αιτούμενο κονδύλιο για αποζημίωση απόλυσης τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές αποδοχών, το ως άνω ποσό των 11.692,10 ευρώ, νομιμοτόκως από τη λύση της σύμβασης του ενάγοντος στις 19-9-2015.
Κατά της αποφάσεως αυτής ο ενάγων άσκησε την από 28-12-2015 έφεσή του, ενώ η μερικώς ηττηθείσα πρώτη εναγομένη δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση. Το Εφετείο, αφού δέχτηκε ως αποδεικνυόμενο από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος διεπόταν από τους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της αμέσως προαναφερόμενης σ.σ.ν.ε., ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει κάθε μήνα ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του (πλην αυτών που προσφέρονταν υπερωριακά ποσό 1.543,80€ [ βασικός μισθός 846,θθ€ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12,00€ + επίδομα Κυριακών ποσοστού 22% (846,00€ χ 22%) 186,12€ + αποδοχές μη λαμβανόμενης αυτουσίως άδειας (846,θθ€ + 12,00€ + 186,12€ = 1.044,12€ : 22 ημέρες = 47,46€ ημερομίσθιο χ 8 ημέρες μηνιαίως)379,68€ + αντίτιμο τροφοδοσίας άδειας (8 ημέρες χ 15,00€ ημερησίως) 120,00€ = 1.543,80€] και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της εργασίας του, διάρκειας 18,83 μηνών, συνολικά ποσό 29.069,75 ευρώ, ότι αυτός (ενάγων) παρείχε υπερωριακή εργασία, διάρκειας 1.148 ωρών για την οποία πρέπει να λάβει ως αντιπαροχή ποσό 6.888,00€ (1.148 ώρες χ 6,00€ αγωγικό ωρομίσθιο), ότι στο πλοίο τόσο κατά τις χρονικές περιόδους που εκτελούσε πλόες όσο και κατά τις λοιπές χρονικές περιόδους προσφερόταν τροφή στο πλήρωμα είτε με την παροχή παρασκευασμένου στο πλοίο φαγητού είτε με την παροχή παρασκευασμένου έξω από αυτό φαγητού που παραδιδόταν στο πλοίο και τέλος ότι από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απολύθηκε από το πλοίο στις 19.09.2015, αλλά η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο επειδή το πλοίο θα εκτελούσε πλόες εκτός της Χώρας και ο ενάγων δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτό με τους ίδιους όρους αμοιβής και εργασίας και ότι επομένως, για τις ανωτέρω αναφερόμενες νόμιμες αιτίες ο ενάγων δικαιούτο να λάβει συνολικά ποσό 37.984,19€ (29.069,75€ + 2.026,44€ +6.888,006 για υπερωρίες) και ότι συνεπώς ενόψει του ότι ο ενάγων στην αγωγή του ισχυρίζεται ότι για τα ενδιαφέροντα χρονικά διαστήματα έλαβε συνολικά από την πρώτη εναγόμενη ποσό 52.087,356 ευρώ, απαλλαγμένο κρατήσεων, που αντιστοιχεί σε μηνιαίο κλειστό μεικτό μισθό ποσού 3.096,096 και καθαρό τέτοιο ποσού 2.480,356, προκύπτει ότι αυτός έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν ποσό δικαιούται να λάβει πλέον, πολύ περισσότερο που στο ληφθέν ποσό από τον ενάγοντα δεν περιλαμβάνονται οι κρατήσεις που βαρύνουν αυτόν και αφορούν εισφορές του προς το Ν.Α.Τ και Φ.ΜΎ. Περαιτέρω, αν και το Εφετείο έκρινε , στηρίζοντας την κρίση του στους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β’ 1880 της 25.08.2011), από την οποία δέχτηκε ότι διεπόταν η ένδικη σύμβαση, όπως επικαλείτο και ο ενάγων με την αγωγή, και όχι σε έγκυρη συμφωνία αμοιβής αυτού με πάγιο μηνιαίο μισθό (κλειστό) ποσού 3.096,09 ευρώ, όπως είχε δεχτεί η εκκαλουμένη απόφαση, ότι έπρεπε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά παραδοχή των 3ου και 4ου των λόγων της έφεσης του ενάγοντος που αφορούσε τις διαφορές αποδοχών του, μη δεσμευόμενο μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, εφόσον ο κανόνας της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος δεν ισχύει, αλλά κάμπτεται αποφασιστικά, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσία, κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ καθώς και ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες με βάση την ως άνω οικεία Σ.Σ.Ε. (52.087,356 αντί 37.984,196) και ότι ουδέν επί πλέον ποσό δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη, δικάζοντας την αγωγή ως προς το κεφαλαίο των αιτούμενων διαφορών αποδοχών, κατά το οποίο εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων έφεσης, έκανε μερικά δεκτή την αγωγή, και αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγομένη ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,106) νομιμοτόκως από τις 20-9-2015 Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες , αφού αν και δέχτηκε ότι ο ενάγων, όπως συνομολογεί με την αγωγή έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές 52.087,356, οι οποίες όπως έκρινε είναι μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες από τον ενάγοντα για την ίδια αιτία αποδοχές, που ανέρχονται όπως δέχτηκε, στο ποσό των 37.984,196 ευρώ, (έλαβε 52.087,356 ευρώ αντί 37.984,196 ευρώ) και ότι ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον από την πρώτη εναγομένη, εν τούτοις αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ κατ’ ορθή εκτίμηση και όχι του αριθμού 17 του ίδιου άρθρου που αναφέρει η αναιρεσείουσα, εφόσον οι επικαλούμενες αντιφάσεις, όπως και η ίδια αναφέρει στον υπό στοιχ.β’ λόγο αναίρεσης, εντοπίζονται στις αιτιολογίες της και σε αντιφατικές διατάξεις του διατακτικού της και καθιστώντας έτσι αναιρετέα την απόφασή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του υπό στοιχ.β λόγου της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι “το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περιέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες” αφού έκρινε ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο συνολικές αποδοχές, μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (€ 52.087,35 > 37.984,190)”, ωστόσο αναγνώρισε ότι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 11.692,106, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση (και παραδοχή) των προβαλλόμενων με τον πρώτο λόγο αυτής αιτιάσεων, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 § 3 Κ.Πολ.Δ.), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσειοντος (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 554/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Lawspot.gr, Areiospagos.gr