ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ: ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΕ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Η κληρονομική αναξιότητα αποτελεί έναν θεσμό του κληρονομικού δικαίου, με τον οποίο μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον, να αιτηθεί τη στέρηση του κληρονομικού μεριδίου κάποιου κληρονόμου, για το λόγο ότι τέλεσε κάποια ιδιαιτέρως προσβλητική ενέργεια προς το πρόσωπο του κληρονομουμένου ή προς συγγενικά του πρόσωπα.
Ο θεσμός αυτός έχει εφαρμογή στην εκ διαθήκης και στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή.
Διακρίνεται από το θεσμό της αποκλήρωσης ως προς το ότι την αποκλήρωση αποφασίζει ο ίδιος ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του, ενώ η κήρυξη ενός κληρονόμου ως ανάξιου είναι μια διαδικασία που κινείται μετά το θάνατο του κληρονομούμενου από κάποιον άλλο κληρονόμο ή από πρόσωπο που έχει έμμεσο συμφέρον στην κληρονομία. Επιπλέον, η δυνατότητα αποκλήρωσης υπάρχει μόνο για τους μεριδούχους του κληρονομούμενου (σύζυγο, τέκνα ή γονείς), ενώ η αναξιότητα αφορά οποιονδήποτε κληρονόμο.
Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να κηρυχθεί κάποιος κληρονόμος ανάξιος προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 1860 του Αστικού Κώδικα και είναι αναλυτικά οι ακόλουθοι:
1. Εκείνος που από πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τον κληρονομούμενο, τα τέκνα, τους γονείς ή το σύζυγο του κληρονομούμενου:
Ο συγκεκριμένος λόγος αναξιότητας – ο βαρύτερος όλων από άποψη σοβαρότητας – προϋποθέτει ότι η ανθρωποκτονία ή η απόπειρα αυτής τελέστηκε με δόλο. Δεν αρκεί δηλαδή εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος. Σε περίπτωση, δε, που αφορά συγγενικό πρόσωπο του κληρονομούμενου (τέκνα, γονείς ή σύζυγο), η συγγενική ιδιότητα πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
Επιπλέον, γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι κατά την τέλεσή του πρέπει ο κληρονόμος να έχει και ικανότητα καταλογισμού. Ενδεικτικά, με την υπ’ αριθ. 4/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, αντιμετωπίστηκε η περίπτωση όπου η κληρονομουμένη δολοφονήθηκε από τον υιό της, ο οποίος κατά την περίοδο αυτή ήταν εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, το δικαστήριο έκρινε ότι ο δράστης είχε πλήρη διαύγεια κατά το χρόνο τέλεσης, καθώς οι ενέργειές του ήταν λεπτομερώς προσχεδιασμένες, ενώ δεν έπασχε από κάποιο νόσημα που να στερούσε ή μείωνε την ικανότητα καταλογισμού. Συνεπώς, το δικαστήριο κήρυξε τον κληρονόμο ως ανάξιο.
Η διατύπωση της διάταξης δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της την ποινική καταδίκη του δράστη. Συνεπώς, όποιος επικαλείται τη συνδρομή του συγκεκριμένου λόγου μπορεί να αποδείξει την τέλεση του αδικήματος και με άλλα αποδεικτικά μέσα (π.χ. μάρτυρες ή έγγραφα), τα οποία αξιολογούνται αναλόγως από το δικαστήριο της κληρονομίας.
2. Εκείνος που καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομούμενου για κακούργημα:
Για την εφαρμογή του συγκεκριμένου λόγου αναξιότητας απαιτείται η κατάθεση ψευδούς μήνυσης από τον κληρονόμο, με την οποία κατηγορούσε τον κληρονομούμενο ψευδώς για τέλεση κακουργήματος.
Ειδικότερα, το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης προβλέπεται στο άρθρο 227 του Ποινικού Κώδικα ως εξής: «1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή, υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση».
Σε αντίθεση με τον πρώτο λόγο αναξιότητας, δεν αρκεί η τέλεση του αδικήματος, αλλά απαιτείται και η ποινική καταδίκη του δράστη.
Αν και θεωρείται ότι η απαρίθμηση των λόγων αναξιότητας είναι αποκλειστική, γίνεται δεκτό ότι η διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί αναλογικά και στην περίπτωση καταδίκης του κληρονόμου για ψευδομαρτυρία σε ποινική δίκη, στην οποία κατηγορείτο ο κληρονομούμενος για την τέλεση κάποιου κακουργήματος.
Επίσης, υποστηρίζεται έντονα στη θεωρία ότι, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας, η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως και για τα ποινικά αδικήματα της εξύβρισης, της δυσφήμισης και της προσβολής μνήμης νεκρού.
3. Εκείνος που από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη:
Ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι ότι η παρακωλυτική ενέργεια του κληρονόμου επιδεικνύει ασέβεια προς τη βούληση του κληρονομούμενου.
Η παρεμπόδιση του κληρονομούμενου μπορεί να γίνει με τη χρήση σωματικής ή ψυχολογικής βίας, απάτης, απειλής ή με οποιονδήποτε άλλο μέσο, το οποίο ήταν πρόσφορο κατά τις περιστάσεις να εμποδίσει τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η παρεμπόδιση πρέπει να έχει τέτοια χρονική διάρκεια, ώστε να μην είχε ο κληρονομούμενος τη δυνατότητα να εκφράσει την αληθινή του βούληση ενόσω ζούσε.
4. Εκείνος που με απάτη παρακίνησε ή παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη με απειλή ανάγκασε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να αλλάξει διαθήκη:
Για την εφαρμογή αυτού του λόγου αναξιότητας απαιτείται η πράξη του κληρονόμου (απάτη, απειλή – ψυχολογική ή σωματική – ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη) να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη σύνταξη, την ανάκληση ή τη μεταβολή του περιεχομένου της διαθήκης. Κατά την κρατούσα άποψη, η διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος, λόγω της δόλιας συμπεριφοράς του κληρονόμου, προέβη στη σύνταξη έγκυρης διαθήκης.
5. Εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη του κληρονομουμένου:
Ως αλλοίωση νοείται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο παραποίηση του περιεχομένου της διαθήκης (π.χ. προσθήκη ή εξάλειψη γραμμάτων ή αριθμών), ενώ ως εξαφάνιση νοείται είτε η απόκρυψη είτε η καταστροφή του εγγράφου.
Γίνεται δεκτό ότι για την εφαρμογή αυτής της διάταξης προϋποτίθεται η διαθήκη που εξαφανίσθηκε ή αλλοιώθηκε να ήταν έγκυρη. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, με το επιχείρημα ότι, ακόμη κι αν η διαθήκη ήταν εξαρχής άκυρη, με την αλλοίωση ή εξαφάνισή της ο κληρονόμος επέδειξε ασέβεια προς τη βούληση του κληρονομούμενου. Παρ’ ότι η εξαρχής σύνταξη πλαστής διαθήκης από τον κληρονόμο δεν συμπεριλαμβάνεται στους λόγους κήρυξης αναξιότητας, υποστηρίζεται έντονα ότι η τελεολογική ερμηνεία της διάταξης επιβάλλει να εφαρμόζεται αναλογικά και για αυτήν την περίπτωση.
Τέλος, όσον αφορά το συγκεκριμένο λόγο κήρυξης αναξιότητας, ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπ΄ αριθ. 4381/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος είχαν ασκήσει αγωγή κατά κληρονόμου, ισχυριζόμενοι ότι εξαφάνισε την αληθινή διαθήκη του κληρονομούμενου και δημοσίευσε μια πλαστή διαθήκη, με σκοπό να καταστεί η ίδια αποκλειστική κληρονόμος. Το δικαστήριο, θεωρώντας ότι η σύνταξη πλαστής διαθήκης δε συμπεριλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους αναξιότητας απέρριψε την αγωγή ως προς το σκέλος αυτό. Ως προς τον ισχυρισμό περί εξαφάνισης της γνήσιας διαθήκης του κληρονομούμενου, αν και υπήρχε ποινική απόφαση που αθώωνε την κληρονόμο για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου (για το αδίκημα, δηλαδή, ότι απέκρυψε τη διαθήκη), το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση και αποφάσισε την κήρυξη της κληρονόμου ως ανάξιας.
Συνέπειες κήρυξης αναξιότητας: Η κήρυξη της αναξιότητας γίνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ως συνέπεια της τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης επέρχεται η έκπτωση του κληρονόμου από την κληρονομική διαδοχή. Επομένως, ο κηρυχθείς ως ανάξιος χάνει αναδρομικά την ιδιότητα του κληρονόμου και στη θέση του καλείται το πρόσωπο που θα κληρονομούσε τον θανόντα αν ο ανάξιος δεν είχε γίνει ποτέ κληρονόμος. Ενόψει αυτού, ο νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα άσκησης αγωγής για την κήρυξη κληρονόμου ως ανάξιου μόνο στα πρόσωπα που ωφελούνται άμεσα ή έμμεσα από την κήρυξη της αναξιότητας (δηλαδή είτε στα πρόσωπα που θα καταστούν κληρονόμοι σε περίπτωση κήρυξης του κληρονόμου ως ανάξιου είτε στα πρόσωπα που έπονται στην κληρονομική διαδοχή).
Παραγραφή: Το δικαίωμα για έγερση αγωγής παραγράφεται εντός διετίας από την επαγωγή της κληρονομίας στον ανάξιο.
Απόσβεση δικαιώματος: Τέλος, το δικαίωμα κήρυξης ενός κληρονόμου ως ανάξιου αποσβήνεται στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος, ενόσω ζούσε ακόμα, είχε παράσχει συγγνώμη στον κληρονόμο για το παράπτωμά του. Δεν αρκεί η συγχώρεση να συνάγεται από πράξεις του κληρονομούμενου, αλλά απαιτείται η συγγνώμη να περιβάλλεται τον τύπο του δημοσίου εγγράφου ή να περιέχεται στη διαθήκη του κληρονομούμενου. Για λόγους επιείκειας προς το πρόσωπο του κληρονόμου, γίνεται δεκτό ότι αρκεί η συγγνώμη να προκύπτει από το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου ή της διαθήκης.