**Το παρόν άρθρο στοχεύει να παρουσιάσει τις προβληματικές που εμπεριέχονται ειδικότερα στην έμμεση εκτέλεση και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του δικηγορικού μας γραφείου.
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μέχρι και το τέλος του έτους 2024 αναμένεται να έχουν πραγματοποιηθεί στην χώρα μας παραπάνω από 160.000 πλειστηριασμοί, γεγονός το οποίο αποτελεί απόρροια της οικονομικής κρίσης του 2010, η οποία εξανάγκασε πλήθος πολιτών να προβεί στην σύναψη νέων δανείων με τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας. Την κρίση αυτή ήρθε και γεφύρωσε η πανδημία λόγω του ιού Covid 19 (SARS- Cov 2), και φυσικά η κατάσταση αυτή θα κορυφωθεί ακόμη περισσότερο με την νέα ενεργειακή κρίση, η οποία αποτελεί απόρροια της εμπόλεμης σύρραξης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, και τον πληθωρισμό ο οποίος ταλανίζει πλήθος πολιτών παγκοσμίως.
Όλα αυτά συνδυαστικά καθιστούν ανέφικτη την αποπληρωμή των χρεών των πολιτών είτε προς τα Τραπεζικά ιδρύματα και ιδίως προς τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, είτε προς το Δημόσιο, και εν γένει προς τους δανειστές τους, με αποτέλεσμα πλήθος ανθρώπων να κινδυνεύει να εκδιωχθεί ακουσίως από την κατοικία του.
Για τους λόγους αυτούς και προκειμένου ο οφειλέτης να μην βρεθεί προ εκπλήξεως με την εκπλειστηρίαση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, πρέπει να δράσει άμεσα, με αρωγούς τους εξειδικευμένους επαγγελματίες.
II.ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τον μηχανισμό του κράτους, μέσω του οποίου, αυτό επιδιώκει να εξασφαλίσει μία αποτελεσματική προστασία για τους πολίτες του. Πιο συγκεκριμένα, οι απαιτήσεις των δανειστών χωρίς τον μηχανισμό αυτό θα ήταν άνευ περιεχομένου, καθότι δεν θα μπορούσαν να τις ικανοποιήσουν και ιδίως να τις εισπράξουν.
Απαραίτητο στοιχείο για την έναρξη αυτής, αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου (ΚΠολΔ 904), από τους οποίους συνηθέστερος στην πράξη είναι η διαταγή πληρωμής, ιδίως εάν η αξίωση προέρχεται από δάνειο.
Όσον αφορά την διαταγή πληρωμής, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η προθεσμία άμυνας κατά αυτής είναι ιδιαιτέρως σύντομη και ήτοι 15 ημέρες (ΚΠολΔ 632) μετά την πρώτη επίδοση, και 15 ημέρες μετά την δεύτερη (ΚΠολΔ 633), εάν ο οφειλέτης διαμένει στην Ελλάδα, και άρα πρέπει να κινηθεί πολύ γρήγορα εάν δεν θέλει να επικυρωθεί η διαταγή και να απολέσει έτσι την δυνατότητα άμυνας κατά αυτής.
Κατόπιν εκδόσεως του εκτελεστού τίτλου, εκδίδεται απόγραφο επί αυτού (ΚΠολΔ 918) και στην συνέχεια κοινοποιείται αυτός στον οφειλέτη με επιταγή (ΚΠολΔ 924). Εναρκτήριο χρονικό σημείο της εκτελέσεως αποτελεί η κοινοποίηση του τίτλου με την επιταγή. Εάν εντός 3 ημερών αυτός δεν εξοφλήσει τα αναγραφόμενα στην επιταγή ποσά, τότε ο δανειστής δύναται να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης (ΚΠολΔ 926), και δη σε κατάσχεση.
Από τη στιγμή που η κατάσχεση εγγραφεί στα βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογίου ή Υποθηκοφυλακείου, ο οφειλέτης δεν μπορεί πλέον να διαθέσει (π.χ. με πώληση, δωρεά, κ.λπ.) το ακίνητό του. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να επιδοθεί στον οφειλέτη εντός 8 ημερών (ΚΠολΔ 997 παρ. 2α) ειδάλλως αυτή είναι ανενεργή.
Τελευταία πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι ο πλειστηριασμός, ο οποίος υποχρεωτικά πραγματοποιείται επτά (7) μήνες μετά την επίδοση και καταχώρηση στο κτηματολόγιο της κατάσχεσης, αλλά σίγουρα εντός οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή (993 ΚΠολΔ). Με την παρέλευση του πλειστηριασμού κατακυρώνεται το πράγμα στον υπερθεματιστή (ΚΠολΔ 1002). Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι την στιγμή της κατακύρωσης, ο οφειλέτης διατηρεί την δυνατότητα να ικανοποιήσει τους δανειστές του, ώστε να παύσει η διαδικασία.
III. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ;
Μοναδική δυνατότητα άμυνας κατά των πράξεων εκτέλεσης, και δη μετά την επίδοση της επιταγής (ΚΠολΔ 924), αποτελεί η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Το αίτημα αυτής είναι διαπλαστικό, καθότι σκοπεί στο να καταστεί ανενεργή και να πάψει να παράγει έννομες συνέπειες η προσβαλλόμενη πράξη εκτελέσεως.
Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αυτής, είναι του τόπου στον οποίο υπάγεται το αντικείμενο της εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται το κατασχεμένο ακίνητο, εάν έχει πραγματοποιηθεί κατάσχεση, ειδάλλως αρμόδια είναι κατά κανόνα τα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του ανακόπτοντος (ΚΠολΔ 933 παρ.3, 584).
Λόγω του επικείμενου ενδεχόμενου πλειστηριασμού, τύποις η συζήτηση της ανακοπής αυτής προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός 60 ημερών από την κατάθεσή της και η απόφαση επί αυτής εκδίδεται υποχρεωτικά εντός 60 ημερών από την συζήτησή της (ΚΠολΔ 933 παρ. 2, 6). Βέβαια στην πράξη οι προθεσμίες αυτές σπάνια τηρούνται, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας των Δικαστηρίων, συνεπώς οι ενδεχόμενες καθυστερήσεις είναι δεδομένες.
IV. ΟΙ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 933
Εφόσον, λοιπόν ,υφίσταται πράξη εκτελέσεως εις βάρος του οφειλέτη, τότε ακόμη και εάν δεν έχει πραγματοποιηθεί κατάσχεση, αυτός βρίσκεται σε ιδιαίτερο κίνδυνο, διότι ανά πάσα στιγμή οι δανειστές του μπορούν να εκμεταλλευτούν τον τίτλο αυτό, κινώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Συνεπώς, η άμυνά του θα πρέπει να είναι ταχύτατη και άμεση, εάν επιθυμεί να «διασώσει» τα περιουσιακά του στοιχεία, κινητά και κυρίως ακίνητα.
Πιο συγκεκριμένα, λόγω του πλήθους των σταδίων που συναποτελούν την διαδικασία αυτή, δεν αποκλείονται ενδεχόμενα λάθη, με αποτέλεσμα κάθε πράξη που ακυρώνεται να συμπαρασύρει και επόμενες που έχουν στηριχθεί σε αυτήν.
1. Πρωταρχικός έλεγχος γίνεται στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, όπως για παράδειγμα:
α) εάν ο τίτλος είναι δικαστική απόφαση, ενδέχεται αυτή να μην έχει τελεσιδικήσει, ή να μην έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή,
β) εάν ο τίτλος είναι διαταγή πληρωμής, ενδεχομένως να μην έχουν τηρηθεί οι προθεσμίες του άρθρου 630Α για την επίδοση αυτής εντός διμήνου. Επίσης εάν αυτή δεν έχει περιβληθεί με δύναμη δεδικασμένου, και δη δεν έχει επιδοθεί δύο φορές ή έχει ασκηθεί ανακοπή και δεν έχει βγει απόφαση επί αυτής, ή η πρώτη ανακοπή του άρθρου 632 δεν έχει απορριφτεί κατ΄ ουσίαν, μπορούν να προβληθούν με την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, ελαττώματα της διαταγής όπως για παράδειγμα μη εκκαθαρισμένο της απαίτησης, εξάρτηση αυτής από όρο- αίρεση- προθεσμία, κ.λπ.
Παρομοίως, τα ως άνω ισχύουν και για τους λοιπούς εκτελεστούς τίτλους.
2. Εν συνεχεία, ελέγχεται η προδικασία της εκτελέσεως:
α) εάν έχει περιαφεί του εκτελεστήριου τύπου ο εκτελεστός τίτλος, και ήτοι εάν έχει τηρηθεί το άρθρο 918 ΚΠολΔ περί εκδόσεως και αποπληρωμής του απογράφου,
β) εάν είναι τυπικά έγκυρη η επιταγή (924 ΚΠολΔ),
γ) εάν έχει τηρηθεί η προθεσμία των 3 ημερών αυτής προκειμένου να γίνει η κατάσχεση (926 ΚΠολΔ) και
δ) βεβαίως ελέγχονται και τυπικές προϋποθέσεις όπως η ενεργητική νομιμοποίηση του δανειστή που επισπεύδει την εκτέλεση, δηλαδή εάν πράγματι μπορεί ο συγκεκριμένος επισπεύδων να στραφεί κατά του καθού ή εάν δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα σε αυτόν, το οποίο κρίνεται κατά περιπτώσεις, αλλά και η παθητική νομιμοποίηση, αφού πράγματι ενδέχεται ο συγκεκριμένος καθού η εκτέλεση, να μην υπάγεται στα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας, και άρα να μην μπορεί να στραφεί κατά αυτού ο δανειστής (919 επ. ΚΠολΔ).
3. Εξίσου σημαντικό μέρος του ελέγχου αποτελεί και η κύρια διαδικασία της εκτελέσεως:
α) Αρχικά ελέγχεται το κύρος της κατάσχεσης, όπως για παράδειγμα εάν αυτή έχει επιδοθεί εντός των απαραιτήτων προθεσμιών, εάν έχει καταχωρηθεί στο οικείο Κτηματολόγιο ή υποθηκοφυλακείο, εάν μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο συγκεκριμένο ακίνητο ή κινητό, εάν είναι καταχρηστική επειδή λόγου χάρη η μακρά αδράνεια του δανειστή δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει στην εκτέλεση, κ.λπ.
β) Τελικό σημείο αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, ο πλειστηριασμός, ο οποίος παρά την ηλεκτρονική του πλέον μορφή, είναι πολύ πιθανόν να έχουν προκύψει σφάλματα κατά την προετοιμασία και διαδικασία αυτού. Ειδικότερα: i. Ελέγχεται εάν έχουν τηρηθεί οι προθεσμίες του άρθρου 993 ΚΠολΔ
ii. Ελέγχεται εάν έχει αναρτηθεί το απόσπασμα και το κύρος και το περιεχόμενο αυτού, το οποίο ετοιμάζει ο συμβολαιογράφος και το αναρτά στην επίσημη ηλεκτρονική ιστοσελίδα του πλειστηριασμού (e- auction), προκειμένου να ενημερωθούν οι υποψήφιοι υπερθεματιστές, για όλη την διαδικασία που έχει ακολουθηθεί έως τώρα, καθώς και για την πραγματική και νομική κατάσταση του κατασχεθέντος.
iii. Ελέγχεται εάν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους πλειοδότες (959 παρ. 5, 965 παρ. 1 ΚΠολΔ)
iv. Ελέγχεται ακόμη εάν ο συμβολαιογράφος που χειρίζεται τον πλειστηριασμό έχει τηρήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις του νόμου.
Σημειωτέο ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αναφορικά με τις προθεσμίες (934ΚΠολΔ) εντός των οποίων μπορεί να ασκηθεί η ανακοπή, οι οποίες παραλλάσσονται ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εκτέλεση.
4. Τέλος αναφορικά με την ουσία της απαιτήσεως, την οποία ενσωματώνει ο εκτελεστός τίτλος, και την οποία υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι:
α) έλεγχος διενεργείται για την διαπίστωση του βέβαιου αυτής (915 ΚΠολΔ), και πιο συγκεκριμένα εάν υπάρχει αίρεση αυτή θα πρέπει αποδεδειγμένα να πληρείται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που θα πληρεί τις νόμιμες προϋποθέσεις,
β) έλεγχος διενεργείται και για την διαπίστωση του εκκαθαρισμένου αυτής (916 ΚΠολΔ), και πιο συγκεκριμένα εάν ορίζονται και αναγράφονται στον τίτλο όλα τα κονδύλια του χρηματικού ποσού, το οποίο οφείλει να καταβάλλει ο οφειλέτης, καθότι αυτό πρέπει να προκύπτει μόνο από τον εκτελεστό τίτλο και όχι από πρόσθετα έγγραφα, όπως για παράδειγμα εάν ζητούνται και οι τόκοι αυτοί θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς.
γ) επιπλέον η απαίτηση μπορεί να είναι ανύπαρκτη, ή μειωμένη, ή να έχει εξοφληθεί ή να προέρχεται από άκυρη ή ακυρώσιμη σύμβαση ή να είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, κ.λπ. . Οι ισχυρισμοί αυτοί μπορούν να προβληθούν υπό την προϋπόθεση της παραγράφου 4 του άρθρου 933 ΚΠολΔ, να μην ανατρέπεται δηλαδή το δεδικασμένο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η απαίτηση μπορεί να έχει κριθεί ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα σε άλλη δίκη, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση όπου η διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, όπως σημειώνεται και ανωτέρω.
Αυτονόητο είναι ότι οψιγενείς ισχυρισμοί και ήτοι ισχυρισμοί οι οποίοι γεννήθηκαν μετά την δημιουργία του δεδικασμένου, όπως για παράδειγμα παραγραφή μεταγενέστερη, μεταγενέστερη εξόφληση, κ.λπ., μπορούν παραδεκτά να προβληθούν.
V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτό ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό πράξεων, που πρέπει να πραγματοποιηθούν, προκειμένου να ολοκληρωθεί αυτή, συνεπώς τα ενδεχόμενα λαθών είναι ιδιαίτερα αυξημένα και δεν είναι καθόλου λίγες οι περιπτώσεις όπου πράξεις εκτελέσεως ακυρώνονται μεταγενεστέρως, ακόμη και μετά το πέρας του πλειστηριασμού και την απόκτηση του πράγματος από τον υπερθεματιστή.
Επομένως κάθε πολίτης, κατά του οποίου εκκρεμούν πράξεις εκτελέσεως, είναι αναγκαίο να αμυνθεί αμεσότατα (ώστε να μην χαθούν οι οριζόμενες από τον νόμο προθεσμίες) κατά αυτών, καθότι ακόμη και εάν ο δανειστής είναι κάποιο τραπεζικό ίδρυμα ή το Δημόσιο, τα περιθώρια λαθών δεν εκμηδενίζονται και οι πιθανότητες να ακυρωθούν οι διαδικασίες είναι σημαντικές.
- Το ανωτέρω άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική επιμέλεια της ασκ. δικηγόρου, Μαρίας Μητρακοπούλου.
- Για εξειδικευμένες νομικές συμβουλές, μπορείτε να μας καλέσετε στα τηλ. 2310-225738 για να ορίσουμε το ραντεβού σας!