ΔΕφΑθ 5981/2015

Η Διοίκηση διαρθρώνεται μεν σε μεγάλους τομείς, των οποίων προΐστανται Υπουργοί, είναι όμως ενιαία και, συνεπώς, οι πράξεις κάθε Υπουργού, ή οποιουδήποτε άλλου διοικητικού οργάνου, ατομικού ή συλλογικού, και μάλιστα αδιάφορα με τη φύση της ασκούμενης δραστηριότητας, είναι πράξεις της ενιαίας Διοίκησης. Διοικητικό όργανο δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει προσφυγή κατά πράξης που εκδόθηκε από άλλο διοικητικό όργανο, εκτός αν από τον νόμο προβλέπεται τέτοια δυνατότητα. Επομένως, προσφυγή που ασκείται από το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ κατά πράξης δικού του οργάνου, δημιουργούσα ενδοστρεφή δίκη, είναι απαράδεκτη, εκτός εάν αυτό προβλέπεται ρητά από τον νόμο ή συνάγεται σαφώς από αυτόν.

1. Με την κρινόμενη έφεση, η οποία παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, ως καθ’ ύλην αρμόδιο, με την 3008/2015 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, παραδεκτώς ζητείται η εξαφάνιση της 15329/2007 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, με την οποία ακυρώθηκε η 163/539/8.5.2003 πράξη επιβολής προστίμου, της Υπηρεσίας Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας) ΣΕΠΕ. Με την τελευταία πράξη επιβλήθηκε σε βάρος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, πρόστιμο ποσού 2.000 ευρώ, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, για παράβαση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.

2. Κατά θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος, η εξουσιαστική δράση του Κράτους, το οποίο έχει ενιαία νομική προσωπικότητα, εκδηλώνεται μέσω τριών λειτουργιών, ήτοι της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής (άρθρο 26). Ειδικότερα, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Κυβέρνηση και τα λοιπά όργανα της Διοικήσεως. Η Διοίκηση διαρθρώνεται μεν σε μεγάλους τομείς, των οποίων προΐστανται Υπουργοί, είναι όμως ενιαία και, συνεπώς, οι πράξεις κάθε Υπουργού, ή οποιουδήποτε άλλου διοικητικού οργάνου, ατομικού ή συλλογικού, και μάλιστα αδιάφορα με τη φύση της ασκουμένης δραστηριότητας, είναι πράξεις της ενιαίας Διοικήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 § 1 και 64 του ΚΔΔ (2717/1999, φ. 97 Α), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται μόνο κατά των ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων, μπορεί δε να ασκηθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 64 του ΚΔΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μεταξύ άλλων, από εκείνον στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου.

3. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 του ν. 2639/1998 «Περί ρύθμισης εργασιακών σχέσεων, σύστασης Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 205 Α), συστάθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρεσία με τον τίτλο «Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας» (ΣΕΠΕ), το οποίο ως κύριο έργο έχει: α. Την επίβλεψη και τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. β. Την έρευνα, ανακάλυψη και δίωξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, των παραβατών της εργατικής νομοθεσίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ορίζεται ότι: «1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων: α. Πρόστιμο, για κάθε μία παράβαση, από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ… 2. Η πράξη επιβολής προστίμου, κατά τα ανωτέρω, κοινοποιείται με απόδειξη στον παραβάτη και αποτελεί έσοδο του Δημοσίου. Κατά της πράξης επιβολής προστίμου ασκείται προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου…».

4. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό και προς την γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς δύναται να στραφεί κατά των δικών του πράξεων, συνάγεται ότι ένα διοικητικό όργανο δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεως που εκδόθηκε από άλλο διοικητικό όργανο, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται τέτοια δυνατότητα. Επομένως, προσφυγή που ασκείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατά πράξεως δικού του οργάνου, δημιουργούσα ενδοστρεφή δίκη, είναι απαράδεκτη, εκτός εάν τούτο προβλέπεται ρητά από το νόμο ή συνάγεται σαφώς από αυτόν (ΣτΕ 3735/2014, 1504/2013 200/2012, 1573/2010, 677/2005 Ολ., 2629/2001, 3859/1994, 1924/1982 Ολ., 2076/1978 Ολ. κ.ά.). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, ούτε ρητώς αναφέρεται, ούτε εμμέσως συνάγεται ότι μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, να στραφεί παραδεκτώς κατά οργάνου ενταγμένου στο νομικό του πρόσωπο, επιδιώκοντας την ακύρωση πράξης του ΣΕΠΕ.

5. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεξέταση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την 163/539/8.5.2003 πράξη επιβολής προστίμου, της Υπηρεσίας Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), επιβλήθηκε σε βάρος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, πρόστιμο ποσού 2.000 ευρώ, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 2639/1998, για παράβαση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τους Υπουργούς Οικονο- μίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, άσκησε την με χρονολογία καταθέσεως 4.7.2003 προσφυγή κατά: 1) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και 2) του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ζήτησε την ακύρωση της ανωτέρω πράξης επιβολής προστίμου. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό οικονομικών, παραδεκτώς άσκησε προσφυγή κατά της πράξης επιβολής προστίμου των Ειδικών Επιθεωρητών Εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), περαιτέρω δε, ακύρωσε την ως άνω πράξη επιβολής προστίμου, με την αιτιολογία το εν λόγω πρόστιμο έπρεπε να επιβληθεί σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και όχι σε βάρος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, το οποίο αποτελεί ειδική περιφερειακή υπηρεσία του Δημοσίου και μάλιστα του Υπουργείου Πολιτισμού, χωρίς αυτοτελή νομική προσωπικότητα. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά στην τέταρτη σκέψη, η ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή του Ελληνικού Δημοσίου, κατά της ανωτέρω πράξης του ΣΕΠΕ, υπηρεσίας συσταθείσας στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ήταν απαράδεκτη δεδομένου ότι δημιουργεί, ελλείψει περί του αντιθέτου διατάξεως, ενδοστρεφή δίκη, όπως βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, εσφαλμένα δε έγινε δεκτή η προσφυγή με την εκκαλουμένη απόφαση.

6. Κατ’ ακολουθία, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, εκδικαζομένης δε της κατά τα ανωτέρω προσφυγής, αυτή πρέπει, για τους προαναφερόμενους λόγους, ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη.