Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΟΧΡΕΟ :
Μία από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις των συζύγων, προβλεπόμενη ρητά από τον Αστικό νομοθέτη στα άρθρα 1389-1390 ΑΚ, είναι η αμοιβαία συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες, η οποία καθορίζεται για τον καθένα με υποκειμενικά κριτήρια, όπως την προσωπική του εργασία, τα εισοδήματα και την εν γένει περιουσία του.
Στις ανάγκες αυτές περιλαμβάνεται πρωτίστως η διατροφή, τόσο των ίδιων των συζύγων όσο και των τέκνων τους, τόσο ανηλίκων όσο και ενήλικων που σπουδάζουν, εφόσον στερούνται περιουσιακών στοιχείων ή αν διαθέτουν περιουσία, αυτή δεν επαρκεί ώστε να τους αποφέρει εισόδημα. Η διατροφή καλύπτει το σύνολο των κύριων υλικών αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών του δικαιούχου αυτής: ιδίως τροφή, στέγαση, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία (εξωσχολικές/εξωεπαγγελματικές δραστηριότητες).
Την εκ του νόμου αυτή υποχρέωση παροχής διατροφής αναλαμβάνουν οι σύζυγοι (τόσο ο ένας απέναντι στον άλλον όσο και απέναντι στα τέκνα τους) όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αλλά και σε περίπτωση διακοπής αυτής (διάσταση, κατ’ άρθρο 1391 ΑΚ) καθώς και μετά τη λύση του γάμου (διαζύγιο, κατ’ άρθρα 1392, 1441 παρ. 2, 1442 ΑΚ).
Συγκεκριμένα, οι σύζυγοι / γονείς, που δεν επιθυμούν πλέον να είναι μαζί, οφείλουν, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, να διατρέφουν το τέκνο τους, ενώ ως προς τη διατροφή του ενός συζύγου από τον άλλο, πρέπει να συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος.
Οι πρώην σύζυγοι, που αποφασίζουν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του γάμου τους μπορούν, με την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού, να προσδιορίσουν από κοινού, μεταξύ άλλων, το ποσό, τον χρόνο και τον τρόπο καταβολής της διατροφής του εκάστοτε δικαιούχου αυτής. Η συμφωνία αυτή επικυρώνεται από το δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, με συνέπεια την χορήγηση αξιόλογης προστασίας στο δικαιούχο διατροφής. Κατά κανόνα, η διατροφή οφείλεται σε χρήμα και καταβάλλεται στην αρχή κάθε μήνα. Μπορεί, βέβαια, να καταβληθεί και εφάπαξ, αν οι πρώην σύζυγοι συμφωνήσουν σ’ αυτό εγγράφως.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι σύζυγοι αδυνατούν να συμφωνήσουν στα ανωτέρω ζητήματα περί διατροφής, τότε το πολιτικό δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο να επιλύσει τη μεταξύ τους διαφωνία και να καθορίσει το ύψος της διατροφής, συνεκτιμώντας ιδιαίτερα τις πραγματικές και παρούσες ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις συνθήκες ζωής του (ανάλογη διατροφή), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1493 ΑΚ. Ο όρος «συνθήκες ζωής» εξειδικεύεται από το δικαστή και υποδηλώνει τον συνήθη τρόπο διαβίωσης του δικαιούχου, ο οποίος διαφέρει από άτομο σε άτομο, με γνώμονα την ηλικία, το φύλο, τον τόπο κατοικίας, την κατάσταση της υγείας, τις ικανότητες ή κλίσεις καθώς και τις ανάγκες επιμόρφωσης, εκπαίδευσης επιστημονικής ή κοινωνικής δραστηριότητάς του.
Επίσης, καθοριστικός παράγοντας για την συγκεκριμενοποίηση του ύψους της διατροφής είναι τα έσοδα και οι δαπάνες των γονέων, δηλαδή τόσο του γονέα που ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου, όσο και γονέα που είναι υπόχρεος προς διατροφή, ενώ παράλληλα προσμετράται και το μηναίο κόστος διαβίωσης του δικαιούχου διατροφής. Τα ίδια ισχύουν και όταν δικαιούχος είναι ενήλικο τέκνο.
Προϋπόθεση για την επιδίκαση διατροφής είναι ότι ο δικαιούχος, από οποιαδήποτε οικογενειακή σχέση κι αν απορρέει το δικαίωμά του, παρουσιάζει αποδεδειγμένη αδυναμία αυτοδιατροφής, σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 1486 ΑΚ.
Β. ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ :
1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ (παροχή προσωρινής έννομης προστασίας)
Αρχικά, ο δικαιούχος μπορεί, καταθέτοντας Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επιδίκασης προσωρινής διατροφής στη γραμματεία του κατά τόπον αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου, να αξιώσει από τον υπόχρεο διατροφή, προκειμένου να διασφαλίσει το σχετικό δικαίωμά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποδεικνύοντας ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση για την άμεση ρύθμιση του ποσού διατροφής.
Ο δικαιούχος έχει, ακόμη, τη δυνατότητα, μόλις καταθέσει την αίτηση των ασφαλιστικών και μέχρι την έκδοση απόφασης επί αυτής, να υποβάλει αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, για το οποίο αποφαίνεται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος (2-3 ημέρες). Στην περίπτωση που το αίτημά του γίνει δεκτό, ρυθμίζεται το ποσό διατροφής που θα πρέπει να καταβάλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης επί των ασφαλιστικών, ενώ ταυτόχρονα η σχετική αίτηση προσδιορίζεται να συζητηθεί μέσα σε 30 ημέρες (άρθρο 691Α ΚΠολΔ) ή (αν αυτό δεν είναι εφικτό) στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα.
Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι εξαιρετικά άμεση, αφού η απόφαση εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, προς διευθέτηση της κατεπείγουσας περίπτωσης, ωστόσο παρέχουν προστασία περιορισμένης χρονικής εμβέλειας.
2. ΑΓΩΓΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Πληρέστερη και αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία παρέχει στο δικαιούχο η κατάθεση τακτικής αγωγής για επιδίκαση οριστικής διατροφής, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
Βέβαια, διατροφή μπορεί να ζητηθεί και μαζί με την αγωγή διαζυγίου, όχι μόνο για τα τέκνα, αλλά και για τον/την σύζυγο, που δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβίωσης. Η δικαστική απόφαση επί της αγωγής διατροφής εκδίδεται σε χρονικό διάστημα 6 μηνών – 1 έτους από τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής, με ισχύ για 2 ή και περισσότερα χρόνια, ανάλογα με το τι αιτείται ο δικαιούχος.
Εφόσον δεν προσβληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με τα τακτικά ένδικα μέσα της έφεσης ή της ανακοπής ερημοδικίας, η απόφαση που ρυθμίζει τη διατροφή καθίσταται τελεσίδικη (απρόσβλητη).
Πρέπει να σημειωθεί ότι εάν δεν ασκηθεί τακτική αγωγή ή αυτή δεν συζητηθεί, τότε η τυχόν προηγηθείσα απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της, παύει να ισχύει και ως εκ τούτου ο δικαιούχος διατροφής μένει απροστάτευτος.
Γ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ :
Η έκδοση δικαστικής απόφασης, που καθορίζει το ποσό, τον χρόνο και τον τρόπο καταβολής της διατροφής, είτε προέρχεται από την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων – εν ισχύ – είτε από την άσκηση τακτικής αγωγής, επιφέρει, από την νόμιμη κοινοποίηση αυτής στον υπόχρεο προς διατροφή γονέα, τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφότερων των γονέων.
Πιο αναλυτικά, από την κοινοποίηση της απόφασης περί διατροφής στον υπόχρεο γονέα, αυτός οφείλει να καταβάλει το ορισθέν, από το δικαστή, ποσό διατροφής για το χρονικό διάστημα και με τον τρόπο που επίσης προσδιορίζεται στην απόφαση. Εφόσον ο υπόχρεος διατροφής- γονέας δεν συμμορφωθεί προς τη σχετική διάταξη της απόφασης, ήτοι δεν καταβάλει διατροφή ή καταβάλει, αλλά μερικώς ή περιστασιακά, τότε η κακόπιστη και αδικαιολόγητη αυτή άρνηση καταβολής ωθεί το δικαιούχο (είτε πρόκειται για τον άλλο σύζυγο, είτε για ενήλικο τέκνο είτε για ανήλικο, εκπροσωπούμενο από τον άλλο σύζυγο που ασκεί την επιμέλεια αυτού), να αξιοποιήσει τα επιπρόσθετα μέσα προστασίας που του παρέχει ο νόμος, προκειμένου να λάβει το ποσό της διατροφής.
Συνοπτικά:
1. ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΚΙΝΗΤΗΣ Η’ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Ο δικαιούχος κοινοποιεί την τελεσίδικη δικαστική απόφαση διατροφής (εκτελεστός τίτλος), επιδίδοντας μαζί, μέσω δικαστικού επιμελητή, επισυναπτόμενη στην απόφαση, επιταγή προς πληρωμή, στον υπόχρεο γονέα. Μετά την πάροδο 3 εργάσιμων ημερών από την ως άνω επίδοση, κατ’ άρθρο 926 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο δικαιούχος μπορεί να προβεί σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή να επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης (διαμέρισμα, γεωτεμάχιο, οικόπεδο) και κινητής (αυτοκίνητο, περιουσίας του υπόχρεου διατροφής και ακολούθως να προχωρήσει σε πλειστηριασμό, ώστε να ικανοποιηθεί από το εκπλειστηρίασμα η χρηματική του απαίτηση διατροφής (η απορρέουσα από τη δικαστική απόφαση πληρωτέα διατροφή).
Υπενθυμίζεται ότι η κατάσχεση προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης επεκτείνεται σε εκείνα μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου, τα οποία και επαρκούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του δικαιούχου -επισπεύδοντος δανειστή (άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ).
2. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΟΥ Ή ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΙΤΟΥ
Ελλείψει ακίνητης ή κινητής περιουσίας του υπόχρεου, δεν παύει, σε καμία περίπτωση, να οφείλεται διατροφή, αλλά η εναλλακτική λύση του δικαιούχου, προκειμένου να εξαναγκάσει τον υπόχρεο σε καταβολή διατροφής, είναι η επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.
Με λίγα λόγια, η κατάσχεση αυτή γίνεται με επίδοση (από τον δικαστικό επιμελητή, κατ’ εντολή του δικαιούχου), στον τρίτο και στον υπόχρεο -οφειλέτη, κατασχετηρίου εγγράφου, που περιέχει, μεταξύ άλλων, i) σαφή, πλήρη και ακριβή περιγραφή της δικαστικής απόφασης και της απαίτησης διατροφής, του ποσού αυτής και ii) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει στον οφειλέτη. Μάλιστα, η επίδοση στον υπόχρεο, επί ποινής ακυρότητας της κατάσχεσης, πρέπει να γίνει το αργότερο μέσα σε 8 ημέρες από την επίδοση στον τρίτο.
Μέσω αυτής της συντομότερης, ασφαλέστερης και οικονομικότερης διαδικασίας, αν ο υπόχρεος εργάζεται ως μισθωτός, επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση για την ικανοποίηση απαίτησης διατροφής, στα χέρια του εργοδότη – με την ιδιότητα του τρίτου – του μισθού του έως το μισό αυτού, όπως άλλωστε ρητά ορίζεται στο άρθρο 982 παρ. 2δ’ Κ.Πολ.Δ.
Πρόκειται για νόμιμη εξαίρεση, διότι ο κανόνας είναι ότι ο μισθός και η σύνταξη είναι ακατάσχετα, εκτός αν ο δικαιούχος του μισθού ή της σύνταξης οφείλει διατροφές. Η κατάσχεση, λοιπόν, μέρους του μισθού του υπόχρεου είναι δυνατή, αρκεί όμως να ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος και ο αριθμός των δικαιούχων.
3. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ο υπόχρεος λαμβάνει σύνταξη που κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό του, μπορεί κι αυτή να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης, με ανώτατο όριο μέχρι το μισό αυτής, στα χέρια του τραπεζικού ιδρύματος ως τρίτου (άρθρο 982 παρ. 3 ΚΠολΔ). Αυτό προϋποθέτει ότι ο τραπεζικός λογαριασμός που διατηρεί ο υπόχρεος παρουσιάζει υπόλοιπο, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής, που υπερβαίνει το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.
Ειδικά όταν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος, αυτό θα πρέπει να πληροφορήσει το δικαιούχο, με σχετική δήλωσή του, αν υφίσταται στα χέρια του ακατάσχετη απαίτηση. Η διαπίστωση ύπαρξης της κατασχετέας απαίτησης συνεπάγεται την δέσμευση, από το πιστωτικό ίδρυμα, του συνόλου του υπολοίπου στο λογαριασμό του υπόχρεου, γεγονός που δηλώνεται στο Ειρηνοδικείο, για να ακολουθήσει η διαδικασία απόδοσης του δεσμευθέντος ποσού στον κατασχόντα – δικαιούχο διατροφής. Η παράλειψη δήλωσης λογίζεται από το νόμο ως αρνητική δήλωση, ενώ θεμελιώνεται ευθύνη αποζημίωσης, υπέρ του δικαιούχου, επί ανακριβούς δήλωσης (άρθρο 985 ΚΠολΔ).
Εκτός από το μισθό ή τη σύνταξη, σε κατάσχεση υπόκεινται και οι τραπεζικές καταθέσεις του υπόχρεου, αλλά υπό περιορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 20 Ν. 4161/2013, προβλέπεται το ακατάσχετο των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ και, σε περίπτωση κοινού λογαριασμού, μέχρι του ποσού των 2.000 ευρώ (τα ποσοτικά αυτά όρια δεν ισχύουν όταν το Δημόσιο είναι ο επισπεύδων δανειστής).
Επομένως, καταθέσεις που ξεπερνούν τα προαναφερόμενα ποσά, μπορούν να κατασχεθούν προς ικανοποίηση του δικαιούχου διατροφής. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύει έναντι του δανειστή – δικαιούχου διατροφής, που νομιμοποιείται να επιβάλει κατάσχεση επί της περιουσίας του δικαιούχου της τραπεζικής κατάθεσης (άρθρο 983 παρ. 5 ΚΠολΔ). Ουσιαστικά, το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που ικανοποιεί την απαίτηση του δανειστή.
Εξάλλου, ακόμη κι αν ο υπόχρεος στερείται εισοδήματος (μισθού, σύνταξης, μισθωμάτων) και περιουσιακών στοιχείων και κατ’ επέκταση δε νοείται κατάσχεση, δεν απαλλάσσεται από την καταβολή του κονδυλίου διατροφής. Ο δικαστής, υπό αυτή την εκδοχή, θα επιδικάσει μειωμένη διατροφή σε βάρος του υπόχρεου που είναι άνεργος, πλην όμως οφείλει να συγκεντρώσει κάποιο εισόδημα, ώστε να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής του δικαιούχου διατροφής. Ωστόσο, αυτό που προβληματίζει είναι ότι η αδυναμία καταβολής διατροφής, εκ μέρους του υπόχρεου, που δεν εργάζεται και δεν διαθέτει περιουσία, εμποδίζει το δικαιούχο να κατάσχει και να ικανοποιηθεί άμεσα. Εφικτή καθίσταται η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση τις προγενέστερες (τελεσίδικες) αποφάσεις περί οφειλόμενης διατροφής, όταν μεσολαβήσει μεταγενέστερη κτήση περιουσιακών στοιχείων ή εύρεση εργασίας από τον υπόχρεο, διότι η αξίωση διατροφής που βεβαιώνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση παραγράφεται με την παρέλευση 20ετίας (άρθρο 268 ΑΚ).
4. ΥΠΟΒΟΛΗ ΜΗΝΥΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
Παράλληλα με την άσκηση της αστικής αξίωσης περί καταβολής διατροφής, ο δικαιούχος μπορεί να κινήσει την ποινική διαδικασία σε βάρος του κακόπιστου υπόχρεου, επιστρατεύοντας ένα επιπλέον μέσο πίεσης προς τον τελευταίο.
Με άλλα λόγια, η κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή από τον υπόχρεο γονέα συνιστά ποινικό αδίκημα (πλημμέλημα) του άρθρου 358 του Π.Κ. που επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας (φυλάκιση) μέχρι 1 έτος. Χαρακτηρίζεται διαρκές έγκλημα, με την έννοια ότι δεν ισχύουν τα χρονικά όρια του τυπικού αυτοφώρου, γεγονός που σημαίνει ότι, εφόσον έχει υποβληθεί μήνυση ή έγκληση, ο υπόχρεος μπορεί να συλληφθεί και να δικαστεί, με αυτόφωρη διαδικασία, ακόμη και αρκετές ημέρες μετά την υποβολή της μήνυσης ή έγκλησης.
Σκοπός του νομοθέτη είναι να προστατεύσει τον οικονομικά ασθενέστερο δικαιούχο από τον υπόχρεο που λειτουργεί εκδικητικά. Αυτό συμβαίνει όταν ο υπόχρεος βρίσκεται αποδεδειγμένα σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δύναται να καταβάλει την επιδικαζόμενη διατροφή, από προφανή όμως δυστροπία, δεν φροντίζει να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του αυτή, παράλειψη που επιδρά αρνητικά στην ικανοποίηση του δικαιώματος διατροφής. Η παράλογη αυτή συμπεριφορά του υπόχρεου γεννά την ποινική του ευθύνη, ακόμα κι αν τα εισοδήματα ή τα περιουσιακά του στοιχεία είναι ανύπαρκτα.
Η ποινική δίωξη κινείται αυτεπαγγέλτως, ύστερα από μήνυση ή έγκληση και εφόσον ασκηθεί, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στο ακροατήριο. Για την κρίση περί στέρησης διατροφής εξαιτίας της ανωτέρω παράλειψης συνυπολογίζεται το επίπεδο ζωής του κάθε δικαιούχου, ενώ η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου προσδιορίζεται με κριτήρια την επαγγελματική και εν γένει οικονομική του δραστηριότητα.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, και το ενδεχόμενο ο υπόχρεος να μην συλληφθεί και ως εκ τούτου να μην δικαστεί στα πλαίσια του αυτοφώρου, οπότε ο Εισαγγελέας που θα λάβει την υποβληθείσα μήνυση ή έγκληση, ορίζει ρητή δικάσιμο και προωθείται η τακτική διαδικασία, κατά την οποία ο υπόχρεος θα κληθεί να δικαστεί κανονικά.
Ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης, λαμβάνεται υπόψη το χρονικό σημείο που θέτει η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για την έναρξη καταβολής διατροφής. Συνηθίζεται στην πράξη οι αποφάσεις να καθορίζουν ότι η διατροφή είναι καταβλητέα εντός του πρώτου 5ημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα, οπότε μετά τις 5 μέρες κάθε μήνα υφίσταται ποινικά κολάσιμη πράξη, εάν δεν καταβληθεί η διατροφή. Από την άλλη, στην περίπτωση που ο υπόχρεος συλληφθεί, στη συνέχεια αναγκαστεί να δώσει τη διατροφή για την οποία συνελήφθη, και δικαστεί στα πλαίσια της αυτοφώρου διαδικασίας, θα καταδικασθεί για την αξιόποινη παράλειψη καταβολής διατροφής – πιθανόν με ελαφρυντικά – διότι το δικαστήριο δέχεται ότι δεν παύει η κακοβουλία του.
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ :
Ουσιώδης διαφορά μεταξύ αγωγής και μήνυσης είναι ότι η μεν αγωγή επικεντρώνεται αμιγώς στην ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης (διατροφής), στην οποία αποβλέπει ο δικαιούχος. Επιδιώκεται, δηλαδή, η επιδίκαση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, σε άμεση συνάρτηση με το εισόδημα και την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.
Στον αντίποδα, η μήνυση προσανατολίζεται αποκλειστικά στην ποινική καταδίκη του δράστη – υπόχρεου, εξαιτίας της παραβίασης, από την πλευρά του, της πολιτικής απόφασης που τον υποχρεώνει σε καταβολή διατροφής.
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι ο υπόχρεος προς διατροφή, που μεθοδεύει να αποφύγει την καταβολή διατροφής, μέσω εικονικών μεταβιβάσεων κάθε περιουσιακού του στοιχείου σε συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα (ώστε η υπόλοιπη περιουσία του, σκόπιμα, να μην επαρκεί για τη διατροφή του δικαιούχου), δεν μπορεί να αποκλείσει την ικανοποίηση του υπέρ ου η διατροφή.
Ο νομοθέτης προφυλάσσει τον τελευταίο και απέναντι σε τέτοιου είδους δόλιες ενέργειες του υπόχρεου, παρέχοντάς του τη δυνατότητα προσβολής των καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων (εκποιήσεις που στην πραγματικότητα είναι σαν δωρεές) με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρα 939-945 ΑΚ). Η απόφαση που δέχεται την αγωγή έχει ως συνέπεια την ανατροπή των γενόμενων κακόπιστων και ψεύτικων μεταβιβάσεων, ώστε στην κυριότητα του υπόχρεου να επιστρέφουν τα περιουσιακά στοιχεία.
Τότε, ο εκάστοτε δικαιούχος δύναται να τα κατάσχει και να τα εκπλειστηριάσει, προς ικανοποίηση της γεννημένης και απαιτητής αξίωσης διατροφής του. Αρκεί η σχετική αγωγή να ασκηθεί εντός 5 ετών από την, βλαπτική για το ίδιο, μεταβίβαση.
Ποινική ευθύνη του υπόχρεου που με πρόθεση μεταβίβασε σε άλλους όλη την περιουσία του, υπονομεύοντας την ικανοποίηση του δικαιούχου διατροφής, θεμελιώνεται στο άρθρο 397 Π.Κ. (καταδολίευση δανειστών), βάσει του οποίου προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη ή χρηματική ποινή υπό προϋποθέσεις.
Συντομογραφίες: Α.Κ.: Αστικός Κώδικας, Κ.Πολ.Δ.: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Π.Κ.: Ποινικός Κώδικας.
* Αν σας απασχολούν ζητήματα διεκδίκησης διατροφής, μπορείτε να μας καλέσετε στα τηλ. 2310 225 738 για να μας αναθέσετε την υπόθεσή σας!