Η νομική πλάνη δεν αποτελεί, κατ’ άρθ. 1 § 5 του ν. 861/1979, λόγο αναθεώρησης των αποφάσεων των ασφαλιστικών οργανισμών. Με τη διάταξη αυτή δεν παραβιάζονται οι αρχές της ανταποδοτικότητας και της ισότητας.

∆ΕφΑθ 102/2016

Στο άρθρο 1 του ν. 861/1979 (ΦΕΚ 2 Α), στις διατάξεις του οποίου υπήχθη το Ταμείο Προνοίας ∆ημοσίων Υπαλλήλων βάσει της Β2/7/646/1979 απόφασης του Υπουργού Κοινω- νικών Υπηρεσιών (Β 560), ορίζονται τα εξής «1. Η αναγνώρισις χρόνου προϋπηρεσιών ως συντάξιμου και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών (συντάξεων, εφ’ άπαξ, παροχών ασθένειας, ανεργίας, εξόδων κηδείας κ.λπ.) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινω- νικών Υπηρεσιών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του Προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού… Εις τας ανωτέρω διατάξεις υπάγονται οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί, οι οποίοι καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του ∆Σ εκάστου εξ αυτών … 2 … 3. Η κατά την παράγραφον 1 απόφασις υπόκειται εις ένστασιν, ασκούμενη υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του ∆ιοικητικού Συμβουλίου του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. 4. Το ∆ιοικητικόν Συμβούλιον υποχρεούται να εκδώση την σχετικήν απόφασιν του εντός μηνός από της υποβολής της ενστάσεως … 5. Αι κατά τας παραγράφους 1 και 4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται να αναθεωρούνται υπό του εκδώσαντος ταύτας οίκοθεν ή κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον: α) Οποτεδήποτε, εάν η εκδοθείσα απόφασις στηρίζεται επί ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος ή επί πλαστών ή νοθευμέ- νων εγγράφων, εφόσον τα περιστατικά ταύτα προκύπτουν εξ αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως β) Εντός ευλόγου χρόνου, εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διαπιστώθηκαν λογιστικά λάθη. 6. …».

Οι διατάξεις αυτές του ν. 861/1979, με τις οποίες καθιερώνεται η δυνατότητα αναθεωρήσεως για συγκεκριμένους μόνο λόγους των αποφάσεων των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στις διατάξεις του ως άνω νόμου, είναι ειδικές. Κατά την έννοια, επομένως, των ειδικών αυτών διατάξεων, οι εν λόγω αποφάσεις είναι δυνατόν να αναθεωρούνται είτε οίκοθεν από τα αρμόδια όργανα των ανωτέρω ασφαλιστικών οργανισμών είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μόνο για τους οριζόμενους στο άρθρο 1 § 5 του ν. 861/1979 λόγους (βλ. ΣτΕ 3808/2013, 3415/2006, 36512005, 354/2004, 668/2000, 1610, 1611/1999).

3. Από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εφεσίβλητος, υπηρέτησε ως δικαστικός λειτουργός και στις 16.7.2005 απομακρύνθηκε από την υπηρεσία, με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, λόγω οριστικής παύσης. Οι εν ενεργεία μικτές αποδοχές του κατά την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία είχαν διαμορφωθεί ως εξής: μισθός 1.268 ευρώ + επίδομα ταχύτερης διεκπεραίωσης 740 ευρώ + χρονοεπίδομα 557,92 ευρώ + πάγια αποζημίωση 880 ευρώ = 3.445,92 ευρώ. Αντιθέτως, οι κρατήσεις ανέρχονταν σε: φόρος 479,66 ευρώ + υγειονομική περίθαλψη 87,67 ευρώ + ΤΠ∆Υ 73,04 ευρώ + Ταμείο Νομικών 52,17 ευρώ + κρατ. Συντάξεων 180,48 ευρώ = 873,22 ευρώ. Έτσι, το καθαρό πληρωτέο ποσό ανερχόταν τελικώς σε 2.572,70 ευρώ. Εξάλ- λου, με την 16974/4.8.2006 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κανονίστηκε για τον προσφεύγοντα σύνταξη ύψους 1.341,16 ευρώ πληρωτέα από 28.10.2022 και εφεξής και ως βασικός μισθός για τον κανονισμό της λήφθηκε το ποσό των 1.307 ευρώ. Εν συνεχεία, με την 269781/10.11.2006 απόφαση της ∆ιευθύντριας του Ταμείου χορηγήθηκε στον εφεσίβλητο ασφαλιστική παροχή (εφάπαξ βοήθημα) ύψους 62.367,02 ευρώ για το χρόνο ασφάλισής του ως δικαστικού λειτουργού 20 ετών και 7 μηνών, που υπολογίστηκε κατά τις διατάξεις του ν. 3232/2004 –ήτοι ελήφθη ως μισθός ασφάλισης το ποσό των 2.055 ευρώ (πλαφόν) και ως συντελεστής προσαύξησης το 310,90%– βάσει των προαναφερόμενων υπηρεσιακών βεβαιώσεων και μισθολογικών στοιχείων καθώς και της 16974/2006 Συνταξιοδοτικής Πράξης της 42ης ∆/ νσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, αναθεωρήθηκε από την 4299/30.3.2007 νεώτερη απόφαση της ίδιας ∆ιευθύντριας λόγω εσφαλμένου υπολογισμού του χορηγηθέντος βοηθήματος, οφειλόμενου, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος σε πλάνη περί τα πράγματα. Έτσι, με την ανωτέρω απόφαση, αφού λήφθηκε υπόψη –λόγω του χρόνου υπηρεσίας του προσφεύγοντος– ως μισθός ασφάλισης το ποσό των 1.491,19 ευρώ και συντελεστής προσαύξησης το 216,63%, το ύψος του καταβλητέου εφάπαξ βοηθήματος επαναπροσδιορίστηκε στο ποσό των 35.460,23 ευρώ και ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο η επιστροφή μέρους του ήδη εισπραχθέντος από τον ίδιο ποσού εφάπαξ ύψους 26.906,79 ευρώ… Με την προσφυγή του ο εφεσίβλητος, προέβαλε ότι οι αποφάσεις του ∆ιευθυντή του Ταμείου μπορούν να αναθεωρούνται εντός ευλόγου χρόνου εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα στοιχεία ή εάν εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διαπιστώθηκαν λογιστικά λάθη ενώ, στην περίπτωσή του, με δεδομένο ότι είχε προσκομίσει υπηρεσιακές βεβαιώσεις και την απόφαση συνταξιοδότησής του από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δεν νοείται ούτε πλάνη ούτε άγνοια πραγματικών περιστατικών. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η προσφυγή, γιατί κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν, στην προκείμενη περίπτωση, οι λόγοι που οι ανωτέρω διατάξεις τάσσουν περιοριστικά για την αναθεώρηση αποφάσεων του χορηγηθέντος εφάπαξ βοηθήματος. Ήδη με την κρινόμενη έφεσή του το εκκαλούν ζητεί την εξαφάνιση της απόφασης αυτής ως εσφαλμένης.

4. Ο από το εκκαλούν επαναπροσδιορισμός του ύψους του καταβλητέου εφάπαξ βοηθήματος στο ποσό των 35.460,23 ευρώ, αντί του αρχικού στο ποσό των 62.367,02 ευρώ, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νομοθετικού καθεστώτος συνιστά νομική πλάνη, η οποία δεν αποτελεί κατ’ άρθρο 1 § 5 του ν. 861/1979 λόγο αναθεώρησης. Με τα δεδομένα αυτά δεν συνέτρεχαν, στην προκειμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις που περιοριστικά τάσσει το ως άνω άρθρο του ν. 861/1979 για την αναθεώρηση των αναφερόμενων σ’ αυτό αποφάσεων και ειδικότερα ούτε του άρθρου 1 § 5 εδαφ. α ́, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηριζόταν σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα, έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, ούτε του εδαφ. β ́ του ίδιου άρθρου, εφόσον δεν διαπιστώθηκαν λογιστικά λάθη, τα οποία παρεισέφρησαν κατά την ενέργεια αριθμητικών πράξεων, αλλά ούτε και πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει εσφαλμένη γνώση ή άγνοια του αρμοδίου οργάνου, ως προς την αντικειμενική ύπαρξη των ένδικων πραγματικών περιστατικών αλλά αντιθέτως το Ταμείο ήταν σε γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών και εγγράφων βάσει των οποίων υπολόγισε το εφάπαξ. Συνεπώς, παρά το νόμο εχώρησε η αναθεώρηση της ως άνω απόφασης, όπως νόμιμα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν υφίσταται παράβαση της αρχής της καλής πίστης όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εκκαλούν. Περαιτέρω, ο λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι και η αρχή της ανταποδοτικότητας παραβιάστηκε στην περίπτωση του εφεσίβλητου, αφού αυτός έλαβε ως εφάπαξ βοήθημα πολλαπλάσιο των ασφαλιστικών του εισφορών, δεδομένου ότι το ποσό των 62.367,02 ευρώ είναι τουλάχιστον 38,5% περισσότερο από αυτό που θα ελάμβανε είναι αβάσιμος, αφού η αρχή της ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών και η αναλογία ασφαλιστικών εισφορών και παροχών δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες (ΣτΕ 3668/2014). Επίσης, ο λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 1 § 5β του ν. 861/1979 μη επιτρέποντας την ανάκληση αποφάσεως λόγω νομικής πλάνης προσκρούει στη συνταγματική αρχή της ισότητας των ασφαλισμένων, δημιουργώντας ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση ασφαλισμένων ως ο εφεσίβλητος, έναντι άλλων οι οποίοι με τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά και προϋποθέσεις υπήχθησαν ορθά στον αντίστοιχο κανόνα δικαίου και έτυχαν εφάπαξ βοηθήματος κατωτέρου κατά 26.906,79 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί όλοι οι ασφαλισμένοι των υπαγόμενων στο ν. 861/1979 ασφαλιστικών οργανισμών αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο ως προς τους λόγους αναθεώρησης των σχετικών αποφάσεων και δεν υπάρχει παραβίαση από την άποψη αυτή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας (ΣτΕ 3415/2006).