Ειρηνοδικείο Αθηνών 5302/2015:
«…Από τον ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (άρθρο 361 ΑΚ). Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 1485/2008, ΕφΑθ 1558/2007, ΕφΛαρ 114/2006, ΕφΠατρ 195/2007, ΕφΑθ 776/2006, ΠολΠρΑγρ 68/2007, ΠολΠρΘεσ 31919/2007, ΠολΠρΘεσ 36104/2006, ΜονΠρΑθ 889/2007, ΜονΠρΡοδ 23/2006, ΜονΠρΡοδοπ 90/2006, δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Ωστόσο, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 δεν είναι νόμιμος, εφόσον τόσο κατά το προϊσχύον (βλ. άρθρο 8 περ. 6 ν. 1083/1980 και υπ’ αριθ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (ν. 2601/1998 άρ- θρο 12, ν. 2789/2000 άρθρο 30, ν. 2912/2001 άρθρο 42 και ν. 3259/2004 άρθρο 39) ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ 2009. 1190, ΠολΠρΑθ 7607/2007 αδημ.).
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται εγγράφως η ένδικη απαίτηση, λόγω της ενσωμάτωσης των παρανόμων χρεώσεων στο λογαριασμό του. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηρι- ζόμενος στις αναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
… αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 4.4.2013 αιτήσεως της καθ’ ης Τράπεζας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 26093/2013 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 15.679,12 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 13.12.2012, πλέον δικαστικών εξόδων. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής αφορούσε απαίτηση της καθ’ ης απορρέουσα από την από 12.10.2010 υπ’ αριθ. … σύμβαση χορήγησης προσωπικού–καταναλωτικού δανείου που είχε συνάψει στην Αθήνα με τον ανακόπτοντα και την οποία κατήγγειλε με την από 22.11.2012 καταγγελία σύμβασης–πρόσκληση, επιδοθείσα στις 12.12.2012 στον ανακόπτοντα. Σύμφωνα με το παράρτημα της προαναφερθείσας συμβάσεως, συμφωνήθηκε σταθερό επιτόκιο ποσοστού 12,15%, πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975 ύψους 0,60%, το δε επιτόκιο υπερημερίας ορίστηκε ίσο προς το συμβατικό, προσαυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 3.3., «σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης οποιουδήποτε ποσού, αυτό εκτοκίζεται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με το ανώτατο εκάστοτε σε ισχύ επιτόκιο υπερημερίας…», ενώ κατά τον όρο 3.4., «τόκοι οποιασδήποτε μορφής που δεν εξοφλούνται εμπρόθεσμα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με επιτόκιο υπερημερίας και οι τόκοι που προκύπτουν κεφαλαιοποιούνται (ανατοκίζονται) ανά εξάμηνο». Από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, που προσκομίστηκε για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες συμβατικούς όρους, προκύπτει ότι η καθ’ ης προέβαινε σε παράνομο ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς, δεδομένου ότι τα ποσά της εισφοράς θα έπρεπε στα εμπορικά βιβλία να αναφέρονται ως ξεχωριστή, μη ανατοκιζόμενη επιβάρυνση. Εξάλλου, το γεγονός αυτό ομολογεί και η ίδια η καθ’ ης, ισχυριζόμενη ότι είναι νόμιμος ο ανατοκισμός της εισφοράς. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι στον λογαριασμό του ανακόπτοντος έχουν χρεωθεί παράνομα ποσά, δεδομένου δε ότι τα ποσά αυτά ενσωματώνονταν στο ανεξόφλητο κεφάλαιο, επί του οποίου υπολογίζονταν τόκοι, επηρεάζεται η αποδεικτικότητα με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, αφού στο προσκομισθέν απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των παρανόμων χρεώσεων, με συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ύψους της οφειλής του ανακόπτοντος και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ης.
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της ένδικης ανακοπής, είναι δε απορριπτέα ως μη νόμιμη η προβληθείσα από την καθ’ ης ένσταση καταχρηστικής άσκησης της κρινομένης ανακοπής, καθώς και τα περιγραφόμενα περιστατικά, ήτοι η μη αμφισβήτηση μέχρι τώρα από τον ανακόπτοντα των χρεώσεων στην κίνηση του λογαριασμού του, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν συμπεριφορά υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατ’ ακολουθίαν, δεδομένου ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων (ΑΠ 1054/1999 ΕλλΔνη 40.1540, ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔνη 44.189), πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και να καταδικασθεί η καθ’ ης, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό..»