ΜονΕφΘεσ 311/2019
Διατροφή ανηλίκου και εφαρμογή της καλής πίστης. Ο υπόχρεος σε διατροφή γονέας ενεργεί αντίθετα προς την καλή πίστη, όταν με σκοπό ματαίωσης της εκπλήρωσης της υποχρέωσης του, παραλείπει να εργαστεί ή να συμπληρώσει το εισόδημά του με πρόσθετη εργασία κατάλληλη για την ηλικία, την υγεία και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο, προκειμένου να εξεύρει τα εισοδήματα του υπόχρεου γονέα, συνυπολογίζει και όσα αυτός παραλείπει να αποκομίσει αναζητώντας πρόσθετη εργασία.
————–
Με τον όρο ‘‘καλή πίστη’’ του άρθρου 288 ΑΚ νοείται η σε κάθε χρηστό και έντιμο άνθρωπο επιβαλλόμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα για την ουσιαστική επίτευξη του σκοπού της ενοχής. Η κατά το άρθρο αυτό καλή πίστη διέπει όχι μόνο τις ενοχές υπό ευρεία έννοια, αλλά και κάθε έννομη σχέση, μεταξύ δύο προσώπων που πηγάζει από το νόμο, ήτοι από μη ενοχικά δικαιώματα, όπως και τα οικογενειακά. Προδήλως, λοιπόν, διέπει και την από το νόμο, (άρθρα 1485, 1489 παρ. 2 ΑΚ) υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, τα προσδιοριστικά στοιχεία της οποίας επηρεάζονται τόσο από την προσωπική- επαγγελματική εργασία του υπόχρεου, όσο και από την κατά τους νόμους της αγοράς εκμετάλλευση της περιουσίας του. Περαιτέρω, εναντίον της καλής πίστεως, υπό την ανωτέρω διατυπωθείσα έννοια αυτής, ενεργεί και ο πατέρας, όταν με το σκοπό ματαιώσεως, ολικά ή μερικά, της υποχρεώσεώς του για την καταβολή διατροφής στο τέκνο του, αποφύγει να εργασθεί εντελώς ή να συμπληρώσει το εισόδημά του με πρόσθετη ηλικία πρόσφορη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, καθώς και όταν, καίτοι δεν διαθέτει περιουσία, αποφεύγει να εργασθεί εντελώς από προσωπικές εκτιμήσεις που ενέχουν και αδιαφορία για την υποχρέωση διατροφής του τέκνου του. Στις περιπτώσεις αυτές το εισόδημα που εναντίον της καλής πίστεως απέφυγε να αποκτήσει ο πατέρας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του ανηλίκου τέκνου του, διότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ, στις δυνάμεις (οικονομικές) του γονέα, κατ’ αναλογία των οποίων αυτός υποχρεούται σε διατροφή του τέκνου του, περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα που απέφυγε να αποκτήσει για τους προαναφερόμενους λόγους (ΑΠ 1507/2001 ΕλλΔικ 44.1592, ΝοΒ 50 σελ. 1618 επ., ΕφΠειρ 909/2005, ΕφΠειρ 951/2004 Ελ.Δ/νη 46.202, Εφ.Πειρ 155/2004 ΕλλΔικ 2005.1518, 1519, ΕφΑθ 8716/2003 ΕλλΔικ 2004.146, ΕφΛαρ 473/2003 Δημ.Νόμος, ΕφΑθ 5017/1999 ΕλλΔικ 2001.463). Στην περίπτωση, όμως, που ο πατέρας από προσωπικές εκτιμήσεις και χωρίς σκοπό μερικής ματαιώσεως της υποχρέωσης διατροφής του ανήλικου τέκνου του, αρκείται στην παρεχόμενη από αυτόν εργασία με βάση την επιστημονική του ιδιότητα ή τις προσωπικές ικανότητες και δεν επιδιώκει την επαύξηση των εισοδημάτων με την παροχή πρόσθετης εργασίας δεν επιδεικνύει συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη του χρηστού και έντιμου ανθρώπου και εντεύθεν η συμπεριφορά του δεν είναι αντίθετη προς την καλή πίστη, συνακόλουθα δε τα εισοδήματα που απέφυγε να πραγματοποιήσει δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του τέκνου του( ΑΠ 1507/2001 ΕλλΔικ 44.1592).
[…]
Η ενάγουσα κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον Π.Μ., ήδη λυθέντα αμετακλήτως, βάσει υπ’ αριθ. …/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, απέκτησε από τις εκτός γάμου σχέσεις της με τον εναγόμενο ένα θήλυ τέκνο, που γεννήθηκε στις 7.11.2011. Ο εναγόμενος, που είχε πλήρη σαρκική συνάφεια με την ενάγουσα, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών τη με αριθ. καταθ. …/27.2.2013 αγωγή προσβολής πατρότητας, εκδοθείσας της με αριθμό …/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η ως άνω ανήλικη δεν είναι φυσικό τέκνο του πρώην συζύγου της ενάγουσας. Επειδή, δε κατ’ άρθρο 1472 ΑΚ «Το τέκνο χάνει την ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο, αναδρομικά από τη γέννησή του, μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή αυτής της ιδιότητάς του. Σε περίπτωση προσβολής από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον άνδρα αυτόν», συνάγεται ότι η ανωτέρω ανήλικη έχει, κατά τα προαναφερόμενα δικαιώματα, και κατά το δικαίωμα της διατροφής της απέναντι στους δύο γονείς της, και συνεπώς και έναντι του εναγόμενου, όπως και τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο (άρθρ. 1484 ΑΚ). Εφόσον δε η γονική μέριμνα αυτής ασκείται, κατ’ άρθρο 1515 παρ. 1 ΑΚ, από τη μητέρα της, με την οποία διαμένει, νομίμως εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, που βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Ρ-Σ., διαβιεί με τη μητέρα της στις Σέρρες, στην ιδιόκτητη κατοικία του νέου συζύγου της.
Επομένως, δεν βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, συμμετέχει, όμως, στις λοιπές δαπάνες (ρεύματος, ύδατος και θέρμανσης) στην οικία στην οποία φιλοξενείται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν 4, περίπου, χρονών, ενώ κατά το χρόνο συζήτησης αυτής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο 6, περίπου, χρονών. Λόγω της ηλικίας της, οι ανάγκες συντήρησής της που αφορούν την τροφή, ένδυση, αγορά βιβλίων και παραθερισμό, είναι οι συνήθεις που απαιτούνταν για τα παιδιά της ίδιας ηλικίας με αυτήν, από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων της, ενώ σύντομα θα επιβαρύνεται και με δαπάνες γυμναστηρίου και φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά της ηλικίας της στην Ελλάδα, ενώ η μητέρα της ανήλικης είναι περιστασιακά απασχολούμενη, κυρίως δε ασχολείται με τη φροντίδα των υπόλοιπων πέντε ανηλίκων τέκνων της. Η ανήλικη είναι, μέσω του πατέρα της, ασφαλισμένη σε δημόσιο ασφαλιστικό φορέα, ο οποίος καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της απαιτούμενης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας της δαπάνης. Δεν μπορεί να εξασφαλίσει μόνη της τη διατροφή της, γιατί στερείται περιουσίας και εισοδημάτων από αυτή και λόγω της ανηλικότητάς της, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργασία και πόρισμα από αυτήν εισοδημάτων προς κάλυψη των διατροφικών της αναγκών. Για όλες τις ανωτέρω ανάγκες της απαιτείται το συνολικό ποσό των 280,00 €. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με παρόμοιες αιτιολογίες ομοίως έκρινε, ορθά το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης.
Για τις ανάγκες της αυτές, εφόσον δεν μπορεί να τις καλύψει με δικές της δυνάμεις, έχει δικαίωμα διατροφής σε χρήμα, κατά μήνα προκαταβαλλομένης, έναντι των γονέων της, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, για το επίδικο χρονικό διάστημα. Απ’ αυτούς, ο εναγόμενος πατέρας της εργάζεται ως εργάτης γης, περί τους επτά μήνες ετησίως, τα έσοδά του δε από την προαναφερόμενη εργασία ανέρχονται ετησίως στο ποσό των 5.500,00 ευρώ (βλ. κατάθεση μάρτυρος ενάγοντος), ήτοι μηνιαία (=5.500,00 ευρώ για 7 μήνες = 785,12 : 12 μήνες)= 458,33 Ε. Ο πατέρας της ανήλικης ήταν ηλικίας 45 ετών, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, δεν ήταν παντρεμένος και ζει σε διώροφο σπίτι με τους γονείς του. Ωστόσο, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος είναι υγιής και έχει εργασιακή εμπειρία, ικανότητες και δύναται να εργαστεί είτε με πλήρες ωράριο είτε σε πρόσθετη εργασία, αλλά αποφεύγει να εργαστεί σε εργασία πρόσφορη, για την ηλικία του (45 ετών), την κατάσταση της υγείας του, την επαγγελματική του εμπειρία ως εργάτης γης και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ώστε να αποκτήσει εισόδημα, με σκοπό να ματαιώσει ολικά ή μερικά την υποχρέωση διατροφής του ανήλικου τέκνου του, καθώς επικαλείται την έλλειψη εισοδημάτων του, συνεπεία της περιστασιακής εργασίας αυτού για τους υπόλοιπους πέντε μήνες του έτους και ενεργώντας έτσι κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, εσοδεύοντας έτσι, πλέον του ανωτέρω ποσού, το εισόδημα ποσού 290,00 ευρώ περίπου μηνιαίως, που αποφεύγει να αποκτήσει εναντίον της καλής πίστης, ενώ μπορούσε και είχε υποχρέωση να αποκομίζει κατά τα επίδικο χρονικό διάστημα (άρθρο 288 ΑΚ), απασχολούμενος σε λοιπές εργασίες (μερεμέτια κ.λ.π.), συνυπολογίζεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του ανήλικου τέκνου του, κατά την έννοια του άρθρου 1489 παρ.2 ΑΚ, στις οικονομικές δυνάμεις αυτού. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος δε βαρύνεται με την καταβολή μισθώματος, καθόσον διαμένει σε ιδιόκτητη, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ισόγεια κατοικία στις Σέρρες. Βαρύνεται, όμως, με τη δαπάνη ύδρευσης, ρεύματος και θέρμανσης για τη λειτουργία της ως άνω οικίας. Είναι ιδιοκτήτης, πλέον της ανωτέρω οικίας, και α) ποσοστού ½ εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος, κατοικίας, στον 4ο όροφο της οικοδομής στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού […], β) αγρού, με αριθμό 1945, έκτασης 2.200 τ.μ., στη θέση Ν. του αγροκτήματος Τερπνής Σερρών, γ) αγρού, έκτασης 2.200 τ.μ., στη θέση Τ. του αγροκτήματος Τερπνής Σερρών, δ) τμήματος αγρού 2.500 τ.μ. εξ αδιαιρέτου, συνολικής έκτασης 4000 τ.μ., στη θέση Κ. του αγροκτήματος Τερπνής Σερρών, και ε) τμήματος αγρού 5.938 τ.μ. εξ αδιαιρέτου, συνολικής έκτασης 7.815 τ.μ., στη θέση Ο. του αγροκτήματος Τερπνής Σερρών. Τα ανωτέρω ακίνητα είναι απρόσοδα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι είναι δυνατή η εκμίσθωσή τους. Άλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος, ούτε αποδείχθηκε ότι βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει, πλην της υποχρέωσης διατροφής της ανήλικης θυγατέρας του, ενώ ο ίδιος έχει τις συνήθεις ανάγκες διατροφής της ηλικίας του. Η μητέρα της ανήλικης διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, στην ιδιόκτητη κατοικία του νέου συζύγου της. Έχει, πλέον της ανωτέρω ανήλικης και άλλα πέντε τέκνα, ένα εκ των οποίων, ήδη ενήλικο, ενώ βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης στο έβδομο τέκνο της κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Συνοικεί στην ανωτέρω οικία με το σύζυγό της και τα πέντε τέκνα της. Ο ενήλικος υιός της διαμένει στη Θεσσαλονίκη. Δεν βαρύνεται, επομένως, με δαπάνες στέγασης, ενώ τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης της ανωτέρω οικίας επωμίζεται ο σύζυγός της. Στερείται οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας ή οποιουδήποτε πλην του ανωτέρω εισοδήματος. Έχει, δε, τις συνήθεις ανάγκες διατροφής της ηλικίας της και βαρύνεται κατά το νόμο με την υποχρέωση διατροφής των λοιπών ανήλικων τέκνων της. Παρέχει στην ανήλικη θυγατέρα της τις συνδεόμενες με τη συνοίκηση προσωπικές φροντίδες και υπηρεσίες της (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα κλπ), που είναι αποτιμητές σε χρήμα. Οι προσωπικές αυτές υπηρεσίες, αποτιμώνται μηνιαίως στο ποσό των 70,00 ευρώ. Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι μηνιαίες ανάγκες της ανήλικης ενάγουσας, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία κλπ., λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής και προσωπικής κατάστασης των γονέων της, ανέρχονται μηνιαίως στο ποσό των 280,00 ευρώ. Με τα ανωτέρω ποσά μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και την ανατροφή της, ώστε να εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσής της ανταποκρινόμενο με το επίπεδο που αρμόζει στην ηλικία της και προς το επίπεδο ζωής των γονέων της, στο οποίο συνυπολογίζεται και η παροχή προσωπικής εργασίας και των φροντίδων της μητέρας της για την ανατροφή της, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, είναι αποτιμητές σε χρήμα. Το ποσό αυτό, ενόψει της, κατά τα άνω, αδυναμίας αυτοδιατροφής της, υποχρεούνται κατά το νόμο, κατά το λόγο των δυνάμεών τους, οι γονείς της. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους γονείς της ανήλικης πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας κάθε γονέα στο σύνολο των εισοδημάτων τους, καθώς με την αγωγή ζητείται το ποσό που αναλογεί στη συμμετοχή του πατέρα της στη διατροφή της. Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος πατέρας της είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και προσωπική κατάσταση της μητέρας της, να μετέχει στην ανάλογη διατροφή της, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, με το ποσό των 250,00 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγόμενου στην ανάλογη διατροφή της θυγατέρας του, το οποίο και πρέπει να καταβάλει κατά μήνα και για το επίδικο χρονικό διάστημα ως διατροφή της. Κατά το υπόλοιπο ποσό, και συγκεκριμένα ποσό 30,00 ευρώ που απαιτείται προς συμπλήρωση της ανάλογης διατροφής της, πρέπει να συμμετέχει και η μητέρα της, η οποία έχουσα, κατά τα αμέσως ανωτέρω σημειούμενα, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής της, πρέπει να συνδράμει στην ανατροφή της με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών και των λοιπών, συνδεόμενων με τη συνοίκησή τους, παροχών, το πολύ μικρό δε αυτό ποσό της συμμετοχής της μητέρας της ανήλικης δικαιολογείται από το γεγονός ότι είναι πολύτεκνη, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα λάμβανε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα επίδομα πολυτέκνων ούτε το ύψος αυτού. Μετά ταύτα, πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενήλικη ενάγουσα, με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ανήλικης θυγατέρας της Ρ.-Σ., ως μηνιαία διατροφή της, καταβαλλόμενη προκαταβολικά την 1η ημέρα εκάστου μηνός, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ, επί μία διετία από την επίδοση της αγωγής. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε με παρόμοιες αιτιολογίες, ορθά ερμήνευσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος της κρινόμενης έφεσης.
[…]
[Σύμφωνα με την ΑΚ 288, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι η ΑΚ 288 διέπει και την εκ του νόμου υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, τα προσδιοριστικά στοιχεία της οποίας επηρεάζονται τόσο από την προσωπική- επαγγελματική εργασία του υπόχρεου, όσο και από την κατά τους νόμους της αγοράς εκμετάλλευση της περιουσίας του. Περαιτέρω, εναντίον της καλής πίστης ενεργεί και ο πατέρας, όταν με σκοπό ολικής ή μερικής ματαίωσης της υποχρέωσής του για καταβολή διατροφής στο ανήλικο τέκνο του, αποφεύγει να εργαστεί εντελώς ή να συμπληρώσει το εισόδημά του με πρόσθετη εργασία κατάλληλη για την ηλικία, την υγεία και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, καθώς και όταν, καίτοι δεν διαθέτει περιουσία, αποφεύγει να εργασθεί εντελώς από προσωπικές εκτιμήσεις που ενέχουν και αδιαφορία για την υποχρέωση διατροφής του τέκνου του. Στις περιπτώσεις αυτές το εισόδημα που εναντίον της καλής πίστεως απέφυγε να αποκτήσει ο πατέρας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του ανηλίκου τέκνου του, διότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ, στις δυνάμεις (οικονομικές) του γονέα, κατ’ αναλογία των οποίων αυτός υποχρεούται σε διατροφή του τέκνου του, περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα που απέφυγε να αποκτήσει για τους προαναφερόμενους λόγους. Στην περίπτωση, όμως που ο πατέρας από προσωπικές του εκτιμήσεις και χωρίς σκοπό ολικής ή μερικής ματαίωσης της υποχρέωσής του για καταβολή διατροφής του ανήλικου τέκνου του αρκείται στην παρεχόμενη από αυτόν εργασία με βάση την επιστημονική του ιδιότητα ή τις προσωπικές ικανότητες και δεν επιδιώκει την επαύξηση των εισοδημάτων του με την παροχή πρόσθετης εργασίας δεν επιδεικνύει συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη του χρηστού και έντιμου ανθρώπου και εντεύθεν η συμπεριφορά του δεν είναι αντίθετη προς την καλή πίστη, συνακολούθως δε τα εισοδήματα τα οποία απέφυγε να πραγματοποιήσει δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό του ποσού της διατροφής του τέκνου του (ΑΠ 1507/2001, ΧρΙΔ 2001.812· ΕφΠειρ 432/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 155/2004, ΕλλΔνη 2005.1518).
Συμπλέουσα προς την ίδια νομολογιακή κατεύθυνση, η σχολιαζόμενη απόφαση εφάρμοσε την ΑΚ 288 σε υπόθεση διατροφής ανηλίκου τέκνου κρίνοντας ότι ο υπόχρεος πατέρας του, απασχολούμενος ως εργάτης γης, μόνο επί επτά μήνες κατ’ έτος και εσοδεύοντας ετησίως 5.500€, δηλαδή μηνιαίως 458,33€, παραλείπει να αναζητήσει για τους λοιπούς πέντε μήνες πρόσθετη εργασία κατάλληλη προς την ηλικία του (45 ετών), την καλή κατάσταση της υγείας του και των επαγγελματικών δεξιοτήτων του και της συναφούς εμπειρίας του. Με αυτά τα δεδομένα, αποφάνθηκε το Δικαστήριο ότι ο εκκαλών – εναγόμενος υπόχρεος πατέρας ενεργεί αντίθετα προς την καλή πίστη με σκοπό να ματαιώσει μερικά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διατροφής έναντι του ανήλικου τέκνου του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο συνυπολόγισε στα εισοδήματα από την εργασία του και το ποσό των 290€, το οποίο μπορούσε και υποχρεούνταν να αποκομίζει μηνιαίως, αν δεν απέφευγε να εργαστεί τους λοιπούς πέντε μήνες κατ’ έτος.]
Πηγή: νομικό περιοδικό ‘Αρμενόπουλος’, έτος 74ο, Τεύχος 6, Ιούνιος 2020