ΜΠρΘεσ 1285/2013:

«Εάν έχει επιβληθεί κατάσχεση χρημάτων ή χρεογράφων στα χέρια τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας, ως τρίτης, η τελευταία κατά τις γενικές διατάξεις του ΚΠολ∆, καθίσταται μεσεγγυούχος του ποσού που κατασχέθηκε και έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του μεσεγγυούχου και δεσμεύεται να μην αποδώσει το κατασχεθέν ποσό σε κανέναν άλλο, πλην του κατασχόντος δανειστή, ούτε δηλαδή στον καταθέτη και δικαιούχο του λογαριασμού, υποχρεούμενη να το διαφυλάττει έως το πέρας της δικαστικής διαφοράς που αφορά την οφειλή του καθ’ ου η εκτέλεση πελάτη της.

Μετά δε την καταφατική της δήλωση για την ύπαρξη και την επάρκεια της κατασχεθείσας απαίτησης, οφείλει να αποδώσει το κατασχεθέν ποσό, όταν της ζητηθεί, στον κατασχόντα δανειστή, έναντι του οποίου πλέον αυτή ενέχεται, δοθέντος ότι μετά την καταφατική της δήλωση και την πάροδο οκτώ (8) ή τριάντα (30) κατά περίπτωση ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης υπέρ του κατασχόντος δανειστή. Το άρθρο 984 § 2 εδ. α ́ ΚΠολ∆ απαγορεύει σε κάθε τρίτο, στα χέρια του οποίου κατασχέθηκε απαίτηση του οφειλέτη και συνεπώς, και στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ως τρίτη, τη χρήση οποιουδήποτε άλλου, πλην της καταβολής, τρόπου απόσβεσης της οφειλής της, σε αντίθεση με τον καθ’ ου η εκτέλεση πελάτη της, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει και άλλους τρόπους απόσβεσης της οφειλής, όπως π.χ. να εξοφλήσει τον κατασχόντα ή να συμψηφίσει το κατασχεθέν ποσό με ισόποση χρηματική ανταπαίτησή του κατά του κατασχόντος και να αποσβεσθεί έτσι, και η έναντι τούτου ενοχή της τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας, ως τρίτης, απαλλασσόμενης της τελευταίας έναντι τούτου (κατασχόντος δανειστή) της εκ της κατασχέσεως ευθύνης, όχι όμως και της ευθύνης της έναντι του καθ` ου η εκτέλεση πελάτη της.

Κατ’ εξαίρεση, όμως, των πιο πάνω ισχυόντων κατά τον ΚΠολ∆ για κάθε τρίτο στα χέρια του οποίου κατάσχεται απαίτηση του οφειλέτη, παρέχεται το δικαίωμα στις τράπεζες, στα χέρια των οποίων, ως τρίτων, κατάσχονται οι καταθέσεις των πελατών τους καθ` ων η κατάσχεση και δικαιούχων σχετικού λογαριασμού, εφόσον προβούν στην κατά το άρθρο 985 §§ 1 και 2 του ΚΠολ∆ καταφατική δήλωση τους, στη συνέχεια και κατ` επίκληση των διατάξεων του άρθρου 87 § 1 του ν.δ/τος 17.7/13.8.1923, να καταθέσουν «δικαστικά» τα κατασχεθέντα χρηματικά ποσά, στο όνομα του καθ’ ου η εκτέλεση πελάτη τους και δικαιούχου του λογαριασμού ή των κληρονόμων του κατ’ άρθ. 89 του ως άνω ν.δ/τος (επιχείρημα εκ του άρθ. 87 που δια- κρίνει τον κατασχόντα από τον δικαιούχο), εξαρτώντας περαιτέρω την ανάληψη τους από απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, εκδιδόμενη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χορηγούσα την άδεια για τη σχετική ανάληψη. Ως «δικαστική κατάθεση» σύμφωνα με το άρθ. 87 § 1 του ως άνω ν.δ/τος, νοείται η δικαστική παρακαταθήκη που συστήνεται υποχρεωτικά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων, το οποίο φυλάσσει και διαχειρίζεται κάθε δικαστική παρακαταθήκη, η απόδοση της οποίας εξαρτήθηκε από δικαστική απόφαση (άρθρο 2 του οργανικού νόμου του Ταμείου Παρακαταθηκών και ∆ανείων).

Συνακόλουθα, στην περίπτωση κατά την οποία, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία, εφόσον έχει προβεί σε καταφατική δήλωση (άρθρο 985 §§ 1 και 2 ΚΠολ∆), καταθέσει στη συνέχεια, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων τα κατασχεθέντα στα χέρια της, ως τρίτης, χρηματικά ποσά, απαλλάσσεται έκτοτε από την ευθύνη και τις υποχρεώσεις του μεσεγγυούχου, τόσο έναντι του κατασχόντος δανειστή, όσο και έναντι του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της. Αν πρόκειται δε για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, της παρέχεται το επιπλέον ειδικό προνόμιο, η κατάθεση των κατασχεθέντων στο όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού ή των κληρονόμων του να γίνεται στην ίδια, σε ειδικό λογαριασμό καταθέσεως όψεως (σε πρώτη ζήτηση αποδοτέας κατάθεσης) και όχι στο Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων, όπως ισχύει για τις λοιπές τράπεζες (άρθ. 87 § 2 και 88 § 2 του πιο πάνω ν.δ/τος). Έτσι, εφόσον η ανώνυμη τραπεζική εταιρία ασκήσει το προαναφερόμενο δικαίωμα που της παρέχει το άρθ. 87 ν.δ/ τος 17.7/13.8.1923, η ανάληψη των κατασχεθέντων ποσών από το Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων ή από τον ειδικό λογαριασμό της ΕΤΕ γίνεται μόνο με έκδοση σχετικής προς τούτο απόφασης από το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 88 § 1 του ως άνω ν.δ/τος σε συνδ. με άρθ. 3§2 του ΕισΝΚΠολ∆) και η οποία παραδεκτά εκκαλείται, μη εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθ. 699 ΚΠολ∆, ενόψει του ότι, η αίτηση, δεν εισάγει προς διάγνωση γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά με αυτή τέμνεται οριστικά η διαφορά, η δε από το άρθρο 88 § 1 ν.δ/τος 17.7/13.8.1923 παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 3 § 2 ΕισΝΚΠολ∆) γίνεται για την ανάγκη της ταχείας επίλυσης της διαφοράς. ∆ιάδικοι στη σχετική δίκη για την ανάληψη του παρακατατεθέντος ποσού, είναι, αφενός μεν ο δυνάμει νόμιμου τίτλου και αιτών την παροχή της άδειας κατασχών δανειστής ή, σε περίπτωση εξόφλησης του τελευταίου ή απόσβεσης με άλλο τρόπο της εκτελεστέας απαίτησης, ο δικαιούχος του λογαριασμού στο όνομα του οποίου έχει παρακατατεθεί το ποσό, ή ακόμα και η ίδια η καταθέσασα τράπεζα, αφετέρου δε (ως καθ` ων) το Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων ή η ΕΤΕ, που ευλόγως αρνούνται την απόδοση τόσο στον κατασχόντα δανειστή, αφού τα κατασχεθέντα ποσά έχουν παρακατατεθεί υπέρ του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της τραπεζικής ανώνυμης εταιρίας, στα χέρια της οποίας ως τρίτης κατασχέθηκαν, όσο και στο δικαιούχο, στο όνομα του οποίου έγινε η δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος ποσού, αφού, κατά την παρακατάθεση, η παρακαταθέσασα τράπεζα εξάρτησε την ανάληψη του παρακατατεθέντος ποσού από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, χορηγούσα τη σχετική άδεια, αλλά και ο καθ’ ου η εκτέλεση, ώστε αυτός, ως διάδικος, να δυνηθεί να προτείνει οποιαδήποτε επιτρεπόμενη, στο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας, ένστασή του (όπως π.χ. την εξόφληση του κατασχόντος ή τη δικαστική αναστολή της εκτέλεσης, στα χέρια της τράπεζας, ως τρίτης) ή και η ίδια η παρακαταθέσασα τράπεζα, αφού δεν επιτρέπεται η ανάκληση της παρακατάθεσης (a contrario εκ του άρθ. 2 α.ν. 1244/1938, 2 και 3 του οργανισμού του Ταμείου Παρακαταθηκών και ∆ανείων νόμου.

Στην περίπτωση όμως κατά την οποία, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία, εφόσον έχει προβεί σε καταφατική δήλωση (άρθ. 985 §§ 1 και 2 ΚΠολ∆), δεν καταθέσει τα κατασχεθέντα στα χέρια της, ως τρίτης, χρηματικά ποσά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και ∆ανείων και παράλληλα έχει παρέλθει η προθεσμία των οκτώ (8) ή τριάντα (30) κατά περίπτωση ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη (άρθ. 988 § 1 ΚΠολ∆), οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης, καθίσταται η ίδια οφειλέτης του κατασχόντος δανειστή και υποχρεούται σε άμεση καταβολή των κατασχεμένων, ο κατασχών δε δανειστής δύναται να επισπεύσει, με βάση τη θετική δήλωση (989 ΚΠολ∆), αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της».

Βλ. και σχετική απόφαση ΜΠρΘεσ 1038/2013.

Περίληψη : Κατάσχεση στα χέρια τράπεζας. Όταν υποβάλλεται καταφατική δήλωση, η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την άρση της κατάσχεσης με ή και χωρίς εγγύηση. Η ανάληψη από τον κατασχόντα του ποσού που κατασχέθηκε γίνεται, κατά το άρθ. 88 ν.δ. της 17.7/13.8.1923, με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών. Οι σχετικές ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στο Συντ. και την ΕΣΔΑ.