138/2020 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (ΜΟΝ) 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Παραχώρηση της χρήσης οικογενειακής στέγης στον σύζυγο. Ο δικαστής κινείται με γνώμονα την επιείκεια με κριτήρια την οικονομική κατάσταση των συζύγων, τις επαγγελματικές και προσωπικές τους συνθήκες και την κατάσταση της υγείας τους.

Επιδίκαση ανταλλάγματος. Η επιδίκαση ανταλλάγματος για την παραχώρηση της χρήσης οικογενειακής στέγης είναι δυνητική για το δικαστήριο και κρίνεται με βάση την αρχή της επιείκειας. Ομοίως, το ύψος του ανταλλάγματος καθορίζεται επί τη βάσει των ίδιων κριτηρίων και δεν συναρτάται απαραιτήτως προς τη μισθωτική αξία του ακινήτου, η οποία απλώς συνεκτιμάται. 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

                                                           Αριθμός Απόφασης

                                                                138/2020

                              ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

[….]

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α’ του ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει για κυρία διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος απ’ αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα χρήσεώς του.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της εξουσίας του για προστασία της οικογένειας, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης έχει το δικαίωμα να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη, στον έναν από τους συζύγους. Η εν λόγω παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλουν, κατά περίπτωση, η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς τον σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο (βλ. ΑΠ 792/2000, ΕλλΔ/νη 41.1648).

Η ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, αποτελεί δικαίωμα αυτοτελές και αυθύπαρκτο κάθε συζύγου, που ασκείται αυτοτελώς, με κυρία αγωγή, η απόφαση δε που εκδίδεται επ’ αυτής έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα, ως εκ τούτου δε μπορεί, κατά τους όρους των άρθρων 907 και 908 του ΚΠολΔ, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ., κάτω από το άρθρο 1393, αριθ. 85 και 91), ενώ η εκτέλεσή της γίνεται κατά τις κοινές διατάξεις (άρθρο 943 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενόψει δε του γεγονότος ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τη ρύθμιση της κατοχής της συζυγικής κατοικίας, μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ., να απειληθεί κατά του απομακρυνομένου από αυτήν συζύγου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, για κάθε μελλοντική διατάραξη της επ’ αυτής κατοχής του παραμένοντος εκεί συζύγου, προς τούτο όμως απαιτείται πάντοτε αίτημα του νικώντος διαδίκου (βλ. I. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β’ έκδοσις – ανατύπωσις, τόμος δεύτερος, κάτω από το άρθρο 947, παρ. 229, σημ. 24, σελ. 634).

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι διάδικοι στη δίκη που αφορά τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, ως εκ της φύσεως της διαφοράς, μπορεί να είναι μόνο οι σύζυγοι, καθόσον η σχετική απόφαση είναι προσωρινή και διαρκεί όσο η διάσταση των συζύγων, παύει δε να ισχύει αυτοδικαίως, αν δεν ζητηθεί η τροποποίησή της, μετά την αμετάκλητη απόφαση που λύνει ή ακυρώνει το γάμο, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και τη χρήση του ακινήτου, που χρησίμευε για οικογενειακή στέγη, διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπράγματου και ενοχικού δικαίου (βλ. ΕφΑθ 4585/2002, ΕλλΔ/νη 44.225, ΕφΠειρ 544/2002, ΠειρΝομ 2002/323).

Περαιτέρω, για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, ο δικαστής μπορεί να ορίσει παροχή ή ανταλλάγματα προς τον άλλο σύζυγο, από τον οποίο αφαιρείται η χρήση του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του καθενός (οικονομικές, επαγγελματικές, διαμονή κοινών τέκνων κ.λπ.). Το αντάλλαγμα δηλαδή θα αποτελεί περιεχόμενο της ρήτρας της επιείκειας, με βάση την οποία θα κρίνει ο δικαστής και όχι ως μέρος της διατροφής. Ο εναγόμενος δεν έχει ουσιαστικές ενστάσεις, ούτε και την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281), διότι τα πραγματικά γεγονότα, που θα θεμελίωναν την ένσταση αυτή, θα ανέτρεπαν το βάθρο, στο οποίο στηρίζεται η παραχώρηση, δηλαδή την επιεική κρίση και επομένως τα περιστατικά αυτά θα συνιστούσαν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (Κ. Παπαδόπουλος ό.π., σελ. 344, ΕφΛαρ 346/2015 Νόμος).

[…]

Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 21η Οκτωβρίου 1979 στη Θεσσαλονίκη, από τον οποίο απέκτησαν ένα ήδη ενήλικο τέκνο, τον ……., 38 ετών που ζει στην Αγγλία. Ως οικογενειακή στέγη, από το έτος 1993, χρησιμοποιούσαν μία μονοκατοικία, αποτελούμενη από ισόγειο όροφο εμβαδού 26,79 τ.μ. και αποθήκη εμβαδού 11,85 τ.μ., πρώτο όροφο εμβαδού 53,47 τ.μ. και δεύτερο όροφο εμβαδού 49,59 τ.μ., κείμενη εντός οικοπέδου εμβαδού 68,97 τ.μ. ευρισκόμενου επί της οδού […], στην ……… Θεσσαλονίκης, η οποία ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας συζύγου ……, δυνάμει του υπ’ αριθμ …/28.12.1984 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης […], που μεταγράφηκε νόμιμα, αγοράσθηκε δε με χρήματα των γονέων της ενάγουσας. Οι χώροι της οικίας έχουν μεταξύ τους λειτουργική σύνδεση και ενότητα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά τον Ιούλιο του έτους 2014 με την αποχώρηση της ενάγουσας της α’ αγωγής-εναγομένης της β’ αγωγής από την οικογενειακή στέγη, λόγω από ετών ρήξης του συζυγικού δεσμού, επειδή υπήρχε ασυμφωνία χαρακτήρων μεταξύ των διαδίκων, μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, τέλεση του γάμου τους σε πολύ μικρή ηλικία της ……. (16 ετών), κατόπιν πίεσης των γονέων της και επιπλέον εκ των παραπάνω λόγων σύναψη εξωσυζυγικού δεσμού της τελευταίας. Στην παραπάνω οικία έκτοτε (μετά τη διάσταση) διαμένει ο ενάγων της β’ αγωγής-εναγόμενος της α’ αγωγής …… Ακολούθως, οι διάδικοι προσπάθησαν να λύσουν τον γάμο τους με συναινετικό διαζύγιο και να διακανονίσουν όλες τις εκκρεμείς διαφορές τους (προσωπικές, οικονομικές, περιουσιακές), πλην όμως η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε κι έτσι στη συνέχεια, η ……. άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από …/16.10.2017 αγωγή διαζυγίου λόγω υπερδιετούς διάστασης και ο …….. την από …/1.11.2017 αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης και επικουρικά λόγω υπερδιετούς διάστασης, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. …/2018 απόφαση που απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η ……. είναι καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης, με μηνιαίο μισθό περί τα 1.200,00 ευρώ, ενώ ο …….. είναι συνταξιούχος καθηγητής Πανεπιστημίου με μηνιαία σύνταξη περί τα 1.470,00 ευρώ. Διαθέτουν αμφότεροι τραπεζικές καταθέσεις άνω των 80.000,00 ευρώ έκαστος, και λοιπά περιουσιακά στοιχεία και δη είναι συγκύριοι μίας παλαιάς οικίας, που εκμισθώνεται από την ενάγουσα της α’ αγωγής-εναγομένη της β’ αγωγής, με μηνιαίο μίσθωμα 70,00 ευρώ. Επίσης, η τελευταία είναι συγκύρια με μικρά εξ αδιαιρέτου ποσοστά και σε άλλα ακίνητα, τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι της αποφέρουν σταθερό μηνιαίο εισόδημα. Στα πλαίσια έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, εκπονήθηκαν από τις δύο πλευρές σχέδια συμφωνητικού, τα οποία, εκτός άλλων, περιλάμβαναν προτάσεις των μερών περί παραχωρήσεως του δικαιώματος δουλείας οικήσεως στην οικογενειακή στέγη από τη …….. στον ……, με υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλλει στην κυρία της οικίας-εν διαστάσει σύζυγό του το ποσό των 3.600,00 ευρώ ετησίως. Ο ……. είναι κατά 12 περίπου έτη μεγαλύτερος από τη ……. και από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης διαμένει, ως προελέχθη, στην ως άνω οικογενειακή στέγη. Αποδείχθηκε δε, ότι πάσχει από στεφανιαία νόσο παλαιό έμφραγμα, ο οποίος το έτος 2015 υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία και σε επιτυχή αγγειοπλαστική, ενώ λαμβάνει σταθερή φαρμακευτική αγωγή, παρακολουθείται δε τακτικά ιατρικώς, και ακολουθεί οδηγίες φυσικής άσκησης και διαιτολογίου και αποφυγής υπέρμετρης σωματικής και ψυχικής κόπωσης […]. Η …… διαμένει στην οικία του συντρόφου της στον ………. Θεσσαλονίκης, ο οποίος τη φιλοξενεί. Εν όψει των παραπάνω και ιδίως των νέων συνθηκών ζωής των διαδίκων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, συνεκτιμωμένων και της εύλογης για τον ενάγοντα διακοπής της συμβίωσης και της οικονομικής ζημίας που θα υποστεί αυτός από την μετεγκατάσταση του σε άλλη (μισθωμένη) κατοικία, το Δικαστήριο κρίνει, ότι για λόγους επιείκειας πρέπει να παραχωρηθεί η χρήση της οικογενειακής στέγης αποκλειστικά στον ενάγοντα της β’ αγωγής, μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων. Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον ενάγοντα της β’ αγωγής και δη για τη χρήση αυτής από τον τελευταίο, το εύλογο αντάλλαγμα, δεδομένης της οικονομικής του κατάστασης, είναι το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων, ποσό στο οποίο ανέρχεται η μισθωτική αξία του ακινήτου, γιατί πρόκειται για μεζονέτα στο κέντρο της πόλης (…….), μεγάλου εμβαδού, περίπου 130,00 τ.μ. και διαθέτει αποθήκη 12 τ.μ., είναι δε πολυτελούς κατασκευής, με αυλή, κατά την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, όπως δε προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, φέρει ξυλοκεραμοσκεπή, ξύλινα παράθυρα και παντζούρια, κάγκελα στα παράθυρα και λίθινη επίστρωση στη βάση των εξωτερικών τοίχων, ενώ οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει να καταβάλλει μηνιαίως ο ……. κατά το στάδιο των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για τη σύνταξη του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού για την έκδοση συναινετικού μεταξύ τους διαζυγίου, το ποσό των 300,00 ευρώ. μηνιαίως, όμως από τότε (2014) και μέχρι τη συζήτηση των αγωγών διαζυγίου στον πρώτο βαθμό (2018) παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα και μεταβλήθηκαν οι μισθωτικές συνθήκες, και, όπως προειπώθηκε, τελικά οι διάδικοι δεν υπέγραψαν το συμφωνητικό, πρέπει δε να επιδικασθεί στην εκκαλούσα μηνιαίως το ποσό των 400,00 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης της κατοικίας της σε βάρος του εφεσίβλητου, από την επίδοση της αγωγής, διότι δεν υφίσταται όχληση τον Ιούλιο του 2014, όταν εγκατέλειψε η ενάγουσα το συζυγικό σπίτι, ενώ το 2016 δεν υφίσταται υπογεγραμμένο ιδιωτικό συμφωνητικό για το ύψος της αποζημίωσης χρήσης […]. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που άλλως έκρινε, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και κακώς τις αποδείξεις έκρινε, και, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο μόνος λόγος της κρινόμενης έφεσης.

Των ανωτέρω δεκτών γενομένων και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς εκτίμηση, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη.


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: Σύμφωνα με την ΑΚ 1393 εδ. α, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικονομική στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του.

 Η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου στον ένα σύζυγο, ενώ τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη ενοχική σχέση, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις κατεστρωμένων στον Αστικό Κώδικα εννόμων σχέσεων, αναφορικά με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή σύμβασης και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΠ 219/1999∙ ΕφΠατρ 27/2019· ΠολΠρωτΡοδ200/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σχέση αυτή δεν στερεί από τον άλλο σύζυγο την εξουσία διάθεσης του ακινήτου, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο μόνο ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσης συζύγου σε αποζημίωση (ΑΚ 919), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις (ΑΠ 219/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ από τη θεωρία βλ. ενδεικτικά Τσολακίδη, Εκποίηση της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διάστασης των συζύγων, ΕφΑΔ 2008.506).

Αν το δικαστήριο παραχωρήσει τη χρήση της οικογενειακής στέγης στον σύζυγο που δεν είναι κύριος του ακινήτου, ο άλλος σύζυγος παραμένει κύριος και νομέας, ασκεί όμως τη νομή μέσω του άλλου συζύγου, ο οποίος είναι κάτοχος, έχοντας αποκτήσει το δικαίωμα κατοχής μετά τη διάσταση με δικαστική απόφαση (Εφ. Πατρ 27/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ Απ. Γεωργιάδης, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988.1287∙ Παπαζήσης σε ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου, άρθρ. 1393 αριθ. 108). Στην περίπτωση, που αυτός στον οποίον παραχωρήθηκε η χρήση είναι συγκύριος και συννομέας, τότε είναι αποκλειστικός κάτοχος του ακινήτου με τον ίδιο όπως και παραπάνω τρόπο. Τα ίδια βεβαίως ισχύουν και όταν κύριος και νομέας του ακινήτου που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη είναι τρίτος ο οποίος παραχώρησε σε κάποιον από τους δύο συζύγους ή και στους δύο το ακίνητο δυνάμει έννομης σχέσης (μίσθωσης, χρησιδανείου κ.λ.π.). Στην περίπτωση αυτή, ο σύζυγος στον οποίον παραχωρείται η χρήση της οικογενειακής στέγης είναι κάτοχος αυτής δυνάμει της έννομης σχέσης του γάμου και της δικαστικής απόφασης (Εφ Πατρ 27/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση εναγωγής του συζύγου – κατόχου από το σύζυγο – κύριο και με τη διεκδικητική αγωγή, ο εναγόμενος σύζυγος να αντιτάξει την κατ΄ ΑΚ 1095 ένσταση δικαιωμτικής κατοχής που βασίζεται στην ΑΚ 1393 (ΕφΠατρ 27/2019 ∙ ΠολΠρωτΡοδ200/2017  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ως προς το χαρακτήρα της παραχώρησης και τη φύση του δικαιώματος της οικογενειακής στέγης επικρατεί διχογνωμία σε θεωρία και νομολογία, διότι η ΑΚ 1393 δεν αναφέρει αν η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης στο δικαιούχο σύζυγο είναι χαριστική ή γίνεται με αντάλλαγμα. Ειδικότερα :

Σύμφωνα με πρώτη γνώμη, ο σύζυγος που παίρνει τη χρήση της οικογενειακής στέγης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει αντάλλαγμα στον σύζυγο που έχει την κυριότητα του επίμαχου ακινήτου, ενώ το αντάλλαγμα αυτό θα θεωρείται μίσθωμα ανάλογο με τη μισθωτική αξία του ακινήτου και θα καθορίζεται από το δικαστήριο είτε με την απόφαση που παραχωρεί τη χρήση είτε με άλλη απόφαση, το οποίο θα συμψηφίζεται με την υποχρέωση διατροφής που μπορεί να έχει ο σύζυγος – κύριος της οικογενειακής στέγης – (κατά πλειοψηφία ΕφΑθ 663/1990, ΕλλΔνη, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ Κουμάντος, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 1998, σελ. 177 ∙ Παπαζήση σε ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου, άρθρ. 1393 αριθ. 88, η οποία στον αριθ. 94 αναφέρει ότι η επιδίκαση ανταλλάγματος δεν είναι υποχρεωτική και εναπόκειται στην κρίση του δικαστή∙ πρβλ. και  Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988.1287 σημ. 21). Η άποψη αυτή επικαλείται επιχειρήματα από το έλασσον στο μείζον αρυόμενο από την ΑΚ 1395 εδ. β, η οποία αφορά στην κατανομή κινητών που ανήκουν και στους δύο συζύγους και ορίζεται ότι, αν ο ένας σύζυγος παίρνει τη χρήση κινητών που κατά κυριότητα ανήκουν και στους δύο συζύγους και ορίζει ότι, εάν ο ένας σύζυγος παίρνει τη χρήση κινητών που κατά κυριότητα ανήκουν και στους δύο συζύγους μπορεί να υποχρεωθεί να δίνει στον άλλον εύλογη αποζημίωση για τη χρήση αυτή. Έτσι προβάλλεται ότι, κατά μείζονα λόγο, θα πρέπει να παρέχεται πλήρες αντάλλαγμα για τη χρήση του ακινήτου στον κύριο από τον οποίον αφαιρείται για χάρη του συζύγου του. Επίσης, κατά την ίδια γνώμη, η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης δεν μπορεί να γίνεται από το σύζυγο που όχι μόνο δεν υποχρεούται σε διατροφή, αλλά αντίθετα έχει το δικαίωμα να διατρέφεται από τον άλλον, στον οποίον παραχωρείται το ακίνητο.

Κατ’ άλλη άποψη, η οποία εμφανίζεται ως κρατούσα στη νομολογία, η ειρημένη παραχώρηση αποτελεί περιορισμένης έκτασης σε είδος διατροφή, την οποία οφείλει ο υπόχρεος και κύριος της παραχωρούμενης συζυγικής στέγης (ΜονΕφΘες 1302/2020· ΜονΕφΠατρ 27/2019· ΜονΕφΠειρ 162/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ · ΜονΕφΛαρ 346/2015 Δικογραφία 2015.82 = ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Έτσι και η μειοψηφούσα γνώμη της ΕφΑθ 663/1990, ΕλλΔνη 1992.187). Η γνώμη αυτή αντλεί επιχειρήματα από τις λοιπές περί συζυγικής συμβίωσης διατάξεις του οικογενειακού δικαίου. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι τα κριτήρια της ΑΚ 1393 είναι κοινωνικά και εστιάζονται στις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και όχι στις έννομες σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. Για τον λόγο αυτόν, ο νομοθέτης εισάγει γενική ρήτρα και αόριστες νομικές έννοιες, αντί να θέσει σταθερά κριτήρια, που τελικά οδηγούν συχνά σε αδικαιολόγητες κοινωνικά λύσεις. Μετά τη διάσπαση της συζυγικής συμβίωσης αίρεται η προηγούμενη δυνατότητα κοινής από τους συζύγους χρήσης της συζυγικής οικίας, πλην όμως αφού διατηρείται ο συζυγικός δεσμός, εφόσον ο γάμος δεν έχει λυθεί ακόμη, είναι σύμφωνο με την αρχή της προστασίας της οικογένειας και την επιείκεια, η χρήση αυτή να μην ανήκει οπωσδήποτε σε αυτόν που τη συνεισέφερε, αλλά να δύναται το δικαστήριο να την παραχωρήσει ολικώς ή μερικώς, στον άλλο σύζυγο αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Εφόσον, όμως, γενικώς κατά την έννοια του νόμου, διατροφή νοείται όχι μόνο η χρηματική αλλά και κάθε παροχή η οποία ικανοποιεί ορισμένη βιοτική ανάγκη του ατόμου, όπως και η παραχώρηση της χρήσης έως και της κατοικίας στον μη κύριο σύζυγο για τέτοια ανάγκη του έπεται ότι η εν  λόγω παραχώρηση αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, διατροφή σε είδος, συμπέρασμα το οποίο ενισχύεται, τέλος, από το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν δέχθηκε την έκθεση της Επιτροπής για τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, κατά την οποία, η εν λόγω παραχώρηση θα μπορούσε να συνδυαστεί με την καταβολή κάποιου ανταλλάγματος, καθορισμένου από το Δικαστήριο, και η οποία, τελικώς, δεν περιλήφθηκε στην προεκτεθείσα ΑΚ 1393.

Εξάλλου, σύμφωνα με την τρίτη – ενδιάμεση – άποψη, το δικαστήριο δύναται να εξαρτήσει την παραχώρηση της οικογενειακής στέγης από την  καταβολή ανταλλάγματος, το οποίο δεν είναι μίσθωμα και το ύψος του μπορεί, κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να ισούται ή και να υπολείπεται της μισθωτικής αξίας του ακινήτου (ΑΠ 1630/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ∙ Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 2018, σελ. 298 – 300). Επίσης, κατά την άποψη αυτή, η απαίτηση καταβολής ανταλλάγματος του κυρίου της οικογενειακής στέγης δεν μπορεί να συμψηφιστεί με τυχόν ανταπάιτηση του δικαιούχου της παραχώρησης για καταβολή διατροφής, δεδομένου ότι, αφού η αξίωση διατροφής είναι σύμφωνα με την ΚΠολΔ 982 παρ. 2 περ. γ ακατάσχετη, δεν υπόκειται, κατ’ ΑΚ 451, σε συμψηφισμό. Ωστόσο, αν ο δικαιούχος της οικογενειακής στέγης έχει, παράλληλα, αξίωση διατροφής θα καθοριστεί συνεκτιμώμενης της παραχώρησης της χρήσης της οικογενειακής στέγης(Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 2018, σελ. 294).

Αξιολογώντας τις παραπάνω απόψεις, στην πρώτη μπορεί να καταλογιστεί η αδυναμία του επιχειρήματος που αντλείται από την ΑΚ 1395 εδ. β ως προς την κατανομή των κινητών, διότι η διάταξη αυτή αναγνωρίζει απλώς δυνατότητα και όχι υποχρέωση του δικαστηρίου για την επιδίκαση εύλογης αποζημίωσης («μπορεί να επιδικάσει»). Περαιτέρω, ερμηνεύοντας συστηματικά τις ΑΚ 1393 ΚΑΙ 1395 εδ. β διαπιστώνεται ότι τυχόν αντάλλαγμα που θα επιδικάσει το δικαστήριο για την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης δεν πρέπει να ισούται οπωσδήποτε με τη μισθωτική αξία του ακινήτου διότι η ΑΚ 1395 β αναφέρεται σε εύλογη αποζημίωση. Για τον ίδιο λόγο, σωστό φαίνεται να γίνει δεκτό ότι το αντάλλαγμα δεν φέρει τον χαρακτήρα μισθώματος ή αποζημίωσης χρήσης, αλλά επιδικάζεται ενόψει των ειδικών συνθηκών της εκάστοτε υπόθεσης για λόγους επιείκειας προς τον κύριο του ακινήτου που στερείται τη χρήση του.

Εξάλλου, δεν κρίνεται πειστική ούτε η δεύτερη άποψη που δέχεται ότι η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης αποτελεί περιορισμένης έκτασης διατροφή σε είδος από τον κύριο του ακινήτου προς τον σύζυγο του. Και τούτο, διότι, όπως ορθά δέχεται η πρώτη γνώμη, ενδέχεται ο δικαιούχος της οικογενειακής στέγης να μην είναι συγχρόνως και δικαιούχος διατροφής, ή πολλώ δε μάλλον, να είναι υπόχρεος διατροφής.  Πράγματι, σύμφωνα με την ΑΚ 1393 η παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης γίνεται για λόγους επιείκειας και μόνο και είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση διατροφής, η οποία ρυθμίζεται αυτοτελώς από την ΑΚ 1391. Έτσι, λ.χ. το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει τη χρήση της οικογενειακής στέγης στον σύζυγο που πάσχει από χρόνια ασθένεια και για το λόγο αυτόν, η μετοίκησή του μπορεί να επιβαρύνει την υγεία του, μολονότι διαθέτει τα αναγκαία εισοδήματα για να μισθώσει άλλη κατοικία. 

Επομένως, σε ορθότερη κατεύθυνση κινείται η τρίτη και ενδιάμεση άποψη, η οποία και θα πρέπει να υιοθετηθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, η σχολιαζόμενη απόφαση φαίνεται να συντάσσεται προς την τελευταία και ορθή γνώμη. Ειδικότερα, στη μείζονα πρότασή της εκτίθεται αφενός ότι ο δικαστής μπορεί να ορίσει παροχή ή αντάλλαγμα προς τον άλλον σύζυγο, ο οποίος στερείται τη χρήση του ακινήτου του, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του καθενός, αφετέρου ότι το αντάλλαγμα θα αποτελεί περιεχόμενο της ρήτρας επιείκειας, με βάση την οποία θα κρίνει ο δικαστής και όχι ως μέρος διατροφής.

Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο παραχώρησε τη χρήση του ακινήτου κυριότητας της συζύγου στον σύζυγό της στηριζόμενο στα εξής πραγματικά περιστατικά : Ότι η διακοπή της συμβίωσης επήλθε τον Ιούλιο του 2014 με την αποχώρηση της συζύγου από την οικογενειακή στέγη λόγω σύναψης εξωσυζυγικού δεσμού, ότι έκτοτε διαμένει σε αυτήν ο σύζυγος, ο οποίος δεν έχει άλλη ιδιόκτητη κατοικία, ότι τα εισοδήματα της συζύγου από την εργασία της ανέρχονται σε 1.200€, ενώ η σύνταξη του συζύγου ανέρχεται σε 1.470€,και ότι ο σύζυγος πάσχει από καρδιακή πάθηση με αποτέλεσμα να απαγορεύεται η υπέρμετρη σωματική και ψυχική κόπωση.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, με βάση την αρχή της επιείκειας, επιδίκασε στη σύζυγο εύλογο αντάλλαγμα 400€, για τον καθορισμό του ύψους του οποίου στηρίχθηκε αφενός σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις των συζύγων ως προς τη χρήση της οικογενειακής στέγης, για την παραχώρηση της οποίας εκτιμούσαν ως εύλογο το ποσό των 300€, αφετέρου στην τρέχουσα μισθωτική αξία του ακινήτου.

Έτσι που έκρινε το Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ΑΚ 1393 με το να δεχθεί ότι η επιδίκαση ανταλλάγματος είναι δυνητική για τον δικαστή και συναρτάται με λόγους επιείκειας. Επίσης, θα πρέπει να επιδοκιμαστεί η απόφαση και για το λόγο ότι για τον καθορισμό του ύψους του ανταλλάγματος ελήφθησαν υπόψη οι ειδικές συνθήκες της υπόθεσης, όπως η οικονομική κατάσταση αμφότερων των συζύγων και η υγεία τους συνεκτιμώμενης και της μισθωτικής αξίας του ακινήτου, η οποία δεν αποτέλεσε, πάντως, το μοναδικό κριτήριο στο οποίο στηρίχθηκε το διακστήριο.

Πηγή: Περιοδικό Αρμενόπουλος, 2021/587