Περίληψη: Ανάκληση δωρεάς λόγω αχαριστίας· έννοια βαρέος παραπτώματος και αχαριστίας· η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, συνεπώς και με αγωγή, τα δε αποτελέσματα της ανάκλησης επέρχονται ευθύς ως περιέλθει σ’ αυτόν η δήλωση περί ανακλήσεως· συνέπειες ανάκλησης· αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος· αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής· ένσταση δωρεοδόχου περί μη δυνατότητας ανακλήσεως δωρεάς που έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.
Νομικές διατάξεις: άρθρα 505, 509, 512, 904 ΑΚ
Απόφαση: Αριθμός 85/2020
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ …
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-9-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 59/2017 του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-3-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 του ΑΚ, “ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή”. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη περίθαλψης και οικονομικής ενίσχυσης, έστω και αν η δωρεά δεν συμφωνήθηκε υπό τον όρο της διατροφής του, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο. Κριτήρια της βαρύτητας του παραπτώματος από αντικειμενική άποψη είναι ο δεσμός δωρητή και δωρεοδόχου, τα ελατήρια της δωρεάς και η αξία του αντικειμένου της, όπως και ο τρόπος ενέργειας και ο χαρακτήρας του δωρεοδόχου και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή, της συζύγου του ή στενού συγγενούς του, ενώ από υποκειμενική άποψη πρέπει να αποτελεί εκδήλωση αξιόμεμπτης συμπεριφοράς, ενδεικτική της έλλειψης ευγνωμοσύνης στην αφιλοκερδή χειρονομία του δωρητή.
Το ζήτημα αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από τον δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της κρίσης του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται αν η υπ` αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατ’ αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι απεδείχθησαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 Α.Κ. (πρβλ. Α.Π. 109/2010, Α.Π. 1719/2009, Α.Π. 982/2004). Εξάλλου κατά το άρθρο 509 παρ.1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη σχετική δήλωση του δωρητή προς το δωρεοδόχο, συνεπώς και με αγωγή, τα δε αποτελέσματα της ανάκλησης επέρχονται ευθύς ως περιέλθει η δήλωση σ` αυτόν περί ανακλήσεως ή τον νόμιμο αντιπρόσωπο του και εφόσον ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και δύναται να δικαιολογήσει την ανάκληση. Για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς πρέπει, αφενός, ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά στην επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα από το οποίο προήλθε αυτή.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 904 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι αν ανακληθεί νόμιμα η δωρεά για λόγους αχαριστίας, ο δωρητής δικαιούται ενοχικώς σε αυτούσια απόδοση του δωρηθέντος πράγματος, ο τρόπος δε της αυτούσιας απόδοσης εξαρτάται από την ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που απέκτησε ο λήπτης. Έτσι, αν το δωρηθέν είναι πράγμα ακίνητο και μεταβιβάστηκε στο δωρεοδόχο κατά κυριότητα, η επαναμεταβίβαση της κυριότητας μετά τη νόμιμη ανάκληση της δωρεάς γίνεται, εφόσον αρνείται αυτήν ο δωρεοδόχος, με καταδίκη αυτού σε δήλωση βουλήσεως, μεταγραφή της σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της απόφασης αυτής (άρθρα 949 ΚΠολΔ, 1192 και 1198 ΑΚ – ΑΠ 840/1994).
Τέλος, κατά το άρθρο 512 ΑΚ “δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν μπορούν να ανακληθούν”. Δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, μη υποκείμενες σε ανάκληση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι εκείνες που αντικειμενικά, κατά τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, όπως οι σχέσεις συγγένειας ή φιλίας, ασχέτως προς τα ελατήρια της βούλησής του, ενώ δωρεές από λόγους ευπρέπειας είναι εκείνες που ανταποκρίνονται στις κοινωνικές συνήθειες ή απαιτήσεις της κοινής γνώμης ή γίνονται από κοινωνική υποχρέωση. Η φύση της συναπτόμενης σύμβασης δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνεται σ` αυτή από τους συμβαλλομένους, αλλά ο χαρακτηρισμός της αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του από το περιεχόμενο όσων έχουν συμφωνηθεί και καθορίζει τους προσιδιάζοντες στη σχέση κανόνες δικαίου, προσφεύγοντας, αν υπάρχει ανάγκη, και σε στοιχεία ευρισκόμενα έξω από τη σύμβαση, όταν αυτά συνδέονται με τα συμφωνηθέντα κατά τρόπο που επηρεάζει το αποτέλεσμα. Ο από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 512 του ΑΚ ισχυρισμός του εναγομένου δωρεοδόχου, συνιστά καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξιώσεως του ενάγοντος δωρητή που έχει έρεισμα στην διάταξη του άρθρου 505 του ίδιου Κώδικα και πρέπει να προτείνεται προσηκόντως και να επαναφέρεται νομίμως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 655/2014, ΑΠ 2054/2014). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Με τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β΄ του ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, δημιουργεί λόγο αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ` αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα, για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 120/2004), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου με την υπ’ αριθ. 59/2017 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία έκρινε αντίθετα, δέχθηκε την από 22-9-2011 ένδικη αγωγή, αναγνώρισε ως νόμιμη την ανάκληση δωρεάς ποσού 60.246,24 ευρώ, με το οποίο η εναγομένη- αναιρεσείουσα αγόρασε στο όνομά της το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αναφερόμενου ακινήτου (κάθετη ιδιοκτησία), λόγω αχαριστίας στο πρόσωπο του ενάγοντος δωρητή, διατάχθηκε η εναγομένη να αποδώσει το εν λόγω ακίνητο και σε περίπτωση άρνησής της να καταδικασθεί σε δήλωση βουλήσεως. Για να καταλήξει το Εφετείο στην κρίση του αυτή δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ως αποδειχθέντα τα παρακάτω κρίσιμα για τους αναιρετικούς λόγους πραγματικά περιστατικά: “… Αυτό ήταν μέχρι το έτος 2006 το πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, όταν σε μία προσπάθεια του ενάγοντα για την διάνοιξη διόδου και την ανεύρεση τρόπου ισορροπίας και αποκατάστασης των σχέσεών του με την εναγομένη αποφάσισε να αγοράσει μία νέα οικία μεγαλύτερη από το διαμέρισμα εμβαδού 92 τ.μ. στο οποίο διέμεναν. Έτσι δυνάμει του υπ’ αριθ…./…3.2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου … Α. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … και καταχωρήθηκε στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ. … του Κτηματολογικού Γραφείου …, απέκτησαν την πλήρη κυριότητα, με αγορά από τους μέχρι τότε κυρίους και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, μιας διώροφης οικίας συγκροτήματος ….κειμένου στη θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας “…, επί της συμβολής των οδών … Πρόκειται ειδικότερα για την υπό στοιχεία ΚΤΙΡΙΟ ΔΥΟ (Κ- 2) κάθετη ιδιοκτησία του ως άνω οικοδομικού συγκροτήματος, η οποία αποτελεί μία αυτοτελή και ανεξάρτητη διώροφη κατοικία… δηλαδή διακεκριμένη κάθετη ιδιοκτησία που έχει ολική επιφάνεια 234,44 τ.μ. Το τίμημα της παραπάνω αγοράς συμφωνήθηκε συνολικά στο ποσό των 120.429,49 ευρώ, καταβλήθηκε δε ολοκληρωτικά από τον ενάγοντα, το ήμισυ δε του ποσού αυτού, ύψους 60.246, 24 ευρώ ήταν αντικείμενο δωρεάς αυτού προς την εναγομένη, η οποία με το ποσό αυτό αγόρασε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα το 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερόμενου ακινήτου. Όμως, η εναγομένη και μετά την ανωτέρω προς αυτήν δωρεά του χρηματικού ποσού συνέχισε να επιδεικνύει προβληματική και απαξιωτική συμπεριφορά για το πρόσωπο του ενάγοντα, η οποία οδηγούσε σταθερά στην αποξένωση των διαδίκων ως συζύγων και στην έλλειψη αισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή ενάγοντα. Ειδικότερα, προφασιζόμενη ότι η προαναφερόμενη διώροφη οικία βρίσκεται σε απομακρυσμένο προάστιο της πόλης της … αρνήθηκε να συγκατοικήσουν με τον ενάγοντα σε αυτή, παρά το ότι ο τελευταίος είχε καταβάλει αποκλειστικά όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την αποπεράτωση της οικοδομής και τη διαμόρφωση της προκειμένου να κατοικηθεί από τους διαδίκους, ενώ παρά το ότι ο ενάγων διέθετε όλα τα απαιτούμενα ποσά για την διαβίωση της οικογένειάς του και την εκπαίδευση των δύο τέκνων τους, η εναγομένη τον αποκαλούσε συχνότατα σε τρίτους τσιγκούνη και μάλιστα ανέφερε ότι αν τα παιδιά τους επιθυμούσαν να σπουδάσουν, η ίδια θα έφευγε από την …, γιατί τίποτα πλέον, δεν την κρατούσε σε αυτή και ο “τσιγκούνης” θα την πλήρωνε μία ζωή. Περαιτέρω, και εφόσον ο γάμος πλέον των διαδίκων είχε απονεκρωθεί και ο ενάγων άσκησε την από 18-11-2010 αγωγή διαζυγίου, η οποία έγινε δεκτή και λύθηκε αμετάκλητα ο γάμος με την με αριθμ. 43/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, η εναγομένη τον Οκτώβριο του 2010, όταν παρέστη ανάγκη να επισκεφθεί ο ενάγων ένα άρρωστο παιδί, αφαίρεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, στο οποίο είχε μέσα την ιατρική τσάντα του και τα εργαλεία του, προκειμένου να τον αναγκάσει να της επιδείξει το έγγραφο τραπεζικού λογαριασμού, στο οποίο την κατέστησε δικαιούχο ποσού 100.000 ευρώ, το οποίο απαιτούσε από αυτόν προκειμένου να λήξει ομαλά το διαζύγιο, ενώ σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με την μάρτυρα Κ. Χ., αλλά και με τον σύζυγό της, αποκαλούσε τον ενάγοντα “αλήτη”, “ελεεινό”, “ανήθικο”, “πρόστυχο”, “γαϊδούρι”, ενώ σε συγκεκριμένο τηλεφώνημα προς αυτήν ανέφερε ότι: “δεν μπορείς να φανταστείς πόσες φιλενάδες είχε, ακόμη την έπεφτε και σε κοριτσάκια, μάλιστα δε, σε μία περίπτωση πήγε να δώσει χρήματα στους γονείς ενός κοριτσιού για να μη μιλήσουν”. Η σύναψη κατά το έτος 2009 εξωσυζυγικής σχέσης του ενάγοντα με την Π. Γ., είναι νομικά αδιάφορη για την εδώ κρινόμενη υπόθεση, πολύ δε περισσότερο αφού κρίθηκε αμετάκλητα με την με αριθμ. 43/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, ότι αφού η εναγομένη είχε παραβεί τις από το άρθρο 1386 ΑΚ υποχρεώσεις της για την έγγαμη συμβίωση, ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση συζυγικής πίστης, και ενώ το προαναφερόμενο τρίτο πρόσωπο δεν είχε ουδεμία σχέση με την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων η εναγομένη μετά την άσκηση εναντίον της από αυτή (Π. Γ.) αγωγής αποζημίωσης και μήνυσης για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε αυτή, αποκαλώντας μεταξύ άλλων διαστροφέα, οργανωτή σκευωρίας σε βάρος της και αναφέροντας ότι δήθεν είχε ορκιστεί να την καταστρέψει, καθώς, επίσης και αφού όπως ανωτέρω αποδείχθηκε και η ίδια εγνώριζε ότι όλο το τίμημα αγοράς του ανωτέρω αναφερόμενου ακινήτου, καθώς και όλες οι δαπάνες αποπεράτωσης της οικοδομής καταβλήθηκαν από τον ενάγοντα άσκησε εναντίον αυτού την από 14-2-2011 αγωγή διανομής επιδιώκοντας τον πλειστηριασμό αυτού, ώστε να λάβει το 1/2 του εκπλειστηριάσματος. Εξαιτίας, λοιπόν, της ανωτέρω συνεχιζόμενης συμπεριφοράς της εναγομένης, ο ενάγων με την από 22-7-2011 εξώδικη δήλωση ανάκλησης δωρεάς λόγω αχαριστίας που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 26-7-2011 (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμ. … /26-7-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης Ι. Γ.) προέβη στην ανάκληση της ανωτέρω δωρεάς, ζητώντας την απόδοση του αποκτηθέντος σ’ αυτή (δωρεάς) 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερόμενου ακινήτου. Πλήρως, λοιπόν, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενες εξακολουθητικές ενέργειες της εναγομένης αποτελούν κατά την κοινή αντίληψη, βαριά αντικοινωνική και σε κάθε περίπτωση αντισυζυγική συμπεριφορά, που αποδεικνύει έλλειψη συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς τον δωρητή ενάγοντα, γιατί αντιβαίνουν στις κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας, καθώς και της κοινωνικά και ηθικά αποδεκτής συμπεριφοράς μεταξύ συζύγων και στοιχειοθετούν την κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ αχαριστία, που δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, και ως εκ τούτου πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι νόμιμη αυτή (η ανάκλησή της) που έγινε με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση και επαναλήφθηκε με την ένδικη αγωγή και πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ανωτέρω δωρεά προς αυτήν δεν μπορεί να ανακληθεί γιατί έγινε από λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος προς το πρόσωπό της και ειδικότερα, όπως επικαλέστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι έγινε από λόγους ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό της, επειδή ως σύζυγός του παραιτήθηκε κατ’ απαίτησή του από την εργασία της ως νοσηλεύτρια, ανέλαβε αποκλειστικά την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των δύο τέκνων τους και τη φροντίδα της συζυγικής οικίας, διαχειρίστηκε με συνέπεια τα εισοδήματα από την εργασία του ενάγοντα ως παιδιάτρου, με συνέπεια η προσωπική περιουσία του να πολλαπλασιαστεί από την τέλεση του γάμου τους. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι πράγματι η εναγομένη από την τέλεση του γάμου της ανέλαβε ολοκληρωτικά την φροντίδα του συζυγικού οίκου και τη διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των τέκνων της, παρέχοντας έτσι στον ενάγοντα την ευχέρεια να ασκεί απρόσκοπτα την επαγγελματική του δραστηριότητα ως παιδιάτρου, η οποία απαιτούσε, γεγονός το οποίο και γνώριζε κατά την τέλεση του γάμου της με αυτόν, ως νοσηλεύτρια, πολύωρη ημερήσια απασχόληση και μάλιστα και τις εορτές και τις αργίες, χωρίς προκαθορισμένο χρονικό όριο και ενόψει τούτου προφανώς ήταν αδύνατη η ενασχόληση του ενάγοντα με την φροντίδα του συζυγικού οίκου και την ανατροφή των τέκνων τους. Όμως, οι ανωτέρω απασχολήσεις της εναγομένης αποτελούν κοινά αποδεκτή υποχρέωσή της στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής της με τον ενάγοντα, πολύ δε περισσότερο αφού η ίδια δεν εργαζόταν και όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την διαβίωση και συντήρηση της οικογένειας, καθώς και για την ανατροφή και εκπαίδευση των δύο τέκνων τους κατέβαλε ο ίδιος ο ενάγων και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν τέτοιες ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις, οι οποίες θα δημιουργούσαν στον ενάγοντα σύζυγό της ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγους ευγνωμοσύνης για τους οποίους προέβη στην ανωτέρω δωρεά. Επομένως, υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η κρινόμενη ένσταση της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στα αντίθετα συμπεράσματα και απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, κατά παραδοχή ως βάσιμης της ένστασης της εναγομένης, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμων των λόγων της έφεσης”.
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση ότι η επίδικη δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 512 ΑΚ και ορθά υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα αυτή διάταξη τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενώ δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2, 5 παρ. 1, 21 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ότι η εναγομένη παραιτήθηκε από την εργασία της ως νοσηλεύτριας και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ανατροφή και εκπαίδευση των τέκνων της και τη φροντίδα του συζυγικού οίκου ώστε να μπορεί ο ενάγων σύζυγός της να ασχολείται απερίσπαστος με το επάγγελμά του ως παιδιάτρου, το οποίο απαιτούσε πολύωρη απασχόληση, γεγονός το οποίο αυτή γνώριζε κατά την τέλεση του γάμου τους και ότι αυτές οι ασχολίες της αποτελούσαν στοιχειώδεις υποχρεώσεις της στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, ενόψει του ότι ο ενάγων κάλυπτε εξ ολοκλήρου τις οικονομικές δαπάνες της οικογένειας, δεν συνιστούν πράγματι ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και δεν πληρούν το πραγματικό του άρθρου 512 ΑΚ, ώστε η επίμαχη δωρεά να μην υπόκειται σε ανάκληση.
Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενό της διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο ως προς την απόρριψη της ένστασης του άρθρου 512 ΑΚ, όσο και ως προς τη συνδρομή των γενομένων δεκτών λόγων αχαριστίας, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 505ΑΚ, την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, οι παραδοχές του δικαστηρίου ότι μετά την αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου του κοινού ακινήτου με δωρεά του ποσού του τιμήματος από τον ενάγοντα σύζυγό της η εναγομένη-αναιρεσείουσα επιδείκνυε απαξιωτική και προσβλητική συμπεριφορά προς το δωρητή, δεν ήθελε να συγκατοικήσουν, τον αποκαλούσε μεταξύ τους και ενώπιον τρίτων “τσιγκούνη”, “ελεεινό”, “πρόστυχο”, “ανήθικο”, τον κατηγορούσε ότι είχε φιλενάδες και την “έπεφτε” ακόμη και σε κοριτσάκια και ότι θα έφευγε από τη … και θα την πλήρωνε μια ζωή, δικαιολογούν την ανάκληση της δωρεάς λόγω αχαριστίας. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υπό την επίκληση ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίμων ή βασίμων των θεμελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Εξάλλου, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και πολύ περισσότερο η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ` ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ότι δεν έλαβε υπόψη τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης, ο οποίος είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και προέκυπτε από τις παραδοχές της υπ’ αριθ. 5/2015 αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Ο προβαλλόμενος όμως ως άνω ισχυρισμός αποτελούσε απλό υπερασπιστικό επιχείρημα της εναγομένης και όχι πράγμα με την προαναφερθείσα έννοια που είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο παραταύτα διαλαμβάνει στο αιτιολογικό του ότι ” η σύναψη κατά το έτος 2009 εξωσυζυγικής σχέσης του ενάγοντος με την Π. Γ. είναι νομικά αδιάφορη για την εδώ κρινόμενη υπόθεση” και επομένως ο παραπάνω αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.
Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008). Ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 1573/2006, 655/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πέμπτο και έκτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ΄ ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) που η εναγομένη – αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και προσκόμισε προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών ότι συνέτρεξαν εκ μέρους της λόγοι αχαριστίας και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) την υπ’ αριθ. 5/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, από τη οποία προέκυπτε η αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος για τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης και β) τις απαριθμούμενες βεβαιώσεις του σχολείου και των φροντιστηρίων από τις οποίες προέκυπτε ότι μόνο αυτή επιμελείτο για την πρόοδο των τέκνων τους. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, διότι από τη βεβαίωση στο προοίμιο του σκεπτικού της ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά αντίθετα καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα.
Τέλος, και ο έβδομος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της ένδικης αγωγής, η οποία έπρεπε να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή ανακλήσεως δωρεάς, έστω και αν αφορά ακίνητο του οποίου ζητείται η αυτούσια απόδοση, έχει ενοχικό χαρακτήρα και δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5/3/2018 αίτηση της Ε. Η. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 59/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»
Πηγή : SakkoulasOnline