ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ – έννοια και κατηγορίες:

Κληρονομική διαδοχή, με την ευρύτερη έννοια, ονομάζεται ο κύκλος των νομικών συνεπειών που επέρχονται με το θάνατο ενός φυσικού προσώπου.

Κατά τον Αστικό Κώδικα, η κληρονομική διαδοχή είναι δυνατόν να έχει δύο μορφές, και συγκεκριμένα: α) Kληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή και β) Kληρονομική διαδοχή εκ διαθήκης.

Στην πρώτη, υπό στοιχείο (α), περίπτωση, ο κληρονομούμενος δεν έχει προβεί στη σύνταξη διαθήκης, ώστε να εκφράσει ρητώς την τελευταία του βούληση, αναφορικά με την κατανομή των περιουσιακών του στοιχείων σε επιλεγμένα πρόσωπα, αφότου αυτός αποβιώσει.

Τότε, κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη, ενεργοποιείται το άρθρο 1710 Α.Κ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 1813 επομ. Α.Κ., και λαμβάνει χώρα η εξ αδιαθέτου ή εκ του νόμου διαδοχή. Οι δικαιούχοι της κληρονομίας χωρίζονται σε έξι, συνολικά, τάξεις, οι οποίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση αλληλοαποκλεισμού. Εφόσον, δηλαδή, υπάρχουν συγγενείς τον προγενέστερων τάξεων, καλούνται μόνον αυτοί στο σύνολο της κληρονομίας, αποκλείοντας τους απώτερους συγγενείς τον επόμενων τάξεων.

Συνοπτικά οι τάξεις των εξ αδιαθέτου κληρονόμων, διαμορφώνονται ως εξής:

  • Στην πρώτη τάξη, καλούνται τα τέκνα του κληρονομούμενου.
  • Εφόσον δεν υπάρχουν τέκνα, στη δεύτερη τάξη, καλούνται οι γονείς του κληρονομούμενου, οι εν ζωή αδελφοί του, καθώς και τα τέκνα και οι εγγονοί αδελφών του, που έχουν προαποβιώσει αυτού.
  • Εφόσον δεν υφίστανται ούτε αυτοί οι συγγενείς, καλούνται στην τρίτη τάξη, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του θανόντος, και από τους κατιόντες τους τα τέκνα και οι έγγονοι, δηλαδή οι θείοι (τέκνα των παππούδων) και τα εξαδέλφια (έγγονοι παππούδων) του. Τα τέκνα των πρώτων εξαδέλφων δεν αποκτούν κληρονομικό δικαίωμα.
  • Στην τέταρτη τάξη, καλούνται οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομουμένου.
  • Στην πέμπτη τάξη, εάν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης, τότε ο σύζυγος του θανόντος, που επιζεί, καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.
  • Τέλος, εάν δεν υπάρχει κανείς από τους ως άνω κληρονόμους, στην έκτη και τελευταία τάξη, καλείται το Δημόσιο.
  • Αναφορικά με τον επιζώντα σύζυγο του θανόντος, αυτός αποτελεί πάντα κληρονόμο, παρά το ότι δεν αναφέρεται ρητώς σε κάθε τάξη. Κατά τα 1820 ΑΚ, ο σύζυγος καλείται σε κάθε τάξη, με μεταβαλλόμενο κάθε φορά το ποσοστό κατά το οποίο καλείται. Εάν, δηλαδή, κληθεί με την πρώτη τάξη, συντρέχει μαζί της κατά το ένα τέταρτο, ενώ με τους κληρονόμους των λοιπών τάξεων, συντρέχει κατά το μισό της κληρονομίας. Μοναδική προϋπόθεση, είναι ο γάμος να ήταν ενεργός κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου.

Στην δεύτερη, υπό στοιχείο (β) περίπτωση, ο κληρονομούμενος έχει προνοήσει να κατανείμει τα επιμέρους αντικείμενα της περιουσίας του στα άτομα που επιθυμεί, μέσω της διαθήκης του.

Από τον έλληνα νομοθέτη προβλέπονται τρεις βασικοί τύποι διαθηκών, οι οποίες συντάσσονται υπό κανονικές συνθήκες.

Η πρώτη ονομάζεται «ιδιόγραφη» (1721 ΑΚ), και στα χαρακτηριστικά της περιλαμβάνεται ότι α) συντάσσεται αποκλειστικά με το χέρι του ίδιου του διαθέτη, και υπογράφεται από τον ίδιο, β) θα πρέπει από το σώμα αυτής να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος σύνταξής της, όχι όμως απαραίτητα και ο τόπος, γ) αυτό το είδος της διαθήκης, δεν απαιτείται να περιβληθεί κανέναν άλλον τύπο, καθώς αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο, και δ) ο διαθέτης μπορεί είτε να τη φυλάξει ο ίδιος σε προσωπικό του χώρο, είτε να την καταθέσει σε συμβολαιογράφο προς φύλαξη.

Το δεύτερο είδος διαθήκης ονομάζεται δημόσια (1724 ΑΚ). Για να συνταχθεί, ο διαθέτης, ενώπιον ενός συμβολαιογράφου, εκφράζει την τελευταία του βούληση ώστε να αποτυπωθεί αυτή, εκείνη τη στιγμή, σε συμβολαιογραφικό έγγραφο, που ακολούθως θα υπογράψει. Υποχρεωτικό είναι, εφόσον επιλεγεί αυτός ο τύπος διαθήκης, κατά την δήλωση, να παρίστανται τρεις μάρτυρες ή ένας ακόμη συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας. Η διαθήκη αυτή φυλάσσεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και ανοίγει εκ νέου, με το που αποβιώσει ο διαθέτης.

Τέλος, ο τρίτος τύπος είναι η μυστική διαθήκη (1738 ΑΚ). Αυτή μπορεί να γραφεί είτε από τον διαθέτη είτε από κάποιον τρίτο, χωρίς να ενδιαφέρει αν χρησιμοποιήθηκε ιδιόχειρη γραφή ή μηχανικό μέσο (πχ γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή). Πρέπει όμως να φέρει την υπογραφή του ίδιου του διαθέτη, ο οποίος, ακολούθως, θα την εγχειρίσει σε έναν συμβολαιογράφο προς σφράγιση, ενημερώνοντάς τον ότι σε αυτήν περιέχεται η τελευταία του βούληση. Σχετικά με την  ύπαρξη μαρτύρων, ισχύουν όσα ισχύουν και για τη δημόσια διαθήκη. Η μυστική διαθήκη εάν λόγω παράλειψης κάποιου ουσιώδους τύπου της κριθεί άκυρη, μπορεί να ισχύει ως ιδιόγραφη, εάν πληροί τις προϋποθέσεις της ιδιόγραφης.

Παρά την ελευθερία που δίνεται στο άτομο να κατανείμει την προσωπική του περιουσία με όποιον τρόπο επιθυμεί, καίριο είναι ότι ο διαθέτης δεν έχει τη δυνατότητα να αποκλείσει εντελώς με τη διαθήκη του συγκεκριμένα συγγενικά του πρόσωπα – σύζυγο, τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα, γονείς – τα οποία θα είχαν κληθεί κατά σειρά στην κληρονομία, εάν δεν υπήρχε η διαθήκη. 

Για αυτούς, έχει προβλεφθεί στο άρθρο 1825 ΑΚ, η έννοια της «νόμιμης μοίρας», η οποία υπολογίζεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Η σημασία της νόμιμης μοίρας, συνοψίζεται στο ότι κατά το ποσοστό αυτό, θα καθίστανται πάντοτε και αυτοδίκαια κληρονόμοι, ενώ αν ο διαθέτης τους έχει αποκλείσει, αφήνοντας, μη νόμιμα, όλη την κληρονομιαία περιουσία του σε τρίτο πρόσωπο, τότε αυτοί έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη δικαστική ακύρωση της διαθήκης, η οποία, ούτως ή άλλως, θεωρείται αυτοδίκαια άκυρη μόνο κατά τα σημεία με τα οποία προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα, και όχι συνολικά.

ΑΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ:

Όταν επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, βάσει νόμου, οι κληρονόμοι έχουν δύο επιλογές: να αποδεχθούν ή να αποποιηθούν το ποσοστό που τους αφορά. 

Η προθεσμία αποποίησης, είναι, κατά κανόνα τετράμηνη από τη στιγμή που γίνεται γνωστός ο θάνατος του κληρονομούμενου, ενώ αν αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε θεωρείται πλασματικά ότι η κληρονομία έχει γίνει αποδεκτή, ήδη από τη στιγμή της επαγωγής της στον κληρονόμο, δηλαδή ήδη από το θάνατο του κληρονομούμενου.

Μια κληρονομιά, όμως, μπορεί να περιλαμβάνει όχι μόνο ενεργητικό (περιουσία) αλλά και παθητικό (χρέη), ή και μόνο το τελευταίο. Πολλές φορές, οι κληρονόμοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ακριβώς το σε τι συνίσταται η κληρονομία, στην οποία έχουν κληθεί. Προς προστασία τους, το άρθρο 1902 ΑΚ, θεσπίζει μία δεύτερη δυνατότητα: Την αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής. 

Αυτή λαμβάνει χώρα είτε μετά από την κίνηση των αντίστοιχων νομικών διαδικασιών από τον κληρονόμο εντός της προθεσμίας αποποίησης που του τάσσει ο νόμος, είτε, εάν πρόκειται για ανήλικο κληρονόμο ή πρόσωπο που τελεί σε πλήρη ή μερική δικαστική συμπαράσταση, αυτοδίκαια χωρίς να απαιτηθεί καμία ενέργεια, δεδομένης της επιβεβλημένης κρατικής υποχρέωσης να διασφαλίζει αυξημένη προστασία στα έννομα δικαιώματα των ανίκανων και περιορισμένως ικανών φυσικών προσώπων. 

Παρ’ όλα αυτά, οι ως άνω τελευταίοι κληρονόμοι, μέσα σε ένα χρόνο από τη στιγμή που θα γίνουν απεριορίστως ικανοί, δηλαδή ο ανήλικος μόλις ενηλικιωθεί και ο δικαστικώς συμπαραστατούμενος μόλις αρθεί η συμπαράσταση, οφείλουν να κινήσουν και αυτοί τις ως άνω νόμιμες διαδικασίες της απογραφής.

Ουσιαστικά, αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, σημαίνει ότι ο κληρονόμος, δύναται, με σκοπό να προστατεύσει τα συμφέροντά του, να αιτηθεί από το δικαστήριο την απογραφή (καταγραφή) των επιμέρους κληρονομιαίων στοιχείων (δικαιωμάτων και υποχρεώσεων). Μόλις αυτό ολοκληρωθεί, ο κληρονόμος με απογραφή, ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας μόνο με το ενεργητικό αυτής, και όχι και με τη δική του περιουσία, όπως θα συνέβαινε εάν προχωρούσε σε απλή αποδοχή.

Δημιουργούνται δηλαδή, στο πρόσωπό, του δύο ξεχωριστοί κύκλοι περιουσιών, οι οποίοι κατά το άρθρο 1905 ΑΚ αποτελούν χωριστές περιουσίες που ουδέποτε συγχέονται. Από τη μία, η προσωπική του περιουσία και, από την άλλη, η περιουσία που απέκτησε ως κληρονόμος. Σε τυχόν δανειστές του θανόντος, αυτός ενέχει απέναντί τους την υποχρέωση να τους ικανοποιήσει, αλλά μόνον κατά το ύψος και το μέτρο του ενεργητικού που κληρονόμησε, και, αντίστοιχα, οι δανειστές του θανόντος δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις που είχαν εναντίον του τελευταίου, στρεφόμενοι κατά της προσωπικής περιουσίας του κληρονόμου, παρά μόνον της κληρονομιαίας περιουσίας.

ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 3869/2010:

Το πρόβλημα, δεδομένης της αυτονομίας των δύο ως άνω περιουσιών του κληρονόμου (εξ απογραφής και προσωπική), ανακύπτει όταν αυτός θελήσει να ενταχθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά). 

Η κρατούσα, στη θεωρία, άποψη είναι πως ο εξ απογραφής κληρονόμος, δεν μπορεί να εντάξει χρέη της κληρονομίας προς ρύθμιση, καθώς ο ίδιος ο νόμος απαιτεί οι οφειλές να είναι προσωπικές. 

Δεδομένου, ότι ο εξ απογραφής κληρονόμος, ουσιαστικά – και πραγματικά – δεν ευθύνεται με κανέναν προσωπικό ίδιο πόρο για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, αυτό τον καθιστά άμεσα τρίτο προς αυτήν. Πιο περίπλοκο γίνεται το ζήτημα, όταν η πρώτη, πλέον, κατοικία του εξ απογραφής κληρονόμου, προήλθε από το ενεργητικό της κληρονομίας που αποδέχθηκε με απογραφή, και επιθυμεί να ζητήσει την εξαίρεση εκποίησής της, κατά την εκδίκαση της αίτησής του. 

Και πάλι, ως ορθότερη λύση, δεδομένου του πνεύματος και του γράμματος τόσο του Ν. 3869/2010 όσο και των διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής, προβάλλει το ότι ο εξ απογραφής κληρονόμος, δεν έχει την δυνατότητα να ζητήσει την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι η περιουσία αυτή, αρχικά, αποτελεί ξεχωριστή περιουσία, που δεν μπορεί να εκποιήσει αυτόβουλα (1908 ΑΚ). Θα πρέπει, λοιπόν, να παραμείνει στη διάθεση του εκκαθαριστή προς εκποίηση και προς ικανοποίηση των πιστωτών. 

* Το παρόν άρθρο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του γραφείου μας.

Για οποιοδήποτε ειδικότερο θέμα αντιμετωπίζετε, καλέστε μας στα τηλ. 2310-225738 για ένα ραντεβού.