Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΓΓΥΗΤΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΡΘΡΟΥ:

(Ι) Περιεχόμενο εγγυητικής ευθύνης

(ΙΙ) Άμυνα εγγυητή– Ενστάσεις εγγυητή κατά του δανειστή

(1) Ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας

(2) Ακυρότητα λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη

(3) Ανατροπή δικαιοπρακτικού θεμελίου

(4) Ουσιώδης τροποποίηση της σύμβασης για την οποία παρασχέθηκε εγγύηση

(5) Ένσταση δίζησης

(6) Ακυρωσία λόγω πλάνης ή απάτης

(ΙΙΙ) Απόσβεση εγγύησης 

(1) Αδυναμία ικανοποίησης λόγω πταίσματος του δανειστή 

(2) Παραίτηση δανειστή από ασφάλειες που υπήρχαν για την απαίτησή του

(3) Απόσβεση κύριας οφειλής

(4) Πάροδος συμφωνηθέντος χρόνου εγγύησης

——————————————————————————————————-

(Ι) Περιεχόμενο εγγυητικής ευθύνης

Το περιεχόμενο της σύμβασης εγγύησης προβλέπεται στο άρθρο 847 του Αστικού Κώδικα ως εξής: «Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Πρόκειται, συνεπώς, για μία ετεροβαρή σύμβαση μεταξύ του εγγυητή και του δανειστή, με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ο ίδιος ξένη οφειλή. Η παροχή που οφείλεται μπορεί να είναι είτε χρηματική είτε σε είδος. Μάλιστα, εγγύηση μπορεί να δοθεί και για οφειλή μελλοντική ή υπό αίρεση, κατά το άρθρο 848 του Α.Κ.. Δεν απαιτείται σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη, ούτε καν γνώση του για τη σύμβαση εγγύησης. Σύμφωνα με το άρθρο 849 του Α.Κ., προκειμένου να είναι έγκυρη η εγγύηση πρέπει να παρασχεθεί με έγγραφο, είτε ιδιωτικό είτε συμβολαιογραφικό. Σε περίπτωση μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου, η ακυρότητα της εγγυητικής σύμβασης καλύπτεται μόνο αν ο εγγυητής εκπληρώσει εκουσίως την παροχή.

Με τη σύμβαση εγγύησης, μεταξύ του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή δημιουργείται μια ενοχή εις ολόκληρον, μια υποχρέωση, δηλαδή, να καταβάλουν ο καθένας ξεχωριστά την ίδια παροχή. Σε περίπτωση που εκπληρώσει ένας εκ των δύο την παροχή, η υποχρέωση αποσβήνεται και για τους δύο. Ωστόσο, δεν είναι η ίδια η φύση της ευθύνης τους, καθώς η ευθύνη του εγγυητή είναι παρεπόμενη και επικουρική σε σχέση με αυτήν του πρωτοφειλέτη. Δηλαδή, ο εγγυητής ευθύνεται για την εκπλήρωση της παροχής μόνο σε περίπτωση που αδυνατεί να την εκπληρώσει ο πρωτοφειλέτης. 

(ΙΙ) Άμυνα εγγυητή – Ενστάσεις του εγγυητή κατά του δανειστή 

Κατά το άρθρο 853 του Α.Κ. «Ο εγγυητής μπορεί να προτείνει εναντίον του δανειστή τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί απ’ αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης». Λόγω του επικουρικού χαρακτήρα της εγγύησης, ο νόμος παρέχει στον εγγυητή τη δυνατότητα προβολής όλων των ενστάσεων που θα μπορούσε να αντιτάξει ο πρωτοφειλέτης κατά του δανειστή, εφ’ όσον δε συνδέονται στενά με το πρόσωπό του. 

Παραδείγματα ενστάσεων που εγκύρως μπορεί να προτείνει ο εγγυητής αποτελούν η ένσταση παραγραφής της απαίτησης, η ένσταση απόσβεσης του χρέους, η ένσταση συμψηφισμού της απαίτησης με ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη και η ένσταση ακυρότητας της κύριας οφειλής. Μάλιστα, σε περίπτωση που ο εγγυητής παραλείψει να αντιτάξει κατά του δανειστή βάσιμες ενστάσεις του πρωτοφειλέτη που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, χάνει το δικαίωμα αναγωγής (δηλαδή, το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή του ποσού που κατέβαλε από τον πρωτοφειλέτη), κατά το άρθρο 859 Α.Κ..

Ο εγγυητής δεν μπορεί να προτείνει προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση ευπορίας του δωρητή (την ένσταση, δηλαδή,  μεταγενέστερης απορίας του δωρητή, κατά το άρθρο 501Α.Κ., με την προβολή της οποίας μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση δωρεάς, εφ’ όσον τίθεται σε κίνδυνο τη δική του διατροφή ή τη διατροφή που οφείλει σε άλλους), ούτε την ένσταση από προσωπικό προνόμιο. Επίσης, ο εγγυητής δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις του από τη σχέση του με τον πρωτοφειλέτη.

(1) Ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας Γενικών Όρων Συναλλαγών

Από ακυρότητα μπορεί να πάσχει τόσο η σύμβαση της κύριας οφειλής όσο και η σύμβαση εγγύησης. Καθότι συνήθως αντισυμβαλλόμενοι στις δανειακές συμβάσεις, αλλά και στις συμβάσεις παροχής εγγύησης είναι οι τράπεζες, οι συμβάσεις αυτές περιέχουν προδιατυπωμένους, γενικούς όρους συναλλαγών. Οι όροι αυτοί δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ των εκάστοτε συμβαλλόμενων μερών, δε συνομολογούνται, δηλαδή, για μία ατομική περίπτωση αλλά για πληθώρα παρόμοιων περιπτώσεων. Λόγω της διαπραγματευτικής ανισότητας μεταξύ των τραπεζών και του καταναλωτών και της υπέρμετρης δημιουργίας υποχρεώσεων σε βάρος τωντελευταίων,  που ενδεχομένως να περιέχουν, οι όροι αυτοί υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας με βάση το άρθρο 2του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, «γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». 

Η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου περιέχει μια ενδεικτική απαρίθμηση των καταχρηστικών όρων, κατά την οποία «καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:….β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών,…δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, … κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, …, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, …».

Ο ν. 2251/1994 έχει ως σκοπό την προστασία του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή από τυχόν υπέρμετρες δεσμεύσεις και περιορισμούς των δικαιωμάτων του που μπορεί να επιβάλει ο αντισυμβαλλόμενός του (Βλ. ΜΠρΠατρ 164/2019). Ως καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής κατ’ αρχήν, καθώς η σύμβαση εγγύησης αποτελεί μια ξένη και ασυνήθη σε σχέση με την οικονομική του δραστηριότητα καταναλωτική σύμβαση. Ωστόσο, γίνεται δεκτό από τη νομολογία ότι δεν συντρέχει το στοιχείο του ασθενούς συναλλακτικά και άπειρου δικαιοπρακτούντος εφόσον ο εγγυητής συμβάλλεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας. Συνεπώς, ο εγγυητής στην περίπτωση αυτή δεν απολαμβάνει την προστασία του ν. 2251/1994 (Βλ. ΜΠρΠατρ 28/2020).

(2) Ακυρότητα λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη

Το άρθρο 178 του Α.Κ. προβλέπει ότι «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κριτήριο των χρηστών ηθών αποτελούν, κατά τη νομολογία, οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέφτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα (Βλ. ΑΠ 1467/2018). Οι περιπτώσεις όπου συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη προβλέπονται ενδεικτικά στο άρθρο 179 του Α.Κ. «ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν, η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε, η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες.

Έτσι, για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης, ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις σωρευτικά: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και τις συναλλαγές, μπορεί δε να οφείλεται στην ηλικίας, τη διανοητική κατάσταση του προσώπου ή  σε άλλη αιτία. Κουφότητα είναι η αδιαφορία ενός προσώπου για τις συνέπειες των πράξεών του, ενώ ανάγκη, οικονομική ή άλλης φύσεως πρέπει να είναι επιτακτική. Αρκεί γνώση του αντισυμβαλλόμενου για την απειρία, κουφότητα ή ανάγκη του άλλου μέρους και δεν απαιτείται κάποια πρόδηληπράξη εκμετάλλευσης αυτής.

Μία απόφαση καθοριστικής σημασίας, η οποία δέχθηκε την ακυρότητα σύμβασης εγγύησης λόγω εκμετάλλευσης της απειρίας της εγγυήτριας ως προς τις συναλλαγές αποτελεί η ΠΠρΑθ 184/2019. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγγυήτρια υπέγραψε σύμβαση εγγύησης για την εξασφάλιση δανείου που είχε λάβει ο τότε σύντροφός της. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη την ηλικία της εγγυήτριας -23 ετών τότε-, το μορφωτικό της επίπεδο (απόφοιτος λυκείου), αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε η σύμβαση εγγύησης (χωρίς καμία απολύτως ενημέρωση από την υπάλληλο για τους κινδύνους από την υπογραφή μιας τέτοιας σύμβασης, αλλά και με διαβεβαίωσή της ότι πρόκειται για μια απολύτως τυπική διαδικασία προκειμένου να εγκριθεί το δάνειο του συντρόφου της) και κατέληξε στο ότι η σύμβαση συνομολογήθηκε με εκμετάλλευση της απειρίας της υπογράψασας όσον αφορά τις τραπεζικές συναλλαγές. Συνεπώς, έγινε δεκτό ότι η εν λόγω σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη ως καταπλεονεκτική, καθώς η πιστώτρια εταιρεία εκμεταλλεύθηκε τη συναλλακτική απειρία της εγγυήτριας και την παρέσυρε με ψευδείς διαβεβαιώσεις της στην ανάληψη υπέρμετρων δεσμεύσεων, χωρίς να αποκομίζει η ίδια η εγγυήτρια το παραμικρό οικονομικό ή άλλο όφελος. Παρομοίως έχει κρίνει η νομολογία περίπτωση όπου ο πρωτοφειλέτης ήταν εξαρχής παντελώς αφερέγγυος, αλλά το γεγονός αυτό αποκρύφθηκε από τον εγγυητή με ψευδείς διαβεβαιώσεις και εφησυχασμούς της πιστώτριας.

(3) Ανατροπή δικαιοπρακτικού θεμελίου

Δικαιοπρακτικό θεμέλιο είναι τα πραγματικά περιστατικά, οι έννομες σχέσεις ή προσδοκίες, τις οποίες οι συμβαλλόμενοι έθεσαν ως βάση για την κατάρτιση της σύμβασης. Σε περίπτωση, λοιπόν, ανατροπής αυτής της βάσηςδικαιολογείται από την καλή πίστη η λύση της σύμβασης. Προϋποτίθεται ότι τα περιστατικά ή οι καταστάσεις αυτές τέθηκαν ως αίρεση ή συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά τη θέληση και των δύο μερών. Δεν αρκεί, δηλαδή η πλάνη παραγωγικά αίτια της βούλησης του ενός μέρους. Η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης εγγύησης επέρχεται ιδίως όταν ανατρέπεται η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του εγγυητή και του πρωτοφειλέτη, χάρη στην οποία παρασχέθηκε η εγγύηση.

Μία από τις ελάχιστες δικαστικές αποφάσεις που αποδέχονται τον ισχυρισμό περί ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου της σύμβασης εγγύησης είναι η ΜΠρΑθ 7095/2009. Στην εν λόγω περίπτωση, οι εγγυητές κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης εγγύησης για αλληλόχρεο λογαριασμό ήταν ομόρρυθμοι εταίροι της εταιρείας που έλαβε την πίστωση, όμως αποχώρησαν από την εταιρεία μετά την υπογραφή της σύμβασης. Οι εγγυητές ενημέρωσαν άμεσα την πιστώτρια Τράπεζα για την αποχώρησή τους από την εταιρεία και έλαβαν διαβεβαίωση από υπάλληλό της ότι απελευθερώθηκαν από την εγγυητική υποχρέωση. Το δικαστήριο έκρινε ότι η λύση της σχέσης τους με την πιστώτρια εταιρεία –η οποία σχέση ήταν γνωστή και στην πιστώτρια και αποτέλεσε την αιτία για την οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές στην προκειμένη σύμβαση- δικαιολογούσε την απαλλαγή τους από την εγγυητική υποχρέωση (Βλκαι ΜΠρΑθ 132/2008). Μία άλλη περίπτωση κατά την οποία το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης εγγύησης ανατρέπεται εκ των υστέρων είναι αυτή που σύζυγος συμβάλλεται ως εγγυητής σε δάνειο συζύγου και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα λαμβάνει διαζύγιο.

(4) Ουσιώδης τροποποίηση της σύμβασης για την οποία παρασχέθηκε εγγύηση

Σύμφωνα με το άρθρο 851 του Α.Κ., «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή…». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατ’ αρχήν ο εγγυητής ευθύνεται για την απαίτηση που εγγυήθηκε και δεν ευθύνεται για χρηματικές απαιτήσεις που προέκυψαν από μεταγενέστερη παροχή πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη. Θεωρείται ότι δεσμεύεται, όμως, από τις συμπληρωματικές πράξεις που απλώς αυξάνουν το ποσό της πιστώσεως (Βλ. ΜΠρΠατρ 28/2020, ΜΠρΠατρ 41/2021).  Ωστόσο, δεν δεσμεύεται από συμπληρωματικές πράξεις που τροποποιούν ουσιωδώς όρους της σύμβασης, σε σημείο που να αλλοιώνεται η αρχική συμβατική σχέση (όπως π.χ. η προσθήκη όρου για λειτουργία της πίστωσης με ξένο νόμισμα).  Η έλλειψη δεσμευτικότητας αυτών των τροποποιητικών συμφωνιών απορρέει από το ότι ο εγγυητής συμφώνησε στην παροχή εγγύησης για συγκεκριμένη σύμβαση, με συγκεκριμένους όρους και δεν είναι αποδεκτό να επιβαρύνεται η θέση του χωρίς τη συναίνεσή του.Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη του εγγυητή δεν υπερβαίνει το ποσό που συμφώνησε ο ίδιος στην αρχική σύμβαση. 

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που η τροποποίηση των όρων της αρχικής οφειλής είναι τόσο ουσιώδης, ώστε να συνιστά νέα ενοχική σχέση, τότε πρόκειται για ανανέωση της αρχικής ενοχής. Σύμφωνα με το άρθρο 439 του Α.Κ. «..σε περίπτωση ανανέωσης οι εγγυητές, τα ενέχυρα ή οι υποθήκες διατηρούνται υπέρ της νέας μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος του ενυποθήκου ή του πράγματος που έχει ενεχυρασθεί, οφειλέτης ή τρίτος». Αν, λοιπόν, τροποποιηθεί ουσιωδώς η αρχική ενοχή, σε σημείο που να αντικαθίσταται από νέα, ο εγγυητής απαλλάσσεται από την εγγυητική του υποχρέωση, εκτός αν συναίνεσε στην ανανέωση της ενοχής. Το πότε πρόκειται για απλή τροποποίηση των όρων μιας σύμβασης και πότε πρόκειται για ανανέωση της ενοχής κρίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα δηλαδή με την εκάστοτε εξεταζόμενη σύμβαση που υφίσταται τροποποίηση.

(5) Ένσταση δίζησης

Ο παρεπόμενος χαρακτήρας της ευθύνης του εγγυητή αποτυπώνεται στο άρθρο 855 του Α.Κ. ως εξής: «Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης)». Κατ’ αρχήν, ο δανειστής για να ικανοποιήσει την απαίτησή του πρέπει να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του οφειλέτη. Μόνο σε περίπτωση που η εκτέλεση αποβεί άκαρπη λόγω έλλειψης περιουσίας του οφειλέτη έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την εκπλήρωση της παροχής από τον εγγυητή. Αν, λοιπόν, ο δανειστής της απαίτησης στραφεί πρώτα κατά του εγγυητή, αυτός έχει δικαίωμα να προβάλει την αναβλητική ένσταση δίζησης.

Αποτέλεσμα της ευδοκίμησης της ένστασης θα είναι η προσωρινή απόρριψη της αγωγής του δανειστή και όχι η απαλλαγή του εγγυητή από την εγγυητική υποχρέωση. Πρέπει, συνεπώς, ο δανειστής πρώτα να επισπεύσει ανεπιτυχώς αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, και στη συνέχεια να στραφεί κατά του εγγυητή. Το άρθρο 857 του Α.Κ. προβλέπει πότε δεν είναι δυνατή η προβολή της ένστασης δίζησης. Ειδικότερα, ορίζει ότι «ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση δίζησης: 1. Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης∙ 2. Αν η δίωξη του πρωτοφειλέτη έγινε σημαντικά δύσκολη λόγω μεταβολής της κατοικίας ή διαμονής του μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης∙ 3. Αν ο πρωτοφειλέτης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και ο δανειστής δεν έχει ενέχυρο σε πράγμα του∙ 4. Αν είναι φανερό ότι η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη θα απέβαινε άκαρπη».

Στην πράξη είναι εξαιρετικά συνηθισμένη η συμπερίληψη όρου στη σύμβαση εγγύησης, με τον οποίο ο εγγυητής παραιτείται από το δικαίωμα προβολής της εν λόγω ένστασης. Έχει υποστηριχθεί έντονα στη θεωρία ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός και αντίθετος στο άρθρο 2 του Ν.2251/1994, καθότι, αφενός, διαταράσσει υπέρμετρα την ισορροπία δικαιωμάτων – υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένωνσε βάρος του καταναλωτή – εγγυητή, αφετέρου, ο μέσος καταναλωτής αδυνατεί να αντιληφθεί τη σημασία της νομικής έννοιας της «δίζησης». Ωστόσο, η ελληνική νομολογία, μέχρι στιγμής, δεν έχει υιοθετήσει αυτήν την άποψη. Αντιθέτως, δέχεται ότι η άγνοια της σημασίας της «δίζησης» δεν καθιστά τον όρο αδιαφανή, καθώς ο καταναλωτής μπορεί να διαγνώσει από το περιεχόμενο της σύμβασης το ότι παραιτείται από ένα ευεργέτημα που του δίνει ο νόμος αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις ως προς την έννοια της δίζησης από το νομικό του παραστάτη (Βλ. ΜΠρΑθ 2413/2013).

(6) Ακυρωσία λόγω πλάνης ή απάτης

Βάσει του άρθρου 140 Α.Κ., «αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας». Δεν αρκεί, ωστόσο, η άγνοια των εννόμων συνεπειών μιας δικαιοπραξίας. Πρέπει η πλάνη του δηλούντος να είναι ουσιώδης, κατά το άρθρο 141 Α.Κ.. Ουσιώδης, δε, θεωρείται η πλάνη, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες ως προς τις οποίες συνέτρεξε η πλάνη είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.  Η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης ( η πλάνη δηλαδή ως προς το λόγο για τον οποίον ήθελε ο πλανηθείς να καταρτίσει τη δικαιοπραξία) καταρχήν δεν είναι ουσιώδης, εκτόςκαι αν τα παραγωγικά αίτια ετέθησαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής κατά τη θέληση των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη(άρθρα  200, 281 και 288 τουΑ.Κ.) οπότε η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και δικαιολογεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας.Η άγνοια της πραγματικής κατάστασης πρέπει να είναι ανεπίγνωτη και όχι συνειδητή. Όταν κάποιος γνωρίζει ότι βρίσκεται σε άγνοια και παρά ταύτα προβαίνει στην έκφραση της δήλωσης δε θεωρείται βρίσκεται σε πλάνη (Βλ. ΠΠρΚερκ126/2000). Δε θεωρείται άξιο προστασίας κατά το δίκαιο ένα πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, του οποίου συνειδητά αγνοεί το περιεχόμενο.

Σε περίπτωση που στοιχειοθετείται πλάνη του εγγυητή, η σύμβαση εγγύησης δεν είναι αυτοδικαίως άκυρη, αλλά ακυρώσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει ο εγγυητής να ζητήσει την ακύρωση της, επικαλούμενος όλα τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ουσιώδη πλάνη του, το περιεχόμενο που νόμιζε ότι έχει η δήλωσή του και το ότι αν γνώριζε την αληθή σημασία της δήλωσής του δεν θα την εξέφραζε. Δεν αποτελεί προϋπόθεση της ακύρωσης της δικαιοπραξίας η υπαιτιότητα του πλανηθέντος, αφού το δικαίωμα ακύρωσης παρέχεται ακόμη και όταν ο πλανηθείς δεν επέδειξε την οφειλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια.Το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης ακυρώσιμης δικαιοπραξίας πρέπει να ασκηθεί εντός δύο ετών από την κατάρτισή της, βάσει του άρθρου 157 Α.Κ., διαφορετικά αποσβήνεται. Σε περίπτωση που η πλάνη του δηλούντος εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η διετής προθεσμία ξεκινά από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή. Η πάροδος του χρονικού αυτού διαστήματος λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά το άρθρο 280 του Α.Κ..

Μια ενδεικτική περίπτωση όπου έγινε δεκτή η ακύρωση της σύμβασης εγγύησης λόγω πλάνης της εγγυήτριας αποτελεί η απόφαση ΕφΠατρ262/2005. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγγυήτρια υπέγραψε τη σύμβαση εγγύησης νομίζοντας ότι συναινεί στην εγγραφή προσημείωσης σε ακίνητο ιδιοκτησίας της, για την εξασφάλιση δανείου που είχε λάβει ο σύζυγός της.Η πρόθεσή της ήταν να ελαφρύνει τη θέση του συζύγου της και όχι να αναλάβει την ενοχική ευθύνη καταβολής μιας απαίτησης, η οποία με τους τόκους συνεχώς θα διογκονωνόταν αντί να ελαττώνεται, δεδομένων, μάλιστα, των περιορισμένων οικονομικών της δυνατοτήτων. Υπήρχε, συνεπώς, ουσιώδης πλάνη ως προς το περιεχόμενο και της δήλωσης και τις συνέπειές της. Το δικαστήριο έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη και τις συνθήκες υπογραφής της σύμβασης εγγύησης. Ειδικότερα, η σύμβαση υπογράφηκε σε υπαίθριο χώρο σε μη εργάσιμη ημέρα. Κρίθηκε ότι, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας,  η υπογραφή μιας τόσο σοβαρής σύμβασης θα μπορούσε να γίνει σε χρόνο και τόπο που θα της παρείχε την ευχέρεια να ενημερωθεί πλήρως για το περιεχόμενο και τις συνέπειές του. Επιπλέον, ούτε πριν ούτε μετά την υπογραφή της σύμβασης δόθηκε στην εγγυήτρια σχέδιο ή αντίγραφο της σύμβσης

Μια πιο αυστηρή απόφαση όσον αφορά τη συνδρομή του στοιχείου της πλάνης αποτελεί ηΜΠρΑθ 2413/2013, στην οποία κρίθηκε ότι δε συντρέχει πλάνη του δηλούντος καθότι η άγνοιά του όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε ήταν συνειδητή. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εγγυητής ισχυρίσθηκε ότι όταν υπέγραψε τη σύμβαση εγγύησης είχε την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η σύμβαση αφορούσε τη λήψη δανείου από εταιρεία, της οποίας ήταν αντιπρόεδρος, και ότι υπέγραφε με την ιδιότητά του αυτή. Ωστόσο, στην πραγματικότητα το έγγραφο που υπέγραψε αποτελούσε σύμβαση εγγύησης, με την οποία αναλάμβανε ο ίδιος εγγυητική ευθύνη σε προσωπικό δάνειο του εξαδέλφου του, ο οποίος τύγχανε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ίδιας εταιρίας. Ο εγγυητής επικαλέσθηκε ότι η άγνοιά του για το περιεχόμενο της σύμβασης οφειλόταν στο χαμηλό μορφωτικό του επίπεδο, όμως το δικαστήριο έκρινε ότι το μορφωτικό του επίπεδο ήταν επαρκές για να διαπιστώσει ότι σε κανένα σημείο του εγγράφου δε γινόταν μνεία της εταιρείας ούτε υπήρχε η σφραγίδα της.

Δεν αποκλείεται, επίσης, η δήλωση παροχής εγγύησης να είναι ακυρώσιμη λόγω απάτης, κατά το άρθρο 147 του Α.Κ. Η διαφορά της με την πλάνη είναι ότι ο εξαπατηθείς παρασύρεται με δόλια ενέργεια άλλου σε δήλωση βούλησης, χωρίς να επιθυμεί να επέλθουν οι έννομες συνέπειές της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απάτης αποτελεί η περίπτωση που ο οφειλέτης δολίως παραπλανά τον εγγυητή ως προς την οικονομική του κατάσταση, ώστε να εμφανίζεται σε αυτόν φερέγγυοςκαι έτσι τον πείθει να συναινέσει στην παροχή εγγύησης. Σε περίπτωση που συρρέουν τα δύο διαπλαστικά δικαιώματα, ο απατηθείς – πλανηθείς μπορεί να επιλέξει την ακύρωση της δικαιοπραξίας με έναν από τους δύο τρόπους (Βλ. 2969/2014 ΠΠρΑθ). Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων αφορά τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης, καθώς αυτή γεννάται, σε περίπτωση πλάνης, στο πρόσωπο του αντισυμβαλλομμένου του πλανηθέντος, ενώ σε περίπτωση απάτης αξίωση αποζημίωσης έχει ο εξαπατηθείς. Τέλος, διαφοροποιείται η έκταση της αποζημίωσης που μπορούν να ζητηθούν

(ΙΙΙ) Απόσβεση εγγύησης 

(1) Αδυναμία ικανοποίησης λόγω πταίσματος του δανειστή

Το άρθρο 862 του Α.Κ. προβλέπει ότι «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Για την εφαρμογή της διάταξης προϋποτίθεται αδυναμία ικανοποίησης του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη και η αδυναμία αυτή να οφείλεται σε υπαιτιότητα του δανειστή (δόλο ή αμέλεια). Το πταίσμα του δανειστή μπορεί να εκδηλώνεται με πράξεις ή ακόμη και παραλείψειςτου ως προς την είσπραξη της απαίτησης. Για παράδειγμα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή όταν αμελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής του και, με την πάροδο αυτού του διαστήματος, ο πρωτοφειλέτης έχει καταστεί πλέον αφερέγγυος (Βλ. ΑΠ 49/2001). Επίσης,  πταίσμα του πιστωτή συντρέχει όταν παρέχει και άλλες, υπέρμετρες πιστώσεις στον πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα να αυξηθεί έτι περαιτέρω το παθητικό του.

Αντιθέτως, δεν ελευθερώνεται ο εγγυητής όταν η είσπραξη της απαίτησης καθίσταται αδύνατη λόγω υπαιτιότητας του πρωτοφειλέτη. Ένα παράδειγμα αποτελεί η απόφαση ΑΠ1216/2019. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε την παροχή εγγύησης σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού,  το δικαστήριο δέχθηκε ότι δε συνέτρεχε πταίσμα του πιστωτή ως προς την αδυναμία είσπραξης της απαίτησης, καθώς σε εύλογο χρονικό διάστημα από τότε που ενημερώθηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος ‘Τειρεσίας’ για την αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη ξεκίνησε τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του. Τουναντίον, η υπαιτιότητα για τη μη είσπραξη της απαίτησης θεωρήθηκε ότι βάρυνε αποκλειστικά τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος, εν γνώσει της αφερεγγυότητάς του συνέχισε να κάνει χρήση της χορηγηθείσας πίστωσης.

(2) Παραίτηση δανειστή από ασφάλειες που υπήρχαν για την απαίτησή του

Κατά το άρθρο 863 Α.Κ., «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής». Ως ασφάλειες δεν εννοούνται μόνο οι εμπράγματες (ενέχυρο, υποθήκη), αλλά και ενοχικής φύσεως δικαιώματα που εξασφαλίζουν την απαίτηση του πιστωτή (π.χ. δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ή άλλου είδους προνόμια). Οι ασφάλειες αυτές δύναται να παρασχέθηκαν είτε από οφειλέτη είτε από κάποιον τρίτο. Ως παραίτηση του δανειστή δε νοείται απλώς η αδράνεια ή αδιαφορία του.

(3) Απόσβεση κύριας οφειλής

Τέλος, αφού η εγγύηση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα και  παρασχέθηκε για την εξασφάλιση μιας κύριας οφειλής, είναι αυτονόητο ότι με την απόσβεση της κύριας οφειλής ο εγγυητής ελευθερώνεται από την υποχρέωσή του. Αδιάφορος είναι ο τρόπος απόσβεσης της κύριας οφειλής (καταβολή, συμψηφισμός, παραγραφή απαίτησης κ.λ.π.). Η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου, άρα δεν μπορεί να συμφωνηθεί εγκύρως από τα μέρη ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται ακόμη κι αν αποσβεστεί η κύρια οφειλή. Σε περίπτωση μερικής απόσβεσης της οφειλής, μερική θα είναι και η ελευθέρωση του εγγυητή. Ωστόσο, ο εγγυητής δεν απαλλάσσεται, κατά το άρθρο 864 Α.Κ. όταν η απόσβεση της ενοχής επήλθε από δικό του πταίσμα (π.χ. αν ο εγγυητής καταστρέψει υπαιτίως το πράγμα που υποχρεούταν να αποδώσει ο οφειλέτης).

(4) Πάροδος συμφωνηθέντος χρόνου εγγύησης

Η σύμβαση εγγύησης, εφόσον δε συμφωνείται κάτι διαφορετικό, θεωρείται αορίστου χρόνου. Δεν αποκλείεται, όμως, να συνομολογήθηκε ότι ο εγγυητής ευθύνεται για το χρέος του οφειλέτη για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 866 Α.Κ. προβλέπει ότι «εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Η προθεσμία του ενός μήνα αρχίζει από τη λήξη του χρόνου εγγύησης. 

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι ο θάνατος του εγγυητή δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εγγύησης, καθότι η υποχρέωση κληρονομείται παθητικά από τους καθολικούς του διαδόχους (δηλαδή, συνεχίζουν να ευθύνονται για αυτήν οι κληρονόμοι του). Για το λόγο αυτόν, αλλά και για όλους τους λοιπούς κινδύνους που μπορεί να ενέχει η υπογραφή μιας σύμβασης εγγύησης (π.χ. μεταγενέστερη αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη, ανατροπή της σχέσης που συνδέει τον πρωτοφειλέτη με τον εγγυητή κ.λ.π.), η ανάληψη μιας τέτοιας υποχρέωσης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη περίσκεψη.

 

 

  • ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΟΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΣΚ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ, ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΙΣΣΑ.
  • ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ, ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ 2310-225738.