ΜονΠρΘεσ 17595/2017

Σύμβαση έργου: αν και πρόκειται για παροδική και όχι διαρκή σύμβαση, υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στις γνήσιες διαρκείς συμβάσεις· η άσκηση του δικαιώματος της νόμιμης υπαναχώρησης της ΑΚ 686 δεν προϋποθέτει υπερημερία του εργολάβου και συνεπάγεται την αναδρομική κατάργηση της σύμβασης και την απόδοση σ΄ αυτόν της αξίας της εργασίας και των υλικών που ενσωματώθηκαν στο έργο σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό· η νόμιμη υπαναχώρηση μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης οι υποχρεώσεις του εργολάβου για έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου.

Υπερημερία σε περίπτωση παρέλευσης της δήλης ημέρας παράδοσης του έργου, ο εργοδότης δικαιούται, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, να τάξει στον εργολάβο εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση της παροχής, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή, και ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, δικαιούται είτε να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή· συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης· εφόσον η σύμβαση λύεται αναδρομικά, καταργούνται και οι πρόσθετες συμφωνίες, όπως η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας, εκτός αν συμφωνηθεί ότι η ποινική ρήτρα καταπίπτει και στην περίπτωση της υπαναχώρησης.

Καταγγελία: αν έχει εκτελεσθεί μέρος του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο άσκησης της υπαναχώρησης· στην περίπτωση αυτή, η υπαναχώρηση ενεργεί ως καταγγελία, αφού ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση ως προς το μέρος του έργου που έχει εκτελεσθεί· αν συμβεί αυτό, διατηρεί ακέραιη την αξίωση για την καταβολή της ποινικής ρήτρας που συνομολογήθηκε.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει τον χρόνο παράδοσης του έργου (εδ’ α). Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της (εδ΄ β). Οι διατάξεις του αρθρ. 686 ΑΚ αποτελούν εκδήλωση της περιορισμένης σημασίας που έχει στη μίσθωση έργου το στοιχείο του χρόνου, διότι, ενώ, η μίσθωση έργου είναι παροδική και όχι διαρκής σύμβαση, εν τούτοις υπάρχουν σ΄ αυτήν ορισμένα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στις γνήσιες διαρκείς σχέσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το αρθρ. 686 εδ. α΄ ΑΚ, για την άσκηση του παρεχόμενου απ΄ αυτό στον εργοδότη δικαιώματος της υπαναχώρησης από τη σύμβαση μίσθωσης έργου, δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων υπερημερίας του εργολάβου, ούτε  ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου, στην καθυστέρηση, που μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, ούτε η τήρηση των διατάξεων των αρθρ. 383 επ. ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σ΄ αυτήν έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των αρθρ. 389 έως 396 ΑΚ, έχει δε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση αναδρομικά όλης της σύμβασης και την απόδοση στον εργολάβο της αξίας της εργασίας και των υλικών που ενσωματώθηκαν στο έργο, όχι ως αμοιβή, αλλά ως ωφέλεια κατά τη διάταξη του αρθρ.904 ΑΚ (ΑΠ 1035/2010, ΕφΘεσ 1374/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5176/2001ΕλλΔνη 2004.262, ΠΠρΘεσ 10223/2012 ΕλλΔνη 2012.1623). Το παρεχόμενο με το άρθρ. 686 εδ΄ α ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι υποχρεώσεις του εργολάβου για έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ΄ εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη παράδοση του έργου (ΕφΘεσ 1374/2005 ό.π.). Περαιτέρω, όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, η οποία επέρχεται κατ΄ άρθρ. 341 παρ. 1 ΑΚ, και με την παρέλευση της δήλης ημέρας που συμφωνήθηκε, ο εργοδότης έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα αρθρ. 383 έως 387 ΑΚ (ΑΠ 1035/2010 Ό.Π., ΑΠ 233/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2005 ΠειρΝ 2005.344, ΕφΘεσ 1848/2003 Αρμ. 2004.1139). Ειδικότερα, αν ο εργολάβος βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τάξει σ΄ αυτόν εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή και, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή (άρθρ. 383 ΑΚ), ενώ δεν απαιτείται να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο ίδιος ο εργοδότης εξαιτίας της υπερημερίας, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (άρθρ. 385 ΑΚ. Βλ. ΑΠ 1176/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/2006 ό.π., ΕφΘεσ 1729/2003  Αρμ. 2004,1401). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρ. 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί συμβατικής και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρ. 904 και 911 Α, προκύπτει ότι αποτελέσματα της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι ότι η σύμβαση καταργείται αναδρομικά (ex tunc), αποσβέννυται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finite και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 905/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/2006 ό.π., ΑΠ 981/1997 ΕλλΔνη  1998.128, ΕφΘεσ 1374/2005 ό.π., ΕφΑθ 5183/2001 Ελλδνη 2002.246). Εξάλλου, εφόσον με την εκ μέρους του δικαιούμενου άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης, λύεται αναδρομικά η σύμβαση, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσφατες μεταξύ των μερών συμφωνίες, όπως είναι και η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας (ΑΠ 905/2011 ό.π.). Ωστόσο, οι διατάξεις των αρθρ. 383-385 και 686 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, άρα μπορεί να γίνει ειδική συμφωνία, κατά την οποία η συνομολογηθείσα ποινική ρήτρα θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε ο δανειστής δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση να αξιώσει και την ποινική ρήτρα, αφού η σώρευση όλων αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρ. 686 εδ. β΄ ΑΚ, καθώς η υπαναχώρηση αυτή είναι συμβατική (ΑΠ 413/1990 ΕλλΔνη 1990.1020, ΕφΠατρ. 798/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 106/1998 Αρμ. 3998.1482, ΠΠρΘεσ 10223/2012 ό.π.). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 382, 383, 681 και 686 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν εκτελέσθηκε ήδη ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας έτσι μόνο αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέσθηκαν μέχρι τότε. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης (άρθρ. 700 ΑΚ), αφού ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την άσκησή της (ΑΠ 1035/2010 ό.π., ΕφΑθ 8098/2006 ΕλλΔνη 49.293, ΕφΘεσ 1374/2005 ό.π., ΕφΑθ, 149/2004 ΕλλΔνη 2003.902, ΕφΘεσ 1848/2003 Αρμ. 2004.1139, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ 2004.1401). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα καταβολής της συνομολογηθείσας ποινικής ρήτρας μέχρι τον χρόνο της, λειτουργούσης στην πραγματικότητα ως καταγγελίας, υπαναχώρησης (ΑΠ 1035/2010 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, όπως παραδεκτά διόρθωσε το περιεχόμενο αυτής με τις προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης έργου που καταρτίσθηκε την 28.01.2011 μεταξύ αυτής και του εναγόμενου, ανατέθηκε στον τελευταίο, που είναι εργολάβος, η εκτέλεση των εργασιών ανέγερσης, με δικά του υλικά μίας μονοκατοικίας 70 περίπου τ.μ., αποτελούμενης από όροφο, σοφίτα και υπόγειο, αντί συνολικής αμοιβής, ύψους 40.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Ότι ειδικότερα, βάσει του άρθρ. 4 της σύμβασης, ο εναγόμενος ανέλαβε ρητά την υποχρέωση να επιμεληθεί για τη σύνταξη της σχετικής μελέτης και την έκδοση της οικοδομικής άδειας, το αργότερο μέχρι την 04.04.2011, ώστε στη συνέχεια να προβεί στην έναρξη των εργασιών. Ότι ως ημερομηνία ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου ορίσθηκε, βάσει του άρθρ. 9 της εν λόγω σύμβασης, η 04.06.2011, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε με το ίδιο άρθρο πως, στην περίπτωση που ο εργολάβος δεν παρέδιδε το έργο πλήρως αποπερατωμένο μέχρι την 04.06.2011 τούτος θα υποχρεούνταν στην καταβολή ποινικής ρήτρας, ανερχόμενης στο ποσό των 70.000 ευρώ. Ότι επιπρόσθετα, στην ως άνω σύμβαση, συμπεριλήφθηκε ρήτρα παρέκτασης υπέρ των Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης. Ότι έναντι της πιο πάνω συμφωνηθείσας αμοιβής η ίδια κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 20.000 ευρώ, πλην όμως αυτός μετά την είσπραξη του προαναφερόμενου ποσού εξαφανίστηκε, χωρίς καν να υποβάλλει φάκελο στο αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο για την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας και χωρίς ποτέ να ξεκινήσει τις εργασίες εκτέλεσης του έργου. Ότι κατόπιν τούτου, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, λόγω της υπερημερίας του εναγόμενου ως προς την παροχή του, η ίδια (ενάγουσα) υπαναχωρεί με την υπό κρίση αγωγή της από την ως άνω σύμβαση, χωρίς να απαιτείται να τάξει σ΄ αυτόν προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής του· εφόσον από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο. Ότι λόγω της περιέλευσης του εναγόμενου σε υπερημερία, κατέπεσε σε βάρος του η συμφωνηθείσα κατά τα ανωτέρω ποινική ρήτρα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει ως ποινική ρήτρα , το ποσό των 70.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, και να της επιστρέφει το ποσό των 20.000 ευρώ που του κατέβαλε έναντι της αμοιβής του, λόγω της ασκηθείσας εκ μέρους της υπαναχώρησης από τη σύμβαση, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί η προσωπική κράτηση του εναγόμενου, λόγω της εμπορικότητας του χρέους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση με την παρούσα τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 1 περ. α΄, 7,9 εδ. α΄ και β΄, 14 παρ. 2 και 42 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 361, 681, 686 εδ. β’, 330, 341, 383, 383 περ.1, 389 επ. και 904 ΑΚ, άρθρ. 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, μόνο ως προς το αίτημα για την επιστροφή του ποσού των 20.000 ευρώ που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι κατέβαλε σον εναγόμενο έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής του. Αντιθέτως μη νόμιμο είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το κύριο αίτημα για την καταβολή του ποσού των 70.000 ευρώ, ως ποινικής ρήτρας, η οποία έχει καταπέσει λόγω υπερημερίας του εργολάβου, διότι η αξίωση αυτή δεν παρέχεται συγχρόνως με την άσκηση δικαιώματος πλήρους υπαναχώρησης, αφού με την άσκηση του τελευταίου, λύεται αναδρομικά η σύμβαση και αποσβέννυται και οι πρόσθετες συμφωνίες των μερών, μεταξύ των οποίων και εκείνη περί καταβολής ποινικής ρήτρας. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται επιπλέον στην αγωγή της, ότι με την ένδικη σύμβαση τα μέρη είχαν συμφωνήσει διαφορετικά, ότι δηλαδή το δικαίωμα καταβολής της καταπεσούσας ποινικής ρήτρας μπορούσε να ασκηθεί σωρευτικά με την άσκηση του δικαιώματος νόμιμης πλήρους υπαναχώρησης. Ούτε εξάλλου επικαλείται η ενάγουσα ότι εκτελέσθηκε ήδη ένα μόνο μέρος του έργου, και όχι αυτή ως εργοδότρια, υπαναχώρησε μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, ώστε να μπορεί η υπαναχώρηση αυτή να εκτιμηθεί στην πραγματικότητα, από το Δικαστήριο ως καταγγελία της σύμβασης, που ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρους του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την άσκησή της, προκειμένου η ενάγουσα να δικαιούται τη συνομολογηθείσα ποινική ρήτρα μέχρι το χρόνο της λειτουργούσης στην πραγματικότητα ως καταγγελίας, υπαναχώρησης. Συνεπώς το ως άνω κύριο αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω μη νόμιμο είναι και το παρεπόμενο αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης, διότι από την 25.07.2011, οπότε και άρχισε να ισχύει το άρθρ. 69 του ν. 3994/2011 που αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρ. 1047 ΚΠολΔ, δεν είναι πλέον επιτρεπτή η προσωπική κράτηση εμπόρων για εμπορικά χρέη (ΑΠ 976/2015 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 1/204 Αρμ. 2014.2068, ΜονΕφΠειρ 348/2014 ΝΟΜΟΣ).

[Τη σχολιαζόμενη απόφαση απασχόλησε η τύχη της συμφωνίας για ποινική ρήτρα, μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τον εργοδότη. Σύμφωνα με την άποψη της Νομολογίας, την οποία ασπάζεται και η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης συμπαρασύρει σε απόσβεση και την παρεπόμενη συμφωνία για την ποινική ρήτρα (βλ. ΕφΛαμ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 41/2008 Αρμ. 2009/1343 με αντίθετες παρατηρήσεις Κουμάνη, ΕφΑθ 8098/2006 ΕλλΔνη 2008/293, ΕφΑθ 5669/2001 ΕλλΔνη 2002/247). Η συμφωνία για την ποινική ρήτρα διασώζεται, όταν υπάρχει συμβατικός όρος για κατάπτωση της παρά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης (βλ. ΑΠ 1113/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 270/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΠατρ 888/2007 ΑχΝομ 2008/130, ΠολΠρΘεσ 10223/2012 ΕλλΔνη 2012/1623 με αντίθετες παρατηρήσεις Βαλτούδη) ή όταν πρόκειται μερική υπαναχώρηση ως προς το τμήμα του έργου που είχε εκτελεσθεί μέχρι το χρόνο άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης η οποία αξιολογείται ως καταγγελία της σύμβασης (βλ. ΠολΠρΘεσ 17138/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΠολΠρΑθ 2237/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τη θέση αυτή της νομολογίας συντάσσεται και μερίδα της θεωρίας (βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 20185, παρ. 23 αρ. 34 Σπυριδάκη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 20182, αρ 195.3 και 196.2 Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 20152 , παρ. 20 αρ. 11, τον ίδιο, Ενοχικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος ΙΙ, 2007, παρ. 11 αρ. 38), σύμφωνα με την οποία η άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης συνεπάγεται, στο μέτρο που δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, την (συν)απόσβεση και της ποινικής ρήτρας ως παρεπόμενης ενοχής. Άλλοι, όμως, συγγραφείς με αφετηρία τη σκέψη ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης δεν ανατρέπει αναδρομικά την σύμβαση έργου αλλά τη μετατρέπει σε σχέση εκκαθάρισης ως προς τις κύριες παροχές (βλ. Χελιδόνη, Υπαναχώρηση και αποζημίωση, 2007, σελ. 519), τάσσονται υπέρ της διατήρησής της (παρεπόμενης) παροχής από την ποινική ρήτρα (βλ. Π.Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, 20132, παρ. 163 αρ. 48, Βαλτούδη, Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ, 2010, παρ. 6 αρ. 23, Αστ Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, 20075, παρ. 27 αρ. 8.]

Πηγή: Αρμενόπουλος