Προϋποθέσεις αποκλήρωσης συζύγου. Έννοια και φύση συγγνώμης.

ΕφΑθ 350/2015: 

Κατά την έννοια του άρθρου 1839 ΑΚ, οι λόγοι, για τους οποίους ο διαθέτης με διάταξη τελευταίας βούλησης μπορεί να στερήσει τον κατά το άρθρο 1825 του ίδιου Κώδικα μεριδούχο από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, δηλαδή οι λόγοι αποκλήρωσης στη στενή της έννοια, είναι αποκλειστικοί και μόνο όσοι για κάθε περίπτωση ορίζονται στις διατάξεις των επόμενων άρθρων 1840-1842 ΑΚ (ΑΠ 122/1998 ΕλλΔνη 39. 576).

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1842 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του ν. 1329/1983, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο διαθέτης για να έχει λόγο αποκλήρωσης του συζύγου του, πρέπει, κατά το χρόνο του θανάτου του, να είχε βάσιμο και ενεργό λόγο διαζυγίoυ που να ανάγεται σε υπαιτιότητα του τελευταίου, άσχετα αν είχε ασκήσει και σχετική αγωγή.

Ενόψει των λόγων διαζυγίου που έχουν θεσπιστεί μετά την ισχύ του ν. 1329/1983 με το άρθρο 1439 ΑΚ, ως λόγος διαζυγίου που δικαιολογεί ήδη την αποκλήρωση κατά το πιο πάνω άρθρο 1842 ΑΚ, είναι μόνο ο ισχυρός κλονισμός του γάμου «από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου» κατά το άρθρο 1439 § 1 ΑΚ, όπως οι περιπτώσεις που ο κλονισμός του γάμου τεκμαίρεται κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 865/2006 ΧρΙΔ 6. 708, ΑΠ 766/2004 ΕλλΔνη 46.455, ΑΠ 1281/1993 ΕλλΔνη 36. 100, ΕφΑθ 2490/2005 ΕλλΔνη 47. 585, ΕφΑθ 3835/2003 ΕλλΔνη 45. 883, ΕφΑθ 97/2000 ΕλλΔνη 41. 1417).

Μετά την συγχώνευση με την πιο πάνω διάταξη όλων των υπαίτιων λόγων διαζυγίου που προέβλεπε το προγενέστερο δίκαιο στο γενικό λόγο του ισχυρού κλονισμού, δεν επαναλήφθηκε διότι κρίθηκε ως περιττή, η διάταξη του άρθρου 1447 ΑΚ., όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του, που καθιέρωνε ως αυτοτελή αποσβεστικό λόγο του δικαιώματος προς διάζευξη την παροχή συγγνώμης από τον αναίτιο σύζυγο, την εξωτερίκευση δηλαδή, της βούλησής του, ότι, παρά τον κλονισμό που δημιουργήθηκε από υπαιτιότητα του άλλου συζύγου, επιθυμεί την εξακολούθηση την έγγαμης σχέσης. Έτσι, η παροχή συγγνώμης δεν αποτελεί πλέον αυτοτελή λόγο αποσβεστικό του δικαιώματος προς διάζευξη. Αν, όμως, έχει δοθεί συγγνώμη, αίρεται το στοιχείο του κλονισμού της έγγαμης σχέσης, που είναι αναγκαίο για την ύπαρξη δικαιώματος προς διάζευξη και έτσι η αγωγή θα απορριφθεί (ΑΠ 345/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1843 ΑΚ, ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη [χωρίς να είναι αναγκαίο να συνεχίζεται και μετά τη σύνταξη της διαθήκης μέχρι το θάνατο του διαθέτη] και να αναφέρεται σ’ αυτή, χωρίς ο νόμος ν’ αξιώνει την λεπτομερή αναγραφή των γεγονότων, αλλά αρκεί η έκθεση περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν σε συγκεκριμένο λόγο αποκλήρωσης, ενώ εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση οφείλει να αποδείξει το λόγο της (ΑΠ 865/2006, ΑΠ 1292/1998, ΑΠ 1281/1993, ΑΠ 723/1993, ΕφΑθ 4000/2008, ΕφΑθ 3835/2003 ό.π.). Έτσι, σε περίπτωση που ο αποκληρωθείς (σύζυγος, γονέας ή κατιών) εγείρει αγωγή, επικαλούμενος την ανυπαρξία ή την αναλήθεια του λόγου της αποκλήρωσής του, ο εναγόμενος, δηλαδή εκείνος που ωφελείται από τη διαθήκη που περιέχει τη διάταξη για την αποκλήρωση, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης (ΑΠ 1281/1993, ΑΠ 723/1993, ΕφΑθ 4000/2008, ΕφΑθ 97/2000 ό.π.). Αν δεν αποδεικνύεται ο λόγος αυτός, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας υφίσταται και, επομένως, οι διατάξεις της διαθήκης αναιρούνται, αλλά μόνο μέχρι τη νόμιμη μοίρα (άρθ. 1713 ΑΚ), ενώ κατά το επί πλέον διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον δεν γίνεται επίκληση (και δεν αποδεικνύεται) νόμιμος λόγος ακυρότητας ή ακυρώσιμου της διαθήκης (ΑΠ 150/2008 ΕλλΔνη 50.1059, ΑΠ 1349/2005 ΕλλΔνη 47.159, ΑΠ 1411/1998 ό.π., ΑΠ 1389/1990 ΕλλΔνη 33.331, ΕφΑθ 4000/2008, ΕφΑθ 97/2000 ό.π.).

Απόσβεση του δικαιώματος για αποκλήρωση μεριδούχου επιφέρει η συγγνώμη του δικαιούχου, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1844 ΑΚ. Συγγνώμη είναι η δήλωση της βούλησης του διαθέτη, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος θεωρεί ως μη κλονισθέντα πλέον και αποκατασταθέντα τον οικογενειακό δεσμό που είχε διαταραχθεί από τη συμπεριφορά του μεριδούχου και επιθυμεί το παράπτωμά του μην έχει επιζήμιες για αυτόν συνέπειες. Η συγγνώμη μπορεί να δοθεί ρητά ή σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει η πρόθεση του να συγχωρήσει τα παραπτώματα του μεριδούχου (ΑΠ 1349/2005). Η συγγνώμη δεν αποτελεί δικαιοπραξία, αλλά οιονεί δικαιοπραξία επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου για τη δικαιοπρακτική ικανότητα και ελαττώματα της βούλησης. Εφόσον η συγγνώμη αποδειχθεί από το μεριδούχο που την επικαλείται, η αποκλήρωση με στενή έννοια γίνεται ανίσχυρη [βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, στο άρθρο 1844 σ. 526 επ.]. Σε περίπτωση αποκλήρωσης, εκείνος που αποκληρώθηκε μπορεί ν’ ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας-αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και, συνεπώς, ακυρότητας της διάταξης για αποκλήρωση, με σκοπό την αναγνώριση, περαιτέρω, του κληρονομικού δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 150/2008, ΑΠ 766/2004, ΕφΑθ 4000/2008 ό.π.). Απόσβεση του δικαιώματος για αποκλήρωση μεριδούχου επιφέρει η συγγνώμη του δικαιούχου, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1844 ΑΚ.

Από … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 16.9.2010 απεβίωσε στον …, όπου κατοικούσε, η Ν.Γ., χωρίς να αφήσει τέκνα, η οποία στις 14.12.1991 είχε τελέσει δεύτερο γάμο με τον, κατά 17 χρόνια νεώτερό της, ενάγοντα. Σύμφωνα με το με αριθμό 10728/2011 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Αλίμου Αττικής, κατά το χρόνο του θανάτου της Ν.Γ., πλησιέστεροι συγγενείς της ήταν ο σύζυγός της [ενάγων] και τα αδέλφια της Μαρία Ζ. καθώς και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της Κ.Γ., Ματ.Γ., Ιω.Γ. και Ελ.Γ. Η παραπάνω αποβιώσασα κατά το χρόνο του θανάτου της ήταν κυρία των παρακάτω ακινήτων, τα οποία αποτελούν και την κληρονομιαία περιουσία της και ειδικότερα: …

Η παραπάνω θανούσα είχε συντάξει την από 22.1.2006 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 25.11.2011 και κηρύχθηκε κυρία με την 2138/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, και η οποία κατά τα ουσιώδη για την ένδικη υπόθεση σημεία της έχει ως εξής: «Εγώ η Ν.Γ. Για ότι κι αν μου συμβή αφήνο όλα τα περιουσιακά μου Ακίνητα στην Ανιψιά μου Ματ.Ζ. Η επιθυμία μου είναι. Να τα πάρη όλα ότι έχω το Σπίτι, και ότι υπάρχουν μέσα τα έπιπλα και όλα τα αντικείμενα. Η Ματ. είναι το πιο αγαπητό πρόσοπο που αγαπώ και την έχω κόρη μου. Ο Άνδρας μου Με έχη εγκαταλίψη 10 χρόνια και δεν με έχει βοηθήση ούτε ηθικός ούτε οικονομικά. Με έχουν όλοι εγκαταλίψη, η Ματ. με έχει βοιθήση και μου έχει σημπαρασταθή σε όλα. Είναι ένα ανεκτίμητο διαμάντι. Και την αγαπό πολύ».

Στην ίδια συνεδρίαση με το ίδιο πρακτικό του παραπάνω Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την προαναφερθείσα απόφαση ως διαθήκη και έγγραφο με την ίδια ημερομηνία σύνταξης (22.1.2006) που φέρει τα ακόλουθα ουσιώδη για την ένδικη υπόθεση σημεία: «Θέλω να ακυροθή η διαθήκη που έχω κάνη το Συμβολαιογράφο τον Κύριο Π.Κ. και να γίνη η καινούργια που κάνο αυτή την ημέρα ιδιοχείρως. Η Διαθήκη αυτή είναι γραμμένη από εμένα ιδιοχείρως και επιθυμώ τα κάτοθη Εγώ η Ν.Γ. Για ότι κι αν μου συμβή αφήνο όλα τα περιουσιακά μου Ακίνιτα και ότι χρήματα υπάρχουν Στην Αγαπημένη μου Ανιψούλα που μου έχη συμπαρασταθή σαν φύλακας άγγλος στη ζωή μου. Η επιθυμία μου είναι να έλθη στην κατοχή της Ματ. της Μαρία του Γεωργίου Ζ. Το σπίτι και όλα όσα έχη μέσα Έπιπλα και πράγματα να μην πάρει κανένα από τα άλλα μου ανήψια μου να διεκδικήσουν από την περιου». Οι συνταχθείσες την ίδια ημερομηνία παραπάνω διαθήκες που δημοσιεύθηκαν με το 5536/2011 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 25.11.2011, με τις οποίες η διαθέτης εξέφρασε την τελευταία βούληση όχι μόνο σε ένα αλλά σε περισσότερα ομόχρονα και όμοια κατά περιεχόμενα πρωτότυπα έγγραφα που είναι κατ’ αποτέλεσμα ισοδύναμα, πρέπει να κριθούν σαν διατάξεις μιας διαθήκης, η οποία συγκεντρώνει τα από το άρθρο 1721 ΑΚ απαιτούμενα στοιχεία (ΑΠ 286/1966 ΝοΒ 15. 10, Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου τόμος 1ος, σ. 67), απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος ότι είναι αλληλοδιάδοχες ιδιόγραφες διαθήκες με νεότερη τη δεύτερη.

Από το περιεχόμενο της παραπάνω διαθήκης προκύπτει η βούληση της διαθέτιδας να αποκληρώσει το σύζυγό της, ήδη ενάγοντα, καθόσον αυτή δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται ρητώς και πανηγυρικώς αλλά δύναται να συναχθεί από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το παράπτωμα που η θανούσα αποδίδει στον ενάγοντα-σύζυγό της με την ανωτέρω διαθήκη της, είναι βάσιμο και αληθές, στοιχειοθετεί υπαίτιο λόγο διαζυγίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1439 εδ. α ́ και β ́ ΑΚ, συνισταμένου στον ισχυρό κλονισμό που επήλθε στην έγγαμ σχέση της διαθέτιδας και του συζύγου της, από λόγο που αφορά τον τελευταίο, ώστε η περαιτέρω συμβίωση με αυτόν να αποβαίνει αφόρητη για τη διαθέτιδα, η δε βασιμότητα του λόγου αυτού υφίστατο και κατά το χρόνο του θανάτου της τελευταίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η διαθέτιδα και ο κατά 11 χρόνια, σύμφωνα με τη ληξιαρχική πράξη γάμου και κατά 17 χρόνια σύμφωνα με το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αλίμου Αττικής, νεώτερός της ενάγων, συμβίωσαν για λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, ο οποίος ήταν ο πρώτος για τον ενάγοντα και ο δεύτερος για τη θανούσα. Η συ μβίωσή τους αυτή δεν ήταν αρμονική αφού ο ενάγων συμπεριφερόταν καταφρονητικά και βίαια στη σύζυγό του και συγκεκριμένα εξύβριζε αυτή και την αποκαλούσε «γριά» παρουσία τρίτων, περί το έτος δε 1995 την εγκατέλειψε και διέμενε σε άλλο ακίνητο αδιαφορώντας έκτοτε παντελώς γι’ αυτή. Κατά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους που αριθμούσε χρονικό διάστημα 15 ετών, ο ενάγων ουδέν ποσό κατέβαλε για την διατροφή της θανούσας, η οποία αδυνατούσε να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες διατροφής της διότι ήταν ανασφάλιστη αλλά και σε ηλικία που δεν μπορούσε να εργαστεί και γι’ αυτό περιήλθε σε κατάσταση πλήρους ένδειας. Αρωγός και συμπαραστάτης της θανούσας καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της δεκαπενταετούς εγκατάλειψής της από τον ενάγοντα, ήταν η εναγομένη ανιψιά της, η οποία στάθηκε δίπλα της μέχρι το θάνατό της προσφέροντας αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της, καθ’ όλο δε το διάστημα του τελευταίου πριν από το θάνατό της εξαμήνου, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές, παραιτήθηκε από την εργασία της ως έκτακτη υπάλληλος του Συμβουλίου Επικρατείας στο οποίο εργαζόταν επί τριετία. Σημαντική και καθοριστική για την επιβίωση της θανούσας ήταν και η οικονομική βοήθεια που παρέσχε σε αυτή ο σύζυγος της αδελφής της Ελ., Π.Λ., η οικονομική συνδρομή του οποίου απέτρεψε την περιέλευση της σε κατάσταση πενίας και επαιτείας…

Από τα ανωτέρω κλονιστικά της έγγαμης συμβίωσης γεγονότα ήτοι της πλήρους αδιαφορίας του ενάγοντος για συμβίωση με τη θανούσα, την οποία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είχε παντελώς εγκαταλείψει, της έλλειψης από αυτόν του επιβαλλόμενου σεβασμού και της παραβίασης του καθήκοντος έντιμης και ηθικής απέναντι στην θανούσα συμπεριφοράς, για τα οποία η τελευταία είχε κατά το χρόνο του θανάτου της δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του ενάγοντος- συζύγου της, πλήρως αποδεικνύονται οι λόγοι αποκλήρωσής του, οι οποίοι ήταν ενεργοί κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης από την αποβιώσασα Ν.Γ. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η διαθέτιδα σύζυγός του πριν από το θάνατό της παρέσχε έμπρακτα συγγνώμη σε αυτόν για τα ανωτέρω παραπτώματά του σε βάρος της, επικαλούμενος μάλιστα ως αποδεικτικά στοιχεία την δήθεν ασφάλιση που της παρείχε. Στην ασφαλιστική εταιρεία INTERNATIONAL LIFE και την συμπαράστασή του κατά τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒ- ΒΑΣ» με την πληρωμή αεροστρώματος και αποκλειστικής νοσοκόμου. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι σχέσεις των συζύγων (ενάγοντος και θανούσας) κατά το χρόνο μάλιστα που η τελευταία νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο, αποκαταστάθηκαν. Τα παραπάνω στοιχεία που επικαλείται ο ενάγων ως ενδεικτικά της αποκατάστασης του κοινού συζυγικού βίου και αν ακόμη είναι αληθή, δεν αποδεικνύουν με κανένα τρόπο παροχή συγγνώμης από την θανούσα σε αυτόν, η οποία επι 15 συνεχή έτη βίωσε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, την προσωπική, ηθική και οικονομική εγκατάλειψη από τον ενάγοντα και την βίαιη και καταφρονητική απέναντί της συμπεριφορά του ιδίου ακόμη και όταν αυτή βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου στο παραπάνω Νοσοκομείο λίγο χρονικό διάστημα πριν αποβιώσει. Περαιτέρω, όσο διαρκούσε η πολυετής διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του ενάγοντος με την διαθέτιδα, η τελευταία ζητούσε επίμονα την λύση του γάμου από τον σύζυγό της, ο οποίος φυσικά αρνείτο. Μάλιστα για το σκοπό αυτό η θανούσα είχε παραδώσει στην εναγομένη ανεψιά της το ποσό των 30.000 ευρώ, προκειμένου αυτή να τα καταθέσει όπως και έπραξε, στον 737/… Τραπεζικό Λογαριασμό του ενάγοντος για την αντιμετώπιση από αυτόν των εξόδων για την έκδοση του διαζυγίου, χωρίς ο τελευταίος να κινήσει ποτέ τη σχετική διαδικασία, προσβλέποντας στην κληρονομιά του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της συζύγου του, δηλαδή της συζυγικής κατοικίας. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι εφόσον η θανούσα δεν επεδίωξε την έκδοση διαζυγίου, πρόθεσή της ήταν να συγχωρήσει τα παραπτώματα του συζύγου της. Άλλωστε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η διαθέτιδα έχοντας κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης βάσιμο και ενεργό λόγο διαζυγίου που αναγόταν σε υπαιτιότητα του ενάγοντος, μπορούσε να αποκληρώσει αυτόν με τη διαθήκη, ανεξάρτητα αν είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή με την οποία ο ενάγων επικαλείται την αναλήθεια του λόγου της αποκλήρωσής του από την διαθέτιδα, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα που υποστηρίζει αυτός [εκκαλών] με τους λόγους της έφεσης είναι αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα.