Προσύμφωνο πώλησης και μεταβίβασης ακινήτου

Ανυπαίτια αδυναμία τήρησης της υποχρέωσης που απορρέει από προσύμφωνο πώλησης και μεταβίβασης ακινήτου. Μεταβίβαση του ακινήτου σε τρίτον εν αγνοία της ύπαρξης δεσμευτικού προσυμφώνου. Σε περίπτωση ανυπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης της αναληφθείσας υποχρέωσης του οφειλέτη (πωλητή) να μεταβιβάσει το ακίνητο, ο από το προσύμφωνο αγοραστής δικαιούται, με βάση το άρθρο 380 ΑΚ, να αξιώσει ως περιελθόν το τίμημα της –συνεπαγόμενης την αδυναμία παροχής– πώλησης του ακινήτου στον τρίτον.

 

Η Απόφαση: 

«Αριθμός 2090/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα – Εισηγήτρια και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών – αναιρεσιβλήτων: 1) Θ. Α. του Γ., κατοίκου … και 2) Μ. Λ. του Β., συζύγου Π. Π., κατοίκου …, οι οποίες παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους …
Των αναιρεσιβλήτων – αναιρεσειόντων: 1) Ε. Θ. Λ., χήρας Σ. Δ., 2) Δ. Δ. του Σ., διαμένοντος προσωρινά στο … και 3) Θ. Δ. του Σ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2006 αγωγή των 1) Ε. Θ. Λ., χήρας Σ. Δ., 2) Δ. Δ. του Σ. και 3) Θ. Δ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1182/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 97/2015 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με τις από 20-10-2015 και 8-12-2016 αιτήσεις τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αβροκόμη Θούα ανέγνωσε την από 2-12-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 20-10-2015 αίτησης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών – αναιρεσιβλήτων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου: 1)η από 20-10-2015 αίτηση των Θ. Α. και Μ. Λ. και 2) η από 8-12- 2016 αίτηση των Ε. Δ., Δ. Δ. και Θ. Δ., για αναίρεση της 97/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τα δικόγραφα των οποίων πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας,προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης(αρθρ.246ΚΠολΔ).
1) Επί της από 20 Οκτωβρίου 2015 αίτησης των Θ. Α. και Μ. Λ., για αναίρεση της απόφασης, κατά το σκέλος που έκανε δεκτή την κατ’ αυτών από 25-5-2006 αγωγή των αναιρεσίβλητων.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ),η πορεία της υπόθεσης έχει ως εξής: Με την ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 25-5-2006 αγωγή τους οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), εξέθεταν:

Ότι δυνάμει του …/1987 προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Λαμίας Δ. Α., η Π. Π. ανέλαβε την υποχρέωση, προκειμένου να εξοφλήσει οφειλόμενη αμοιβή στον δικηγόρο Σ. Δ., που απεβίωσε στις 26-1-2000 και κατέλιπε αυτούς ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, να του πωλήσει και να του μεταβιβάσει, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, τα 13/100 του ανήκοντος σε αυτή ποσοστού των 1825/9000 ενός λεπτομερώς περιγραφομένου αγρό κτήματος, αντί τιμήματος 700.000 δραχμών. Ότι η εκπλήρωση της ανωτέρω αναληφθείσας με το εν λόγω προσύμφωνο υποχρέωσης της Π. Π. κατέστη αδύνατη, αφού οι εναγόμενες (ήδη αναιρεσείουσες), εκ διαθήκης μόνες κληρονόμοι αυτής, η οποία απεβίωσε στις 17-2-2002,πώλησαν και μεταβίβασαν το επίμαχο ακίνητο στις 14-3-2006 στην εταιρία με την επωνυμία “….”, δυνάμει του …/2006 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Σ.. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησαν, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, (και κατά το μέρος που ενδιαφέρει την αναιρετική διαδικασία) να υποχρεωθούν κάθε μία από τις εναγόμενες να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ποσό 85,807,27 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία του προσυμφωνηθέντος και τελικώς μεταβιβασθέντος σε τρίτο ακινήτου, ως αποζημίωση, άλλως 52.219,28 ευρώ, που αντιστοιχεί στο αναγραφόμενο στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, ποσό, που κάθε μία εισέπραξε από την πώληση του ίδιου ακινήτου, ως περιελθόν σε αυτές εξαιτίας της μεταβίβασης του ακινήτου και της εντεύθεν προκληθείσας αδυναμίας μεταβίβασης αυτού στους ίδιους όπως ώφειλαν, δυνάμει του προσυμφώνου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της, με την 1182/2008 απόφασή του.

Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν: α) την από 17-3-2011 έφεσή τους, με την οποία παρεπονούντο για την απόρριψη του κύριου αιτήματος της αγωγής τους με το οποίο ζητούσαν την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της επικαλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης της αναληφθείσας από την δικαιοπάροχο των εναγομένων παροχής και β) τους από 28-2-2013 πρόσθετους αυτής λόγους, με έναν από τους οποίους, παρεπονούντο για την απόρριψη και του αιτήματος της επιδίκασης του περιελθόντος στις εναγόμενες, του ποσού δηλαδή που ζητούσαν με το επικουρικό αίτημα της, από την βάση περί αποζημίωσης λόγω αδυναμίας εκτέλεσης της παροχής, αγωγής τους. Λαμβανομένων υπόψη ότι:1) Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να αναφέρονται στα εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως, 2) Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, κεφάλαιο είναι κάθε οριστική διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που κρίνει για το παραδεκτό ή το βάσιμο κάθε αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 132/2004). Αντίθετα, πρόκειται για το αυτό αντικείμενο δίκης και επομένως και για το αυτό κεφάλαιο της απόφασης, όταν υπάρχει ταύτιση τόσο ως προς το αίτημα όσο και ως προς την ιστορική βάση, και 3)Αναγκαίως συνεχόμενα με τα εκκληθέντα κεφάλαια της απόφαση, είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν, ως αντικείμενο, δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία ή από το αυτό βιοτικό γεγονός (ΑΠ 1340/2017, 684/2013, ΑΠ 238/2001),το κεφάλαιο της επιδίκασης του επικουρικού αιτήματος του περιελθόντος (αρθρ.338 ΑΚ),που εισήχθη με τον πρόσθετο λόγο έφεσης των αναιρεσιβλήτων, είναι αναγκαίως συνεχόμενο με το εκκληθέν κεφάλαιο της επιδίκασης αποζημίωσης λόγω αδυναμίας της παροχής (αρθρ.335ΑΚ), εφόσον έχει ως αντικείμενο δικαίωμα που απορρέει από την αυτή ιστορική αιτία και το αυτό ,με το εκκληθέν, βιοτικό γεγονός. Επομένως, ορθώς δεν τον απέρριψε ως απαράδεκτο το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και ο περί του αντιθέτου, πρώτος, από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, το πρώτον προβαλλόμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ.8 ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος ουσιώδους πράγματος, προϋποθέτει πράγμα παραδεκτώς προταθέν, αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρέπεται να το λάβει υπόψη. “Πράγματα” δε, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς (Ολ ΑΠ 3/1997).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και έβδομο με αριθμό 3 λόγους της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείουσες επικαλούμενες πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη το προαναφερθέν επικουρικό αίτημα της από 25-5-2006 αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΑΚ,το οποίο δεν περιλαμβανόταν σ’ αυτή, ούτε και έκθεση των πραγματικών περιστατικών που να το θεμελιώνουν εγένετο στο ίδιο δικόγραφο. Όπως όμως ήδη προεκτέθηκε, από την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι ζητούσαν επικουρικά την καταβολή του περιελθόντος, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 338 ΑΚ, στις αναιρεσείουσες ποσού, συνεπεία της μεταβίβασης του ακινήτου και της εντεύθεν προκληθείσας αδυναμίας τους να το μεταβιβάσουν στους ιδίους. Επομένως υπήρχε σαφές, ορισμένο και νόμιμο επικουρικό αίτημα στην αγωγή στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΑΚ,σύμφωνα με την οποία, “αν ο οφειλέτης απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του, επειδή βρισκόταν σε αδυναμία να την εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί που περιήλθε σ’ αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος”, χωρίς να απαιτείται προς τούτου να εκθέσουν ειδικώς οι αναιρεσίβλητοι ότι το ανωτέρω ποσό το ζητούν λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας, εφόσον το εν λόγω αίτημα διατυπώθηκε όχι ευθέως, αλλά επικουρικώς. Εξάλλου, το αίτημα καταβολής του ανωτέρω ποσού ως περιελθόντος, είναι νόμιμο, ανεξαρτήτως του ότι το φερόμενο με το συμβολαιογραφικό έγγραφο ως καταβληθέν στις αναιρεσείουσες ποσό από την μεταβίβαση του ακινήτου είναι διαφορετικό, αφού το ζήτημα αυτό άπτεται της ουσιαστικής βασιμότητάς του. Κατ’ ακολουθία, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς την διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή ένστασης) (σχετ. Ολ. ΑΠ 16/1988, ΑΠ 991/2014). Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξάρτητα από το είδος της αοριστίας, για να ιδρυθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει η αοριστία του δικογράφου να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ’ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικά δεν αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1002/2017, 1170/2017, 254/2016). Επομένως για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο περί αοριστίας ισχυρισμός είχε νόμιμα προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 883/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον έκτο λόγο της αίτησής τους, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι δεν απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφαση την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, λόγω νομικής αοριστίας, συνισταμένης στην έλλειψη αναφοράς του περιεχομένου της συμφωνίας που ρύθμιζε τα της δικηγορικής αμοιβής του δικαιοπαρόχου τους, όπως και το ύψος αυτής. Ο ανωτέρω λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείουσες δεν εκθέτουν ότι τον είχαν προτείνει στο δικαστήριο της ουσίας, όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των από 5-2-2014 προτάσεών τους ενώπιον αυτού, δεν τον είχαν προβάλει. Σε κάθε περίπτωση, είναι και αβάσιμος, εφόσον η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, της οποίας προεκτέθηκε το περιεχόμενο, θεμελιώνεται στην αυτοτελή και δημιουργούσα τέλεια ενοχή σύμβαση του προσυμφώνου, ενώ η διηγηματική αναφορά ότι αυτό καταρτίστηκε για να εξοφληθεί η οφειλόμενη στον δικαιοπάροχό τους δικηγορική αμοιβή, βάσει προηγηθείσας συμφωνίας με την δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων, δεν καθιστά την αγωγή, τοιαύτη διεκδίκησης δικηγορικής αμοιβής, με αποτέλεσμα το Εφετείο να μην αρκεσθεί σε λιγότερα των απαιτουμένων για την πληρότητά της στοιχείων. Το προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθοριστεί και υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί (άρθρ. 166 ΑΚ). Πρόκειται για τέλεια, αυθύπαρκτη και αυτοτελή σύμβαση, που δημιουργεί την υποχρέωση για κατάρτιση της οριστικής σύμβαση (ΑΠ 708/2016). Σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης αυτής, μπορεί να θεμελιωθεί υποχρέωση αποζημίωσης, λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής από την οριστική σύμβαση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 330 επ., 335 επ. 362 επ. 380 επ. ΑΚ (ΑΠ 590/2017, 568/2014). Οι διατάξεις εξάλλου των άρθρων 380 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται επί των αμφοτεροβαρών συμβάσεων (όπως είναι και η από το προσύμφωνο σύμβαση) και ρυθμίζουν όχι μόνο τις συνέπειες της ανώμαλης εκπλήρωσης της ενοχής, αλλά και της τύχης της αντιπαροχής, δεν αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 335 επ. ΑΚ στην έκταση που δεν είναι ασυμβίβαστες με τον ανταλλακτικό χαρακτήρα αυτών. Επομένως, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης της από το προσύμφωνο αναληφθείσας υποχρέωσης του οφειλέτη πωλητή να μεταβιβάσει ακίνητο, λόγω μεταγενέστερης πώλησης αυτού από τον τελευταίο σε τρίτο, ο από το προσύμφωνο δανειστής (αγοραστής) δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 335 ΑΚ ή το περιελθόν, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, μόνο η επί μακρόν χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στη περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 5/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.1ΚΠολΔ,αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 11/2017). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 24/2015). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της απόφασης, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης επί των ζητημάτων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης. Εάν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο ή αν αυτά ως εκ περισσού διατυπώθηκαν ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αξιούμενου με την αγωγή δικαιώματος και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε μη προταθέντα κατ’ ένσταση ή αντένσταση ισχυρισμό των διαδίκων, τότε οι σχετικές προς θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 255/2010). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθεται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ενώ για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην των παραπάνω, να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ ΑΠ 20/2005).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα:” : Ο Σ. Δ., ο οποίος απεβίωσε στις 26.1.2000 και κατέλιπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την πρώτη των εναγόντων σύζυγο του και τους λοιπούς εξ αυτών τέκνα του,(ήδη αναιρεσίβλητους και αναιρεσείοντες) ήταν δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαμίας. Με την ιδιότητά του αυτή, ο τελευταίος και ο Κ. Π., επίσης δικηγόρος, κατόπιν εντολής της Π. Π., άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 10.10.1971 (αριθμ. εκθ. καταθ. …1971) αγωγή περί κλήρου κατά των αναφερομένων σε αυτή προσώπων, ως κληρονόμων κατεχόντων τα αντικείμενα της κληρονομιάς του πατέρα της, Σ. Β. και διεξήγαγαν τη δίκη μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. 9207/1983 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, επικυρωθείσας στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 571/1987 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή και αφού αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα της Π. Π. σε ποσοστά 1825/9000 επί των κληρονομιαίων ακινήτων διατάχθηκε σε αυτήν η απόδοσή τους. Μεταξύ των ακινήτων αυτών ήταν και ένα αγρόκτημα έκτασης 15.000 στρεμμάτων περίπου, γνωστό με την ονομασία “…”, που βρίσκεται εντός της κτηματικής περιφέρειας της τέως κοινότητας και ήδη δημοτικού διαμερίσματος “…” του διευρυμένου …. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης αυτής και αφού είχε προηγηθεί το από 15.10.1977 εργολαβικό δίκης μεταξύ των παραπάνω δικηγόρων και της Π. Π., καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων το υπ’ αριθμ. …/17.7.1988 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Λαμίας Δ. Α., προκειμένου να ρυθμισθεί το ζήτημα της δικηγορικής αμοιβής των πληρεξούσιων δικηγόρων της, δυνάμει του οποίου ανέλαβε η παραπάνω την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει κατά κυριότητα σε έκαστο των δικηγόρων, είτε σε όποιο άλλο πρόσωπο θα υπεδείκνυαν αυτοί, ποσοστό 13/100 εξ αδιαιρέτου επί των ακινήτων της κληρονομιάς του πατέρα της, την οποία αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμ. …/17.7.1987 δήλωσή της ενώπιον του ιδίου παραπάνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα. Κατά τα οριζόμενα στο προσύμφωνο, το τίμημα ορίσθηκε στο ποσό των 700.000 δραχμών που καταβλήθηκε στην πωλήτρια εκτός του γραφείου του συμβολαιογράφου, ως αρραβώνας και θα συμψηφιζόταν κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου στο ισόποσο τίμημα, η δε κατάρτιση του τελευταίου θα γινόταν σε χρόνο που επιθυμούσαν οι αγοραστές, μετά από προηγούμενη έγγραφη πρόσκληση της πωλήτριας, είτε με αυτοσύμβαση. Ρητά συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μεταμέλειας ή άρνησης ή δυστροπίας της πωλήτριας για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, υποχρεούταν αυτή να επιστρέψει στους αγοραστές το ποσό που της κατέβαλαν για τίμημα στο διπλάσιο, ως ποινική ρήτρα ή να επιδιώξουν δικαστικά την εκτέλεση αυτής, χωρίς η άσκηση του ενός από τα παραπάνω δικαιώματα να αποκλείει το άλλο, αντίστοιχος δε όρος για την απώλεια του καταβληθέντος ποσού έναντι του τιμήματος υπέρ της πωλήτριας σε περίπτωση μεταμέλειας των αγοραστών περιελήφθη επίσης σε αυτό (προσύμφωνο). Συμφωνήθηκε ακόμη ότι ως μεταμέλεια, υπό αυτή την έννοια, θα θεωρείται και η μη προσέλευση οποιουδήποτε από τους συμβαλλομένους προς υπογραφή του οριστικού συμβολαίου κατά την ορισθείσα προς τούτο ημερομηνία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκ προσυμφώνου πωλήτρια Π. Π., απεβίωσε στις 17.2.2002, καταλείποντας με την υπ’ αριθμ. …/2.3.1989 δημόσια διαθήκη της ενώπιον του τέως συμβολαιογράφου Λαμίας Π. Ν., η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθμ. …4.2002 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ως κληρονόμους αυτής, πλην των θυγατέρων της, τις εναγόμενες- εγγονές της(,ήδη αναιρεσείουσες και αναιρεσίβλητες).Ειδικότερα, τις τελευταίες εγκατέστησε κληρονόμους κοινώς, αδιαιρέτως και ισομερώς επί του ανήκοντος σε αυτήν ποσοστού εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που περιήλθαν στην κυριότητά της δυνάμει της προαναφερομένης υπ’ αριθμ. 9207/1983 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, επικυρωθείσας με την υπ’ αριθμ. 571/1987 απόφαση του Αρείου Πάγου. Την κληρονομιά αυτή, μεταξύ της οποίας το προαναφερόμενο ακίνητο “…”, αποδέχθηκαν οι εναγόμενες με την υπ’ αριθμ. …21.1.2003 δήλωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Μ.- Τ. που μεταγράφηκε νόμιμα. Στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμ. …/14.3.2006 συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Σ., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, οι εναγόμενες μαζί με τους λοιπούς συγκυρίους προέβησαν, λόγω πώλησης, στη μεταβίβαση της κυριότητας του παραπάνω ακινήτου, αντικειμενικής αξίας 6.510.140,74 ευρώ, στην εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…”, αντί του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 3.961.848,86 ευρώ. Οι εναγόμενες επαναφέρουν με τις προτάσεις τους στην παρούσα δίκη τις υποβληθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενστάσεις περί ολοσχερούς εξόφλησης της δικηγορικής αμοιβής του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και παραγραφής της αξίωσης αυτής, λόγω παρέλευσης χρονικού διαστήματος πλέον της πενταετίας από τη λήξη του έτους (31.12.1983) εντός του οποίου εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 9207/1983 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, οπότε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, μέχρι την άσκηση της αγωγής (16.6.2006),πλην όμως, ενόψει του αντικειμένου της δίκης που είναι η απαίτηση των εναγόντων προς αποζημίωση από την υπαίτια αδυναμία των εναγομένων να εκπληρώσουν την απορρέουσα εκ του προσυμφώνου υποχρέωση της δικαιοπαρόχου τους προς κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, υποκείμενη άλλωστε αυτή σε εικοσαετή παραγραφή, αλυσιτελώς αυτές (ενστάσεις) προβάλλονται. Περαιτέρω, οι ίδιες διατείνονται ότι δυνάμει του περιεχομένου του προσυμφώνου δεν δικαιούνται οι ενάγοντες στην άσκηση της αγωγής, δεδομένου ότι το μόνο δικαίωμα που επεφύλαξε για τον εαυτό του ο δικαιοπάροχος τους ήταν η είσπραξη εις διπλούν, ως ποινική ρήτρα, του καταβληθέντος ποσού των 700.000 δραχμών (2.054,29 ευρώ), το οποίο οι εναγόμενες προσέφεραν στους ενάγοντες, πλην όμως δεν αποδέχθηκαν τούτο, ή να επιδιώξει δικαστικά την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου ή να προβεί στην τελευταία με αυτοσύμβαση, σε περίπτωση δυστροπίας, μεταμέλειας ή άρνησης της πωλήτριας στη σύμπραξη της υπογραφής της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι πρόσθετοι αυτοί όροι, οι οποίοι θα ενεργοποιούνταν στις αναφερόμενες στο προσύμφωνο περιπτώσεις δεν αποκλείουν στους ενάγοντες την, κατ’ επιλογή τους, άσκηση άλλων δικαιωμάτων που παράλληλα παρέχονται σε αυτούς από το νόμο σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής από τη σκοπούμενη οριστική σύμβαση, εάν αποδειχθεί ότι η επιγενόμενη αδυναμία παροχής των εναγομένων ήταν υπαίτια, όπως εν προκειμένω της αξίωσης για αποζημίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 382ΑΚ.Η άσκηση της τελευταίας αυτής αξίωσης δεν προϋποθέτει προηγούμενη συναφή της οριστικής σύμβασης (με αυτοσύμβαση ή με δικαστική επιδίωξη της εκτέλεσης του οριστικού συμβολαίου, κατά τα οριζόμενα στο προσύμφωνο),αφού είναι βέβαιο εκ των προτέρων, λόγω της αδυναμίας που έχει χωρήσει στο μεταξύ αναφορικά με την παροχή της οριστικής σύμβασης, ότι η σχετική αξίωση δεν πρόκειται να εκπληρωθεί. Άλλωστε, η καταβολή του ποσού, του οποίου συμφωνήθηκε απόδοση εις διπλούν, ανεξάρτητα από το αν θα χαρακτηρισθεί ως επιτίμιο μεταμέλειας ή ποινική ρήτρα, όπως αναφέρεται και με τους δύο όρους από τους συμβαλλόμενους στο προσύμφωνο, στην πραγματικότητα συμφωνήθηκε για να εξασφαλισθούν οι αγοραστές ως προς την αμοιβή τους για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους, στην είσπραξη της οποίας δεν θα μπορούσαν να προβούν, εάν είχε παραλειφθεί η αναγραφή του στο προσύμφωνο, παρά μόνο προσφεύγοντας δικαστικά, δεδομένου ότι κατά την ίδια ημέρα με την κατάρτιση του προσυμφώνου και ενόψει της υπογραφής αυτού, χορηγήθηκε από αμφότερους τους δικηγόρους στη δικαιοπάροχο των εναγομένων εξοφλητική απόδειξη για την ίδια αιτία και δεν συνομολογήθηκε ο όρος αυτός ούτε για να περιφρουρήσει την εκτέλεση της οριστικής σύμβασης, ούτε για να διευκολύνει τη διάλυση της σύμβασης. Περαιτέρω όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι οι εναγόμενες, κατά το χρόνο πώλησης του κληρονομηθέντος μεριδίου τους επί του παραπάνω ακινήτου, γνώριζαν ότι είχαν υποχρέωση μεταβίβασης στο δικαιοπάροχο των εναγόντων ποσοστού 13/100 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας αυτού. Ειδικότερα, αμφότερες οι εναγόμενες έφυγαν από τη Λαμία και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα από πολύ νεαρή ηλικία, η μεν πρώτη, γεννηθείσα το έτος 1962, από το χρόνο εισαγωγής της στο Νομικό Τμήμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ασκώντας σήμερα το επάγγελμα της δικηγόρου, η δε δεύτερη, γεννηθείσα το έτος 1952, αμέσως μετά το γάμο της, έκτοτε δε οι επαφές με τα συγγενικά τους πρόσωπα στη Λαμία περιορίζονταν στη διάρκεια των εορτών. Από την επισκόπηση του περιεχομένου της προαναφερόμενης δημόσιας διαθήκης της Π. Π., συνταχθείσας στις 2.3.1989, ήτοι 20 μήνες περίπου από την κατάρτιση του προσυμφώνου (17.7.1987), προκύπτει ότι ουδεμία μνεία γίνεται σε αυτή για την ύπαρξη της ενοχικής δέσμευσης των εναγομένων δυνάμει του τελευταίου απέναντι στο δικαιοπάροχο των εναγόντων αναφορικά με το ακίνητο “…”. Αντιθέτως, αναφέρεται γενικά ότι στις εναγόμενες αφήνει η θανούσα κοινώς, αδιαιρέτως και ισομερώς το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί των κινητών που περιήλθαν σε αυτή με την υπ’ αριθμ. 9207/1983 απόφασή του Εφετείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 571/1987 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η παράλειψη αναφοράς του προσυμφώνου, δεν μπορεί να αποδοθεί στο προχωρημένο της ηλικίας της ή σε έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών της, καθόσον στη διαθήκη αποτυπώνεται με σαφήνεια η τελευταία βούλησή της, με την ακριβή περιγραφή των ακινήτων που κατέλιπε σε εκάστη των κληρονόμων της, θυγατέρων και εγγονών της, περιορίζοντας μάλιστα τις πρώτες στη νόμιμη μοίρα τους Το γεγονός και μόνο της πολύχρονης (διάρκειας 25 ετών περίπου) δικαστικής διαμάχης της ως άνω διαθέτιδος με τους λοιπούς συγκληρονόμους του πατέρα της, τα ζητήματα της οποίας χειρίζονταν αποκλειστικά η ίδια, όπως προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται από τους ενάγοντες και αφορούν τις δίκες αυτές, δεν αποδεικνύει άνευ ετέρου ότι οι εναγόμενες τελούσαν εν γνώσει των ειδικότερων συμφωνιών μεταξύ αυτής και των δικηγόρων της και δη της ύπαρξης του επίδικου προσυμφώνου. Σε αντίθετη περίπτωση, οι τελευταίες δεν θα ανέμεναν επί τετραετία περίπου από τη δημοσίευση της διαθήκης (5.4.2002) και τριετία από την αποδοχή της κληρονομιάς (21.3.2003), να προβούν στην πώληση του εν λόγω ακινήτου (14.3.2006) σε τρίτο αγοραστή, αλλά θα επιχειρούσαν άμεσα αυτήν προκειμένου να απαλλαγούν από την εκ του προσυμφώνου ενοχική υποχρέωσή τους. Το πρώτον που έλαβαν γνώση οι εναγόμενες ήταν μετά την πώληση του ακινήτου, όταν απεστάλησαν σε αυτές επιστολές από τον έτερο δικηγόρο Κ. Π., μετά του οποίου ο δικαιοπάροχος των εναγόντων χειρίσθηκε την υπόθεση της γιαγιάς τους και έχει ασκήσει όμοιου περιεχομένου αγωγή κατά των ιδίων για την καταβολή αντίστοιχων ποσών. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Κ. Π., ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η προσωπική γνώση των εναγομένων, συμπεραίνει ότι είχαν ενημερωθεί αυτές περί της ύπαρξης του προσυμφώνου από τις μητέρες τους, θυγατέρες της θανούσας, με την πρώτη εκ των οποίων (μητέρα της πρώτης των εναγομένων) συνοικούσε η τελευταία όσο και του ενόρκως βεβαιούντος, Ε. Μ., ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει προσωπικά τις εναγόμενες, επιβεβαιώνει ότι ευρισκόμενος στο δικηγορικό γραφείο του Κ. Π. για δική του υπόθεση, αντιλήφθηκε να γίνεται συζήτηση μεταξύ του τελευταίου και του Γ. Α., πατέρα της πρώτης των εναγομένων, για τη διανομή του κτήματος “…” και ότι μεταγενέστερα (Οκτώβριο ή Νοέμβριο 2005), εντός του ίδιου δικηγορικού γραφείου, επικοινώνησε ενώπιον του τηλεφωνικά ο Κ. Π. με τη μητέρα της πρώτης των εναγομένων και ετέρα συγκληρονόμο, ζητώντας τα τοπογραφικά διαγράμματα του ακινήτου προκειμένου να παραδώσει αυτά σε μεσίτη για την πώληση του ακινήτου, εκ του τιμήματος του οποίου, όπως τον ενημέρωσε ο παραπάνω δικηγόρος, θα ελάμβανε την αμοιβή του ο ίδιος και ο Σ. Δ. για τη διεξαγωγή της δίκης της Π. Π. … Επομένως, ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων, οι εναγόμενες με τη μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου περιήλθαν σε ανυπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της εκ του προσυμφώνου παροχής προς το δικαιοπάροχο των εναγόντων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και ακολούθως απέρριψε το αίτημα της κύριας βάσης της αγωγής περί επιδίκασης στους ενάγοντες αποζημίωσης για τη θετική ζημία που υπέστησαν, εξαιτίας της ανυπαίτιας επιγενόμενης (ολικής) αδυναμίας εκπλήρωσης εκ μέρους των εναγομένων της παροχής, απαλλασσομένων έτσι από την υποχρέωση αυτή, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 336 ΑΚ… Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, το εισπραχθέν τίμημα από την πώληση του ακινήτου προς την μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης “….” ανερχόταν στο ποσό των 3.961.848,86 ευρώ. Εκ του παραπάνω αυτού ποσού αμφότερες οι εναγόμενες έλαβαν, κατά το ποσοστό συγκυριότητάς τους, 803.374,92 (3.961.848,86X1825/9000) ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το ποσό των 104.438,74 (803.374,92X13/100) ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία των 13/100 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου που όφειλαν ως κληρονόμοι της Π. Π. να μεταβιβάσουν εκ του προσυμφώνου στο δικαιοπάροχο των εναγόντων, ήτοι για εκάστη το ποσό των 52.219,37 (104.438,74X1/2) ευρώ. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι το τίμημα που εισπράχθηκε από την εν λόγω πώληση ήταν υπέρτερο του αναγραφόμενου στο υπ’ αριθμ. …/14.3.2006 συμβόλαιο πώλησης ποσού, όπως διατείνονται οι ενάγοντες, και δη εκείνο των 6.510.140,74 ευρώ που ισούται με την αντικειμενική του αξία…. Όμως, ως προς το ποσό αυτό που αναλογεί στο εισπραχθέν τίμημα από την πώληση του ποσοστού 13/100 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, δημιουργείται σε βάρος των εναγομένων, παρότι βρίσκονταν σε αδυναμία να εκπληρώσουν την παροχή από γεγονός για το οποίο δεν υπέχουν ευθύνη, ήτοι δεν οφείλεται σε πταίσμα τους, (δευτερογενής) υποχρέωση απόδοσής του, καθόσον περιήλθε σε αυτές ως αντάλλαγμα (περιελθόν με την έννοια του άρθρου 338 ΑΚ), εξαιτίας του γεγονότος της αδυναμίας. Απέκτησαν έτσι οι ενάγοντες αξίωση υποκατάστασης στην ωφέλεια αυτή, η οποία δεν αποτελεί απαίτηση από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, ούτε αποζημίωση, δεδομένου ότι ο δικαιοπάροχος των τελευταίων είχε εκπληρώσει την αντιπαροχή του με τις ήδη παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες του, κατά τα προαναφερθέντα.

Περαιτέρω, όσον αφορά στην ένσταση καταχρηστικής άσκησης του επιδίκου δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενες, μόνο η επί μακρόν χρόνο αδράνεια του δικαιοπαρόχου των εναγόντων προς άσκηση του δικαιώματός του δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση αυτής, αλλά απαιτούνται να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός δημιούργησε με τη συμπεριφορά του εύλογα την πεποίθηση στις υπόχρεες, ότι δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμά του και οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Ειδικότερα, η δικαστική διαμάχη της κληρονομούμενης Π. Π. με την οικογένεια του αδελφού της για την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος και στη συνέχεια για την απόδοση των εισοδημάτων (αποζημίωση χρήσης) εκ των κληρονομιαίων ακινήτων, κατά τη διαχειριστική περίοδο 25.2.1970 έως 24.12.1985, άρχισε το έτος 1971 με την κατάθεση της από 10.10.1971 (αριθμ. εκθ. καταθ. …1971) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και διήρκεσε μέχρι το έτος 1997 με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 36/1997 απόφασης του ιδίου παραπάνω Δικαστηρίου επί της από 24.12.1985 (αριθμ. εκθ. καταθ. …1985) αγωγής λογοδοσίας κατά των λοιπών (συγ)κληρονόμων. Ο Σ. Δ., όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε στις 26.1.2000, οπότε οι ενάγοντες κληρονόμοι του μόλις πληροφορήθηκαν την ως άνω πώληση απέστειλαν, δια του Κ. Π., αρχικά προς τις εναγόμενες τις από 17.4.2006 επιστολές με τις οποίες, επισυνάπτοντας αντίγραφο του προσυμφώνου, ζήτησαν την απόδοση του τιμήματος που αναλογούσε στην αξία του ποσοστού 13/100 εξ αδιαιρέτου του πωληθέντος ακινήτου, στη συνέχεια δε προέβησαν στην άσκηση της από 25.5.2006 (αριθμ. εκθ. καταθ. …/2006) αγωγής αποζημίωσης, λόγω της ματαίωσης μεταβίβασης στο δικαιοπάροχο τους του ποσοστού αυτού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι οι επιπτώσεις από την ικανοποίηση της αξίωσης των εναγόντων θα είναι ιδιαίτερα δυσβάστακτες και αφόρητες για τις εναγόμενες, ενόψει του ότι οι τελευταίες είναι κληρονόμοι μίας ιδιαίτερα μεγάλης περιουσίας, από την οποία θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν πλήρως τις αξιώσεις των εναγόντων.
Συνεπώς, η σχετική ένσταση των εναγομένων, η οποία προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται νομότυπα στο παρόν Δικαστήριο, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, μετά την παραδοχή της ανυπαίτιας επιγενόμενης (ολικής) αδυναμίας των εναγομένων για την εκπλήρωση της παροχής τους, απέρριψε στο σύνολο της την αγωγή, χωρίς να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα και του επικουρικού αιτήματος της κυρίας βάσης αυτής, με το οποίο αιτείται η επιδίκαση του πραγματικά καταβληθέντος τιμήματος, όπως αποδείχθηκε, σε εκάστη των εναγομένων των 52.219,28 (αντί του ορθού 52.219,37) ευρώ, ως αποκτηθέντος (περιελθόντος) με την κατά τα παραπάνω μεταβιβαστική δικαιοπραξία που έκανε την παροχή αδύνατη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, αφού επεκύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά το σκέλος της που απέρριψε το κύριο αίτημα της αγωγής για καταβολή αποζημίωσης, απορρίπτοντας την έφεση των αναιρεσιβλήτων, την εξαφάνισε, κατ’ αποδοχή του πρόσθετου λόγου αυτής, κατά το μέρος που είχε απορρίψει το επικουρικό της αίτημα, απόδοσης του περιελθόντος στις αναιρεσείουσες ,έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά το αίτημα αυτό και υποχρέωσε καθεμία από τις τελευταίες να καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 52.219,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, στους αναιρεσίβλητους, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ενώ παράλληλα απέρριψε τις ενστάσεις τους, περί παραγραφής της αξίωσης και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος τους. Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παρεβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων166,338ΑΚ,τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, με ορθή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, στις διατάξεις αυτές ,αλλά και των άρθρων 250 αριθμ. 11 και 281 ΑΚ, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά δεν ήταν εφαρμοστέες. Εξάλλου, το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά ,τα οποία είναι αναγκαία για τη κρίση του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και αυτών που δεν εφαρμόστηκαν ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις και δεν αντιφάσκουν ,κατά τρόπο που καθιστούν ευχερή τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων. Ειδικότερα: 1)το Εφετείο ορθώς εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 338 ΑΚ (που εφαρμόζεται και στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη νομική σκέψη), στην οποία υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 382παρ.2ΑΚ,εφόσον δεν ετίθετο ζήτημα ρύθμισης της αναληφθείσας αντιπαροχής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων. Επομένως ό τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης ,με τον οποίο οι αναιρεσείουσες, κατ’ επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι εσφαλμένα εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 338 ΑΚ αλλά και 380παρ.2 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία για την εφαρμογή της τελευταίας, είναι αβάσιμος, ειδικότερα όσον αφορά το άρθρο 380 παρ.2, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές το εφετείο δεν εφήρμοσε(και ορθά) την άνω διάταξη, 2) Η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι “το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που … απέρριψε το αίτημα της κύριας βάσης της αγωγής περί επιδίκασης στους ενάγοντες αποζημίωσης για τη θετική ζημία που υπέστησαν, εξαιτίας της ανυπαίτιας επιγενόμενης αδυναμίας εκπλήρωσης εκ μέρους των εναγομένων της παροχής, δεν έσφαλε”, δεν αντιφάσκει με την περαιτέρω παραδοχή της σύμφωνα με την οποία, “το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ερεύνησε τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του επικουρικού αιτήματος της κύριας βάσης αυτής … με την οποία αιτείται η επιδίκαση …. του περιελθόντος με την …. μεταβιβαστική δικαιοπραξία που έκανε την παροχή αδύνατη”, αφού είναι σαφές ότι η επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αφορούσε μόνο στην παραδοχή της περί απόρριψης της στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 335 ΑΚ αιτούμενης αποζημίωσης. Επομένως, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, επικαλούμενες αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα, 3) Οι αναιρεσείουσες με τον πέμπτο και έβδομο με στοιχεία Α, Β, και Γ λόγους της αίτησης τους αναίρεσης επικαλούνται αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 402, 403, 404-406, 166, 173, 338, 361 και 362 ΑΚ, διότι το Εφετείο δέχθηκε εσφαλμένα τη νομιμότητα της ασκούμενης με την αγωγή αξίωσης, καίτοι τα μόνα δικαιώματα που είχαν βάσει του προσυμφώνου οι αναιρεσίβλητοι, σε περίπτωση μεταμέλειας της δικαιοπαρόχου τους, ήταν :α)να εισπράξουν το ποσό των 700.000δραχμών στο διπλάσιο ή β)να επιδιώξουν την εκτέλεση του προσυμφώνου και την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης ή γ) διαζευκτικά προς το ανωτέρω δικαίωμα να καταρτίσουν το οριστικό συμβόλαιο με αυτοσύμβαση. Ο λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον ορθώς έκρινε το Εφετείο, ότι λόγω αδυναμίας κατάρτισης της οριστικής σύμβασης(την οποία εδικαιούντο να επιδιώξουν οι αναιρεσίβλητοι βάσει του προσυμφώνου, διαζευκτικώς με την είσπραξη του διπλασίου των 700.000 δραχμών, όπως αποδέχονται και οι αναιρεσείουσες) δικαιούνται να απαιτήσουν την δευτερογενή απαίτηση τους που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 ΑΚ, αφού ήταν εκ των προτέρων βέβαιο, λόγω της αδυναμίας που είχε εν τω μεταξύ χωρήσει, αναφορικά με την παροχή της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης, ότι η σχετική αξίωση δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί. 4) Η αποδιδόμενη με τον έβδομο λόγο με αριθμό 2 αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, της ανεπάρκειας της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η επικαλούμενη ανεπάρκεια, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να αρθεί με την παραπομπή στις “πρωτόδικες και δευτεροβάθμιες προτάσεις”, όπως
αναφέρουν οι αναιρεσείουσες. 5) Επίσης απαράδεκτη είναι και η αποδιδόμενη με τον ίδιο αναιρετικό λόγο(έβδομο με αριθμό 2) αιτίαση για πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559αριθμ.19ΚΠολΔ,λόγω αντιφατικής αιτιολογίας, συνισταμένης στο ότι ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει στη μείζονα σκέψη της ως γενεσιουργό λόγο του αγωγικού δικαιώματος το άρθρο 382 ΑΚ, τελικώς εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 338ΑΚ. Κι’ αυτό γιατί, ο από τον αριθμό 1 αλλά και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται από τις κρίσεις της απόφασης τις περιεχόμενες στην μείζονα πρότασή τους, ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου ακόμη και αν είναι εσφαλμένες ή διαφορετικές απ’ αυτές που τελικώς εφάρμοσε ,αν αυτές δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που περιέχονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του (ΑΠ 192/2016), 6)Με τον όγδοο λόγο της αίτησης αναίρεσης με στοιχεία Δ και 2α και β οι αναιρεσείουσες επικαλούμενες αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ,προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, 1) εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης της ισχύουσας κατά τον χρόνο κατάρτισης του προσυμφώνου διάταξης του άρθρου 92 παρ.3 του Κώδικα Δικηγόρων ,που καθιστά άκυρη κάθε συμφωνία αξίωσης δικηγορικής αμοιβής που υπερβαίνει το ποσοστό του 20% της αξίας του αντικειμένου της δίκης, 2) αντιφατική αιτιολογία ως προς την τίμημα εξαγοράς των ακινήτων των περιγραφομένων στο προσύμφωνο ακινήτων, το οποίο αποτελούσε τη δικηγορική αμοιβή που εκτίθεται ότι εξοφλήθηκε και 3) έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ακριβές τίμημα εξαγοράς των ακινήτων του προσυμφώνου, με αναγωγή στο ισάξιο της ανεξόφλητης δικηγορικής αμοιβής του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος είναι αβάσιμο, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το επίδικο ζήτημα επί του οποίου έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση ανάγεται στην διεκδίκηση της δικηγορικής αμοιβής, ενώ με αυτή κρίθηκε η αυτοτελής και τέλεια νέα ενοχή που προέκυψε από τη μεταξύ των δικαιοπαρόχων των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση του προσυμφώνου. Επισημαίνεται ότι η διηγηματική αναφορά του Εφετείου, ότι το επίμαχο προσύμφωνο καταρτίστηκε “προκειμένου να ρυθμιστεί το ζήτημα της δικηγορικής αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων” της δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών, δεν αφορά σε ουσιώδες ζήτημα της δίκης και δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, περί υποχρέωσης καταβολής του περιελθόντος λόγω επιγενόμενης αδυναμίας εκπλήρωσης της από το προσύμφωνο υποχρέωσης. Εξάλλου, με τον όγδοο με αριθμό 3 αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται έλλειψη αιτιολογίας και όλως αντιφατική αιτιολογία σε σχέση με την παραδοχή της απόφασης σχετικά με το αναφερόμενο στο προσύμφωνο ποσό των 700.000 δραχμών, σύμφωνα με την οποία, “Άλλωστε, η καταβολή του ποσού, του οποίου συμφωνήθηκε η απόδοση εις διπλούν, ανεξάρτητα από το αν θα χαρακτηρισθεί ως επιτίμιο μεταμέλειας ή ποινική ρήτρα, όπως αναφέρεται και με τους δύο όρους από τους συμβαλλόμενους στο προσύμφωνο, στην πραγματικότητα συμφωνήθηκε για να εξασφαλισθούν οι αγοραστές ως προς την αμοιβή τους για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους, στην είσπραξη της οποίας δεν θα μπορούσαν να προβούν, εάν είχε παραληφθεί η αναγραφή του στο προσύμφωνο, παρά μόνο προσφεύγοντας δικαστικά, δεδομένου ότι κατά την ίδια ημέρα με την κατάρτιση του προσυμφώνου και ενόψει της υπογραφής αυτού, χορηγήθηκε από αμφοτέρους τους δικηγόρους στη δικαιοπάροχο των εναγομένων εξοφλητική απόδειξη για την ίδια αιτία”. Ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος, εφόσον η προαναφερθείσα, στα πλαίσια της εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, γενόμενη παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αφορά σε ουσιώδες ζήτημα της δίκης και δεν στηρίζει το αποδεικτικό της πόρισμα, περί υποχρέωσης απόδοσης του περιελθόντος, συνεπεία αδυναμίας εκπλήρωσης της από την οριστική σύμβαση παροχής ,συνισταμένης στην μεταβίβαση εξ αδιαιρέτου ποσοστών ακινήτου και διατυπώθηκε διηγηματικά και πλεοναστικά. 7) Με τον όγδοο με αριθμό 4 λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείουσες, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο διότι έλαβε υπόψη ισχυρισμό “περί ακυρότητας του όρου καταβολής και αποδόσεως του ποσού των δρχ.700.000”,χωρίς επίκληση τέτοιας ακυρότητας από τους αντιδίκους. Ο λόγος είναι αβάσιμος εφόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση της παραδοχής του Εφετείου περί ακυρότητας του σχετικού όρου, η οποία όμως δεν υφίσταται. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, με επίκληση “παραβίασης” των διατάξεων των άρθρων 166, 361, 402, 403, 404 επ. ΑΚ είναι απαράδεκτη ,λόγω αοριστίας, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο το νομικό σφάλμα στην ερμηνεία ή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. 8)Το Εφετείο, εξάλλου, δεχόμενο ως προς την επαναφερθείσα με τις προτάσεις των αναιρεσειουσών ενώπιον του ένσταση της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης των αναιρεσιβλήτων, στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 250 αριθμ.11 ΑΚ, η οποία προβλέπεται για την επιδίωξη της δικηγορικής αμοιβής, ότι “προβάλλεται αλυσιτελώς ενόψει του αντικειμένου της δίκης που είναι η απαίτηση των εναγόντων προς αποζημίωση από την υπαίτια αδυναμία των εναγομένων να εκπληρώσουν την απορρέουσα εκ του προσυμφώνου υποχρέωση της δικαιοπαρόχου τους προς κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, υποκείμενη άλλωστε σε εικοσαετή παραγραφή”, ορθώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την άνω διάταξη, απορρίπτοντας την σχετική ένσταση. Επομένως όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, με τον οποίο επικαλούνται αναιρετική πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα, ως στηριζόμενα στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι με το επίδικο προσύμφωνο “αναλήφθηκε η νέα αξίωση για πληρωμή της δικηγορικής αμοιβής” του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, όπως εκθέτουν στο αναιρετήριο, παραδοχή όμως μη υφιστάμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, 9) Με τον δέκατο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείουσες κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ.1 και 19 ΚΠολΔ μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση διότι απέρριψε την από το άρθρο 281 ΑΚ προβληθείσα ενώπιον του ένσταση με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Ο λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού ούτε το νομικό σφάλμα στην εφαρμογή και ερμηνεία της ανωτέρω ουσιαστικής διάταξης εξειδικεύουν οι αναιρεσείουσες, ούτε σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια και η αντίφαση της σχετικής αιτιολογίας. Σε κάθε περίπτωση είναι και αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο, απορρίπτοντας την από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση που προέβαλαν ενώπιον του οι αναιρεσείουσες, συνισταμένη στο ότι,(όπως προκύπτει από την επισκόπηση των από 5-2-2014 προτάσεών τους),οι αναιρεσίβλητοι “αδράνησαν επί 20 και πλέον έτη μέχρι σήμερα για να ασκήσουν το δικαίωμά τους και συγκεκριμένα, αμέλησαν να προβούν με αυτοσύμβαση προς τον εαυτό τους των αναφερομένων στο προσύμφωνο ακινήτων. Εν όψει της κατάστασης που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, η άσκηση μετά από 19 έτη του σχετικού δικαιώματος τους, επάγεται ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις σε βάρος ημών που, χωρίς υπαιτιότητά μας αγνοούσαμε παντελώς την ύπαρξη του ως άνω προσυμφώνου και την πληροφορηθήκαμε το πρώτον μέσω της από 17.4.2006 επιστολής του Κ. Π. προς την πρώτη εξ ημών” με τις προεκτεθείσες παραδοχές, ορθώς εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη και με πλήρεις, σαφείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επισημαίνεται ότι στοιχεία προς ενίσχυση της ανωτέρω ένστασης, που για πρώτη φορά επικαλούνται οι αναιρεσείουσες με το αναιρετήριο (μη παράδοση της νομής του ακινήτου παρά τον όρο του προσυμφώνου, κ.λ.π.), δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο της αναιρετικής διαδικασίας.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν έγινε επίκλησή τους. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το δικαστήριο απαραδέκτως έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο, διότι δεν έγινε επίκληση αυτού, πρέπει να ισχυρίζεται με το αναιρετήριο ότι το εν λόγω απαράδεκτο προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις των περιπτώσεων α έως γ της παραγράφου 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ (ΑΠ 1310/2012, 1419/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον όγδοο με αριθμό 5 λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ.11α ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο διότι έλαβε υπόψη αποδεικτικό έγγραφο και ειδικότερα το από 15-10-1977 εργολαβικό δίκης χωρίς παραδεκτή επίκληση αυτού από τους αναιρεσιβλήτους. Ο λόγος είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι η παράλειψη της επίκλησής του προβλήθηκε στο Εφετείο από τις αναιρεσείουσες, ενώ δεν συντρέχει και κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (πέραν του ότι όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες προτάσεις τους δεν προβλήθηκε).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η από 20-10-2015 αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις αναιρεσείουσες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο(αρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
2)Επί της από 8-12-2016 αίτησης των Ε. Δ., Δ. Δ. και Θ. Δ. για αναίρεση της απόφασης, κατά το σκέλος της που απέρριψε την κύρια βάση της από 25-5-2006 αγωγής τους για καταβολή αποζημίωσης.
Η αναίρεση είναι παραδεκτή, εφόσον οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες κατά το σκέλος με το οποίο το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής τους με την οποία επεδίωκαν την καταβολή αποζημίωσης ,ύψους 85.807,27 ευρώ, από κάθε μία από τις αναιρεσίβλητες, έχουν προφανές έννομο συμφέρον για την άσκησή της, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι τελευταίες.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335 και 336 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν αντίστοιχα, ότι, “αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία” και “ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας της εκπλήρωσης της παροχής ,αν απόδειξη ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη…”, σαφώς προκύπτει, ότι το βάρος απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας του οφειλέτη αδύνατης παροχής το έχει ο ίδιος, αφού η υπαιτιότητά του τεκμαίρεται. Ο δανειστής δηλαδή αρκεί να αποδείξει ότι η παροχή έγινε αδύνατη, ενώ ο οφειλέτης προς απόκρουση της από την αδύνατη παροχή αξίωσης, οφείλει κατ’ ένσταση να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Κατά τη διάταξη εξάλλου του άρθρου 559 αριθ.13 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως. Ως εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξες νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ. κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους απόδειξης, η οποία προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας αποφάσεως περί απόδειξης. Μετά την κατάργηση όμως του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δ. με το άρθρο 5 ν.2195/2001, τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται και συνεπώς έκτοτε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο δε αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ.13 Κ.Πολ.Δ. περιορίζεται μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (Α.Π. 575/2015, 485/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, στην προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται η παραδοχή, ότι πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων για έλλειψη υπαιτιότητάς τους στην αδυναμία εκπλήρωσης της από το προσύμφωνο παροχής, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι τελευταίες γνώριζαν κατά το χρόνο πώλησης του κληρονομηθέντος ακινήτου την από το προσύμφωνο υποχρέωση. Επομένως, το Εφετείο, αφενός μεν, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 336 ΑΚ αφετέρου δε, δεν παρεβίασε το αντικειμενικό βάρος απόδειξης του ανωτέρω ισχυρισμού, που το είχαν οι αναιρεσίβλητες και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αίτησής τους κατ’ επίκληση πλημμέλειας αντίστοιχα από το άρθρο 559 αριθμ.1 και 13 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, λόγω αντίφασης της ανωτέρω παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης, σε σχέση με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της είναι απαράδεκτη, εφόσον, ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν η αντίφαση υφίσταται στην ελάσσονα σκέψη όπου διατυπώνεται το αποδεικτικό πόρισμα (Ολ ΑΠ 25/2003), πέραν του ότι είναι και αβάσιμος, εφόσον δεν υφίσταται αντίφαση εν προκειμένω με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη του Εφετείου.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ για λήψη ή μη υπόψη προταθέντος και έχοντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πράγματος, προϋποθέτει πράγμα παραδεκτώς προταθέν, αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρέπεται να το λάβει υπόψη. “Πράγματα” δε, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντέστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση απλή ή αιτιολογημένη της αγωγής ή της ένστασης ή τα μη έχοντα αυτοτέλεια επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 851/2015, 250/2014). Ο εκ του άνω αριθμού λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, εάν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 25/2003, Ολ ΑΠ 12/1991), έστω και εάν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης (ΑΠ 54/2017, 1434/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησής τους, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι δεν έλαβε υπόψη τα περιστατικά που ανέφεραν στις ενώπιον αυτού προτάσεις τους, προκειμένου να αντικρούσουν την ένσταση των αναιρεσιβλήτων περί ανυπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης της οφειλόμενης από το προσύμφωνο παροχής, συνιστάμενα στο ότι: 1) οι αναιρεσίβλητες γνώριζαν την συμφωνία της γιαγιάς τους με τους δικηγόρους της, 2) γνώριζαν ότι οι δικηγόροι της γιαγιάς τους έλαβαν το ίδιο ποσοστό από την πώληση άλλων δύο από τα προσυμφωνηθέντα ακίνητα, 3) είχαν στο αρχείο τους έγγραφα που τηρούσε η γιαγιά τους, 4) κατά το χρόνο αποδοχής της κληρονομιάς της διεπίστωσαν την ύπαρξη του προσυμφώνου, 5) οι δίκες της γιαγιάς τους με την οικογένεια του αδελφού της διήρκησε επί 25 χρόνια, 6) η πρώτη των αναιρεσιβλήτων το πληροφορήθηκε από το δικηγόρο Κ. Π., 7)η πρώτη των αναιρεσιβλήτων γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στη γιαγιά της ,την οποία και στη συνέχεια επισκέπτονταν συχνά ,ενώ είχε επικοινωνήσει και με τους δικηγόρους της για υποθέσεις της,8)και η δεύτερη αναιρεσίβλητη είχε επικοινωνία με τη γιαγιά της και σε κάθε περίπτωση πληροφορήθηκε την ύπαρξη του προσυμφώνου από την εξαδέλφη της δικηγόρο πριν την πώληση του επίδικου ακινήτου,9)όφειλαν να είχαν λάβει γνώση αυτού, πράγμα που από αμέλεια δεν έπραξαν σε κάθε περίπτωση. Ο ανωτέρω λόγος είναι απαράδεκτος, εφόσον τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν “πράγματα”κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ,αφού δεν στοιχειοθετούν αντένσταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, αλλά αιτιολογημένη άρνηση στην από το άρθρο 336ΑΚ προβληθείσα από τις αναιρεσίβλητες, ένσταση. Σε κάθε περίπτωση, είναι και αβάσιμος, εφόσον όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με την αποδοχή της ένστασης, λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν εκ των πραγμάτων.
Με όσα εξάλλου δέχθηκε και έτσι που έκρινε και απέρριψε την κύρια βάση ,για αποζημίωση, της αγωγής, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 330 εδ.2, 335 και 336 ΑΚ,εφόσον,η αδυναμία της παροχής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων αποδείχθηκε ανυπαίτια, όπως δέχθηκε ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας. Επομένως όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν με τον τρίτο λόγο της αίτησής τους οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι πλημμέλεια από το άρθρο 559αριθμ.1ΚΠολΔ,είναι αβάσιμα. Είναι δε απαράδεκτη, η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση, με την οποία οι αναιρεσείοντες, κατ’ επίφαση της ίδιας πλημμέλειας ,επιχειρούν την επανάκριση της ουσίας της υπόθεσης, με την απόκρουση του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου. Εξάλλου, έλλειψη νόμιμης βάσης που ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ολ ΑΠ 15/2006).Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 74/2016). Με ειδικότερη αιτίαση του τρίτου λόγου της αίτησής τους οι αναιρεσείοντες, κατ’ επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ, μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, για ελλιπή αιτιολογία στο αποδεικτικό της πόρισμα της ανυπαίτιας αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής από τις αναιρεσίβλητες, διότι :α)δεν προσδιορίζει τον χρόνο που έφυγαν από τη Λαμία, ώστε να εκτιμηθεί η δυνατότητα γνώσης του προσυμφώνου, β) δεν αναφέρει εάν και πότε υπήρξε προσφορά και συνακόλουθα δυνατότητα πώλησης του ακινήτου, γ) δεν εκτιμά ότι οι αναιρεσίβλητες δεν ήσαν οι μόνες συνιδιοκτήτριες και δ)δεν προσδιορίζει με ποιο τρόπο από την άμεση πώληση του ακινήτου θα ήταν δυνατόν να επέλθει η απαλλαγή τους από το προσύμφωνο. Ο λόγος είναι απαράδεκτος, εφόσον οι επικαλούμενες ελλείψεις αναφέρονται στην ανάλυση και αιτιολόγηση του συναχθέντος αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύουν τον από το άρθρο 559 αριθμ.19 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, εφόσον το πόρισμα του Εφετείου, ότι η αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής είναι ανυπαίτια, είναι σαφές.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η από 8-12-2016 αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (αρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 20 Οκτωβρίου 2015 και 8 Δεκεμβρίου 2016 αιτήσεις των: 1) Θ. Α. και Μ. Λ. και 2) Ε. Δ., Δ. Δ. και Θ. Δ., αντίστοιχα, για αναίρεση της 97/2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει τις ανωτέρω αιτήσεις.
Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο Συμψηφίζει στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 12 Δεκεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21 Δεκεμβρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ».