Νομολογία: Ονοματοδοσία ανηλίκου
Η ονοματοδοσία του ανηλίκου αποτελεί περιεχόμενο (έκφανση) της γονικής μέριμνας. Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, επειδή καθένας από αυτούς αποκαλεί τα τέκνα με διαφορετικό όνομα, αποφασίζει το δικαστήριο με γνώμονα το συμφέρον των τέκνων, ορίζοντας τα ονόματα εκείνα η χρήση των οποίων θα τους εξασφαλίσει ομαλή ανάπτυξη και σταθερή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη. Κατά τον καθορισμό του ονόματος το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων.
———————————
Παραθέτουμε τη δικαστική απόφαση, που είναι δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου:
Αριθμός 754/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
….
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4423/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 1119/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11-4-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 298 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται κατ` άρθρο 591 § 1 του ιδίου κώδικα και στις ειδικές διαδικασίες, ο εναγόμενος μπορεί να αποδεχθεί την αγωγή, αναγνωρίζοντας ολικά ή εν μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Η αποδοχή γίνεται είτε κατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ, δηλαδή με δήλωση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο είτε σιωπηρά με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς η θέληση του εναγομένου να αποδεχθεί την αγωγή, χωρίς να απαιτείται και η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων. Αν γίνει αποδοχή εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτή, γιατί στην περίπτωση αυτή της αποδοχής δεν ερευνάται η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αφού ο εναγόμενος αναγνωρίζει την ύπαρξη της επίδικης υποχρέωσης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011, Ολ. ΑΠ 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που έκρινε επί αγωγής καθορισμού ονοματοδοσίας ανηλίκων τέκνων και μετά από εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης καθόρισε ως κύρια ονόματα των ανηλίκων (διδύμων) τέκνων των διαδίκων το “Ε.” για το αγόρι και το “Δ.” για το κορίτσι, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον πρώτο αναιρετικό λόγο μέρος της τα ακόλουθα: “Από τα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και τις έγγραφες προτάσεις που η εναγομένη κατέθεσε σε αυτό, αποδεικνύεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, αν και δήλωσε ότι αποδέχεται το επικουρικό αίτημα της αγωγής, όταν ρωτήθηκε διευκρινιστικά, διατύπωσε νέο, ουσιωδώς διάφορο αίτημα, συνιστάμενο στον καθορισμό διπλού ονόματος αποτελούμενου από δύο ονόματα επιλογής της εναγομένης – και συγκεκριμένα “Ε. – Θ.” για το αγόρι και “Δ. – Β.” για το κορίτσι, ενώ επικουρικά, με τις έγγραφες προτάσεις της ζήτησε τον καθορισμό των ονομάτων “Ε.” και “Δ.” (τα αιτήματα επανυποβάλλει με την κρινόμενη έφεσή της). Πέραν του ότι η αποδοχή σε ζητήματα που αφορούν την γονική μέριμνα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν το δεσμεύει … υπό τα ανωτέρω περιστατικά καθίσταται σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως ρηματικών επιλογών, δεν υπήρξε αποδοχή του επικουρικού αιτήματος της αγωγής εκ μέρους της εναγομένης …”.
Υπό τις άνω παραδοχές το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 298 ΚΠολΔ (και όχι του άρθρου 871 ΑΚ την οποία δεν εφάρμοσε, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων), αφού με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης διευκρινίζοντας τις δηλώσεις του διατύπωσε αίτημα διαφορετικό από το επικουρικό αίτημα της αγωγής συνιστάμενο στον καθορισμό άλλων της επιλογής της εναγομένης ονομάτων για τα ανήλικα, περιστατικά τα οποία με ορθή υπαγωγή στην παραπάνω εφαρμοσθείσα διάταξη πράγματι δεν συνιστούν αποδοχή της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία, άλλως εκ πλαγίου παράβαση των διατάξεων για αποδοχή της αγωγής είναι αβάσιμος.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πού συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟΛ ΑΠ 15/2006).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1510-1512 ΑΚ σαφώς προκύπτει α) ότι η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο (γονική μέριμνα) αποτελεί καθήκον και δικαίωμα των γονέων του και ότι κάθε απόφαση αυτών σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου και β) ότι περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αποτελεί και η ονοματοδοσία του ανηλίκου περί της οποίας οι γονείς αποφασίζουν από κοινού, σε περίπτωση δε που αυτοί διαφωνούν και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο (ΑΠ 945/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 19 με την αιτίαση ότι κατέληξε στην κρίση για τα δοτέα ονόματα των ανηλίκων διαλαμβάνοντας αντιφατικές αιτιολογίες. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος της δέχθηκε τα ακόλουθα : “Οι διάδικοι απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους δύο δίδυμα τέκνα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που γεννήθηκαν στις 4-7-2013. Λόγω της πρόωρης, κατά την 29η εβδομάδα της κύησης, γέννησής τους, με σωματικό βάρος 1490 γρ. το αγόρι και 874 γρ. το κορίτσι, απαιτήθηκε πολυήμερη παραμονή τους στη θερμοκοιτίδα του νοσοκομείου και στην συνέχεια ιατρική αντιμετώπιση των απότοκων προβλημάτων, που όσον αφορά το αγόρι αποκαταστάθηκαν πλήρως, ενώ το κορίτσι- που η κατάστασή του ήταν πιο σοβαρή, λόγω εγκεφαλικού αιματώματος και εγκεφαλικής παράλυσης – παρά την σημαντική βελτίωση, εξακολουθεί να χρειάζεται ειδική αγωγή αποκατάστασης, με λογοθεραπείες, εργοθεραπείες και φυσικοθεραπείες. Η συμβίωση των γονέων διακόπηκε τον Αύγουστο 2014. Κατόπιν έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, επί εκατέρωθεν ασκηθέντων ένδικων βοηθημάτων για τη ρύθμιση των ζητημάτων που προκάλεσε η διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, η επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων ασκείται από την μητέρα τους και ο πατέρας επικοινωνεί μαζί τους κατά τους καθορισθέντες όρους. Στα πλαίσια της γενικότερης αντιδικίας των πρώην συζύγων και καθώς τα ανήλικα δεν έχουν βαπτισθεί, προκλήθηκαν έριδες και σε σχέση με την ονοματοδοσία τους, καθώς η εναγομένη επιμένει στον καθορισμό διπλού ονόματος των ανηλίκων, αποτελούμενου από τα ονόματα “Ε. – Θ.” για το αγόρι και “Δ. – Β.” για το κορίτσι, επικαλούμενη σχετικό θρησκευτικό τάμα και αεροβάπτισμα, ενώ ο πατέρας, αντιδρώντας σε αυτή την συμπεριφορά, αξίωσε να δοθούν στα παιδιά τα ονόματα των γονέων του δηλαδή “Α.” και “Κ.”, τα οποία υιοθέτησε και το οικογενειακό του περιβάλλον. Αποδείχθηκε ότι τα παιδιά ήδη από της γεννήσεώς τους προσφωνούνταν με τα ονόματα Μ. (Ε.) το αγόρι και Δ. το κορίτσι, δηλαδή τα ονόματα του Ιησού Χριστού και της Παναγίας αντίστοιχα, κατ’ επιλογή της μητέρας τους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, χωρίς διαφωνία των συζύγων μεταξύ τους. Μολονότι ο ενάγων – εφεσίβλητος – εκκαλών υποστηρίζει ότι αυτό αποτέλεσε μονομερή απόφαση της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, η οποία “επέβαλε” τα ονόματα αυτά αργότερα και πάντως χωρίς την συναίνεσή του, αποδεικνύεται ότι ήδη από τις πρώτες ημέρες της ζωής τους, οπότε παρέμεναν νοσηλευόμενα, οι γονείς, τα μέλη της μητρικής και της πατρικής οικογένειας, αλλά και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αναφέρονταν στα βρέφη με τα παραπάνω ονόματα. Ενισχυτικά γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο προσκομιζόμενο αντίγραφο των – εν είδει ημερολογίου – σημειώσεων της μητέρας του διαστήματος 24-7.2013 -15-8.2013, αλλά και στην από 5-1-2015 επιστολή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της ίδιας προς τον ενάγοντα, με θέμα “πρόγραμμα παιδιών” και συνημμένο αρχείο με τίτλο “ύπνος, γεύματα Μ….”, πέντε περίπου μήνες μετά από την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, χωρίς αντίδραση του παραλήπτη. Εξάλλου, ακόμα και εάν γινόταν δεκτό ότι, όχι οι γονείς από κοινού, αλλά η μητέρα μονομερώς επέλεξε και επέβαλε τα ανωτέρω ονόματα, κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι τα παιδιά από πολύ νωρίς ανταποκρίνονται στα ονόματα αυτά, τα οποία θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους. Αν και η μητέρα επεδίωξε την καθιέρωση των προαναφερόμενων διπλών ονομάτων της επιλογής της, π.χ. αναγράφοντάς τα ανελλιπώς στις τούρτες γενεθλίων των παιδιών, ουδείς αποκαλεί τα παιδιά είτε με αυτόν τον συνδυασμό, είτε με μόνα τα ονόματα “Θ.” και “Β.”, είναι δε αδιάφορο αν αυτά δόθηκαν και με αεροβάπτισμα, αφού όπως ήδη ειπώθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ονοματοδοσία του ανηλίκου δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας επιδιώκοντας επίσης την καθιέρωση των ονομάτων της επιλογής του, που αποτελούν τα ονόματα των γονέων του, άρχισε να αποκαλεί τα παιδιά “Α.” και “Κ.”, με αποτέλεσμα σήμερα τα ανήλικα να προσφωνούνται με διαφορετικό όνομα στις σχέσεις τους με την μητέρα, την μητρική οικογένεια, το σχολικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, και με άλλο στους τομείς που σχετίζονται με την άσκηση της επικοινωνίας του πατέρα, δηλαδή την πατρική οικογένεια και τον σχετικό περίγυρο, την γειτονιά κλπ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, προφανώς για να αμβλύνει τις τεταμένες σχέσεις των διαδίκων, κατέληξε ότι το συμφέρον των τέκνων επιβάλλει να αρθεί η διαφωνία με καθορισμό συνδυασμού των ανωτέρω ονομάτων (“Ε. – Α.” και “Δ. – Κ.” αντίστοιχα), θεωρώντας ότι έτσι εξασφαλίζεται για τα παιδιά η εύνοια και το ενδιαφέρον τόσο της μητρικής οικογένειας όσο και της πατρικής και ότι “έχουν συμφέρον να εξασφαλίσουν το ενδιαφέρον και των δύο οικογενειών των γονέων τους, πράγμα που θα επιτευχθεί αν δοθούν σε αυτά τα ως άνω σύνθετα ονόματα, που δεν απάδουν στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις του λαού μας”.
Ωστόσο, και τα δύο παιδιά αντιδρούν αρνητικά στην χρήση οποιοσδήποτε άλλου ονόματος πλην των “Μ.” και “Δ.”, δεν τα αποδέχονται ως προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους, αισθάνονται αμήχανα κατά την χρήση τους και δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο του διπλού ονόματος (βλ. σχετικά την από 15.10.2018 γνωμοδότηση του παιδοψυχιάτρου Δ. Τ., που συντάχθηκε κατόπιν προσωπικής επικοινωνίας του με τα ανήλικα, στις 12.10.2018, καθώς και αυτή της Μ. Κ., ψυχολόγου του παιδικού σταθμού όπου φοιτούν), με αποτέλεσμα να εισέρχονται, άθελά τους και προφανώς ενάντια στο συμφέρον τους, στο ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης των διαδίκων και των οικογενειών τους, καλούμενα τα ίδια κατ’ αρχάς να προσαρμόζονται στις διαφορετικές αξιώσεις και επιλογές των γονέων και παππούδων εκατέρωθεν, κυρίως όμως να υπερασπισθούν το ένα ή το άλλο όνομα αντίστοιχα, παρ’ ότι δεν δύνανται να κατανοήσουν, δικαιολογήσουν και αποδεχθούν την δημιουργούμενη διάσταση. Εξάλλου, ακριβώς λόγω της υφιστάμενης αντιδικίας των μερών, που όπως προκύπτει και από την άσκηση των αντίθετων εφέσεων και από τις προτάσεις των διαδίκων σε αυτό το Δικαστήριο, ουδόλως εξομαλύνθηκε, καθώς καθένας εξακολουθεί να επιμένει σε ονοματοδοσία με διαφορετικό περιεχόμενο, κατά τις επιθυμίες του, ο καθορισμός διπλού ονόματος ούτε εγγυάται την ομαλότητα στις σχέσεις των διαδίκων, κυρίως όμως δεν διασφαλίζει την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη των ανηλίκων, αντίθετα μάλιστα ενέχει τον κίνδυνο αρνητικής επίδρασης στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους, καθώς παρίσταται βέβαιο από τις θέσεις των αντιδίκων ότι δεν θα αποδεχτούν την διπλή ονομασία, αλλά κάθε διάδικος και το αντίστοιχο περιβάλλον του, θα συνεχίσει να αποκαλεί τα τέκνα με το ένα από τα δύο ονόματα της δικής του προτίμησης, όπως ήδη γίνεται, προκαλώντας σύγχυση και αναστάτωση στα ανήλικα. Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα “Μ.” και “Δ.”, στα οποία με προθυμία ανταποκρίνοντας αφού με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονται αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα “Α.” και “Κ.” αντίστοιχα, θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους.
Συνεπώς, κρίνεται ότι το συμφέρον των παιδιών – αποκλειστικός γνώμονας κρίσης του δικαστηρίου, το οποίο όπως ήδη ειπώθηκε δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων- εξυπηρετείται από τον καθορισμό των ονομάτων ” Ε.” για το αγόρι και “Δ.” για το κορίτσι, που θα τους εξασφαλίζει ομαλή ανάπτυξη και σταθερή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη, ενώ ταυτόχρονα θα θέσει τέρμα στην επιβλαβή για τα παιδιά υφιστάμενη κατάσταση, να αποκαλούνται με διαφορετικά ονόματα στο περιβάλλον της κάθε διάδικης πλευράς”. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Μονομελές Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενό της, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του προς το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων καθορισμού των κυρίων ονομάτων αυτών, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1510 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1512 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε με αντιφατικές αιτιολογίες, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Ειδικότερα, αιτιολογημένα έκρινε ότι το συμφέρον των παιδιών επιβάλλει να τους δοθούν τα ονόματα “Ε.” για το αγόρι και “Δ.” για το κορίτσι, αφού δέχθηκε ότι από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα “Μ.” και “Δ.” και με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και στα οποία με προθυμία ανταποκρίνονται. Δεν υπάρχει αντίφαση στην παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι από την πλευρά της πατρικής οικογένειας τα παιδιά προσφωνούνται με τα ονόματα της επιλογής του αναιρεσείοντος “Α.” και “Κ.”, αφού αυτό είναι και το ζήτημα στο οποίο έγκειται η διαφωνία των διαδίκων. Επομένως ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. α’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, περί λήψεως υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο που παρανόμως λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και το περιεχόμενό του, ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε αυτό να ληφθεί υπόψη και ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη (562 παρ.2) καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, την οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1079/2019, ΑΠ 99/2016, ΑΠ 1132/2013). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης, αφού μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ. ΑΠ 2/2008, Ολ. ΑΠ 14/2005). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 1982/2017). Για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορά η σχετική αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με βάση το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη του υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 555/2019, ΑΠ 293/2016, ΑΠ 436/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται αιτίαση από τον αριθ. 11 περ. α’ και γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (γνωμοδοτήσεις παιδοψυχιάτρων – ψυχολόγων, ημερολόγιο και επιστολή της αναιρεσίβλητης), τα οποία απαραδέκτως, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 591 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ, η αναιρεσίβλητη προσκόμισε για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη των προτάσεων, ενώ αντίθετα δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ήτοι τις αναφερόμενες εξώδικες δηλώσεις και απαντήσεις, καθώς και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Α. Χ., από τα οποία προέκυπτε διαφορετικό συμπέρασμα. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του (αριθ. 11 α’) είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον αφενός δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των εγγράφων ώστε να διαπιστωθεί η κρισιμότητά τους για την έκβαση της δίκης, αφετέρου δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προβλήθηκε ενώπιον του Εφετείου προς αντίκρουση της έφεσης της αναιρεσίβλητης τέτοιος ισχυρισμός περί ανεπιτρέπτου των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, τα οποία σε κάθε περίπτωση αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, κατά δε το δεύτερο σκέλος του (αριθ. 11 γ’) είναι αβάσιμος, διότι στο προοίμιο του σκεπτικού μνημονεύονται κατά το είδος τους όλα τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι καθώς και η ένορκη βεβαίωση του Α. Χ., τα οποία όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αναμφίβολα συνεκτίμησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα για τα δοτέα ονόματα των ανηλίκων, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρει ειδικά ή να προβαίνει σε χωριστή αξιολόγηση καθενός αποδεικτικού μέσου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας του (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11/4/2019 αίτηση του Σ. Χ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1119/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιουνίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ