ΑΠΟΦΑΣΗ 801/2010 ΑΠ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Η ακόλουθη δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου εξετάζει το ζήτημα της ακυρότητας της συμφωνίας, όταν το τίμημα της αγοραπωλησίας είναι μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο (αφανές τίμημα), καθώς και τις απαιτήσεις πωλητή και αγοραστή.
Συγκεκριμένα, δέχεται ότι όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση έγγραφου τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ο τύπος αυτός απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Στον τύπο επομένως του συμβολαιογραφικού εγγράφου, υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική σύμβαση της πώλησης, ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση όμως του τύπου ως προς το μέρος του τιμήματος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία το τελευταίο συμφωνήθηκε μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο, δεν συνεπάγεται ακυρότητα όλης της σύμβασης, αλλά η σύμβαση είναι άκυρη μόνο κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επιπλέον του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος τύπος.
Το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επιπλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή, ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο αγοραστής από νόμιμη αιτία έλαβε ολόκληρο το πωληθέν ακίνητο, με βάση το νομίμως συμφωνηθέν, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερο τίμημα, ώστε κατά το επιπλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία.
Στην αντίθετη περίπτωση που το επιπλέον μέρος έχει καταβληθεί, μπορεί να αναζητηθεί από τον αγοραστή με τις διατάξεις αυτές, μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος ακινήτου.
———————————————————–
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
Απόφαση 801 / 2010 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 801/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Απριλίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
….
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 21-6-2004 και 18-8-2004 αγωγές των ήδη διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρίπολης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 133/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 308/2008 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-12-2008 αίτησή του, με τον με ιδιαίτερο από 14-9 2009 δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής , ανέγνωσε την από 19 Μαρτίου 2010 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 63/4.12.2008 αιτήσεως, με τον με ιδιαίτερο 167/15.9.2008 δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 308/12.9.2008 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Τριπόλεως … προκύπτει ότι με εντολή του νομίμως παρισταμένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος Περικλή Κατσαούνη, ο οποίος επισπεύδει την κρινόμενη 63/4-12-2008 αίτηση για αναίρεση της 308/12-9-2008 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου, επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω αιτήσεως με τις συνημμένες πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο (19-4-2010), νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο με κλήση προς συζήτηση κατά την ορισθείσα προς τούτο δικάσιμο (19-4-2010). Κατ’ αυτήν όμως, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, επιτρεπτώς το Δικαστήριο προχωρεί στη συζήτηση της αναιρέσεως, παρά την απουσία αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Με την κρινόμενη 63/4-12-2008 αίτηση αναιρέσεως, με τον με ιδιαίτερο, 167/15-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, προσβάλλεται η 308/12-9-2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση των δικαστικών εγγράφων.
Ειδικότερα, (α) με την …αγωγή, με ενάγοντα τον Ψ και εναγόμενο τον Χ, εφέρετο προς διάγνωση, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία αντικείμενο αυτής, αξίωση οφειλομένου υπολοίπου τμήματος από τη συνομολογηθείσα μεταξύ των διαδίκων και διατυπωθείσα στο … συμβόλαιο της συμ/φου Τριπόλεως Γεωργίας Τσιούλια σύμβαση πωλήσεως των περιγραφόμενων στο εν λόγω συμβόλαιο αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμέρισμα και αποθήκη, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως χώρου σταθμεύσεως στο ισόγειο) και (β) με την 180/30-8-2004 αγωγή, με ενάγοντα τον Χ και εναγόμενο τον Ψ, εδιώκετο η καταψήφιση του τελευταίου, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, σε πληρωμή του επιπλέον καταβληθέντος του αναγραφομένου στο αυτό συμβόλαιο και συνομολογηθέντος τιμήματος πωλήσεως. Επί των εν λόγω αγωγών, συνεκδικαζομένων, εκδόθηκε η 133/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, με την οποία η με στοιχ. (α) αγωγή απορρίφθηκε κατά τούτο ως μη νόμιμη και η με στοιχ. (β) αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Την εν λόγω απόφαση προσέβαλαν οι διάδικοι με τις (αΙ) 92/29-12-2006 και (βΙ) 1/2-1-2007 αντίστοιχα εφέσεις, επί των οποίων συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η 308/2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Με την τελευταία αυτή απόφαση, απορρίφθηκε η με στοιχ. (βΙ) έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Αντίθετα, κατά παραδοχή της με στοιχ. (αΙ) εφέσεως, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι’ αυτής πρωτοβάθμιας αποφάσεως, κατά το χαρακτηριζόμενο με στοιχ. (α) κεφάλαιο αυτής, και εξέταση κατά τούτο κατ’ ουσίαν της υποθέσεως, έγινε δεκτή η με στοιχ. (α) αγωγή και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Την κρίση της αυτή στήριζε στις ακόλουθες αιτιολογίες και αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, που ενδιαφέρουν τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως, κατ’ ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της: “Με βάση το εργολαβικό συμβόλαιο …, που συντάχθηκε από τη Γεωργία Τσιούλια, Συμβολαιογράφο Τρίπολης, …, που ήταν συγκύριοι του ακινήτου (οικοπέδου), που βρίσκεται στην οδό … στην … και έχει εμβαδό 590 τμ, ανέθεσαν στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ την κατασκευή, με το σύστημα της αντιπαροχής, πολυώροφης οικοδομής στο προαναφερόμενο οικόπεδο. Με τη σχετική πράξη 6635/2002, που συντάχθηκε από την ίδια Συμβολαιογράφο και μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 711 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Τρίπολης με αύξ. αριθμούς …, οι συνιδιοκτήτες του προαναφερόμενου ακινήτου υπήγαγαν την οικοδομή που θα ανεγειρόταν σ’ αυτό στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Στο εργολαβικό αντάλλαγμα, που θα περιερχόταν στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ, περιλαμβάνονταν και το ΣΤ-2 διαμέρισμα του έκτου πάνω από το ισόγειο ορόφου εμβαδού 66,50 τμ, η Υ-20 αποθήκη του υπογείου εμβαδού 7,75 τμ και το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης της ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου επί του ισογείου με τα στοιχεία ΘΕΣΗ Γ’ εμβαδού 17,20 τμ. Κατά τον Αύγουστο του έτους 2002, ο εναγόμενος-ενάγων Χ ήλθε σε επαφή με τον ενάγοντα-εναγόμενο Ψκαι μετά από διαπραγματεύσεις οι διάδικοι συμφώνησαν για την πώληση και μεταβίβαση από τον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ στον εναγόμενο-ενάγοντα Χ των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερίσματος και αποθήκης) και του δικαιώματος της αποκλειστικής χρήσης της προαναφερόμενης ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου. Το τίμημα της πώλησης αυτής ορίστηκε στο ποσό των 104.000 ευρώ. Για την εξόφληση του τιμήματος αυτού συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος-ενάγων Χ έπρεπε να καταβάλει στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ: α) 10.000 ευρώ κατά την κατάρτιση της συμφωνίας αυτής, β) 20.000 ευρώ κατά την αποπεράτωση του σκελετού της οικοδομής, γ) 40.000 ευρώ κατά την ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, η οποία έπρεπε να γίνει μέχρι την 5-12-2002, δ) 17.000 ευρώ κατά την αποπεράτωση της κατασκευής των επιχρισμάτων και ε) 17.000 ευρώ κατά την παράδοση των περιουσιακών αυτών στοιχείων έτοιμων και κατάλληλων για χρήση. Μάλιστα, για την προαναφερόμενη συμφωνία συντάχθηκε μεταξύ των διαδίκων το από 29-8-2002 σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο εναγόμενος-ενάγων Χ κατέβαλε στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ το ποσό των 10.000 ευρώ κατά την ημέρα της κατάρτισής της και το ποσό των 20.000 ευρώ κατά την 29-11-2002, όταν είχε αποπερατωθεί η κατασκευή του σκελετού της οικοδομής. Ακόμη, την 5-12-2002, κατά την οποία καταρτίστηκε, μεταξύ του ενάγοντος-εναγομένου Ψ αφενός, ενεργούντος για τον εαυτό του και ως εκπρόσωπος των οικοπεδούχων, και της Λ χήρας Χ αφετέρου, ως εκπροσώπου του γιου της Χ, το συμβόλαιο…, το οποίο συντάχθηκε από την προαναφερόμενη Συμβολαιογράφο και μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 719 των προαναφερόμενων βιβλίων μεταγραφών με αύξοντα αριθμό …, η Λ χήρα Χ κατέβαλε, με την προαναφερόμενη ιδιότητα της, στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ το ποσό των 40.000 ευρώ έναντι του προαναφερόμενου τιμήματος. Έτσι, μέχρι την υπογραφή του συμβολαίου αυτού, με το οποίο ο ενάγων-εναγόμενος Ψ μεταβίβασε στον εναγόμενο-ενάγοντα Χ, λόγω πώλησης, την κυριότητα των πιο πάνω αναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερίσματος και αποθήκης) και το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης της ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου, δηλαδή μέχρι την 5-12-2002, ο εναγόμενος-ενάγων Χ κατέβαλε στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ, έναντι του προαναφερόμενου τιμήματος, το ποσό των 70.000 (10.000+20.000+40.000) ευρώ. Για τα ποσά των 20.000 και των 40.000 ευρώ ο ενάγων-εναγόμενος Ψ εξέδωσε τις από 29-11-2002 και 5-12-2002 αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής, στην τελευταία από τις οποίες περιλαμβάνεται και το ποσό των 1.500 ευρώ, το οποίο αφορά αμοιβή του ενάγοντος-εναγομένου Ψ για εκτέλεση πρόσθετων εργασιών. Παρά το γεγονός ότι το τίμημα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 104.000 ευρώ, στο προαναφερόμενο συμβόλαιο … αναγράφηκε, με βάση τις δηλώσεις των συμβληθέντων, ότι το τίμημα ανέρχεται στο ποσό των 53.596 ευρώ και συγκεκριμένα σε 50.740 ευρώ για το διαμέρισμα, σε 887 ευρώ για την αποθήκη και σε 1.969 ευρώ για το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης της ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι μέχρι την 5-12-2002, ο εναγόμενος-ενάγων Χ είχε καταβάλει στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ, έναντι του τιμήματος των 104.000 ευρώ, 70.000 ευρώ, στο συμβόλαιο αυτό αναγράφηκε, με βάση τις δηλώσεις των συμβληθέντων, ότι έναντι του προαναφερόμενου τιμήματος των 53.596 ευρώ, είχε καταβληθεί, κατά την ημέρα της κατάρτισης του συμβολαίου εκτός του γραφείου της Συμβολαιογράφου, το ποσό των 19.596 ευρώ. Αυτό συνέβη όχι διότι πράγματι εκτός από το ποσό των 70.000 ευρώ ο εναγόμενος-ενάγων Χ είχε καταβάλει εκτός του γραφείου της Συμβολαιογράφου κατά την ημέρα της κατάρτισης του συμβολαίου και το ποσό των 19.596 ευρώ, αλλά με σκοπό το απομένον και εμφαινόμενο στο συμβόλαιο αυτό ως οφειλόμενο τίμημα να είναι το πραγματικό, ανερχόμενο στο ποσό των 34.000 (104.000-70.000) ευρώ. Το συμβολαιογραφικό αυτό έγγραφο, ως δημόσιο έγγραφο, αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 438, 440 και 441 του ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή του ως πλαστού, όχι όμως ως προς όλα όσα περιέχονται σ’ αυτό, αλλά μόνον ως προς όσα η Συμβολαιογράφος αναφέρει ότι έγιναν από την ίδια ή ενώπιόν της, ενώ ως προς την αλήθεια των δηλώσεων των συμβληθέντων, για την οποία η Συμβολαιογράφος δεν είχε δική της αντίληψη, χωρεί ανταπόδειξη και χωρίς την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.
Συνεπώς, κατά της προαναφερόμενης δήλωσης των συμβληθέντων ότι καταβλήθηκε εκτός του γραφείου της Συμβολαιογράφου κατά την ημέρα της κατάρτισης του συμβολαίου το ποσό των 19.596 ευρώ χωρεί ανταπόδειξη και χωρίς την προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού. Ο τρίτος, επομένως, λόγος της από 20-12-2006 έφεσης του εναγομένου-ενάγοντος Χ, σύμφωνα με τον οποίο (λόγο έφεσης) το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ανταπόδειξη ως προς τη δήλωση αυτή, χωρίς την προσβολή του συμβολαίου ως πλαστού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η οικοδομή στην οποία βρίσκεται το προαναφερόμενο διαμέρισμα με την αποθήκη και την ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου έχει ανεγερθεί, όπως προαναφέρθηκε, στην οδό …, σε απόσταση 150 περίπου μέτρα από το κέντρο της πόλης της Τρίπολης. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2002, οπότε καταρτίστηκαν η προαναφερόμενη από … συμφωνία και το προαναφερόμενο συμβόλαιο …, η ανά τμ αξία των διαμερισμάτων, μαζί με αποθήκη και θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, σε νεόδμητες οικοδομές στην ίδια περιοχή κυμαινόταν από 1.500 έως 1.600 ευρώ, όπως συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την πιο πάνω αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του …. Τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο-ενάγοντα Χ συγκριτικά στοιχεία, ήτοι τα συμβόλαια … της Συμβολαιογράφου Νυμφασίας Σταυρούλας Οικονομοπούλου, …της Συμβολαιογράφου Τρίπολης Μαρουλίτσας Τσαλαβούτη και … της ίδιας Συμβολαιογράφου, δεν είναι πρόσφορα, αφού το μεν πρώτο αφορά οικόπεδο που βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα …, τα δε υπόλοιπα αφορούν διαμερίσματα που βρίσκονται σε άλλο οικοδομικό τετράγωνο και συγκεκριμένα στο ΟΤ 34 της …, ενώ από μόνο το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ίδιο διάδικο συμβόλαιο .., το οποίο αφορά διαμέρισμα της κατασκευασθείσας από τον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ πιο πάνω αναφερόμενης οικοδομής με αποθήκη και χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου και σύμφωνα με το οποίο οι συμβληθέντες σ’ αυτό όρισαν, ως αγοραία αξία του διαμερίσματος αυτού, την αντικειμενική που ανερχόταν στο ποσό των 763 ευρώ (61.040 ευρώ: 80 τμ) ανά τμ και μάλιστα κατά το έτος 2004, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αξία του προαναφερόμενου διαμερίσματος ΣΤ-2 με την αποθήκη Υ-20 και την ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου με τα στοιχεία ΘΕΣΗ Γ’ ανερχόταν κατά την 5-12-2002 στο ποσό των 763 ευρώ ανά τμ, αφού από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ συμβόλαιο πώλησης … του Συμβολαιογράφου Τρίπολης Βασιλείου Αρτόπουλου, το οποίο αφορά διαμέρισμα, εμβαδού 80 τμ, του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ίδιας οικοδομής, με αποθήκη και θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, προκύπτει ότι η ανά τμ αξία του διαμερίσματος αυτού ορίστηκε στο ποσό των 1.537,63 ευρώ (123.011 ευρώ: 80 τμ). Εξάλλου, ούτε από τις καταχωρίσεις (αγγελίες) στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο-ενάγοντα Χέντυπα εφημερίδων μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η ανά τμ αξία του διαμερίσματος ΣΤ-2 με την αποθήκη Υ-20 και τη θέση στάθμευσης αυτοκινήτου με τα στοιχεία ΘΕΣΗ Γ’ ανερχόταν κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2002 στο ποσό των 763 ευρώ, αφού στις καταχωρίσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που προσδιορίζουν την αξία των διαμερισμάτων, όπως ο χρόνος κατασκευής των οικοδομών, η ποιότητα της κατασκευής τους κλπ. Από όλα αυτά συνάγεται ότι το τίμημα των 104.000 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε πραγματικά να καταβληθεί από τον εναγόμενο-ενάγοντα Χ στον ενάγοντα-εναγόμενο Ψ για το διαμέρισμα ΣΤ-2, την αποθήκη Υ-20 και την ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου με τα στοιχεία ΘΕΣΗ Γ’ δεν υπερέβαινε την αγοραία (αληθινή) αξία και, συνεπώς, ο πωλητής (ενάγων-εναγόμενος Ψ δεν έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος του αγοραστή (εναγομένου-ενάγοντος Χ. Περαιτέρω, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο …της Συμβολαιογράφου Τρίπολης Γεωργίας Τσιούλια, οι διάδικοι όρισαν, για το απομένον στο εμφαινόμενο στο συμβόλαιο αυτό υπόλοιπο του τιμήματος των 34.000 ευρώ, ότι έπρεπε αυτό να καταβληθεί με δύο δόσεις, ποσού 17.000 ευρώ η καθεμία, και συγκεκριμένα η πρώτη κατά την αποπεράτωση της κατασκευής των επιχρισμάτων και η δεύτερη κατά την πραγματική παράδοση στον εναγόμενο Χ του διαμερίσματος με την αποθήκη και τη θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, έτοιμων και κατάλληλων για χρήση. Την 21-2-2003 ο ενάγων Ψ ολοκλήρωσε την κατασκευή των επιχρισμάτων και ο εναγόμενος Χ του κατέβαλε, δια της εκπροσώπου του Λ χήρας Χ (μητέρας του), το ποσό της πρώτης δόσης, ήτοι το ποσό των 17.000 ευρώ, για το οποίο ο ενάγων Ψεξέδωσε την από 21-2-2003 απόδειξη πληρωμής. Κατά τον Οκτώβριο του έτους 2003, ο ενάγων Ψολοκλήρωσε την κατασκευή της προαναφερόμενης οικοδομής. Με την από 4-10-2003 εξώδικη πρόσκληση του, η οποία επιδόθηκε την 5-11-2003, όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναφερόμενη έκθεση επίδοσης, στη Λ χήρα Χ, με την ιδιότητα της ως εκπροσώπου του εναγομένου Χ με βάση το πιο πάνω αναφερόμενο πληρεξούσιο, κάλεσε τον εναγόμενο Χ να παραλάβει το διαμέρισμα με την αποθήκη και τη θέση στάθμευσης αυτοκινήτου και να του καταβάλει, για την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, το ποσό της δεύτερης (τελευταίας) δόσης, ήτοι το ποσό των 17.000 ευρώ. Όμως, ο εναγόμενος Χ δεν προσήλθε για την παραλαβή αυτών ούτε του κατέβαλε το ποσό αυτό και έτσι περιήλθε σε υπερημερία. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η από 21-6-2004 αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο όχι από την 5-11-2003, οπότε άρχισε η υπερημερία, αλλά από την £ 5-11-2003, αφού από την ημέρα αυτή ο ενάγων ζητάει την επιδίκαση τόκων υπερημερίας”. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, εναντιώνεται ο ηττηθείς εκκαλών (βΙ)-εφεσίβλητος-εναγόμενος (αΙ,α) με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ’ αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι’ αυτής και του προσθέτου δικογράφου της λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα: (i) Κύριο δικόγραφο Ι. Κατά το άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το Δικαστήριο της ουσίας (αριθμ. 8) έλαβε υπόψη αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που δεν προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, (αριθμ. 11 περ.α’, β’) έλαβε υπόψη αποδεικτικά που δεν επιτρέπει ο νόμος ή δεν προσκομίσθηκαν και (αριθμ. 12) παρέλειψε να προσδώσει σε αποδεικτικό μέσο την αυξημένη κατά νόμο αποδεικτική του δύναμη. Κατά τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την ένορκη κατάθεση του ενάγοντος-εναγομένου Ψ, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμια απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτει ότι περιέχουν την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εν λόγω διαδίκου Φ ή και τις διασαφήσεις του ετέρου τούτων Χ. Πρόκειται για προφανή παραδρομή, εκτίμηση η οποία πειστικώς δικαιολογείται από την αντιπαραβολή των ίσης αποδεικτικής δυνάμεως εγγράφων, αποφάσεως και πρακτικών (Κ.Πολ.Δ. 259 §1, 312 §§1,2) και επιβεβαιώνεται από τις λοιπές αιτιολογίες της κατά την ειδική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, στις οποίες αναφέρεται στην κατάθεση του μάρτυρα Φ. Επομένως οι προσβαλλόμενες με τον έκτο και τελευταίο κατά σειρά λόγο αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 8, 11, 12 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια, αντίστοιχα, (α) ότι έλαβε υπόψη τους περιεχομένους στην ένορκη κατάθεση του διαδίκου Ψ αυτοτελείς ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν, επιπρόσθετα δε (β) έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπεται κατά νόμο και παράλληλα δεν προσκομίσθηκε και τέλος (γ) παρέλειψε να προσδώσει στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την πλήρη κατά νόμο αποδεικτική τους δύναμη, ερειδόμενες επί αναληθούς από ουσιαστική άποψη προϋποθέσεως, ελέγχονται ως αβάσιμες.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων 438, 440, 441 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, ως δημόσια έγγραφα, αποτελούν πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών, μόνο ως προς τα περιεχόμενα εις αυτά για τα οποία ο συμβολαιογράφος αναφέρει ότι έγιναν από τον ίδιο ή ενώπιόν του. Ως προς την αλήθεια των δηλώσεων των δικαιοπρακτούντων, για τις οποίες ο συμβολαιογράφος δεν έχει δική του αντίληψη, χωρεί ανταπόδειξη και χωρίς προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Η εικονικότητα των δηλώσεων αυτών δεν εμποδίζεται, ούτε στις περιπτώσεις που η δήλωση βουλήσεως γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου ή άλλης Αρχής, που απλώς είναι εντεταλμένη να πιστοποιήσει τη δήλωση, όπως αυτή εξωτερικεύεται, χωρίς σύμπραξη στην δικαιοπραξία. Κατά συνέπεια, αν σε συμβόλαιο περί μεταβιβάσεως κυριότητας ακινήτου, περιληφθεί και δήλωση του πωλητή ότι το τίμημα καταβλήθηκε σε αυτόν από τον αγοραστή εκτός του συμβολαιογραφικού γραφείου, για την οποία (δήλωση) δεν αποτελεί κατά το νόμο ουσιαστικό ή αποδεικτικό τύπο το συμβολαιογραφικό έγγραφο, εφόσον δεν ορίσθηκε τούτο από τα μέρη, χωρεί ανταπόδειξη κατά της δηλώσεως αυτής και απόδειξη της εικονικότητάς της, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσβολής του εγγράφου ως πλαστού, και με μάρτυρες. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων δέχθηκε ανελέγκτως ανταποδεικτικώς, χωρίς την προσβολή του συμβολαι-ογραφικού εγγράφου ως πλαστού, ότι η σημειούμενη στο συμβόλαιο δήλωση των δι’ αυτού συμβληθέντων ότι έναντι του αναφερομένου τιμήματος των 53.596,00 Ευρώ είχε καταβληθεί, κατά την ημέρα της καταρτίσεώς του, εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου, το ποσό 19.596,00 Ευρώ, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κατά συνέπεια ο δεύτερος κατά σειρά λόγος, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 12 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι’ αυτής απόφαση ότι δεν απέδωσε στο … συμβόλαιο την αυξημένη κατά νόμο αποδεικτική δύναμη της πλήρους αποδείξεως αναφορικά με την περιεχόμενη δήλωση των δι’ αυτού συμβληθέντων για καταβολή εκτός συμβολαιογραφικού γραφείου του ποσού των 19.596,00 Ευρώ, ελέγχεται ως αβάσιμος. Όμοια αρνητικά αξιολογείται ως αβάσιμη, η διατυπούμενη με τον τέταρτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια ότι στην περί των πραγμάτων αυτών κρίση του το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε χωρίς απόδειξη, δοθέντος ότι στις αιτιολογίες της αποφάσεως διαλαμβάνεται ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, τις παρασχεθείσες από τον εκ των διαδίκων Χ διασαφήσεις, την 129/19-2-2008 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Τριπόλεως ένορκη βεβαίωση και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα.
ΙΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες, Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ’ όσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή, εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369, 513, 1033 ΑΚ, 13 §3 του Ν.1587/1950, προκύπτει ότι όπου ο νομός απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική της πώλησής του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση, όμως, του τύπου αυτού ως προς μέρος του τιμήματος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία το τελευταίο συμφωνήθηκε μεγαλύτερο από αυτό που αναγράφεται στο συμβόλαιο, δεν επάγεται ακυρότητα της όλης σύμβασης, αλλά η σύμβαση είναι άκυρη μόνον κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επιπλέον του αναγραφομένου στο συμβόλαιο, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος με ποινή ακυρότητας τύπος. Το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επιπλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή, ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο αγοραστής από νόμιμη αιτία έλαβε ολόκληρο το πωληθέν ακίνητο με βάση το νομίμως συμφωνηθέν, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερο τίμημα, ώστε κατά το επιπλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Στην αντίθετη περίπτωση που το επιπλέον μέρος έχει καταβληθεί μπορεί να αναζητηθεί από τον αγοραστή με τις διατάξεις αυτές μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος ακινήτου. Στις σημειούμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με πληρότητα και σαφήνεια διαλαμβάνεται (1) ότι το πραγματικό τίμημα πωλήσεως συνομολογήθηκε στο ποσό των 104.000,00 Ευρώ, που ανταποκρινόταν και δεν υπερέβαινε την αληθινή και αγοραία αξία των οριζοντίων ιδιοκτησίων, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως χώρου σταθμεύσεως, κατά τον χρόνο καταρτίσεως της διατυπούμενης στο από 29-8-2002, ιδιωτικό έγγραφο συμφωνίας τους και του … συμβολαίου, (2) ότι μέχρι τότε (5-12-2002) είχε καταβληθεί το ποσό των 70.000,00 Ευρώ, παραμένοντας εντεύθεν χρεωστικού υπολοίπου 34.000,00 Ευρώ, (3) ότι για τον λόγο αυτό στο … συμβόλαιο, στο οποίο το συνομολογηθέν τίμημα αναληθώς φέρεται ότι ορίσθηκε στο ποσό των 53.596,00 Ευρώ, αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο καταρτίσεώς του καταβλήθηκε εκτός συμβολαιογραφικού γραφείου το ποσό των 19.596,00 Ευρώ, ώστε να προκύπτει το πράγματι οφειλόμενο τίμημα των 34.000,00 Ευρώ, μετά την καταβολή των 70.000,00 Ευρώ, χωρίς τον συνυπολογισμό της μη ανταποκρινόμενης στην πραγματικότητα, ως επιπρόσθετης καταβολής, του ποσού 19.596,00 Ευρώ και (4) ότι έναντι του οφειλομένου τιμήματος των 34.000,00 Ευρώ, καταβλήθηκε στις 21-2-2003 το ποσό των 17.000,00 Ευρώ, παραμένοντας εντεύθεν χρεωστικού υπολοίπου, 17.000,00 Ευρώ, η καταψήφιση του οποίου και εδιώκετο με την χαρακτηριζόμενη με στοιχ. (α) αγωγή. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά δικαιολογούσαν την κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 166, 180, 181, 181, 361, 369, 513, 1033 ΑΚ, 13 §3 του Ν.1587/1950 παραδοχή της με στοιχ. (α) αγωγής και την απόρριψη της με στοιχ. (β) αγωγής κατ’ ουσίαν, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους λοιπούς λόγους αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 (1ος λόγος) και 19 (1ος, 3ος, 5ος λόγοι) Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, να ελέγχονται ως αβάσιμες. (ii) Πρόσθετο δικόγραφο Κατά το άρθρο 562 Κ.Πολ.Δ. Ι. ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός, μόνον αν στηρίζεται σε ισχυρισμό που προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας, από το οποίο προέρχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν (α) πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο Δικαστήριο της ουσίας, (β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και (γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη (§2) και
ΙΙ. Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναιρέσεως από τις δικές του πράξεις, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη (§3). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270 §2 εδ. β’, 524 §1 εδ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου περιλαμβάνεται και το κατά την διάταξη του άρθρου 13 §3 του Ν.1587/1950 αντέγγραφο, από το οποίο προκύπτει ότι συμφωνήθηκε ή καταβλήθηκε τίμημα μεγαλύτερο εκείνου, το οποίο είχε αναγραφεί στο συμβόλαιο και στη δήλωση του φόρου και το οποίο κατά την αυτή διάταξη είναι άκυρο και δεν δύναται να προσαχθεί και να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη αρχή. Τούτο ισχύει για την ταυτότητα του λόγου και στην περίπτωση, κατά την οποία η άκυρη περί του υπερβάλλοντος (αφανούς) τιμήματος συμφωνία, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 166, 369, 513, 1033 ΑΚ και 13 §3 του Ν.1587/1950, δεν έχει περιβληθεί το τύπο του συμβολαιογραφικού αλλά του ιδιωτικού εγγράφου. Η διάταξη, όμως, αυτή δεν απαγορεύει την επίκληση της άκυρης για το επιπλέον μη αναγραφόμενο στο τίμημα του ακινήτου συμφωνίας, όταν από την επίκληση και την απόδειξη αυτής δικαιολογείται έννομο συμφέρον. Με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως του προσθέτου δικογράφου προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 11 περ.α’ Κ.Πολ.Δ., ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το μη επιτρεπόμενο από το νόμο από 29-8-2002 ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο διατυπώνεται η συμφωνία των διαδίκων για το πράγματι συνομολογηθέν τίμημα πωλήσεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αξιολογείται προεχόντως ως απαράδεκτος, δοθέντος ότι σχετικός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στο Δικαστήριο της ουσίας, χωρίς παράλληλα να διαλαμβάνεται στις αιτιολογίες της αποφάσεως ότι πρόκειται για μη επιτρεπόμενο από το νόμο αποδεικτικό μέσο, αλλά αντιθέτως γίνεται από τον αναιρεσείοντα ρητή αναφορά και επίκληση του επίμαχου εγγράφου και της διατυπούμενης δι’ αυτού συμφωνίας των διαδίκων στη με στοιχ. (βΙ) έφεσή του, και τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του, προς θεμελίωση της φερόμενης προς καταψήφιση με τη με στοιχ. (β) αγωγή του αξιώσεώς του, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, εφόσον η δικαστική περί τούτου ομολογία του αρκούσε για το σχηματισμό της σχετικής περί πραγμάτων κρίσεως του Δικαστηρίου της ουσίας (Κ.Πολ.Δ. 352 §1) και με την έννοια αυτή δεν αποτελούσε κρίσιμο αποδεικτικό μέσο, στο οποίο αποκλειστικά ή κύρια στηρίχθηκε το δικαστήριο, ανεξάρτητα από το ότι επιτρεπτώς λαμβάνεται υπόψη συμπληρωματικά και εκτιμάται ελεύθερα. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 63/4-12-2008 αίτηση, με τον με ιδιαίτερο, 167/15-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 308/12-9-2008 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 10 Μαίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή : http://www.areiospagos.gr/