ΜΕφΑθ 2908/2021 Απάτη μέσω e-banking – Τραπεζικά εμβάσματα χωρίς εντολή – Υποκλοπή κωδικών από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο – Συνυπαιτιότητα

Αριθμός Απόφασης 2908/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμήμα 16° Ενοχικό)
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Θεοδούλη Οικονόμου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 28 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …
Της εφεσίβλητης – εναγομένης: …..
Β) Της εκκαλούσας – εναγομένης: ….
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ….
Ο ενάγων … του … και της … άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 31-10-2012 με αριθ. καταθ. …/20-11-2012 αγωγή του σε βάρος της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias ΑΕ» και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με τη με αριθμό 15194/2019 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω αγωγή.
Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται τόσο ο ενάγων, με την από 24-2-2020 (…/27-2-2020) έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως …/3-3-2020 όσο και η εναγομένη, με την από 11-3-2020 (…/9-6-2020) έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως …/10-6-2020. Οι εφέσεις προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των εφέσεων, που συνεκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με έγγραφες δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρμόδια εισάγονται προς συζήτηση Α) η από 24-2-2020 (…/27-2-2020) έφεση του ενάγοντος … του … και της …, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως …/3-3-2020 και Β) η από 11-3-2020 (…/9-6-2020) έφεση της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», πρώην με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως …/10-6-2020, κατά της με αριθμό 15194/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 31-10-2012 και με αριθ. έκθεσ. κατάθ. …/20-11-2012 αγωγής ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από τον ως άνω ενάγοντα κατά της παραπάνω εναγομένης, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικασθούν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και επειδή με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 522, και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η υπό κρίση υπό στοιχείο Α) έφεση, του πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος, κατά της εκκαλούμενης υπ’ αριθ. 15194/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495 παρ. 1, 499 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός της προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην ήδη εφεσίβλητη – εναγομένη, που έλαβε χώρα στις 17-2- 2020 (βλ. την υπ’ αριθ. …/17-2-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών), ενόψει και της άσκησης της ένδικης έφεσης στις 27-2-2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/27- 2-2020 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του εκδώσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, φέρεται δε παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθ. 19, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το με αριθμ. …/2020 e – παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση υπό στοιχείο Α) έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και, κατά το άρθρο 61 ΑΚ τα νομικά πρόσωπα αποκτούν προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος. Ειδικότερα επί ανωνύμων εταιρειών η ικανότητα αυτή αρχίζει μετά τη σύστασή τους, από την καταχώρηση στο Δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης της εγκριτικής Υπουργικής απόφασης του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας, παύει δε να υπάρχει από τη λύση της εταιρείας με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1737/2013, ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ άρθρο 16 παρ. 1 ν. 2515/1997 συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2076/1992, πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εταιρείας, κατά τους ορισμούς του άρθρου 68 του κ.ν. 2190/1920. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 ν. 4601/2019 ορίζεται ότι η απόσχιση κλάδου πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών, είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι απόσχιση κλάδου με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει, σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σε αυτή εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10 %) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας. Σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 2 ν. 4601/2019 από την ημερομηνία καταχώρησης στο ΓΕΜΗ της σύμβασης διάσπασης, σύμφωνα με την παρ. 1, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα τόσο μεταξύ της διασπώμενης και των επωφελούμενων εταιρειών όσο και έναντι τρίτων τα εξής αποτελέσματα: α. οι επωφελούμενες εταιρίες υποκαθίστανται καθολικές διάδοχοι στη μεταβιβαζόμενη σε αυτές περιουσία. Στην κοινή διάσπαση, η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας, δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της διασπώμενης εταιρείας, περιλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της τελευταίας και αφορούν τη μεταβιβαζόμενη περιουσία. Η μεταβίβαση αυτής της περιουσίας στις επωφελούμενες εταιρείες γίνεται σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση διάσπασης ή προκύπτει από την παράγραφο 3 του άρθρου 59. Στη μερική διάσπαση και στην απόσχιση κλάδου η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει τον κλάδο δραστηριότητας που καθορίζεται στη σύμβαση διάσπασης, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από τις επωφελούμενες εταιρίες, σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή προκύπτει από την παράγραφο 3 του άρθρου 59. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 516 ΚΠολΔ παρ. 1 δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών αν ήταν διάδικοι, ενώ κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 1, 3, 7 παρ. Ια και 80 παρ. 1 του Ν. 2190/1920, που εφαρμόζονται και επί συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 16 παρ. 2 Ν. 2515/1997), σε περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών με σύσταση νέας εταιρίας οι συγχωνευόμενες εταιρίες λύνονται, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, και συνίσταται νέα ανώνυμη εταιρία, στην οποία οι διαλυόμενες εταιρίες μεταβιβάζουν το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό), από δε την καταχώριση στο Δελτίο Ανωνύμων Εταιριών της εγκριτικής απόφασης της Διοίκησης, αυτοδικαίως και ταυτοχρόνως χωρίς καμιά άλλη διατύπωση, η νέα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιριών, που λύονται, και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρίες, όσο και έναντι τρίτων (ΕφΘεσ 688/2007, ΤΝΠ Νόμος). Από τις ως άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 118, 520, 73 και 313 παρ. 1 εδαφ. δ’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι εάν επέλθει η άνω νομική μεταβολή και συγκεκριμένα, είτε μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτόδικο δικαστήριο, είτε και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης αυτού, η έφεση της διαδίκου ανώνυμης εταιρείας που νικήθηκε μεν, πλην όμως -κατά τα ανωτέρω στάδια της δίκης – συγχωνεύθηκε είτε με σύσταση νέας εταιρίας, είτε με απορρόφηση από νέα εταιρία, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση να ασκείται και κατά μείζονα λόγο η συζήτηση αυτής να γίνεται πλέον από την τελευταία αυτή νέα ανώνυμη εταιρεία και όχι από την προηγούμενη, η οποία θεωρείται (πλέον) ως ανύπαρκτη εταιρεία. Άλλως, και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα (73 ΚΠολΔ), λόγω και της αυτοδίκαιης ακυρότητας της έφεσης ως διαδικαστικής πράξης πρέπει αυτή να απορρίπτεται προεχόντως ως απαράδεκτη (ΕφΑΘ 5371/2007, ΤΝΠ Νόμος).
Η υπό κρίση υπό στοιχείο Β) έφεση ασκήθηκε από την εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», πρώην με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias» (ΦΕΚ 8195/2012 τ. ΑΕ και ΕΠΕ), η οποία, όμως, από την 20-3-2020, πολύ δηλαδή πριν από την άσκηση της υπό στοιχείο Β) έφεσης στη Γραμματεία του εκδώσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου στις 9-6- 2020, έπαυσε να υπάρχει έχοντας συγχωνευθεί με σύσταση νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Euroban», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Όθωνος αριθ. 8, με ΑΦΜ 996866969 Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, με αριθμό ΓΕΜΗ 154558160000, ως καθολικής διαδόχου της εκκαλούσας – εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.», με ΑΦΜ 094014250, λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 του ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019 – Ανακοινώσεις για καταχώριση στο ΓΕΜΗ υπ’ αριθ. 31907 και 31909/20.3.2020). Επομένως, αφού η εν λόγω καθολική διαδοχή, έλαβε χώρα πριν από την άσκηση της υπό στοιχείο Β) έφεσης, ενώ δεν υπήρξε εκκρεμοδικία, αφού η εκκρεμοδικία, που δημιουργήθηκε με την άσκηση της από 31-10-2012 με αριθ. καταθ. …/20-11-2012 αγωγής έληξε με την έκδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έπρεπε η υπό στοιχείο Β) έφεση να ασκηθεί από την καθολική διάδοχο νέα συσταθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank» και όχι από την προηγούμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», πρώην με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», η οποία δεν υφίστατο κατά το χρόνο άσκησης του επίδικου ένδικου μέσου της υπό στοιχείο Β) έφεσης, η οποία για το λόγο αυτό είναι απορριπτέα, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εν λόγω εκκαλούσας ως προς την άσκησή της, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β) έφεσης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68, 69 ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της απόρριψης της υπό στοιχείο Β) έφεσης και της ήττας της εκκαλούσας της, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του παράβολου των εκατό (100) ευρώ, με αριθμό …/2020, που προκαταβλήθηκε από αυτήν, κατά την κατάθεση της υπό στοιχείο Β)έφεσης (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Α) έφεσης ισχυρίστηκε στην από 31-10-2012 και με αριθ. καταθ. …/20-11-2012 αγωγή του, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι είναι μόνιμος κάτοικος Σικάγου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και πελάτης της εναγομένης, στην οποία τηρεί τρεις Τραπεζικούς λογαριασμούς σε δύο από τα υποκαταστήματά της, τους οποίους χρησιμοποιεί τακτικά λόγω συχνών ταξιδιών στην Ελλάδα. Ότι ένα έτος μετά το άνοιγμά τους οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης του πρότειναν τις υπηρεσίες e-banking, καθώς θα του προσέφεραν σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως εύκολο και γρήγορο χειρισμό των χρημάτων του, πραγματοποιώντας εξ αποστάσεως όποιες πληρωμές ή μεταφορές χρημάτων επιθυμούσε. Ότι επίσης, τον διαβεβαίωσαν ότι οι σχετικές εξ αποστάσεως συναλλαγές είναι απόλυτα ασφαλείς. Ότι μετά από πολλά έτη χρήσης του συστήματος e-banking της εναγομένης και συγκεκριμένα στις 11-5-2011, ευρισκόμενος στην Αμερική, επικοινώνησε τηλεφωνικά με υπάλληλο της Υπηρεσίας Τηλεφωνικής Εξυπηρέτησης «Europhone Banking» της εναγομένης, προκειμένου να λάβει νέους κωδικούς πρόσβασης στην υπηρεσία, δεδομένου ότι το σύστημα είχε κλειδώσει, καθόσον αυτός (ενάγων) είχε ξεχάσει τους κωδικούς του. Ότι περί τα τέλη Μαΐου του ιδίου έτους, όταν η σύζυγός του, ευρισκόμενη στην Ελλάδα, επιχείρησε να πραγματοποιήσει ανάληψη από μηχάνημα ανάληψης χρημάτων (ATM), διαπίστωσε ότι οι λογαριασμοί του δεν εμφάνιζαν διαθέσιμο υπόλοιπο. Ότι όταν μπήκε στο σύστημα e-banking της εναγομένης διαπίστωσε ότι τα υπόλοιπα των λογαριασμών του ήταν μηδενικά και ότι είχαν πραγματοποιηθεί ύποπτες κινήσεις χρημάτων μέσω των υπηρεσιών e- banking της εναγομένης, τις οποίες ουδέποτε πραγματοποίησε αυτός και, μάλιστα, προς Τράπεζες χωρών, με τις οποίες αυτός ουδέποτε είχε πραγματοποιήσει συναλλαγές. Ότι, συγκεκριμένα, είχαν πραγματοποιηθεί οκτώ παράνομα εμβάσματα χρημάτων αξίας 46.600 ευρώ και 23.015,60 δολαρίων (ήτοι 17.808,91 ευρώ), συνολικά 64.408,91 ευρώ ως εξής: Στις 13- 5-2011 μεταφέρθηκε ποσό ύψους 9.912 ευρώ σε Τράπεζα της Εσθονίας με την επωνυμία «… Bra», ενώ σε άλλη εσθονική Τράπεζα με την επωνυμία «…» μεταφέρθηκαν τις επόμενες ημέρες τα κάτωθι ποσά ως εξής: στις 17-5-2011 ποσό ύψους 11.700 ευρώ, στις 18-5-2011 ποσό ύψους 11.988 ευρώ, στις 19-5-2011 ποσό ύψους 9.000 ευρώ, στις 20-5-2011 ποσά ύψους 14.465 δολαρίων και 2.000 ευρώ και στις 23-5-2011 ποσά ύψους 8.550,60 δολαρίων και 2.000 ευρώ. Ότι αυτός (ενάγων) μόλις αντιλήφθηκε τις παραπάνω παράνομες συναλλαγές επικοινώνησε με τον υπεύθυνο τμήματος ηλεκτρονικών συναλλαγών της εναγομένης, κ. …, αμφισβητώντας τες. Ότι, μάλιστα, ενώ η εναγομένη είχε ενημερωθεί ήδη από 24-5-2012 για το ότι αυτός (ενάγων) αμφισβητεί τις επίδικες συναλλαγές και ενώ χρειάζεται η παρέλευση δύο ημερών για την εκκαθάριση της εκάστοτε τραπεζικής συναλλαγής μεταξύ δύο χωρών (στις συναλλαγές μεταξύ τραπεζών διαφορετικών κρατών την εκκαθάριση της συναλλαγής, ήτοι την ταυτοποίηση του αποστολέα του εμβάσματος και του αποδέκτη αυτού την πραγματοποιεί υποχρεωτικά ειδική Τράπεζα Εκκαθάρισης Συναλλαγών, όπως η … γι’ αυτό και χρειάζεται μία ενδιάμεση ημέρα για την παραλαβή του εμβάσματος), δεν προέβη αυτή(εναγομένη), αν και είχε ενημερωθεί, κατά τα παραπάνω, στο πάγωμα της από 23-5-2011 παράνομης συναλλαγής. Ότι, όπως ενημερώθηκε εκ των υστέρων, είχε γίνει χρήση των έγκυρων κωδικών, που του είχαν χορηγηθεί κατά την εγγραφή του στο σύστημα και ταυτόχρονα εστάλησαν στην ηλεκτρονική του διεύθυνση και κωδικοί περιορισμένης διάρκειας, με τους οποίους έγινε η μεταφορά των χρημάτων. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων – όπως παραδεκτά παραιτήθηκε εν μέρει από τα αιτήματα της αγωγής του, τόσο με τις έγγραφες πρωτόδικες προτάσεις του, όσο και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο πρωτοβάθμιο ακροατήριο – ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, πρωτίστως με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας το συνολικό ποσό των 65.952,03 ευρώ (ήτοι 32.693,03 ευρώ, κατά το οποίο απομειώθηκε ο λογαριασμός του από τέσσερα παράνομα εμβάσματα που έγιναν στις 13-5- 2011, 17-5-2011, 18-5-2011 και 19-5-2011, συν ποσό 4.000 ευρώ, κατά το οποίο απομειώθηκε έτερος λογαριασμός του από δύο παράνομα εμβάσματα στις 20-5-2012 και 23-5-2012, συν 16.259 ευρώ, κατά το οποίο απομειώθηκε έτερος λογαριασμός του από παράνομα εμβάσματα που έγιναν στις 20-5- 2012 και 23-5-2012, συν 3.000 ευρώ, που δαπάνησε για αμοιβή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη σύνταξη της οικείας μήνυσης, συν ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που έχει υποστεί από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθ. 15194/2019 οριστική του απόφαση,δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των σχετικών αιτιάσεων της εναγομένης, και νόμιμη αναφορικά με την κύρια βάση περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων του Ν. 3862/2010, 297, 298, 299, 346 και 713, 714 και 681 επ. του ΑΚ, 176 και 907 του ΚΠολΔ, πλην: α) του κονδυλίου ύψους 3.000 ευρώ, το οποίο ο ενάγων επικαλείται ότι δαπάνησε ως αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του για τη σύνταξη μήνυσης, η οποία δεν βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με την επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης και β) της επικουρικής βάσης της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, διότι, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον ενάγοντα – παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση σύμβασης και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια, κατ’ άρθρα 919 και 288 του ΑΚ, για τις οποίες όμως απαιτείται δόλος της εναγομένης, τον οποίο ο ενάγων δεν επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής του και επί της ουσίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε ποσοστό συνυπαιτιότητας 50 % στον ενάγοντα στην πρόκληση της επίδικης ζημίας του, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, διότι δεν είχε εξοπλίσει τον υπολογιστή του με αντιϊικό πρόγραμμα, κάνοντας μερικώς δεκτή κατ’ ουσίαν τη σχετική ένσταση που προέβαλε η εναγομένη, δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό ύψους 26.476 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, απέρριψε το αίτημα κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης και καταδίκασε την εναγομένη εν μέρει στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α) έφεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση κατά το σκέλος της, που ο εκκαλών είναι ηττηθείς διάδικος, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Το άρθρο 1 του Ν. 5638/1932, όπως ισχύει μετά το ΝΔ 951/1971 και το άρθρο 2 του Ν.Δ/τος της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ΑΕ», ρυθμίζουν τα θέματα της κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζες υπέρ τρίτου και σε κοινό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων, ορίζοντας ταυτόσημα ότι αυτοί για τους οποίους έγινε η κατάθεση γίνονται, αμέσως μετά απ’ αυτήν, δικαιούχοι των χρημάτων που κατατέθηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 806, 822 και 830 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε Τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη, τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων από τον καταθέτη στην Τράπεζα και ταυτόχρονη πληρεξουσιότητα προς αυτή να αποδώσει, τα κατατεθέντα στο δικαιούχο. Συνέπεια της παραπάνω λειτουργίας είναι ότι μετά την κατάθεση, αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ καταθέτη και κατάθεσης, δικαιούχος της οποίας είναι αυτός υπέρ του οποίου έγινε, η δε Τράπεζα, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (ΑΚ 1034), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα, προς την οποία δεν είναι αντίθετη η συνομολόγηση συνήθους για τις τραπεζικές εργασίες τόκου, έχει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας η θεματοφύλακας Τράπεζα οφείλει σε περίπτωση αμφιβολίας, αφενός μεν να αποδώσει τα χρήματα, αν τα απαιτεί ο παρακαταθέτης και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή τους (άρθρα 830 παρ. 1 εδ. α’ και 827 του ΑΚ), αφετέρου δε να καταβάλει νόμιμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού από την όχλησή της (άρθρα 340, 431, 345 και 346 ΑΚ), η οποία είναι οιονεί δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τύπο ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να προκύπτει με τη σαφή πρόσκληση καταβολής, μεταξύ των άλλων, το είδος και το ποσό της αξιούμενης παροχής (ΑΠ 1220/2014, ΑΠ 980/2014, ΑΠ 1402/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 322/1989 ΕΕΝ 1990. 75, ΑΠ 1547/1986 ΝοΒ 35. 1040, Συμπλ. Βασ. Νομ. 1993. 577, ΕφΛαρ 390/2001 ΤΝΠ Νόμος). Συναφώς, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση σύμβασης και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια (ΕφΛαμ. 27/2013 ΤΝΠ Νόμος). Η Τράπεζα δικαιούται κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ, να διαθέσει τα κατατεθειμένα σ’ αυτή χρήματα “κατ’ αρέσκεια”, χωρίς ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο αρμόδιος υπάλληλος της να υποπίπτει στο αδίκημα της υπεξαίρεσης τους, το οποίο διαπράττει μόνο αυτός, που ιδιοποιείται παρανόμως ξένο κινητό πράγμα. Επομένως, και αν ακόμη η Τράπεζα αρνείται ν’ αποδώσει στον καταθέτη κατά τον προσήκοντα χρόνο, τα κατατεθειμένα χρήματα, ο καταθέτης δεν έχει εναντίον της την κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ αξίωση για αποζημίωση από την υπεξαίρεση, αλλά μόνο την αγωγή από τη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης κατ’ άρθρα 806, 822 και 830 ΑΚ, δεδομένου ότι η αδικοπραξία από τον τρίτο τελείται σε βάρος της Τράπεζας (ΑΠ 929/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1122/2005 ΝοΒ 2006.196, ΑΠ 830/2003 ΕλλΔνη 45.176, ΑΠ 1083/1991 ΤΝΠ Νόμος). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατά της Τράπεζας αγωγή με την οποία ζητείται από τον καταθέτη το ποσόν της καταθέσεώς του, δεν δύναται να έχει άλλη βάση πλην της εκ της ανωμάλου παρακαταθήκης, όχι δε και εξ αδικοπραξίας, διότι η Τράπεζα, ακόμη και αν αυθαίρετα παρακρατεί το ποσόν της καταθέσεώς, δεν αδικοπραγεί κατά τα προεκτεθέντα. Για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ευθύνης δεν απαιτείται να προέβη ο υπαίτιος στην ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον παθόντα, αλλά αρκεί και η γνώση αυτού ότι η επέλευση ζημίας στον άλλον ήταν ενδεχόμενη και παρά ταύτα αυτός δε θέλησε να απόσχει από την πράξη ή την παράλειψη που προκάλεσε την ζημία (ΑΠ 356/2013,ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1122/2005,ΕφΘεσ 1599/2004 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 3601/2007, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ.1 άρθρου 83 του Ν. 3862/2010 και πριν την κατάργησή του με το Ν. 4261/2014, στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνονται και οι “υπηρεσίες πληρωμών”, περιλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων. Εξάλλου, η εντολή του πελάτη προς την τράπεζά του να μεταφέρει το καθορισμένο κεφάλαιο στο δικαιούχο και να του το παραδώσει στο υποκατάστημά της στον τόπο της πληρωμής, εκτελείται με έμβασμα. Ο κλασικότερος ορισμός για την έννοια του εμβάσματος είναι η διατόπια αποστολή χρήματος που καταβάλλεται τοις μετρητοίς σε ορισμένο δικαιούχο μέσω Τράπεζας. Ο πελάτης δίνει εντολή στην Τράπεζα να παραδώσει ένα προσυμφωνημένο ποσό στο δικαιούχο και το υποκατάστημα στον τόπο πληρωμής. Σύμφωνα με την πρόταση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 1.12.2005 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και την Οδηγία 2007/64/ΕΚ (προς την οποία προσαρμόστηκε η Ελληνική Νομοθεσία με τη θέσπιση του Ν.3862/2010), υπηρεσία εμβασμάτων συντρέχει όταν η Τράπεζα αποδέχεται μετρητά,λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα που καταθέτει ο χρήστης, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της πράξης πληρωμής και τη μεταφορά χρηματικών ποσών στο δικαιούχο. Συνεπώς, είναι αδιάφορο για την έννοια του εμβάσματος, εάν ο εντολέας καταθέτει ρευστό ή εάν χρεώνεται ο λογαριασμός του. Δηλαδή, ο κοινοτικός νομοθέτης θεωρεί ότι για την εκτέλεση του εμβάσματος από τον πληρωτή μπορεί να λαμβάνονται είτε μετρητά, είτε λογιστικό χρήμα, είτε ηλεκτρονικό χρήμα (συνδ. αρθρ. 2 παρ. 13 και 15), ενώ δικαιούχος μιας διασυνοριακής πίστωσης είναι εκείνος σε λογαριασμό του οποίου κατατίθεται το ποσό της εντολής. Δηλαδή βασικό στοιχείο της έννοιας της μεταφοράς πίστωσης είναι η πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου, ανεξάρτητα από το εάν η καταβολή των χρημάτων από τον εντολέα έγινε αυτούσια ή μέσω χρέωσης Τραπεζικού του λογαριασμού. Ως διασυνοριακή μεταφορά πίστωσης θεωρείται η πράξη που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του εντολέα μέσω ιδρύματος ή υποκαταστήματος ιδρύματος ευρισκόμενου σε κράτος μέλος με σκοπό να τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου χρηματικό ποσό σε ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα ιδρύματος ευρισκόμενου σε άλλο κράτος μέλος. Ο εντολέας και ο δικαιούχος μπορεί να είναι και το ίδιο πρόσωπο. Είναι αδιάφορο, αν ο εντολέας ή ο δικαιούχος εδρεύουν στην Κοινότητα. Πάντως, είναι απαραίτητο τα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα ή τα υποκαταστήματά τους να είναι εγκαταστημένα στην Κοινότητα. Ένα ίδρυμα είναι για τους σκοπούς της Οδηγίας εγκατεστημένο στην Κοινότητα, όταν η εντολή μεταφοράς πραγματοποιείται από ένα υποκατάστημα που εδρεύει στην Κοινότητα ενός ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα. Η Οδηγία και αντίστοιχα ο Ν. 3862/2010 εφαρμόζεται όταν εκτελούν μεταφορές πιστώσεων υποκαταστήματα του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον αυτά εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη της Κοινότητας. Εκτός πεδίου εφαρμογής βρίσκονται οι εθνικές μεταφορές πιστώσεων και οι εντολές πληρωμής που ή η εντολοδόχος Τράπεζα ή το ίδρυμα του δικαιούχου δεν εδρεύουν στην Κοινότητα ή στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο. Σχετικά με τους εφαρμοστέους στις συμβάσεις διενέργειας Τραπεζικών πληρωμών με έμβασμα κανόνες, κατά την ορθότερη άποψη, πρέπει να εφαρμοστούν μεν κυρίως οι διατάξεις της σύμβασης έργου (βλ. ΑΠ 388/2006 ΝοΒ 2006. 1800, ΧρΙΔ 2006. 630, ΕΕμπΔ 2006. 645 με παρατηρήσεις Χρυσάνθη, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 3979/2006 ΕλλΔνη 2006.1510, ΕφΑΘ 1509/2002 ΕλλΔνη 2003.263, ΕφΑΘ 8670/1996 ΕπισκΕΔ 1999. 138, ΕΤρΑξΧρΔ 2000. 785), με συμπληρωματική όμως εφαρμογή και των διατάξεων για την εντολή (ΑΠ 1082/2013 ΔΕΕ 2014.250, ΧΡΙΔ 2014.12, ΕφΠειρ 83/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 436/1994 ΕΕμπΔ 1994, σελ. 602 επ ΕφΑΘ 9566/1987, ΕΕΝ1989. 635, Α. Γεωργακόπουλος, Χρηματιστηριακό και Τραπεζικό Δίκαιο, σελ. 325, 332, Αλ. Τσιμικάλη, Μελέται εκ του δίκαιου των τραπεζών, Αθήναι 1949, σελ. 58, X. Χρυσάνθη, Η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση των σύγχρονων Τραπεζικών συναλλαγών, σελ. 197, 213, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, σελ. 87, Γ. Θεοχαροπούλου, Παρατηρήσεις στην ΕφΛαρ 287/2002 ΕπισκΕΔ 2003.458 επ), λόγω της ιδιαίτερης φύσης της σχέσεως πελάτη-Τράπεζας, που ενέχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα και αμοιβαία εμπιστοσύνη, με συνέπεια τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις να καθορίζονται καταρχήν από τη σύμβαση έργου, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενων όμως, των διατάξεων περί εντολής. Η εντολή μεταφοράς χρημάτων δεν αποτελεί πρόταση για κατάρτιση σύμβασης, που να απαιτεί αποδοχή εκ μέρους της Τράπεζας, αλλά απλή και υποχρεωτική για την Τράπεζα οδηγία του πελάτη (ΑΚ 717), που περιέχει τη δήλωση βουλήσεώς του, με σκοπό την ενεργοποίηση του περιεχομένου της σύμβασης και υλοποιείται με χρέωση του λογαριασμού του πελάτη και αντίστοιχη πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου. Κατά τα ανωτέρω, το αναλαμβανόμενο από την Τράπεζα έργο συνίσταται στη διατόπια μεταφορά κεφαλαίων έναντι προμήθειας. Έτσι, η κύρια συμβατική παροχή της Τράπεζας συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς αυτής, η δε αντιπαροχή του εντολέα στην καταβολή αμοιβής για το παρεχόμενο από την Τράπεζα έργο. Επιπλέον, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης, που αναπτύσσεται μεταξύ τους, τόσο ο εντολέας του εμβάσματος, όσο και η Τράπεζα βαρύνονται με καθήκοντα αυξημένης επιμέλειας και προστασίας των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου. Πρόκειται για παρεπόμενες συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως οι αρχές αυτές αποκρυσταλλώνονται στην ΑΚ 288 (βλ. για τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας και πελάτη γενικά στις τραπεζικές συμβάσεις Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο-Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, σελ. 93 επ.). Ειδικότερα, ο εντολέας είναι υποχρεωμένος να παρέχει σαφείς και ακριβείς οδηγίες σχετικά με την εντολή και φέρει τον κίνδυνο κάθε ζημίας, που αποδίδεται σε ελλιπείς οδηγίες (ΑΚ 723,691). Σκοπός είναι η αποφυγή ενδεχόμενης νόθευσης εντολών και εγγράφων και η μη εμπλοκή της Τράπεζας σε αμφισβητούμενες καταστάσεις. Στις υποχρεώσεις της Τράπεζας συγκαταλέγονται ο έλεγχος της γνησιότητας και αυθεντικότητας της εντολής, η επιλογή κατάλληλου ανταποκριτή, η παροχή επαρκούς καλύμματος σε αυτόν, καθώς και πλήρων και σαφών οδηγιών και υποστήριξης σχετικά με την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, το έμβασμα σύμφωνα με την ΑΚ 323, είναι σύμβαση άμεσα εκτελεστέα. Πράγματι στην τραπεζική πρακτική το έμβασμα εκτελείται αυθημερόν ή την επόμενη εργάσιμη ημέρα (βλ. και άρθρα 61 παρ 1, 64 παρ. 1 και 66 παρ.1 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ). Επομένως, δεν απαιτείται όχληση της Τράπεζας κατά την ΑΚ 341 ή προσδιορισμός εύλογης προθεσμίας, δεδομένου ότι έχει συμφωνηθεί σιωπηρώς από την Τράπεζα ως ημερομηνία διαβίβασης της εντολής, η ημέρα παραλαβής ή η επόμενη εργάσιμη. Η Οδηγία 2007/64, όπως και η προηγούμενη Οδηγία 97/5, επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών την υποχρέωση έγκαιρης διεκπεραίωσης της εντολής μεταφοράς πίστωσης, καθώς και εκτέλεσης της εντολής με μεταφορά πίστωση ολόκληρου του ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου προς αποφυγή διπλών χρεώσεων (άρθρο 64 παρ. 1). Ειδικότερα, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των πληρωμών στην Κοινότητα, ορίζεται μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης μιας ημέρας για όλες τις εντολές πληρωμής, που εκφράζονται σε ευρώ ή στο εθνικό νόμισμα κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ, ώστε το ποσό της εντολής να πιστώνεται στο λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών του δικαιούχου το αργότερο ως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας από τη λήψη της εντολής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πρέπει να ορίζει ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού του δικαιούχου το αργότερο την ημέρα κατά την οποία πιστώνεται με το ποσό της εντολής ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου (βλ. άρθρο 61 παρ. 1). Εξάλλου, στην Οδηγία ορίζεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος προς αυτόν για την ορθή εκτέλεση της εντολής, εκτός αν αποδείξει ότι εκτέλεσε προσηκόντως την εντολή και παρέδωσε τα ποσά στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, περίπτωση κατά την οποία ο πάροχος του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έναντι του τελευταίου. Ως ορθή εκτέλεση της πληρωμής, νοείται η σύμφωνη με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, εμπρόθεσμη και για ολόκληρο το ποσό εκτέλεση της πληρωμής. Σε περίπτωση ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής γεννάται υποχρέωση, ανάλογα με το ποιος φέρει την ευθύνη, του μεν παρόχου του πληρωτή για διόρθωση της πράξης πληρωμής ή άμεση επιστροφή του ποσού στον πληρωτή, καθώς και των τυχόν επιβληθεισών χρεώσεων και τόκων, του δε παρόχου του δικαιούχου για τη σχετική καταβολή προς το δικαιούχο (βλ. άρθρο 71). Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις αντικειμενική ευθύνη των παροχών υπηρεσιών πληρωμών διευκρινίζεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη κάθε άλλης αξίωσης που είναι δυνατόν να εγερθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, οι ρυθμίσεις της Οδηγίας2007/64, αν και εξαιρετικά σημαντικές, δεν αντικαθιστούν αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά προς το γενικότερο νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα ζητήματα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση των Τραπεζικών εντολών πληρωμής (βλ. Αιτιολογική Σκέψη αρ. 46 Οδηγίας 2007/64). Επομένως, βάσει των ανωτέρω, παρέπεται ότι αν η Τράπεζα κατέστη υπερήμερη σχετικά με την εκτέλεση της εντολής πληρωμής μέσα στον εύλογο χρόνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις, μετά την πάροδο του οποίου η αποστολή των χρημάτων (ή η μεταφορά της πίστωσης) δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό, η Τράπεζα οφείλει να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (άρθρα 686 εδ. β’ και 343 εδ. β’ ΑΚ). Η ευθύνη της Τράπεζας κατά τα παραπάνω σε περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, υπερημερίας ή μη εκπλήρωσης (αδυναμίας παροχής) των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει έναντι του εντολέα της στα πλαίσια μιας εντολής πληρωμής είναι κατ’ αρχήν ευθύνη ενδοσυμβατική. Η ανώμαλη εξέλιξη των σχετικών ενοχών μπορεί, να οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Η Τράπεζα θα ευθύνεται πρωτίστως κατ’ ΑΚ 297, 298, 330, 343, 344, 345, 383, 385 και συμπληρωματικά κατ’ ΑΚ 686, 689, 690 και 714, 719, που εφαρμόζονται αναλόγως. Υποχρέωσή της είναι να αποκαταστήσει κάθε ζημία του εντολέα της από την πλημμέλεια κατά την εκτέλεση της εντολής πληρωμής ή την υπερημερία της (δευτερογενής υποχρέωση αποζημίωσης κατ’ ΑΚ 383) ή να αποδώσει στον εντολέα της νομιμοτόκως, μετά την υπαναχώρησή του από τη σύμβαση, κατ’ ΑΚ 383, ό,τι της κατέβαλε για την εκτέλεση της εντολής, δηλαδή το ποσό στο οποίο αφορά η εντολή και τα σχετικά έξοδα. Τα ίδια ισχύουν και για την ανώμαλη εξέλιξη των συμβατικών ενοχών που συνδέουν τις μεσολαβούσες Τράπεζες μεταξύ τους. Η ζημία που μπορεί να προκύψει από την πλημμελή ή τη μη εκπλήρωση μια εντολής πληρωμής μπορεί να συνίσταται σε απώλεια κεφαλαίου και τόκων, περαιτέρω (έμμεση) ζημία ή ζημία από την κύμανση των τιμών του συναλλάγματος. Επιπρόσθετα, στις Οδηγίες 97/5 και 2007/64 καθιερώνεται περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης της Τράπεζας για αποζημίωση του εντολέα, σε περίπτωση οποιασδήποτε πλημμέλειας εντοπίζεται στη σφαίρα ευθύνης των μεσολαβουσών τραπεζών. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις γενικές διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη της Τράπεζας κατά την εκτέλεση πράξεων Τραπεζικών πληρωμών (ΕφΛαρ 11/2017, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 2251/1994 ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Ο ενιστάμενος μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 516 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, καθόσον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και υπάρχει όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και οι προτάσεις του ή αντιθέτως έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και οι προτάσεις του αντιδίκου του (ΕφΠατρ 84/2009, ΤΝΠ Νόμος), κατά το άρθρο δε 556 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο διάδικος που νίκησε δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εφόσον έχει έννομο συμφέρον, όπως συμβαίνει όταν στην απόφαση περιέχονται αιτιολογίες βλαπτικές γι’ αυτόν, που δημιουργούν δεδικασμένο. Ειδικότερα ο ενάγων που νίκησε δικαιολογεί έννομο συμφέρον να ασκήσει αναίρεση ως προς τις βάσεις της αγωγής του που απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση για την περίπτωση ευδοκίμησης της αναιρέσεως του αντιδίκου του που νικήθηκε προς αποτροπή της τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής του ως προς όλες τις βάσεις της (ΑΠ 578/1994, ΤΝΠ Νόμος). Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α) έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης, ισχυρίζεται δε ότι έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την έφεσή του και για το λόγο αυτό επικουρικά και συγκεκριμένα για την περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης της αντιδίκου που νικήθηκε, προς αποτροπή της τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής του ως προς όλες τις βάσεις της. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, αφού δεν ευδοκίμησε και απορρίφθηκε η υπό στοιχείο Β) έφεση της αντιδίκου του εναγομένης, ως προεκτέθηκε, περαιτέρω, δε είναι και μη νόμιμος, αφού ορθά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης ως μη νόμιμη, διότι, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον ενάγοντα – παρακαταθέτη το επίδικο χρηματικό ποσό της κατάθεσης, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη, συνιστά αθέτηση σύμβασης και όχι καθαυτή αδικοπραξία, με αποτέλεσμα να μη γεννά, πέρα από τις αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και αξίωση αποζημίωσής του, εκτός αν η υπαίτια πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάστηκε η ενοχική σύμβαση, λαμβάνουσα χώρα και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλεται από το νόμο να μη ζημιώνει κανείς άλλον υπαίτια, για τις οποίες όμως, απαιτείται δόλος της εναγομένης, τον οποίο ο ενάγων δεν επικαλείται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε επιμελεία της εναγομένης νομότυπα ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα με αριθμό …/2018 πρακτικά εκείνου του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 22-11- 2018, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος …, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. …/3-11-2015 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε, επιμελεία του ενάγοντα στον πρώτο βαθμό, ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδος στο Σικάγο, …, κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (άρθρο 421 του ΚΠολΔ – βλ. την υπ’ αριθμ. …/20-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα …, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. …/21-11-2018 ένορκη βεβαίωση, που συντάχθηκε στον πρώτο βαθμό επιμελεία της εναγομένης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών …, κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντα (βλ. την υπ’ αριθμ. …/16-11-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), καθώς και από όλα γενικά τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομότυπα με τις προτάσεις αμφότεροι οι διάδικοι, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που κατοικεί μόνιμα στο Σικάγο Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όταν ταξιδεύει στην Ελλάδα χρησιμοποιεί, για τις καθημερινές του συναλλαγές, τρεις διαφορετικούς λογαριασμούς, τους οποίους άνοιξε σε δύο από τα υποκαταστήματα της εναγομένης τραπεζικής εταιρίας. Περαιτέρω, μεταξύ των διαδίκων υπεγράφη στις 3-7-2000 σύμβαση χορήγησης πρόσβασης στο internet banking, με βάση την οποία παρεχόταν από την εναγομένη στον ενάγοντα η δυνατότητα διενέργειας Τραπεζικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών μέσω δικτύου ή διαδικτύου (internet). Ειδικότερα, ο ενάγων μπορούσε μέσω internet να πραγματοποιεί μεταφορά χρημάτων από έναν λογαριασμό του σε άλλον, να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την κίνηση των λογαριασμών του, τις ισοτιμίες ξένων νομισμάτων, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της εναγομένης και εντολές αγοραπωλησίας μετοχών. Δυνάμει της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι εάν ο ενάγων δεν αμφισβητήσει εγγράφως την ακρίβεια των στοιχείων των «συναλλαγών» που απεικονίζονται, είτε στο βιβλιάριο καταθέσεων του, είτε στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού του, μέσα στους δύο επόμενους μήνες από τον μήνα στον οποίο ο λογαριασμός αυτός αφορά, θεωρείται ότι αποδέχεται αυτές (συναλλαγές) και τις αναγνωρίζει ως απόλυτα ακριβείς και ισχυρές. Επιπλέον, με βάση την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι η εναγομένη δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί στον ενάγοντα, σε περίπτωση που η «συναλλαγή» διενεργηθεί από τρίτο πρόσωπο, το οποίο ήταν εν γνώσει των στοιχείων που απαιτούνται για την επαλήθευση της ταυτότητας του ενάγοντα, ιδίως λόγω εξουσιοδότησης του τρίτου προσώπου από τον ενάγοντα, είτε λόγω υπαίτιας ή ανυπαίτιας διαρροής του κωδικού του ενάγοντα, καθώς και ότι η εναγομένη δεν ευθύνεται για τυχόν ζημία που θα προκληθεί στον ενάγοντα για λόγους ανώτερης βίας (ιδίως τεχνικής φύσης) ή για λόγους παραβίασης της ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου, που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη παρέδωσε στον ενάγοντα το απαραίτητο password και username, ώστε αυτός να αποκτήσει πρόσβαση στο σύστημα, το οποίο και λειτούργησε χωρίς προβλήματα μέχρι το έτος 2011. Στις 11-5-2011 ο ενάγων είχε ξεχάσει τους κωδικούς εισαγωγής στο σύστημα της εναγομένης, με αποτέλεσμα να «μπλοκάρει» την εισαγωγή του σ’ αυτό. Εν συνεχεία επικοινώνησε με υπάλληλο της Υπηρεσίας Τηλεφωνικής Εξυπηρέτησης «…» της εναγομένης, ο οποίος του παρείχε νέους κωδικούς πρόσβασης στην υπηρεσία. Στις 24-5-2011 η σύζυγος του ενάγοντα …, που βρισκόταν στην Ελλάδα, επιχείρησε ανάληψη χρημάτων από τους τηρούμενους στην εναγομένη λογαριασμούς του από μηχάνημα ανάληψης χρημάτων (ATM), πλην, όμως, διαπίστωσε ότι οι τηρούμενοι λογαριασμοί του ενάγοντα συζύγου της ήταν μηδενικοί. Συγκεκριμένα, αποδείχτηκε ότι από 13-5-2011 έως 23-5-2011 πραγματοποιήθηκαν ύποπτες συναλλαγές μεταφοράς χρημάτων, για τις οποίες ο ενάγων δεν είχε δώσει εντολή για εκτέλεσή τους στην εναγομένη Τράπεζα και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι: στις 13-5-2011 μεταφέρθηκε από το με αριθμ. … λογαριασμό του ενάγοντα το ποσό των 9.912 ευρώ σε Τράπεζα της Εσθονίας με την επωνυμία «…», στην πόλη Tallin, στις 17-5-2011 μεταφέρθηκε από το με αριθμ. … λογαριασμό του το ποσό των 11.700 ευρώ σε άλλη εσθονική Τράπεζα με την επωνυμία «…» στην πόλη Tallin, στις 18-5-2011 μεταφέρθηκε από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό του το ποσό των 11.988 ευρώ στην εσθονική Τράπεζα με την επωνυμία «…» στην πόλη Tallin, στις 19-5-2011 μεταφέρθηκε από τον ως άνω λογαριασμό του το ποσό των 9.000 ευρώ στην ίδια ως άνω Τράπεζα, στις 20- 5-2011 μεταφέρθηκαν: α) από το με αριθμ. … λογαριασμό του το ποσό των 14.465 δολαρίων (ή 10.160,15 ευρώ) και β) από το με αριθμ. … λογαριασμό του το ποσό των 2.000 ευρώ στην εσθονική Τράπεζα με την επωνυμία «…» και στις 23- 5-2011 μεταφέρθηκαν: α) από το με αριθμ. … λογαριασμό του το ποσό των 8.550,60 δολαρίων (ή 6.098,85 ευρώ) και β) από το με αριθμ. … λογαριασμό του το ποσό των 2.000 ευρώ στην εσθονική Τράπεζα με την επωνυμία «…». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όταν ο ενάγων διαπίστωσε στις 24-5-2012 ότι χωρίς να έχει δώσει σχετική εντολή στην εναγομένη μεταφέρθηκε το συνολικό ποσό των 62.859 ευρώ, δηλαδή 46.600 ευρώ και 23.015,60 δολαρίων (ή 16.259 ευρώ), ειδοποίησε την εναγομένη και συγκεκριμένα επικοινώνησε με τον …, Eurobank Senior Manager Operations e-Business, στον οποίο εξέθεσε τα παραπάνω και ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων του από την εναγομένη. Η τελευταία του απάντησε ότι μετά από έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε ότι οι αμφισβητούμενες συναλλαγές, εφόσον δεν έγιναν από τον ίδιο (ενάγοντα), έγιναν από πρόσωπο, το οποίο γνώριζε τους κωδικούς του, είχε πρόσβαση στην ηλεκτρονική του διεύθυνση και συνεπώς, οι ένδικες μεταφορές χρημάτων έγιναν από αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα, αφού δεν τηρήθηκαν εκ μέρους του οι κανόνες δέουσας επιμέλειας για τη διασφάλιση του απορρήτου χαρακτήρα των ως άνω στοιχείων ταυτοποίησής του. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι τα ένδικα εμβάσματα πραγματοποιήθηκαν κατόπιν εντολών, οι οποίες δόθηκαν μέσω της εφαρμογής e-banking με τη χρήση των έγκυρων προσωπικών κωδικών πρόσβασης (username και password), που είχαν δοθεί στον ενάγοντα κατά την εγγραφή του στο σύστημα, αλλά και των κωδικών μιας χρήσης (OTP-One Time Password) περιορισμένης χρονικής διάρκειας, τα οποία εστάλησαν στην ηλεκτρονική του διεύθυνση και τα οποία δόθηκαν από την εναγόμενη στους εντολείς διενέργειας των ένδικων συναλλαγών. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η μεταφορά των χρημάτων έγινε με χρήση διαφορετικού ηλεκτρονικού υπολογιστή σε άλλη χώρα, εκτός Η.Π.Α. κατοικίας του ενάγοντα, όπου εκεί βρισκόταν το ψηφιακό πιστοποιητικό του υπολογιστή του, γι’ αυτό χρειάστηκε για να γίνει η ταυτοποίηση του χρήστη και σε δεύτερο επίπεδο να σταλούν οι κωδικοί περιορισμένης διάρκειας ΟΤΡ από την εναγομένη. Η τελευταία πράγματι απέστειλε τους κωδικούς περιορισμένης διάρκειας ΟΤΡ στο λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου e-mail του ενάγοντα, το οποίο όμως, ως αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δεν την αντέκρουσε ο ενάγων αν και είχε τη δυνατότητα με την προσθήκη – αντίκρουσή του, είχε «μολυνθεί» με ιό και επομένως, οι εντολείς των εμβασμάτων, που απέκτησαν πρόσβαση, τόσο στο username και το password του ενάγοντα, όσο και στους κωδικούς του περιορισμένης διάρκειας ΟΤΡ, διέγραψαν στη συνέχεια αυτούς (κωδικούς περιορισμένης διάρκειας ΟΤΡ) από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ενάγοντα, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από τον τελευταίο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι για τις επίδικες μεταφορές χρημάτων η ίδια τήρησε όλους τους κανόνες ασφαλείας και, επομένως, ουδεμία αμέλεια συντρέχει ως προς αυτήν πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού ως προεκτέθηκε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του ενάγοντα είχε «μολυνθεί» με κακόβουλο λογισμικό, με αποτέλεσμα το username και το password του στις υπηρεσίες e-banking της εναγομένης να είναι ορατά στους υποκλοπείς, ενώ ο ενάγων δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την υπηρεσία ενημέρωσης των κωδικών ασφαλείας με sms στο κινητό του, διότι η εναγομένη δεν μπορούσε να παράσχει το έτος 2011 αυτή την υπηρεσία στον ενάγοντα, καθόσον ως κάτοικος Η.Π.Α. ο τελευταίος το κινητό του είχε 13 αριθμούς, ενώ η αντίστοιχη υπηρεσία της εναγομένης μπορούσε να υποστηρίξει έως και δέκα αριθμούς. Επίσης, η παράλειψη εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας, ως φορέα του συστήματος των συναλλαγών, μέσω των αρμοδίων οργάνων της, ελέγχου των επίδικων συχνών συναλλαγών μεγάλης αξίας, που δεν συνάδουν με το συναλλακτικό προφίλ του ενάγοντα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 285/09.07.2009 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που ισχύει για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, αντιβαίνει στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, ιδρύουσα, ενδοσυμβατική ευθύνη αυτής (εναγομένης) προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ενάγων (ΑΠ 2257/2014, ΑΠ 2012/2007, ΕφΑΘ 225/2017 ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα, η εναγομένη όφειλε να ελέγξει τις ένδικες, πολλές εισερχόμενες, εντολές μεταφοράς χρηματικών ποσών, δεδομένου ότι οι επίδικες μεταφορές χρημάτων έγιναν σε Τράπεζες τις Εσθονίας, ήτοι τα επίδικα χρηματικά ποσά μεταφέρθηκαν σε άλλη πόλη και χώρα, στην οποία ο ενάγων δεν διατηρούσε Τραπεζικούς λογαριασμούς, κατά τρόπο μάλιστα ασυμβίβαστο με την επιχειρηματική δραστηριότητα του και το ιστορικό του. Παρόλα αυτά, η εναγομένη χωρίς να λάβει υπόψη της τα παραπάνω «παρέδωσε» τους κωδικούς μίας χρήσης (ΟΤΡ), που ζητήθηκαν από τους «υποκλοπείς» μέσω του λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ενάγοντα, τον οποίο αυτοί είχαν προσβάλει με κακόβουλο λογισμικό, οπότε είχαν πρόσβαση σ’ αυτό. Περαιτέρω, η εναγομένη δεν απέδειξε ότι πράγματι είχε ενημερώσει τον ενάγοντα για επιπρόσθετες δικλείδες ασφαλείας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, ενώ από τη στιγμή που δεν μπορούσε να αποστείλει τους κωδικούς μίας χρήσης στο κινητό του, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει αυτήν την υπηρεσία, κατά τα παραπάνω, ήταν επόμενο ότι οποιαδήποτε παραβίαση με κακόβουλο λογισμικό του ηλεκτρονικού υπολογιστή του ενάγοντα θα οδηγούσε και στην υποκλοπή των κωδικών μίας χρήσης ΟΤΡ που του απέστειλε, όπως και συνέβη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι υφίσταται η σχετική ευθύνη της εναγομένης να ελέγχει τις ύποπτες συναλλαγές και να ενημερώνει τον ενάγοντα γι’ αυτές, κατά τα ανωτέρω, αλλά και να ελέγχει επαρκώς εάν χορηγεί τον κωδικό περιορισμένης διάρκειας (ΟΤΡ) στον πραγματικό δικαιούχο (με διαφορετικό μέσο, sms αντί e- mail). Ωστόσο, από την άλλη πλευρά και ο ενάγων, που ζημιώθηκε ως προαναφέρθηκε από την παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης, συντέλεσε στην ζημία του και στην έκτασή της από δικό του πταίσμα, αφού αφενός μεν αν και κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα είχε εισέλθει μέσω e-banking στους λογαριασμούς του και συγκεκριμένα την 15-5-2011, δηλαδή μετά την πρώτη ως άνω αμφισβητούμενη συναλλαγή, έδωσε εντολή μέσω e-banking για έμβασμα ποσού 8.000 δολαρίων ΗΠΑ δεν αμφισβήτησε τη συναλλαγή, που είχε εκτελεστεί δύο μέρες νωρίτερα ήτοι την 13-5-2011, αν και θα μπορούσε εύκολα να την αντιληφθεί κατά την είσοδο στους Τραπεζικούς του λογαριασμούς και έλεγχο αυτών, λαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με την κίνησή τους επιδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη επιμέλεια, αλλά αυτός καθυστέρησε να αμφισβητήσει τη συναλλαγή αυτή, αλλά και τις υπόλοιπες συναλλαγές δέκα και πλέον ημέρες μετά ήτοι την 24-5-2011, αφετέρου δε, ως προεκτέθηκε ο ενάγων δεν είχε εξοπλίσει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του με αντιϊικό, έστω και δωρεάν παρεχόμενο, πρόγραμμα, το οποίο αρκεί για να προφυλάξει τον υπολογιστή του από κακόβουλο λογισμικό και, συνεπώς, πρέπει να του αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητας 50% στην πρόκληση της ένδικης ζημίας του, κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ, γενομένης μερικώς δεκτής της σχετικής ένστασης που προέβαλε νομότυπα και παραδεκτά η εναγομένη με τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό και συμπλήρωσε με δήλωση στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η τεκμηρίωση της οποίας ανάγεται στο πραγματικό της αποδεικτικής διαδικασίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό ύψους 26.476 ευρώ (= 52.952 ευρώ : 2), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ήτοι δέχθηκε στην ουσία εν μέρει σε ποσοστό 50 % την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντα στην έκταση της ζημίας του, που προέβαλε η εναγομένη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, και δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί και συμπληρωθεί η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης με αυτή της παρούσας απόφασης, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α) έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 300 ΑΚ και παρά το νόμο έλαβε υπόψη του μη προταθέντα κατά περιεχόμενο ισχυρισμό ασκούντο ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις με αποτέλεσμα να κρίνει ότι ο εκκαλών είναι συνυπαίτιος για την επέλευση της ζημίας του κατά ποσοστό 50 %. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπό στοιχείο Α) έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη υπό στοιχείο Α) έφεση, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α) έφεσης, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68, 69 ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της απόρριψης της υπό στοιχείο Α) έφεσης και της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που προκαταβλήθηκε από αυτόν, κατά την κατάθεση της έφεσης (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
_Συνεκδικάζει την από 24-2-2020 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών …/27-2-2020 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο με αριθ. έκθ. καταθ. δικογράφου …/3-3-2020) έφεση και την από 11-3-2020 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου …/9-6-2020 ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο με αριθ. έκθ. καταθ. δικογράφου …/10-6-2020) έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά την από 24-2-2020 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών …/27-2-2020 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο με αριθ. έκθ. καταθ. δικογράφου …/3-3-2020) έφεση και
-Απορρίπτει αυτή ως ουσία αβάσιμη.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου (με αριθμό …/2020, ποσού 100 ευρώ και είδους e – Παράβολο) στο δημόσιο ταμείο.
-Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
-Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 11-3-2020 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου …/9-6-2020 ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο με αριθ. έκθ. καταθ. δικογράφου …/10-6-2020) έφεση.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου (με αριθμό …/2020, ποσού 100 ευρώ και είδους e – Παράβολο) στο δημόσιο ταμείο.
-Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17- 6-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ: ΤΝΠ QUALEX