ΜΠρΘεσ 4620/2020

Συμβολαιογραφική λύση του γάμου. Σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων, πέραν της έγγραφης συμφωνίας για τη λύση του γάμου, απαιτείται και η προσκομιδή έγγραφης συμφωνίας για την επιμέλεια, την επικοινωνία και διατροφή των τέκνων, η οποία επικυρώνεται από τον συμβολαιογράφο και ισχύει τουλάχιστον για δύο έτη. Παρά την εν λόγω συμφωνία για τα τέκνα, ο γονέας δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο και πριν το πέρας της διετίας, το οποίο θα λάβει υπόψη την υπογραφείσα συμφωνία, χωρίς, όμως, να δεσμεύεται από αυτήν. Η συμφωνία των συζύγων για τα ανήλικα τέκνα έχει ορισμένη διάρκεια και συνεπώς αν παραλειφθεί για οποιονδήποτε λόγο ο καθορισμός του χρόνου ισχύος της συμφωνίας, αυτή θα ισχύει για μια διετία. Μετά τη λήξη ισχύος της ανωτέρω  συμφωνίας είτε εκ του νόμου μετά την παρέλευση της διετίας είτε συνεπεία παρελεύσεως του ορισθέντος με την άνω συμφωνία μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, εφόσον δεν έχει χωρήσει νέα συμφωνία των γονέων με την ίδια διαδικασία ενώπιον συμβολαιογράφου ή ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων κατόπιν προσφυγής τους στο δικαστήριο, τα ως άνω ζητήματα τα συναπτόμενα με την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων καθίστανται αρρύθμιστα και οι γονείς έχουν πλέον από κοινού την άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων τους, συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και της επιμέλειας του προσώπου τους. Κατάθεση δικηγόρου ως μάρτυρα. Η έλλειψη άδειας του δικηγορικού συλλόγου ή του προέδρου του δεν δημιουργεί ακυρότητα της κατάθεσης αλλά συνεπάγεται πειθαρχικές κυρώσεις κατά του παραβάτη δικηγόρου. Η ένσταση εξαίρεσης ως μάρτυρα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου μπορεί να προβληθεί μόνον από τον διάδικο πελάτη εντολέα του δικηγόρου που προτείνεται ως μάρτυρας και όχι από τον αντίδικό του. 

Το άρθρο 1438 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 § 1 του ν. 4509/2017 (ΦΕΚ 201 Α/22.12.2017), ορίζει ότι: «Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441», το δε άρθρο 1441 ΑΚ, υπό τη νέα του διατύπωση, ήτοι όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 § 2 του αυτού ως άνω ν. 4509/2017, προβλέπει ότι: «1. Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας. 2. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει να ρυθμίζεται η επιμέλειά τους, η επικοινωνία με αυτά και η διατροφή τους, με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που υπογράφεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 και ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον. 3. α) Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανηλίκων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια με συμβολαιογράφο. β) Η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την έγγραφη συμφωνία των συζύγων, η ημερομηνία της οποίας αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη. 4. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης. Όταν η βεβαίωση αφορά στην επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία. 5. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρηθεί η σύσταση του γάμου». Από τις ανωτέρω διαδικασίες συνάγεται ότι σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων, πέραν της έγγραφης συμφωνίας για τη λύση του γάμου, προσαπαιτείται η προσκόμιση έγγραφης συμφωνίας για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των τέκνων, η οποία επικυρώνεται από το συμβολαιογράφο και ισχύει τουλάχιστον για δύο έτη (1441 § 2 ΑΚ). Παρά την εν λόγω συμφωνία για τα τέκνα, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, ο δικαιούχος δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο και πριν το πέρας της διετίας, το Δικαστήριο, ωστόσο, θα λάβει υπόψη την υπογραφείσα συμφωνία, χωρίς, όμως, να δεσμεύεται από αυτήν. Και τούτο διότι, οι γονείς στερούνται της εξουσίας διαθέσεως των λειτουργικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε συμφωνίες ή προτάσεις τους να μη δεσμεύουν το δικαστήριο στο μέτρο που δε βρίσκονται σε αρμονία με το αληθές συμφέρον του ανηλίκου, λόγος άλλωστε για τον οποίο και τα εν λόγω δικαιώματα να μη μπορούν να είναι αντικείμενο δικαστικού συμβιβασμού (βλ. άρθρο 611 εδ. 2 ΚΠολΔ, κατά το οποίο ο συμβιβασμός στις οικογενειακές διαφορές, που δεν αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου δεν δεσμεύει το δικαστήριο), αλλά το δικαστήριο προβαίνει σε ουσιαστική διερεύνησή τους και ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων αυτών, όπως επιβάλλεται από το αληθές συμφέρον του τέκνου, προασπιστής και θεματοφύλακας του οποίου (αληθούς συμφέροντος) ορίζεται, από το εν γένει πλέγμα των διατάξεων, που ρυθμίζουν τα της άσκησης του δικαιώματος της γονικής μέριμνας του ανηλίκου και των μερικότερων εξουσιών αυτής των άρθρων 1510-1520 ΑΚ. Μάλιστα, πλέον, είναι μεγαλύτερη ανάγκη να τονισθεί η επέμβαση του δικαστηρίου, διότι στο συναινετικό διαζύγιο που απαγγέλλονταν με απόφαση του δικαστηρίου, το δικαστήριο όχι μόνο μπορούσε, αλλά όφειλε, εφόσον διαπίστωνε ότι η συμφωνία είναι αντίθετη προς το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων, να μην επικυρώσει αλλά να αναβάλλει τη συνεδρίαση για την εμφάνιση των συζύγων, προκειμένου να υποδείξει το περιεχόμενο της συμφωνίας που θα είναι προς συμφέρον των τέκνων (Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, 2003, τόμος Ε’, άρθρο 1441, αριθ. 15, σ. 505). Κατά μείζονα λόγο πρέπει τώρα να διατηρηθεί η δυνατότητα επεμβάσεως, αφού προηγουμένως δεν μεσολαβεί το δικαστήριο. Πρέπει, βεβαίως, να τονισθεί ότι εάν μετά από την επικύρωση της συμφωνίας προσφύγει ο ένας από τους γονείς στο δικαστήριο, αυτό θα λάβει σοβαρά υπόψη όχι μόνον τη συμφωνία, αλλά και το κατά πόσο δικαιολογείται αντίθετη ρύθμιση (βλ. Κ. Δ. Παντελίδου, Το συμβολαιογραφικό «διαζύγιο», ΝοΒ 2018, σ. 821 επ.).

Περαιτέρω, στις ίδιες ως άνω διατάξεις προβλέπεται ότι η ως άνω έγγραφη συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον, ενώ μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία με την ίδια διαδικασία.  Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, η συμφωνία των συζύγων για τα ανήλικα τέκνα έχει ορισμένη διάρκεια και συνεπώς αν παραλειφθεί για οποιονδήποτε λόγο ο καθορισμός του χρόνου έναρξης ισχύος της συμφωνίας, αυτή θα ισχύει για μια διετία (βλ. Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος Ι, έκδοση 7η, 2018, άρθρο 1441).

Επελθούσας της λήξης ισχύος της ανωτέρω συμφωνίας είτε εκ του νόμου μετά την παρέλευση της διετίας είτε συνεπεία της παρελεύσεως του ορισθέντος με την άνω συμφωνία μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, εφόσον δεν έχει χωρήσει εντωμεταξύ νέα συμφωνία των γονέων με την ίδια διαδικασία ενώπιον συμβολαιογράφου ή ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων κατόπιν προσφυγής τους στο δικαστήριο, τα ως άνω ζητήματα τα συναπτόμενα με την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων καθίστανται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αρρύθμιστα και οι γονείς θα έχουν πλέον από κοινού την άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους, συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και της επιμέλειας του προσώπου τους, τούτο δε προκύπτει από την αδιάστικτη διατύπωση της § 2 του άρθρου 1441 ΑΚ, με την οποία προβλέπεται μόνο η ελάχιστη διάρκεια ισχύος της επίμαχης συμφωνίας και από τη χρήση των όρων στην § 4 του ίδιου άρθρου «λήξη ισχύος» της επικυρωμένης συμφωνίας. Εξάλλου, σε περίπτωση αναγκαιότητας λήψης, προς το συμφέρον του τέκνου, συγκεκριμένου μέτρου (άρθρο 1512 ΑΚ) και διαφωνίας προς τούτο των γονέων του, που με κοινές αποφάσεις τους ασκείται η γονική μέριμνα (1510 ΑΚ), παρέχεται η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων, υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεών τους, με αίτηση ενός από τους γονείς ή και ενός από τους πλησιέστερους συγγενείς ή του εισαγγελέα (1532, 1536, 1537 ΑΚ, αναλόγως), η οποία απευθύνεται κατά του άλλου γονέα ή, αντίστοιχα, κατά των δύο γονέων, προς το σκοπό λήψης των κατάλληλων μέτρων προσωρινής προστασίας. Περιεχόμενο του δικογράφου της άνω αίτησης (ασφαλιστικών μέτρων) αποτελεί η συγγένεια του αιτούντος με το τέκνο, τα περιστατικά που συνθέτουν το συμφέρον του τέκνου, ή και του τρίτου αιτούντος, η διαφωνία των γονέων, τα περιστατικά της επείγουσας περίπτωσης και το αίτημα. Η απόφαση που εκδίδεται υποκαθιστά προσωρινώς την ομόφωνη απόφαση των γονέων, σε σχέση με το μέτρο, της οποίας η λήψη κατέστη ανέφικτη. Η απόφαση, ενόψει του διαπλαστικού χαρακτήρα της, δεν είναι καταρχήν δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν όμως παρίσταται ανάγκη, όπως αν ο γονέας που διαφωνούσε αρνείται ακόμη και με την απόφαση να συμμορφωθεί, τότε καταδικάζεται σε χρηματική ποινή ή και προσωπική κράτηση (946), αλλ’ η τελευταία μπορεί να περιέχεται στην απόφαση που υποκατέστησε την απόφαση των γονέων, η λήψη της οποίας δεν κατέστη εφικτή, αν ο γονέας που εναντιώνεται δεν πρόκειται να ενεργήσει εκούσια κατά την απόφαση (Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, Ασφαλιστικά Μέτρα, 2012, άρθρο 735, σ. 942-943).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, με την υπό κρίση αίτησή του, επικαλούμενος ότι με την με αριθμό 554/23.7.2018 Πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, Π.Δ., λύθηκε ο μεταξύ των διαδίκων γάμος και επικυρώθηκε η μεταξύ τους συμφωνία με την οποία ρύθμισαν τα ζητήματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανήλικων τέκνων τους. Σ., που γεννήθηκε στις 24.10.2008 και Δ.-Μ. που γεννήθηκε στις 7.9.2010. Περαιτέρω, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ενόψει της διαφωνίας του με την καθ’ ης ως προς το ζήτημα της συνέχισης της φοίτησης του ανηλίκου τέκνου τους, Σ., σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο και δη στα εκπαιδευτήρια «Μ.», για το τρέχον σχολικό έτος 2020-2021, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, για κάθε παραβίαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 22, 686 επ. ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις προμνησθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις κι σε αυτές των άρθρων 731, 732, 735, 591 § 1, 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, το οποίο είναι απορριπτέο διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, η απόφαση, ενόψει του διαπλαστικού χαρακτήρα της δεν είναι καταρχήν δεκτική αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως πρέπει, να εξεταστεί περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητά της από ουσιαστική άποψη.

Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 400 του ΚΠολΔ δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες: 1)…οι δικηγόροι για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας και 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Η ένσταση εξαίρεσης ως μάρτυρα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου κατά για τα πιο πάνω περιστατικά μπορεί να προβληθεί μόνο από το διάδικο πελάτη εντολέα του δικηγόρου που προτείνεται ως μάρτυρας και όχι από τον αντίδικό του, γιατί το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη εκείνου που αφορά το απόρρητο και όχι τον αντίδικό του (ΑΠ 847/2009 ΤΠΝ- Νόμος, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ,2012, τόμος Ι, άρθρο 400, σ. 737). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 41 περ. α’ του ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 41 περ. α’ του ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 7 § 7 ν. 4205/2013 [ΦΕΚ Α 242/6.11.2013], «Ο δικηγόρος τηρεί: «α) Τον ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως αυτός καταρτίζεται και εγκρίνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Μέχρι την κατάρτιση και έγκριση του, ισχύει σε όλη την Επικράτεια ο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και δημοσιεύθηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος «Δεν επιτρέπεται στους Δικηγόρους να εξετάζονται μάρτυρες στα Δικαστήρια για υποθέσεις και για περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση τους από την άσκηση του Λειτουργήματος είτε στα Δικαστήρια είτε σε εξώδικες εργασίες, διαπραγματεύσεις ή προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση διαφορών. β. σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να εξεταστούν μάρτυρες για υπόθεση στην οποία είχαν ανάμιξη, ή γνωρίζουν από την άσκηση του Λειτουργήματός τους, αν υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι. Τους λόγους αυτούς εκθέτει ο ενδιαφερόμενος με αίτηση του προς το Σύλλογο (Διοικητικό Συμβούλιο). Το ΔΣ τους εκτιμά και χορηγεί κατά την κρίση του σχετική άδεια. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η άδεια αυτή χορηγείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. γ. Και αν πάρουν την άδεια από το ΔΣ ή τον Πρόεδρο, απαγορεύεται να καταθέσουν περιστατικά που τους έχει εμπιστευτεί ο εντολέας τους και να παραβιάσουν με οποιοδήποτε τρόπο το επαγγελματικό απόρρητο. δ. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να εξεταστούν μάρτυρες κατά του εντολέα τους ή του πρώην εντολέα τους, ή των κληρονόμων τους, έστω και αν έχει ανακληθεί ή περατωθεί η εντολή τους». Από τις διατάξεις αυτές που ετέθησαν προς προστασία των διαδίκων και ενίσχυση των σχέσεων εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχουν μεταξύ αυτών και των δικηγόρων προκύπτει ότι ακυρότητα δημιουργεί η κατάθεση από το δικηγόρο γεγονότων που εμπιστεύθηκε σ’ αυτόν ο πελάτης του, αφήνεται δε στο δικηγόρο να κρίνει κατά συνείδηση αν πρέπει να καταθέσει για γεγονότα που έμαθε με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός του. Περαιτέρω, η έλλειψη άδειας του δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου του δεν δημιουργεί ακυρότητα της κατάθεσης αλλά συνεπάγεται πειθαρχικές κυρώσεις κατά του παραβάτη δικηγόρου. Στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ ης προέβαλε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο την ένσταση εξαίρεσης της μάρτυρος Ακ.Δ. που προτάθηκε από τον αιτούντα για το λόγο ότι η προμνησθείσα είναι πληρεξούσια δικηγόρος του αιτούντος και ότι σε κάθε περίπτωση η εξέταση της προσκρούει στον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων και δεν έχει λάβει σχετική άδεια από το Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει. Η ένσταση αυτή είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην άνω νομική σκέψη, απορριπτέα καθόσον η ένσταση εξαίρεσης ως μάρτυρα του πληρεξούσιου δικηγόρου διαδίκου μπορεί να προβληθεί μόνο από το διάδικο πελάτη εντολέα του δικηγόρου και όχι από τον αντίδικό του, γιατί  το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη εκείνου που αφορά το απόρρητο και όχι τον αντίδικό του, ενώ  η έλλειψη αδείας του δικηγορικού συλλόγου ή του Προέδρου του δεν δημιουργεί ακυρότητα της κατάθεσης αλλά συνεπάγεται τυχόν πειθαρχικές κυρώσεις κατά του παραβάτη δικηγόρου.

Από …. πιθανολογούνται τα ακόλουθα: με την με αριθμό 554/23.7.2018 Πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, Π.Δ., λύθηκε ο μεταξύ των διαδίκων γάμος και επικυρώθηκε η μεταξύ τους συμφωνία με την οποία ρύθμισαν τα ζητήματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, Σ. που γεννήθηκε στις 24.10.2008 και Δ.-Μ. που γεννήθηκε στις 7.9.2010 και ειδικότερα, η άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων που ανατέθηκε στην καθ’ ης μητέρα τους. Ωστόσο, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αίτησης την 29.7.2020 (αριθμός Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. κατάθεσης αίτησης: 47804/5118/29.7.2020 και υπ’ αριθ. 3005Δ/11.8.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε.Τ.) η ισχύς της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων που αφορά στο ζήτημα της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων τους έχει λήξει, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, αλλά ούτε προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας είτε νεότερη συμφωνία τους με την ίδια διαδικασία ενώπιον συμβολαιογράφου για περαιτέρω χρονικό διάστημα ή ρύθμιση του ανωτέρω ζητήματος κατόπιν προσφυγής τους στο Δικαστήριο και επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην άνω οικεία νομική σκέψη, το σύνολο της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου τους, ανήκει πλέον από κοινού και στους δύο διαδίκους – γονείς. Μεταξύ των διαδίκων ερίζει το ζήτημα συνέχισης της φοίτησης του υιού τους Σ. στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια «Μ.», για το τρέχον σχολικό έτος 2020-2021, καθόσον η καθ’ ης εκδήλωσε την πρόθεση με την από 13.5.2020 εξώδικη δήλωση που απέστειλε στον αιτούντα να διακόψει τη φοίτηση του ανωτέρω τέκνου στο άνω σχολείο. Συνεπώς, η ομόφωνη απόφαση των γονέων ως προς το προρρηθέν ζήτημα πρέπει να υποκατασταθεί, προσωρινά, με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι δεν συντρέχει αποχρών λόγος περί διακοπής της φοίτησης του ανωτέρω ανηλίκου στα άνω εκπαιδευτήρια, προς τούτο δε συνηγορούν το επίπεδο διαβίωσής του σε συνδυασμό με τις κλίσεις και τις ικανότητες του τέκνου, αλλά και τις πολύ καλές μαθησιακές του επιδόσεις. Τυχόν απόσπασή του από το σχολικό περιβάλλον στο οποίο έχει ενταχθεί από τα πρώιμα μαθητικά του χρόνια και στο οποίο συνεχίζει να φοιτά ο αδερφός του, Δ.-Μ., κρίνεται ότι είναι αντίθετο στο συμφέρον του άνω ανηλίκου τέκνου, με πιθανολογούμενη την περαιτέρω αποδόμηση της συνοχής της οικογένειας με την απομάκρυνση του ενός τέκνου από το άλλο σε σχέση με το σχολικό περιβάλλον και τη δημιουργία εύλογων αποριών στο πρόσωπό του περί διακριτικής μεταχείρισής του σε σχέση με τον αδερφό του. Εξάλλου, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, ώστε να αποφευχθούν οποιεσδήποτε αιφνίδιες μεταβολές, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επιρροή στην καθημερινότητά του, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που έχουν επέλθει στις μεταξύ των γονέων του σχέσεις. Αντίθετη ρύθμιση θα οδηγήσει το παραπάνω ανήλικο τέκνο των διαδίκων σε επιπλέον διχασμό και πόλωση, ενόψει και της αντιδικίας από την οποία διαπνέονται οι σχέσεις των γονέων αυτού, με προφανώς δυσμενείς επιπτώσεις για την ομαλή ψυχοπνευματική του ανάπτυξη και περαιτέρω ψυχολογική επιβάρυνση. Περαιτέρω, ουδόλως πιθανολογήθηκε, ότι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων- οι οποίοι ενέχονται αναλόγως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1486 § 2 και 1489 § 2 ΑΚ στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες μόρφωσης και εκπαίδευσης – ότι δεν επιτρέπουν τη συνέχιση φοίτησης του ανωτέρω ανηλίκου σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, τουναντίον μάλιστα η καθ’ ης υποστηρίζει ότι οι οικονομικές δυνάμεις αμφοτέρων των υπόχρεων ξεπερνούν το συνολικό ποσό των 5.000 μηνιαίως, ενώ η δαπάνη φοίτησης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.400 ευρώ ετησίως. Κατ’ ακολουθία όλων των προαναφερόμενων και δεδομένου ότι πιθανολογείται η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης που συνίσταται στην ανάγκη νομικής ρύθμισης των βιοτικών σχέσεων του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, Σ., στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια «Μ.», για το τρέχον σχολικό έτος 2020-2021. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η καθ’ ης, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, κατόπιν νομίμου αιτήματος του τελευταίου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 693 § 1 ΚΠολΔ, πρέπει να ταχθεί προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης, για την άσκηση τακτικής αγωγής από τον αιτούντα.  

 

Δημοσίευση: ΕλλΔνη 6/2020, σελ. 1719