Ι. Τι είναι ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός;

Ο νόμος που διέπει το άνοιγμα και τη λειτουργία κοινού τραπεζικού λογαριασμού τραπέζης, είναι ο Ν. 5638/1932, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν.∆. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ µε το άρθρο 124 περ. ∆΄ στοιχ. α΄ Ν.∆. 118/1973.

Στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου προβλέπεται ότι: «Χρηματική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ`ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι εν την έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ`ιδίαν οι δικαιούχοι».

Συνάγεται, επομένως, ότι ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός του Ν. 5638/1932 είναι μία τραπεζική σύμβαση, που υπογράφεται μεταξύ της τράπεζας από τη μία και δύο ή περισσότερων ατόμων (συνδικαιούχων) από την άλλη, ώστε να δημιουργηθεί ένας λογαριασμός στον οποίο θα κατατίθενται χρήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν συνεχεία κατά την διακριτική ευχέρεια των δικαιούχων. 

Συγκεκριμένα, δίδεται τη δυνατότητα στο πρόσωπο κάθε συνδικαιούχου να προβεί σε ανάληψη των χρημάτων που υπάρχουν στο λογαριασμό – ακόμη και του συνόλου αυτών – χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή η συναίνεση του άλλου ή των άλλων συνδικαιούχων, ακόμη και αν δεν είναι ο καταθέτης των χρημάτων που εισέπραξε (διαζευκτικός κοινός λογαριασμός).

Υφίσταται, βέβαια, πάντοτε η δυνατότητα να προβλεφθεί στην τραπεζική σύμβαση ανοίγματος του κοινού λογαριασμού ότι για την οποιαδήποτε κίνηση του ποσού, η Τράπεζα θα απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη – (συγκατάθεση) όλων των συνδικαιούχων. Τότε, όμως, δεν πρόκειται για τον συνήθη κοινό λογαριασμό, αλλά για συμπλεκτικό τραπεζικό λογαριασμό (αδιαίρετος), περίπτωση που στην πράξη σπάνια συναντάται και, όταν συμβαίνει, καλύπτεται από άλλο νομοθετικό πλαίσιο.

ΙΙ. Τι γίνεται σε περίπτωση που ένας από τους συνδικαιούχους κάνει ανάληψη όλου του ποσού που υπάρχει στον κοινό λογαριασμό; Εχει ευθύνη η Τράπεζα; 

Ο κίνδυνος που γεννάται στην κρινόμενη τραπεζική σύμβαση, είναι συχνότατα ο εξής: Συνδικαιούχος που συνέβαλε ελάχιστα ή και καθόλου στη δημιουργία του ποσού, να προχωρά σε ολοσχερή ανάληψή του, αφήνοντας κενό – μηδενικό το λογαριασμό. 

Μεταξύ της Τράπεζας και καθενός από τους συνδικαιούχους δημιουργείται τριγωνική σχέση. Ειδικότερα, ιδρύεται μία ιδιόμορφη συμβατική σχέση ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής (489 ΑΚ) και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, γεγονός που σημαίνει ότι εάν αναληφθεί το συνολικό ποσό από τον έναν μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται η απαίτηση έναντι του δέκτη της κατάθεσης, δηλαδή της Τράπεζας, η οποία διατηρεί ρόλο θεματοφύλακα, υποχρεούμενη να αποδώσει τα χρήματα σε οποιονδήποτε συνδικαιούχο, όποτε της ζητηθεί, και το κυριότερο άπαξ, χωρίς να ελέγξει τη συνδρομή καμίας τυπικής ή ουσιαστικής προϋπόθεσης και χωρίς καμία περαιτέρω ευθύνη της. 

Πλέον, η προστασία του συνδικαιούχου (δανειστή) που δεν ανέλαβε, τα συμφέροντα του οποίου θίγονται εν προκειμένω, επιτυγχάνεται με την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής κατά του δικαιούχου που ανέλαβε (493 Α.Κ).

Προβλέποντας ο νομοθέτης ως πιθανή μία τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη, στο άρθρο 493 Α.Κ., θέσπισε το τεκμήριο της εξ ημισείας κυριότητας εκάστου δικαιούχου επί του συνόλου των χρημάτων του λογαριασμού. Ακριβώς, όμως, επειδή η συμβολή κάθε μέρους είναι ζήτημα πραγματικό, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί μικρότερη ή μεγαλύτερη συμβολή από το 50%, κατά περίπτωση. 

Συνεπώς, όποιος θεωρεί ότι αδικείται, μπορεί να προσφύγει στα αστικά δικαστήρια, ασκώντας αγωγή κατά του άλλου δικαιούχου, ώστε να αποδείξει πως το σύνολο ή έστω ένα μέρος των χρημάτων προήλθαν από τη δική του συμβολή ή εργασία, από δικά του εν γένει εισοδήματα, και να αξιώσει να λάβει το εκάστοτε ποσό που του ανήκει.

ΙΙΙ. Τι γίνεται σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συνδικαιούχους;

Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου, προβλέπεται ότι: «Επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελεύθερα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου».

Ο όρος αυτός τις περισσότερες φορές περιλαμβάνεται στην τραπεζική σύμβαση που υπογράφουν, κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού, οι συνδικαιούχοι. 

Ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα – όχι όμως υποχρεωτικό κανόνα, αφού μπορεί να προβλεφθεί διαφορετικά – εάν κάποιος από τους συνδικαιούχους αποβιώσει, το συνολικό ποσό που βρίσκεται, κατά τη στιγμή του θανάτου, στον κοινό λογαριασμό να περιέλθει αποκλειστικά στον έτερο συνδικαιούχο και να μην αποτελέσει αντικείμενο κληρονομιάς για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος, πολύ περισσότερο για τους κληρονόμους του εκ διαθήκης. 

Επιπλέον, το ποσό αυτό, ως περιουσιακή επαύξηση του εν ζωή συνδικαιούχου δεν βαρύνεται με κανένα τέλος ή φόρο, αντίθετα λαμβάνεται ακέραιο.

Η ως άνω διάταξη, αν και ενδοτικού δικαίου, εφόσον συμπεριληφθεί στους όρους της ως άνω τραπεζικής σύμβασης, φανερό είναι ότι πλήττει ευθέως τα δικαιώματα των κληρονόμων του θανόντος συνδικαιούχου – και ιδιαίτερα εκείνου που πράγματι συνέβαλε δραστικά στη δημιουργία και αύξηση του ποσού – κυρίως όμως των νόμιμων μεριδούχων του, τους οποίους ο νομοθέτης κατά κόρον προστατεύει. 

Για το λόγο αυτό, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, έχουν προβλεφθεί διαδικασίες, που προστίθενται στη νομική φαρέτρα των κληρονόμων, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε υπόθεσης.  

Συνοπτικά: 

α) Σε περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα – κληρονομούμενο, όσο ο τελευταίος ήταν ακόμη εν ζωή και το χρηματικό ποσό αυτό δεν αποτελεί δωρεά του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο, τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού, κατά το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας, είτε ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης είτε ποσοστό αυτής, ανάλογο με το ανήκον στον κληρονομηθέντα.

β) Σε περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα – κληρονομούμενο, όσο ο τελευταίος ήταν ακόμη εν ζωή και το χρηματικό ποσό αυτό αποτελεί δωρεά εν ζωή του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο, τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή (μέμψης άστοργης δωρεάς) κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού, κατά το ποσοστό προσβολής της νόμιμης μοίρας του. Η νόμιμη μοίρα προσδιορίζεται στο μισό από το μερίδιο που θα ελάμβανε ο δικαιούχος της εξ αδιαθέτου διαδοχής.

γ) Σε περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα – κληρονομούμενο, μετά το θάνατο του τελευταίου και εφόσον καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ο επιζών συνδικαιούχος δεν προέβαινε σε διαχειριστικές πράξεις του κοινού λογαριασμού, τότε το χρηματικό ποσό αυτό αποτελεί δωρεά αιτία θανάτου του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο. Συνεπώς ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή (μέμψης άστοργης δωρεάς) κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού, κατά το ποσοστό προσβολής της νόμιμης μοίρας του.  

Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι κληρονόμοι δε διατηρούν αξίωση κατά της Τράπεζας, αλλά δύνανται να στρέφονται κατά του επιζώντος, ή των επιζώντων συνδικαιούχων, και να απαιτούν δικαστικά το μερίδιο που ανήκε στον αποβιώσαντα δικαιοπάροχό τους, σύμφωνα με την εσωτερική σχέση που συνέδεε τον τελευταίο με τους εναπομείναντες επιζώντες συνδικαιούχους.

* Το παρόν άρθρο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του γραφείου μας και συντάχθηκε με την επιστημονική συνδρομή της δικηγόρου, Ειρήνης Καψάλη και της ασκούμενης δικηγόρου, Αγγελικής Κοντογιαννάτου. 

Για εξειδικευμένες νομικές συμβουλές μπορείτε να μας καλείτε στα τηλέφωνα 2310-225738, για να ορίσουμε ένα ραντεβού.