ΜονΕφΘεσ 1385/2016 : Η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για τη δικαστική επιδίωξη της αποζημίωσης απόλυσης αναστέλλεται όταν ο εργαζόμενος εμποδίστηκε να ασκήσει την αγωγή του από δόλια συμπεριφορά του εργοδότη.

Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων την 17-08-2988, ο ενάγων-εφεσίβλητος, προσελήφθη από την εκκαλούσα-εναγομένη, που διατηρεί επιχείρηση στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, με αντικείμενο την εισαγωγή, εξαγωγή και εμπορία νοσoκομειακών και φαρμακευτικών ειδών, προκειμένου να απασχοληθεί ως οδηγός, Παρείχε την εργασία του, εκτελώντας τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν για χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) ετών. Η εκκαλούσα, στα πλαίσια σχεδίου οικονομικής της εξυγίανσης την 29-6-2012 κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση του, χωρίς να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως.

Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ο οποίος παρείχε της υπηρεσίες του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης ανέρχονταν κατά τν τελευταίο μήνα εργασία σε 1.761,83 ευρώ. Δεδομένου, ότι η εργασιακή του σχέση με την εναγομένη διήρκησε 24 έτη δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης με βάση το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της απόλυσης, ποσό ίσο με τις τακτικές αποδοχές, που θα λάμβανε κατά το χρόνο, πριν από τον οποίο έπρεπε να γίνει η έγγραφη από μέρους της εναγομένης καταγγελία, διάστημα το οποίο , σύμφωνα με το άρθρο 1. Του Ν. 4093/2012, υπολογίζεται σε 6 μήνες λόγω συμπληρώσεως 10ετούς υπηρεσίας, προσαυξανόμενου του διαστήματος αυτού κατά τριάντα (30) ημέρες, για κάθε έτος προυπηρεσίας πέραν της δεκαετίας, ήτοι κατά 14 επιπλέον μήνες, με αποτέλεσμα να δικαιούται 1.761,83 ευρώ + (1.761,83 Χ 1/6 προσαύξηση για την αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας= 293,64) =2.055,47 ευρώ Χ 20 μήνες = 41.109,37 ευρώ. Το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης συνομολογεί η εναγόμενη, αφού αυτό το ποσό αποζημίωσης υπολογίζει στην από 29-6-2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Η αποζημίωση απόλυσης η οποία είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δέκα (10) δόσεις ήτοι 4.110,94 ευρώ κάθε δόση, εκ των οποίων η πρώτη ήταν καταβλητέα κατά την απόλυση ενώ από τις εννέα (9) υπόλοιπες δόσεις: η πρώτη την 30-8-2012, η δεύτερη την 30-10-2012, η Τρίτη την 30-12-2012, η τέταρτη την 28-2-2012, η Πέμπτη την 30-4-2013, η έκτη την 30-6-2013, η έβδομη την 30-8-2013, η όγδοη την 30-10-2013 και η ένατη την 30-12-3013.

Ο ενάγων, άμεσα, κατά την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και ακολούθως κατ’ επανάληψη, οχλούσε την εκκαλούσα, ζητώντας να του καταβληθεί ολόκληρη η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία δια της νομίμου εκπροσώπου της χωρίς να αρνείται την υποχρέωσή της προς καταβολή, τον καθησύχαζε , λέγοντας, ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα καταβάλλονταν, προβαίνοντας μάλιστα σε τμηματικές καταβολές κατά το χρονικό διάστημα από 03-07-3012 μέχρι την 29-03-2013, συνολικού ποσού 3.233,35 ευρώ, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι θα ικανοποιηθεί η ένδικη αξίωσή του και αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό δολίως τον ενάγοντα – εφεσίβλητο ν’ ασκήσει δικαστικά το πιο πάνω δικαίωμά του.

Την αξίωση αυτή η εναγόμενη αναγνώρισε εγγράφως την 02-10-2012 ενώπιον του Σ.ΕΠ.Ε, στα αρμόδια όργανα του οποίου επίσης δήλωσε, ότι λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης δεν μπορούσε να δεσμευτεί για την έγκαιρη εξόφληση των δίμηνων δόσεων του ποσού της αποζημίωσης. Η εναγομένη έθετε συνεχώς ζήτημα αναβολής της καταβολής του ποσού της αποζημίωσης, με συνέπεια ο ενάγων να εφησυχάσει, κατά την υπόδειξη της εναγομένης, η τελευταία, όμως, να θελήσει να επωφεληθεί από την εν τω μεταξύ πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας, ως προς το ουσιώδες, για την έκβαση της δίκης, ζήτημα της αναστολής ή μη της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, για την άσκηση εκ μέρους του της αξιώσεώς του, για καταβολή της ένδικης αποζημιώσεως απολύσεως.

Δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι οι καταβολές που ακολούθησαν, μετά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 25-04-2013 μέχρι την 30-12-2013 , συνολικού ποσού 2.800 ευρώ, έγιναν από ελευθεριότητα και όχι από υποχρέωση πηγάζουσα εκ του νόμου. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι την 04-12-2013 επρόκειτο να δικαστεί η νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως υπαίτια, για την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, σχετικά με τη μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, οπότε και καταδικάστηκε με απόφαση του δικαστηρίου σε ποινή φυλάκισης 4 μηνών, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ ΠΚ, ότι δηλαδή επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης της. Μετά την εκδίκασή της ποινικής υπόθεσης καταβλήθηκε από την εναγομένη μόνο το ποσό των 100 ευρώ, πράγμα που εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι γενόμενες καταβολές έγιναν ενόψει της ποινικής δίκης και όχι με πρόθεση ολοσχερούς εξόφλησης της οφειλής. Τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, θεμελιώνουν δόλια αποτροπή.

Έτσι, η εκκαλούσα απέτρεψε με δόλο, το δικαιούχο εφεσίβλητο ν’ ασκήσει την κρινόμενη αγωγή του μέσα στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, κατά το οποίο «κάθε αξίωση μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεώς της, κατά το νόμο 2112/1920, αποζημιώσεως τυγχάνει απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε, που κατέστη απαιτητή».

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση και έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ενάγοντος, για δόλια αποτροπή του δικαιούχου ενάγοντα εκ μέρους της υπόχρεης εκκαλούσας, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η τελευταία με τον αντίστοιχο λόγο της εφέσεώς της, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνακόλουθα, η προθεσμία που άρχισε από την επομένη της απόλυσης, ήτοι από την 30-06-2012, είχε για τον προαναφερόμενο λόγο ανασταλεί μέχρι την τελευταία τμηματική καταβολή της αποζημίωσης (29-03-2013) και δεν συμπληρώθηκε μέχρι να παρέλθει εξάμηνο από την παύση της αναστολής, ήτοι μέχρι την 29-09-2013, διότι στο μεταξύ την 26-04-2013 ασκήθηκε η κρινόμενη αγωγή, κατά παραδοχή της κατ’ άρθρο 255 ΑΚ αντένστασης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, την οποία προέβαλλε παραδεκτά καθ’ υποφορά με την αγωγή του.

Επομένως η ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, που πρότεινε νόμιμα η εναγόμενη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, λόγω παρέλευσης της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. α’ του ν. 3198/1955, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, λόγω αναστολής της προθεσμίας, δεδομένου, ότι στις αποσβεστικές προθεσμίες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις, για την παραγραφή (αρθρ. 279ΑΚ βλ. Α.Π. 1256/2004 Δ/νη 2007.811., Α.Π. 1217/2004 Νόμος).