Απόφαση 1016 / 2019 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1016/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ….
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Τ. του Ν., κατοίκου …,. Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Κ. του Γ., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/1/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 15035/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 630/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18/7/2017 αίτησή του και τους από 28/1/2019 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από την προσκομιζόμενη από τον αναιρεσείοντα υπ’ αριθ. …85Β’/31-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ζ. Σ. προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την επ’ αυτής πράξη προσδιορισμού της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατ’ αυτήν έχει επιδοθεί, με την επιμέλεια του επισπεύδοντος τη συζήτηση αναιρεσείοντος, νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη (άρθρα 126 παρ. 1 α’, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1-2 και 568 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον αυτή δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, πρέπει να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση χωρίς την παρουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την κρινόμενη από 18-7-2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 28-1-2019 πρόσθετους λόγους, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών γονέων και τέκνων εκδοθείσα υπ’ αριθ. 630/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δικάζοντας την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 15035/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε δεχθεί εν μέρει την από 12-1-2015 αγωγή της αναιρεσίβλητης, έκανε δεκτή την ως άνω έφεση του αναιρεσείοντος και, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ανέθεσε στην αναιρεσίβλητη την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να προκαταβάλει διατροφή σ’ αυτήν για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα (4) ετών από την άσκηση της αγωγής. Η αίτηση αυτή αναίρεσης και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 569 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτοί (άρθρ. 569, 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ’ αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 3/1997, AΠ 326/2018, ΑΠ 160/2018, ΑΠ 1229/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ ΑΠ 1/1999, Ολ ΑΠ 30/1997, ΑΠ 224/2018, ΑΠ 162/2018). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του.
Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του ανηλίκου δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, η δε δικαιούμενη (ανάλογη) διατροφή του περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη συντήρηση, ανατροφή και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης, εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου.
Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του.
Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωση του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κλπ, καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 1048/2015, ΑΠ 120/2013). Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ καθιερώνεται μια γενική, αφηρημένη και διηνεκής υποχρέωση καλόπιστης συναλλακτικής συμπεριφοράς, που αποτελεί βασική δικαιοηθική αρχή, η οποία καλύπτει όλο το πεδίο του αστικού δικαίου. Ως καλή πίστη νοείται η εντιμότητα και ευθύτητα, που επιβάλλουν οι συναλλαγές σε ένα χρηστό και έμφρονα άνθρωπο. Η κατά το ως άνω άρθρο καλή πίστη διέπει όχι μόνο τις ενοχές υπό ευρεία έννοια, αλλά και κάθε έννομη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, που πηγάζει από το νόμο, ήτοι από μη ενοχικά δικαιώματα, όπως και τα οικογενειακά. Έτσι, διέπει και την από τις ως άνω διατάξεις υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, τα προσδιοριστικά στοιχεία της οποίας επηρεάζονται τόσο από την προσωπική-επαγγελματική εργασία του υποχρέου, όσο και από την κατά τους νόμους της αγοράς εκμετάλλευση της περιουσίας του. Επίσης, εναντίον της καλής πίστης, με την πιο πάνω έννοια αυτής, ενεργεί και ο πατέρας, όταν με το σκοπό ματαίωσης, ολικά ή μερικά, της υποχρέωσής του για την καταβολή διατροφής στο ανήλικο τέκνο του, αποφεύγει να εργαστεί εντελώς ή να συμπληρώσει το εισόδημά του, με πρόσθετη εργασία πρόσφορη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, καθώς και όταν, παρά το ότι δεν διαθέτει περιουσία, αποφεύγει να εργασθεί εντελώς από προσωπικές εκτιμήσεις, που ενέχουν και αδιαφορία για την υποχρέωση διατροφής του τέκνου του. Στις περιπτώσεις αυτές το εισόδημα που εναντίον της καλής πίστης απέφυγε να αποκτήσει ο πατέρας συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της διατροφής του ανηλίκου τέκνου του, διότι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1489 εδάφ. β’ του ΑΚ, στις δυνάμεις (οικονομικές) του γονέα, κατ’ αναλογία των οποίων αυτός υποχρεούται σε διατροφή του τέκνου του, περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα που απέφυγε να αποκτήσει για τους προαναφερόμενους λόγους (ΑΠ 1507/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης προς καταβολή διατροφής του ανηλίκου τέκνου τους από τον αναιρεσείοντα πατέρα του και την κατ’ αυτής ένσταση συνεισφοράς του τελευταίου, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ακόλουθα: “…η ανήλικη ενάγουσα στερείται περιουσίας και εισοδημάτων, αδυνατεί δε λόγω της ηλικίας της να εργαστεί. Ως εκ τούτου έχει δικαίωμα διατροφής απέναντι στους γονείς της ο καθένας εκ των οποίων ενέχεται με βάση τις οικονομικές του δυνάμεις. Ο εναγόμενος είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός απόφοιτος της πολυτεχνικής σχολής του ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών Master of Science του πανεπιστημίου …, υπότροφος του αμερικανικού ιδρύματος … και είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο εμπειρίας κατασκευαστών ΜΕΚ, του Υπουργείου ΥΠΟΜΕΔΙ και ειδικότερα στην ανωτέρω βαθμίδα Δ για την κατηγορία των ηλεκτρομηχανολογικών έργων και στη βαθμίδα Β για τη βαθμίδα βιομηχανικών και ενεργειακών έργων. Από το έτος 1989 δραστηριοποιούνταν ως ελεύθερος επαγγελματίας στο τομέα δημοσίων-ιδιωτικών έργων και στη βιομηχανία, διατηρώντας ατομική εργοληπτική εταιρία. Τα τελευταία έτη στελεχώνει την εργοληπτική εταιρία … ΑΤΕ και συντηρεί τα έργα που έχει κατασκευάσει στο παρελθόν, ισχυριζόμενος ότι το ετήσιό του εισόδημα δεν ξεπερνά το ποσό των 2.192,04 ευρώ, ήτοι το ποσό των 182,67 ευρώ μηνιαίως. Όπως ο ίδιος ομολογεί με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά και με τα λοιπά προαναφερόμενα δικόγραφά του, τα οποία προσκομίζονται, το χαμηλό του εισόδημα μετά το έτος 2008, οπότε είχε εισόδημα 18.000,00 ευρώ, αποτελεί άμεση συνέπεια της συνειδητής του επιλογής να αναλάβει προσωπικά την εξυπηρέτηση των δικαστικών του υποθέσεων, οι οποίες εκκρεμούν, τόσο με τη σύζυγό του, όσο και με διαφορές (ενοχικές αξιώσεις), που αφορούν την επαγγελματική του δραστηριότητα, ύψους 394.615 ευρώ. Ο εναγόμενος εκκαλών με πρόσθετο λόγο της έφεσής του επικαλείται μεταβολή συνθηκών σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του και την εντεύθεν διαμόρφωση της επαγγελματικής του ζωής και του εισοδήματός του, εξ αιτίας γεγονότος το οποίο προέκυψε μετά την πρωτοβάθμια συζήτηση και μετά την άσκηση της έφεσής του (527 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Αποδείχτηκε πράγματι ότι, στις 25-9-2016 υπέστη ατύχημα κατά το οποίο παρασύρθηκε πεζός από όχημα, εξ αιτίας του οποίου υπέστη κατάγματα του έξω κνημιαίου κονδύλου, κάταγμα κεφαλής περόνης αριστερού γόνατος και υποβλήθηκε σε χειρουργική εσωτερική οστεοσύνθεση, θλαστικό τραύμα ρινός, για το οποίο υποβλήθηκε σε συρραφή, ενώ τέθηκε νάρθηκας στο αριστερό του πόδι και του συστάθηκε ακινησία για διάστημα 1,5 μήνα (βλ. προσκομιζόμενες από 4-10-2016, 30-1-2017 ιατρικές βεβαιώσεις του Γενικού Νοσοκομείου … και όπου προκύπτει ότι νοσηλεύθηκε από 25-9-2016 έως 4-10-2016 και χρήζει αναρρωτικής άδειας 30 ημερών και από 10-10-2016 ιατρική γνωμάτευση του Ορθοπεδικού Ιατρού, Κ. Τ., ο οποίος γνωματεύει ότι, ο ασθενής θα είναι μη αυτοεξυπηρετούμενος για χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών). ‘Ηδη μετά την αφαίρεση του νάρθηκα υποβάλλεται σε φυσικοθεραπείες για την αποκατάσταση της κινητικότητάς του. Ο εναγόμενος συνδέει τον τραυματισμό του εξαιτίας του ατυχήματος με την έλλειψη επαγγελματικής δραστηριότητας και την εντεύθεν έλλειψη εισοδήματος. Ωστόσο, παρά τον τραυματισμό του και ανεξάρτητα από αυτόν, ο ίδιος, όπως ομολογεί, επέλεξε την αποχή του από κάθε εργασιακή απασχόληση του, προκειμένου να ασχοληθεί ο ίδιος με την εξυπηρέτηση των δικαστικών του υποθέσεων (βλ. προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σελ. 3 και 4, “…πρέπει να σημειωθεί ότι το χαμηλό μου εισόδημα μετά το 2008 αποτελεί άμεση συνέπεια της συνειδητής μου επιλογής να αναλάβω ο ίδιος προσωπικά την εξυπηρέτηση των δικαστικών μου υποθέσεων…δεδομένου ότι οι υποθέσεις μου είναι εξαιρετικά πολύπλοκες και χρονοβόρες δεδομένης και της κατάστασης της ελληνικής δικαιοσύνης από πλευράς χρόνου εκδίκασης των εκκρεμουσών υποθέσεων…επειδή, δε, έχω αποκτήσει σημαντικές νομικές γνώσεις, καλύπτω ο ίδιος όλες τις ανάγκες των υποθέσεών μου σε νομικό επίπεδο, ένδικα μέσα, προτάσεις, πλην των παραστάσεων”. Το Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά τη γενικότερη δυσκολία ανεύρεσης εργασίας και παρά την ακινησία του επί δύο περίπου μήνες, το υψηλό-επικαλούμενο από τον ίδιο-επίπεδο της ακαδημαϊκής του μόρφωσης και της πολύτιμης επαγγελματικής του εμπειρίας και κατάρτισης (βλ. βιογραφικό του, το οποίο ο ίδιος προσκομίζει), ο ως άνω μπορεί να εργασθεί, έστω και μερικώς, αξιοποιώντας το χρόνο του, τις γνώσεις του, την εμπειρία του και τις εργασιακές του δυνάμεις, ασκώντας μερικώς το επάγγελμα, αλλά και παραχωρώντας το πτυχίο του σε κατασκευαστικές εταιρίες, όπως άλλωστε έπραξε στο παρελθόν (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος καταθέτει ότι “νοίκιαζε” το πτυχίο του σε κατασκευαστικές εταιρίες αντί ποσού 5.000 ετησίως), ικανό να του εξασφαλίσει, μηνιαία εισοδήματα, μη απολιπόμενα του ποσού των 500,00 ευρώ τα οποία, ακόμη και αν δεν τα αποκτά, είναι συνυπολογιστέα κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, σαν να είχε πραγματικά τα εισοδήματα από την εργασία αυτή. Κατοικεί σε ιδιόκτητο ακίνητο και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες ενοικίου, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από άλλη πηγή. Είναι υγιής, εκτός του πρόσφατου ατυχήματός του, για την αποκατάσταση της υγείας του θα απαιτηθούν φυσιοθεραπείες, οι οποίες καλύπτονται από τον ασφαλιστικό του φορέα και δεν επιβαρύνεται εκ του νόμου με δαπάνη διατροφής ετέρου ατόμου πλην της ανήλικης θυγατέρας του. Τέλος, για την αντιμετώπιση των αναγκών διατροφής του (ήτοι για τα έξοδα τροφής, ένδυσης, αγοράς αναγκαίων προσωπικών του ειδών κλπ) απαιτείται η συνήθης δαπάνη συντήρησης ενός ατόμου της ιδίας ηλικίας που ζει, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάτω από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η μητέρα της ανήλικης, η οποία διαμένει με την τελευταία στην ιδιόκτητη συζυγική οικία και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες ενοικίου, είναι απόφοιτος του ….. Πανεπιστημίου, μετά δε τη τέλεση του γάμου της σταμάτησε να εργάζεται. Είναι συγκυρία κατά ποσοστό 68,68% εξ αδιαιρέτου ενός καταστήματος και μιας αποθήκης στην οδό … και κατά ποσοστό 99% εξ αδιαιρέτου ενός χώρου στάθμευσης επί της οδού … και ψιλή κυρία κατά ποσοστό 30,31% εξ αδιαιρέτου ενός καταστήματος και μιας αποθήκης επί της οδού …, εισπράττει δε ως εισόδημα από την εκμίσθωση του καταστήματος στην οδό … μηνιαίως το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ στις οικονομικές της δυνάμεις πρέπει να συνυπολογιστεί και η προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών προς τη θυγατέρα της, που ανέρχονται στο ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως. Εισπράττει επίσης, όπως η ίδια ομολογεί στις προτάσεις της ενώπιον του εφετείου (βλ σελ. 8), μίσθωμα 360,00 ευρώ μηνιαίως από την εκμίσθωση διαμερίσματος επί της οδού …, το οποίο κληρονόμησε από τη θεία της, Α. Κ., (βλ. υπ’ αρ. …90/2015 πρακτικό δημοσίευσης δημόσιας διαθήκης και από 28-9-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, τα οποία προσκομίζει η ενάγουσα, δεκτού γενομένου του αιτήματος του εκκαλούντος για επίδειξη των παραπάνω εγγράφων). Είναι κυρία ενός αγρού έκτασης 8.226 τμ στο …, το οποίο είναι απρόσοδο, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από άλλη πηγή. Λόγω δε της ανεργίας, που μαστίζει τη χώρα και πλήττει κυρίως τις γυναίκες της ηλικίας της (ήδη 54 ετών) δίχως επαγγελματική εμπειρία, κρίνεται ότι είναι ιδιαίτερα δυσχερής η εξεύρεση εκ μέρους της εργασίας, ενώ το εισόδημά της από την εκμίσθωση του ακινήτου δύναται να καλύψει τη διατροφή της ιδίας, αλλά και τη συμμετοχή της στη διατροφή της θυγατέρας της. Για την αντιμετώπιση των αναγκών διατροφής της (ήτοι για τα έξοδα τροφής, ένδυσης, αγοράς αναγκαίων προσωπικών της ειδών κλπ) απαιτείται η συνήθης δαπάνη συντήρησης ενός ατόμου της ιδίας ηλικίας, που ζει κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάτω από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τη συμμετοχή της στις λειτουργικές δαπάνες και τα συνακόλουθα έξοδα της συνοίκησής της μετά της θυγατέρας της σε αυτήν για θέρμανση, κοινόχρηστα, για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος και τηλεφωνικής επικοινωνίας. Τέλος, δεν επιβαρύνεται με διατροφή τρίτου προσώπου, πλην της ανήλικης ενάγουσας. Η τελευταία κατά τη συζήτηση της αγωγής ήταν μαθήτρια της Γ’ τάξης του δημοτικού σχολείου, φοιτά σε δημόσιο εκπαιδευτήριο, παρακολουθεί δε μαθήματα αγγλικών σε φροντιστήριο με ετήσια δαπάνη το ποσό των 320,00 ευρώ, μαθήματα χορού κόστους 120,00 ευρώ ετησίους και μαθήματα ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ με ετήσιο κόστος 120,00 ευρώ, ενώ συμμετέχει στη χορωδία του Ιερού Ναού Μεθοδίου και Κυρίλλου με ετήσιο κόστος το ποσό των 80 ευρώ. Τέλος η ανήλικη είναι υγιής και ασφαλισμένη στον ασφαλιστικό φορέα του εναγομένου και επομένως, η οποιαδήποτε ιατροφαρμακευτική δαπάνη ήθελε προκύπτει κατά το επίδικο διάστημα, καλύπτεται από το ταμείο αυτό, οι λοιπές δε, προς διατροφή και συντήρησή της δαπάνες, είναι οι συνήθεις των συνομηλίκων της αυτής, από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων της, κατάστασης. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες της ανήλικης ενάγουσας διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν από τις προαναφερόμενες συνθήκες της ζωής της κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής μέχρι τη συμπλήρωση τετραετίας από αυτήν, συγκεκριμένα για τις ανάγκες της για ένδυση, διατροφή, εκπαίδευση, ιατρική παρακολούθηση, ψυχαγωγία και εν γένει συντήρησή της, απαιτούνται, λαμβανομένων υπόψη τόσο της ως άνω εκτεθείσας οικονομικής δυνατότητας των δύο γονέων της όσο και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν (κατά τον επίδικο χρόνο) στη χώρα μας, το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ μηνιαίως. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται και η, ως εκ της εκεί διαβιώσεώς της, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της οικίας, όπου διαμένει με τη μητέρα της…, τα οποία φέρει η τελευταία, ενώ, συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου της υπηρεσίες, των οποίων έχει άμεση ανάγκη για την ανατροφή της και προσφέρονται σ’ αυτήν από την ίδια (μητέρα της)…Μετά ταύτα, για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους γονείς της ανήλικης, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας έκαστου γονέα στο σύνολο των εισοδημάτων τους (δοθέντος ότι διώκεται μόνο η επιδίκαση του ποσού, που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αντιστοιχεί στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εναγομένου στην ανάλογη διατροφή του τέκνου του και όχι το προσδιοριζόμενο από τις ανάγκες αυτού συνολικό ποσό της διατροφής του). Ειδικότερα, η αναλογία των εισοδημάτων των γονέων ως προς το συνολικό ποσό των εισοδημάτων τους, για το επίδικο χρονικό διάστημα (2015-2018) υπολογίζεται σε 0,73 για την ενάγουσα μητέρα και 0,27 για τον εναγόμενο πατέρα (1360+500=1860, 1360/1860=0,73 για τη μητέρα και 500/1860 = 0,27 για τον πατέρα). Με τα δεδομένα αυτά, ο εναγόμενος εκκαλών πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή του τέκνου του, που προσδιορίζεται με τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, με βάση τις προαναφερθείσες οικονομικές του δυνατότητες και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας του, με το ποσό των εκατό (100,00) ευρώ (0,27 Χ 400=100,00), δεκτών γενομένων των σχετικών λόγων έφεσης. ‘Ετσι, ο εναγόμενος πατέρας της μπορεί, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική δυνατότητα του και την προσωπική κατάστασή του, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας της ανήλικης να συνεισφέρει το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ενώ το υπόλοιπο, κατά μήνα, ποσό που είναι αναγκαίο για τη διατροφή της (300,00 ευρώ), βαρύνει τη μητέρα της, με την ανάλωση μέρους του εισοδήματός της και την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή της και των λοιπών, συνδεόμενων με τη συνοίκηση της, παροχών, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής της. Το παραπάνω ποσό είναι σε θέση να καταβάλλει ο εναγόμενος χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, η δε σχετική ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής, την οποία προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσης του κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ως μη νόμιμο πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά το αίτημα επίδειξης των εγγράφων, τα οποία ζητεί ο εκκαλών με τον 5° λόγο της έφεσης του και δη α) τις κινήσεις όλων των τραπεζικών λογαριασμών της ενάγουσας, β) την απόδειξη εμβάσματος από τράπεζα της …. στην οποία εργάζεται ο αδελφός της, γ) έγγραφη βεβαίωση των αναφερομένων τραπεζών σχετικά με το ποιους και πόσους λογαριασμούς τηρεί η εφεσίβλητη σε κάθε τράπεζα, διότι αυτά αποτελούν προσωπικά της δεδομένα…Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε διαφορετικά και προσδιόρισε το ύψος της συνεισφοράς του εναγομένου στη διατροφή της ανήλικης κόρης του στο ποσό των 250,00 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι…Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και από ουσιαστική άποψη και αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολο της, για το ενιαίο της απόφασης, το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της. Στη συνέχεια, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και α) να ανατεθεί η επιμέλεια της ανήλικης αποκλειστικά στην ενάγουσα, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, προκαταβαλλομένου εντός πενθημέρου έκαστου ημερολογιακού μήνα, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από την άσκηση της αγωγής με το νόμιμο τόκο, από την καθυστέρηση εξόφλησης κάθε μηνιαίας παροχής, μέχρι την εξόφληση”. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ.2, 1487, 1489 εδ. β’, 1493 και 288 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της παρούσας ατομικής περίπτωσης στο λόγο της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού και στη συνέχεια καθόρισε το ποσό της οφειλόμενης διατροφής από τον αναιρεσίβλητο για το ανήλικο τέκνο τους στο ως άνω ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως ανάλογα με τις δυνάμεις των διαδίκων γονέων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο της ουσίας κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1489 εδ. β’ και 288 ΑΚ καθόρισε ως συνυπολογιστέο και εισόδημα αυτού ύψους 500 ευρώ, που θα μπορούσε να αποκομίσει από την εργασία του, είναι αβάσιμες. Το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων καθόρισε τη διατροφή στο ως άνω ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ως άνω αναφερόμενων οικονομικών δυνάμεων, δυνατοτήτων, υποχρεώσεων και λοιπών συνθηκών διαβιώσεως και βιοτικών αναγκών των διαδίκων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ως άνω δυνατότητα του αναιρεσείοντος να εργαστεί και να αποκομίσει το ως άνω ποσό, το οποίο, εφόσον εναντίον της καλής πίστης απέφυγε να αποκτήσει, συνυπολογίζεται κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου του, σαν να είχε πραγματικά αποκτήσει το εισόδημα από την εργασία αυτή. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με το χαρακτηρισμό των ως άνω περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1493 και 1489 ΑΚ, καθόσον έλαβε υπόψη παραδεκτά τις ανάγκες της δικαιούχου ανήλικης αλλά και τις οικονομικές δυνάμεις και τις οικονομικές δυνατότητες, υποχρεώσεις και λοιπές συνθήκες διαβίωσης και βιοτικές ανάγκες των διαδίκων, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της διατροφής της δικαιούχου ανήλικης και τη συνεισφορά σ’ αυτήν των υπόχρεων γονέων της. Επιπλέον, δεν ήταν αναγκαίο να περιλαμβάνονται σ’ αυτήν άλλες αιτιολογίες προς αποσαφήνιση των αναγκών του ανηλίκου δικαιούχου διατροφής τέκνου των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, καθώς και των οικονομικών δυνάμεων και δυνατοτήτων των υποχρέων διατροφής διαδίκων γονέων του. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος κύριος και πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται αντίστοιχες αιτιάσεις. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος και κατά το σκέλος του, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αριθ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις Τούτο δε διότι δεν υπάρχουν αντιφάσεις στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης, η οποία περιλαμβάνει ως προς το ζήτημα της διατροφής του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων μια διάταξη περί καθορισμού της καταβλητέας διατροφής στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως.
ΙV. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπόψη λόγου αναίρεσης απαιτείται η παράλειψη λήψης υπόψη ισχυρισμών που προτάθηκαν.
Συνεπώς δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, αν το δικαστήριο, που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 3/1997, Ολ ΑΠ 12/1991, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 1262/2018). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης απορρίπτεται όμως ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Άρειο Πάγο προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε για οιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, την αίτηση δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 11/1996, Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 2029/2017, ΑΠ 1434/2010). Ακόμη, ο πιο πάνω λόγος ιδρύεται και επί αίτησης επίδειξης εγγράφου, εφόσον όμως υποβλήθηκε ορισμένως, δηλαδή με επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, σαφή προσδιορισμό του εγγράφου περιεχομένου του και του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 123/2016, ΑΠ 414/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης, κατά το οικείο σκέλος του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 8β’ του ΚΠολΔ, επειδή, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, αλλά απέρριψε πράγματα που προτάθηκαν απ’ αυτόν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα το αίτημά του, που πρόβαλε παραδεκτώς τόσο ενώπιόν του όσο και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περί επίδειξης των αναφερομένων εγγράφων και ειδικότερα της κίνησης όλων των τραπεζικών λογαριασμών της αναιρεσίβλητης, της απόδειξης του αναφερομένου εμβάσματος αυτής και της έγγραφης βεβαίωσης των αναφερομένων τραπεζών σχετικά με τους τηρούμενους λογαριασμούς της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, κατά το ως άνω μέρος του, είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη του το συγκεκριμένο αίτημα του αναιρεσείοντος και το απέρριψε ρητά. Αλλά και αν ακόμη ήθελε εκτιμηθεί ότι ο λόγος αυτός θεμελιώνεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πάλι είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο δεν άφησε αδίκαστο το ως άνω αίτημα, αλλά το απέρριψε ρητά. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι το εν λόγω αίτημα επίδειξης εγγράφων, που υποβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, έπασχε αοριστία απορρέουσα από τη μη επίκληση των απαιτουμένων για τη θεμελίωση αυτού προϋποθέσεων και ειδικότερα αφ’ ενός μεν του σαφούς προσδιορισμού των αιτουμένων να επιδειχθούν εγγράφων και αφ’ ετέρου της κατοχής αυτών από την αναιρεσίβλητη. Κατά τα λοιπά οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στον ίδιο λόγο από τους αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ ως προς το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ περί συνεισφοράς καθενός των διαδίκων στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους ανάλογα με τις δυνάμεις τους έχουν περιληφθεί στην αιτιολογία απόρριψης του πιο πάνω πρώτου λόγου αναίρεσης. V. Με τον τρίτο λόγο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι ως προς την απόρριψη της εκ μέρους του υποβληθείσας ένστασης διακινδύνευσης της δικής του διατροφής έναντι του τέκνου του, το οποίο μπορεί να στραφεί κατά της αναιρεσίβλητης μητέρας του, το δικαστήριο της ουσίας εντελώς αόριστα δέχθηκε ότι μπορεί να καταβάλει το επιδικαζόμενο ποσό διατροφής ύψους 100 ευρώ, χωρίς να αναφέρεται στο πραγματικό του εισόδημα και τα έξοδα διαβίωσής του. Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Το Εφετείο, κρίνοντας όπως πιο πάνω αναφέρεται, διέλαβε ως προς το ζήτημα αυτό σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 1487 εδ. β’ και των λοιπών ως άνω διατάξεων. Ειδικότερα, με σαφήνεια εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός κατοικεί σε ιδιόκτητο ακίνητο και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες ενοικίου, είναι υγιής, εκτός του πρόσφατου ατυχήματος του, για την αποκατάσταση της υγείας του θα απαιτηθούν φυσιοθεραπείες, οι οποίες καλύπτονται από τον ασφαλιστικό του φορέα και δεν επιβαρύνεται εκ του νόμου με δαπάνη διατροφής ετέρου ατόμου πλην της ανήλικης θυγατέρας του, ενώ για την αντιμετώπιση των αναγκών διατροφής του (ήτοι για τα έξοδα τροφής, ένδυσης, αγοράς αναγκαίων προσωπικών του ειδών κλπ) απαιτείται η συνήθης δαπάνη συντήρησης ενός ατόμου της ιδίας ηλικίας που ζει, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, κάτω από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Με βάση δε τα παραπάνω το Εφετείο με σαφή και πλήρη αιτιολογία έκρινε ότι ο αναιρεσείων, λαμβανομένου υπόψη και συνυπολογιζομένου του εισοδήματος των 500 ευρώ μηνιαίως που μπορεί να αποκομίζει από εργασία του, είναι σε θέση να καταβάλλει το παραπάνω ποσό διατροφής των 100 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή και ως εκ τούτου, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν τη σχετική ένσταση αυτού περί διακινδύνευσης της δικής του διατροφής. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα. VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής, της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής-οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο, ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανήλικου τέκνου, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Επίσης, οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Τούτο δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Περαιτέρω, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το εδ. β’ της τελευταίας διάταξης ελέγχεται η παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας, μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών γεγονότων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλ. τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου (ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, δηλ. για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών) ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλ. της ουσίας της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1526/2017, ΑΠ 1550/2017, ΑΠ 43/2017). Στη συγκεκριμένη υπόθεση, από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, δικάζοντας την πιο πάνω από 12-1-2015 αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς τη ρύθμιση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη επί των πραγμάτων κρίση του, τα εξής: “Οι ενήλικοι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 8-9-2002 κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν μία θυγατέρα, τη Δ., που γεννήθηκε την 3-1-2006. Μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν σε ιδιόκτητο διαμέρισμα της ενάγουσας, που αποτέλεσε τη συζυγική τους στέγη μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης και τη μετοίκηση του εναγόμενου κατά το έτος 2014 κατόπιν αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας εις βάρος του και έκδοσης της υπ’ αρ. 20988/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την ως άνω διαδικασία. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, λόγω της ιδιορρυθμίας της προσωπικότητας του εναγομένου και της αντίληψης από την οποία διακατέχονταν σχετικά με την έγγαμη συμβίωση και τη συντροφικότητα, καθώς επεδίωκε να επιβάλλει σε όλα τα θέματα της κοινής τους ζωής και του τέκνου-τους τους κανόνες και τις προσωπικές απόψεις του, υποτιμώντας διαρκώς την ενάγουσα, εις βάρος της οποίας έχει ασκήσει και σωματική βία, αλλά και την οικογένεια αυτής, ιδίως τη μητέρα της, για την οποία τρέφει ιδιαίτερα αρνητικά συναισθήματα, θεωρώντας την υπαίτια για τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων. Η ενάγουσα διακατεχόταν από φόβο προς το πρόσωπο του συζύγου της, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τους κοινωνικούς λειτουργούς που προέβησαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας σε έρευνα για το περιβάλλον διαβίωσης της ανήλικης θυγατέρας τους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, κατόπιν ανώνυμης καταγγελίας στον εθελοντικό οργανισμό για τα παιδιά, “…” για το ότι υπάρχουν υπόνοιες κακοποίησης εις βάρος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, διατάχθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελέα η διενέργεια κοινωνικής έρευνας. Ο εναγόμενος, εάν και επρόκειτο για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όχι μόνο αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους κοινωνικούς λειτουργούς, αλλά ήταν επιθετικός εναντίον τους, όταν οι τελευταίοι επισκέφθηκαν αιφνιδίως την οικία των διαδίκων. Σύμφωνα δε με την συνταχθείσα με ημερομηνία 16-8-2009 κοινωνική έκθεση των κοινωνικών λειτουργών, Θ. Β. και Σ. Μ., κατά την πρώτη επίσκεψή τους η εναγόμενη έδειχνε ιδιαίτερα φοβισμένη, αφού ο σύζυγος αυτής-εναγόμενος της υπέδειξε ενώπιόν τους με έντονο ύφος να εισέλθει στο διαμέρισμα τους και να μην μιλήσει σε κανένα. Επίσης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα κοινωνική έκθεση, δεν διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν λόγοι για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας της ανήλικης από τη μητέρα της, διαπιστώθηκε όμως η δυσλειτουργική σχέση του ζεύγους, με αποτέλεσμα συχνά να υπάρχουν διαπληκτισμοί μεταξύ τους. Η ενάγουσα εν όψει όλων των παραπάνω δυσλειτουργικών συνθηκών της έγγαμης σχέσης της, αποφάσισε να διακόψει την έγγαμη συμβίωση με τον εναγόμενο τον Αύγουστο του 2014, οπότε και κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 18771/2014 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τη συζήτηση αυτής την 10-11-2014 ο εναγόμενος άσκησε προφορικώς ανταίτηση, επ’ αυτών δε (αιτήσεως και ανταιτήσεως) εκδόθηκε η με αριθμό 20988/2014 απόφαση, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση, ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια της ανήλικης στη μητέρα της, διέταξε προσωρινά τη μετοίκηση του εναγόμενου από την συζυγική οικία, παραχώρησε προσωρινά τη χρήση αυτής και της οικοσκευής στην αιτούσα-ενάγουσα και απέρριψε την ασκηθείσα προφορικώς ανταίτηση. ‘Εκτοτε η ενάγουσα, ενεργώντας με σύνεση, αίσθημα ευθύνης και ωριμότητας ανέλαβε την πλήρη και αποκλειστική άσκηση του δικαιώματος επιμέλειας της ανήλικης κόρης της, στην οποία είναι αποκλειστικά αφοσιωμένη, καθώς δεν εργάζεται, ασχολούμενη ενεργά, ουσιωδώς, συστηματικά και με ιδιαίτερη στοργή με την καθημερινή φροντίδα της, διαμορφώνοντας ένα ήρεμο περιβάλλον για την ανήλικη, συνειδητοποιώντας την ευθύνη της ως γονέα, αναλαμβάνοντας πλήρως τα καθήκοντα του γονικού της ρόλου, στα οποία και έχει εστιάσει αποκλειστικά τη ζωή της, ελλείψει επαγγελματικής ενασχόλησης. Το παραπάνω κλίμα συναισθηματικής ασφάλειας και ισορροπίας, που προδήλως εδράζεται σε μια υγιή μητρική σχέση και απορρέει από αυτήν, εξέφρασε με σαφήνεια και έμφαση η ανήλικη, κατά την ιδιαίτερη επικοινωνία της με τη Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου. Σε κανένα δε σημείο δεν διαφάνηκε αρνητική εμπειρία της ανήλικης προερχόμενη από τη μητέρα της, με την οποία τη συνδέουν άρρηκτοι και σταθεροί δεσμοί συναισθηματικής ασφάλειας και επάρκειας. Από την όλη εικόνα, εκτίμηση της προσωπικότητας και συμπεριφορά της ανήλικης και τη συζήτηση που υπήρξε ανάμεσα σε αυτήν και τη Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, η τελευταία διαμόρφωσε την κρίση ότι, τα γραφόμενα από την ανήλικη σε ιδιόχειρες σημειώσεις της που προσκομίζονται από τον εναγόμενο, σχετικά με τις συνθήκες ασφάλειάς της κατά την παραμονή της με τη μητέρα της, δεν αποτελούν αυθόρμητη περιγραφή συμπεριφορών της μητέρας της, αλλά έλαβαν χώρα κατόπιν παρακίνησης του ιδίου. Οι αιτιάσεις του εναγομένου περί ακαταλληλότητας, ανεπάρκειας της ενάγουσας μητέρας και επικινδυνότητάς της στην άσκηση της επιμέλειας και του μητρικού της ρόλου, δεν αποδείχτηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι απότοκες της απαξιωτικής στάσης και γνώμης του εναγομένου απέναντι στη σύζυγό του. Από την εκτίμηση των ισχυρισμών του, όπως αυτοί διατυπώνονται στα δικόγραφα του, έφεση, προσθέτους λόγους, προτάσεις της πρωτοβάθμιας και της παρούσας δίκης και ανταγωγή – (όπως, “….η ενάγουσα πραγματοποίησε με την ανήλικη ταξίδι στο Λονδίνο, παρά τις δικές μου έντονες αντιρρήσεις λόγω του κινδύνου τρομοκρατικής επίθεσης από τζιχαντιστές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες,…της κάνει μπάνιο με ανοιχτό θερμοσίφωνο με κίνδυνο ηλεκτροπληξίας,…δεν μαγειρεύει και έχει αναθέσει τη μαγειρική στη μητέρα της, η οποία μαγειρεύει λιπαρά, τηγανητά κλπ, και πάντως όχι υγιεινά,…δίνει ζαχαρώδη στο παιδί,…η μητέρα της-γιαγιά-καπνίζει μπροστά στο παιδί…είναι υπάνθρωπος, άφησε το παιδί να ανέβει το πλατύσκαλο με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει…είδα το παιδί να κάνει κούνια χωρίς την επίβλεψη της αντιδίκου, δεν είχε προβεί στον απαραίτητο έλεγχο της κούνιας, όπου έλειπε μια βίδα από το κάθισμα,…έπαιζε σε παιδότοπο χωρητικότητας 15 παιδιών, ενώ βρισκόταν εκεί πάνω από 20 παιδιά…”- βλ. έφεση και προσθέτους λόγους, “η μητέρα της-γιαγιά-έκοβε τα νύχια του παιδιού σε μεγάλο βάθος και ανομοιόμορφα, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν ανομοιόμορφη όψη…όταν το αντιλήφθηκα αυτό τους απαγόρευσα να ξανακόψουν τα νύχια του παιδιού μου και έκτοτε ασχολούμαι εγώ αποκλειστικά με αυτό…” βλ. σελ. 5 υπ’ αρ. κατ. 11141/2015 ανταγωγής του), διαφαίνεται προδήλως η εμμονική στάση και θέση του εναγομένου σε σχέση με τον κίνδυνο και η αρνητική και απαξιωτική του στάση απέναντι στη σύζυγο του και τη μητέρα της και ουδόλως η ανεπάρκεια και ανευθυνότητα της ενάγουσας μητέρας απέναντι στο τέκνο της. Οι προσκομιζόμενες από αυτόν φωτογραφίες της ανήλικης, όπου εμφανίζεται η ανήλικη με μώλωπες οι οποίοι προέρχονται από χτύπημα, δεν αναιρούν την ανωτέρω κρίση, καθώς δεν υπερβαίνουν τους συνήθεις, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, μικροτραυματισμούς των παιδιών που προέρχονται από αδεξιότητα των κινήσεων τους και δεν καταδεικνύουν αμέλεια των γονέων. Η ιδιάζουσα ψυχολογική αυτή στάση του εναγομένου καταδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ίδιο, από 17-12-2015 και 18-3-2016 ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών, Ν. Τ., ωρλ και Μ. Π., ψυχιάτρου, αντίστοιχα, στις οποίες βεβαιώνεται ότι, ο εναγόμενος πάσχει από εμβοές, οι οποίες αυξάνονται σε περιόδους αυξημένου άγχους και συνιστάται ψυχιατρική εκτίμηση και από μικτή αγχώδη και καταθλιπτική διαταραχή (βλ. προσκομιζόμενες γνωματεύσεις). Το γεγονός δε, ότι η ανήλικη δύο φορές κτύπησε παρουσία της μητέρας της, ή ότι η τελευταία της επέτρεπε κατά διαστήματα να τρώει σοκολατούχα εδέσματα, ουδόλως καταδεικνύουν αμέλεια της μητέρας ως προς την ορθή επιτήρηση της ανήλικης και τη διατροφή αυτής. Λαμβανομένου υπόψη, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ότι, το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αποκλειστικό γνώμονα του Δικαστηρίου για την διαμόρφωση της δικαιοδοτικής του κρίσης σχετικά με την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του τέκνου των διαδίκων, έχοντας νόμιμο δικαίωμα να ενεργήσει ακόμα και αντίθετα από την όποια συμφωνία των γονέων και ότι για την επιλογή του προσώπου που θα ασκεί την γονική μέριμνα και επιμέλεια επιδιώκεται εκείνο το πρόσωπο του γονέα, που μπορεί να εξασφαλίσει την εν γένει ομαλή ανάπτυξη του τέκνου και την διατήρηση της σταθερότητας και συνέχειας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, με βάση τις παραπάνω παραδοχές και αφού συνεκτιμηθεί το φύλο της ανήλικης, (θήλυ), η ηλικία της, (9 ετών κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και ήδη 11 ετών), οι προσωπικές ιδιότητες των διαδίκων γονέων και ιδίως η ωριμότητα, η συγκρότηση, η δυνατότητα επικοινωνίας και συναισθηματικής έκφρασης με την ανήλικη, η κατάσταση της υγείας τους, ο ελεύθερος χρόνος για αυτοπρόσωπη άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας της ανήλικης, αποδεικνύεται ότι, το συμφέρον της ανήλικης επιβάλλει την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας της από την ενάγουσα μητέρα της. Η ανωτέρω, ηλικίας σήμερα 53 ετών, είναι σε θέση να ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου της, διαθέτει όλα τα ανάλογα προσόντα για να ανταποκριθεί στο λειτουργικό της καθήκον, είναι ηθική, στοργική, επιμελής, υπεύθυνη και άξια μητέρα της ανήλικης, ωθείται από έντονα αισθήματα αγάπης αλλά και ευθύνης προς το τέκνο της, είναι δε κατάλληλη να θέσει τις γενικές κατευθυντήριες αρχές κατά την ανατροφή του τέκνου της που αποβλέπουν σto να το οδηγήσουν να αναπτυχθεί σε αυτοδύναμη και υπεύθυνη κοινωνική προσωπικότητα… Περαιτέρω και ως προς τις λοιπές εκφάνσεις της άσκησης του δικαιώματος της γονικής μέριμνας ( διοίκηση περιουσίας, εκπροσώπηση δικαστική ή εξώδικη), αυτές πρέπει να ασκούνται από κοινού από αμφότερους τους διαδίκους γονείς, αφενός, για να μην αποξενωθεί πλήρως η ανήλικη από την πατρική μέριμνα και αφετέρου, για να συμμετέχει ο εναγόμενος πατέρας στις σημαντικές αποφάσεις της ζωής της. Η κρίση του Δικαστηρίου για όλα τα προαναφερόμενα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά έχει έρεισμα στο σύνολο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν και δεόντως συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο, ενώ δεν ανατρέπεται από την κατάθεση των μαρτύρων του εναγομένου εκκαλούντος, οι οποίοι υιοθετούν την ίδια αντίληψη σε σχέση με την επικαλούμενη ανεπάρκεια της μητέρας και αναπαράγουν τους ισχυρισμούς και τις θέσεις του εναγομένου. Επισημαίνεται, ωστόσο, η έκδηλη και αναμφισβήτητη αγάπη του εναγόμενου πατέρα της ανήλικης και το αμέριστο ενδιαφέρον του για το τέκνο του. Ο εναγόμενος εκκαλών ζητεί την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας στο πρόσωπό του και επικουρικά την από κοινού άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, η εξυπηρέτηση του συμφέροντος της ανήλικης στο ηλικιακό στάδιο που διανύει, επιτάσσει σταθερότητα και όχι μοίρασμα μεταξύ των ενηλίκων γονέων της, καθόσον αυτό θα αποβεί σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας της. Η εναλλασσόμενη επιμέλεια κατακρίνεται έντονα από τη νομική θεωρία και τους παιδοψυχιάτρους και παιδοψυχολόγους στην Ευρώπη και στην Αμερική. Τα ίδια ακριβώς προβλήματα παρουσιάζουν και οι δικαστικές ή συναινετικές ρυθμίσεις, κατά τις οποίες τυπικά μεν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα, αλλά η έκταση και η συχνότητα της επικοινωνίας που δίδεται στον άλλο είναι τέτοια, ώστε στην ουσία να πρόκειται για εναλλαγή της επιμέλειας. Για το λόγο αυτό επικρίθηκαν έντονα από την επιστημονική κοινότητα, ως έκδηλα λανθασμένες και αντίθετες με τα πορίσματα της παιδοψυχιατρικής και ψυχολογίας για το συμφέρον του παιδιού, ασυμβίβαστες με την κοινή λογική και παραβαίνουσες στοιχειώδη διδάγματα κοινής πείρας…Καταληκτικά, είναι γνωστό ότι ο Νομοθέτης έδωσε στο Δικαστή ως πυξίδα και άξονα αναφοράς για τα θέματα που σχετίζονται με τα παιδιά (γονική μέριμνα, επιμέλεια, επικοινωνία) την εξυπηρέτηση του αληθινού τους συμφέροντος. Την έννοια όμως και το εξατομικευμένο περιεχόμενο του όρου αυτού απέφυγε να το προσδιορίσει, μετακυλίοντας και εναποθέτοντας έτσι το βάρος της ευθύνης αυτής στους ώμους του εφαρμοστή και ερμηνευτή του δικαίου. Απαίτησε δηλαδή από αυτόν ιδιαίτερη ευαισθησία, αλλά και γνώσεις ειδικές γύρω από την ψυχολογική ανάπτυξη και τις ψυχικές δυνάμεις του παιδιού Είναι δε κοινώς γνωστό, σύμφωνα με τα πορίσματα της επιστήμης, ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη κατοχύρωσης της συναισθηματικής μονιμότητας, της σταθερότητας και της συνέχειας στη φροντίδα τους, που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν έναν ασφαλή ψυχοσυναισθηματικό δεσμό με το βασικό πρόσωπο φροντίδας τους. Οι ανάγκες αυτές δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με απλό μοίρασμα του χρόνου των παιδιών μεταξύ των δύο γονιών. Η σταθερότητα αυτή επιτυγχάνεται χάρη στο σταθερό χώρο κατοικίας, στη συνέχεια στη φροντίδα στη σταθερότητα του βασικού προσώπου φροντίδας, στο ήρεμο κλίμα που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις, τη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων. Οποιαδήποτε σύγχυση, οποιοδήποτε βίαιο “μοίρασμα” του παιδιού προς όφελος των ενηλίκων αποβαίνει σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας του παιδιού. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις και δεδομένα της παιδοψυχιατρικής επιστήμης, το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων επιτάσσει την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα του. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και ανέθεσε στην ενάγουσα αποκλειστικά την επιμέλεια της ανήλικης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι”. Ακολούθως το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση αντίστοιχα και δίκασε κατά τούτο την υπόθεση, δεχόμενο την πιο πάνω αγωγή της αναιρεσίβλητης ανέθεσε αποκλειστικά σ’ αυτήν την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά συνιστούν λόγο συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, για την εξειδίκευση του οποίου δεν παραβιάστηκαν από αυτό τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν δε το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο του ανηλίκου, που δικαιολογεί την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου του αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη. Επομένως, είναι αβάσιμος ο τέταρτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος αυτού περί παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι απαράδεκτος, αφού οι διαλαμβανόμενες αιτιάσεις δεν έχουν το χαρακτήρα διδάγματος κοινής πείρας, με την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω και σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω αιτιάσεις του ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχονται από τον ‘Αρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι από 28-1-2019 πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να απορριφθούν. Διατάξεις περί παραβόλου και δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνονται, ενόψει της απαλλαγής του αναιρεσείοντος από την καταβολή παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, καθώς και της ερημοδικίας της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-7-2017 αίτηση και τους από 28-1-2019 πρόσθετους λόγους του Π. Τ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 630/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Αυγούστου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΗΓΗ: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ