Σημείωση Α.Ν.Α.Λ. , ΑΡΜ 2022,1583.
Η περίληψη ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΣ ΘΕΣ/ΚΗΣ.
Μεσιτεία: η σύμβαση μεσιτείας καταρτίζεται εγγράφως και η αμοιβή είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη· εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε μεσίτη υποχρεούται να την καταβάλει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια της μεσολάβησης ή της υπόδειξης του μεσίτη· η μεσολάβηση περιλαμβάνει κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έρθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να εντάσσονται σ’ αυτήν η παρακολούθηση των συνεννοήσεων ή η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων· η υπόδειξη είναι έννοια στενότερη από τη μεσολάβηση και εξαντλείται στην ενημέρωση για την ύπαρξη μίας ευκαιρίας· προϋποθέσεις για την αξίωση αμοιβής εκ μέρους του μεσίτη· αν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε για μεσολάβηση και ο μεσίτης περιορίστηκε σε υπόδειξη, τότε ο τελευταίος δεν μπορεί να αξιώσει αμοιβή. Αποκλειστική μεσιτεία: έννοια και χαρακτηριστικά της σύμβασης αποκλειστικής μεσιτείας· το τεκμήριο, ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της δραστηριοποίησης του μεσίτη και της κατάρτιση της σύμβασης κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας, είναι μαχητό και αντιστρέφει το βάρος απόδειξης. Μείωση δυσανάλογα μεγάλης μεσιτικής αμοιβής στο προσήκον μέτρο· αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών· κριτήρια που λαμβάνονται για τον χαρακτηρισμό της συμφωνημένης αμοιβής ως δυσανάλογα μεγάλης και τη μείωσή της στο προσήκον μέτρο· σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας και κατάρτιση κύριας σύμβασης με αγοραστή εκτός του πελατολογίου του μεσίτη χάρη στις προσωπικές ενέργειες του πωλητή· αγωγή του μεσίτη για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής και ένσταση του πωλητή για μείωση στο προσήκον μέτρο· το δικαστήριο κρίνει ότι η μεσιτική αμοιβή πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 2% του τιμήματος που επιτεύχθηκε.
ΜονΕφΑθ 2822/2022
Δικαστής: Παύλος Μαυρομάτης
Δικηγόροι: Π. Μελίστα – Δ. Μπουμπούρ
Κατά τη διάταξη του άρθ. 703 παρ. 1 ΑΚ, εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον άλλο (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή της υπόδειξης. Πότε υπάρχει μεσολάβηση και πότε υπόδειξη δεν ορίζεται στο νόμο και, εφόσον το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει από τη σύμβαση, η μεσολάβηση περιλαμβάνει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη, για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη, με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της συμβάσεως και είναι δυνατό, αλλά δεν απαιτείται, να περιλαμβάνει επιπλέον και την παρακολούθηση από το μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, τη μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στον άλλο όρων ή και τη διαπραγμάτευση των όρων αυτών, ενώ η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από τη μεσολάβηση, διότι με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του, για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σε αυτόν δυνατότητας συνάψεως της συμβάσεως που τον ενδιαφέρει (ΑΠ 379/2005 ΕλλΔνη 2006.1605, ΑΠ 1448/2002 ΕλλΔνη 2004.817). Έτσι, ως ενέργειες του μεσίτη, κατά την ανωτέρω έννοια, που να αποτελούν υπόδειξη ευκαιρίας, μπορεί να θεωρηθούν και οι πληροφορίες που προέρχονται από το μεσίτη, αρκεί αυτές να υπήρξαν η κυρία αιτία της σύναψης της σύμβασης (ΑΠ 973/1999 ΕλλΔνη 2001.109, ΤρΕφΑθ 7535/2004 ΕλλΔνη 2005.567, ΤρΕφΑθ 6768/2002 ΝοΒ 2003.863). Η εντολή προς τον μεσίτη μπορεί να αφορά μόνο στη μεσολάβηση ή μόνο στην υπόδειξη ευκαιρίας ή και στις δύο (ΑΠ 229/2014 Ε7 2014.1006, ΑΠ 815/2007 ΕλλΔνη 2007.1683). Αν η εντολή και η υπόσχεση αμοιβής δόθηκαν για την υπόδειξη ευκαιρίας και η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε με μεσολάβηση του μεσίτη, πληρούται ο σκοπός του νόμου και οφείλεται η αμοιβή, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση μεσιτείας. Στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν η υπόσχεση αμοιβής δόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τη μεσολάβηση του μεσίτη, η κατάρτιση της συμβάσεως, με απλή υπόδειξη του τελευταίου, δεν αρκεί για το εναγώγιμο της αμοιβής του (ΑΠ 379/2005 ό.α., ΑΠ 1448/2002 ό.α.). Σύμφωνα με τα παραπάνω, κύριες προϋποθέσεις για να απαιτήσει ο μεσίτης την υποσχεθείσα αμοιβή του, είναι: α) η σύναψη της συμβάσεως μεσιτείας, δηλαδή η υπόσχεση αμοιβής για την μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας προς σύναψη συμβάσεως, β) η μεσιτική δραστηριότητα με οποιαδήποτε μορφή (μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας), γ) η σύναψη της σκοπούμενης κύριας συμβάσεως και δ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της καταρτίσεως της κυρίας συμβάσεως, για την οποία δόθηκε η εντολή (ΑΠ 676/2007 ΝοΒ 2007.1875, ΑΠ 1315/2006 ΕλλΔνη 2009.1407, ΑΠ 1088/2006 ΗλΤρΝομΠλ ΔΣΑ), υπό την έννοια της αντικειμενικής αιτιότητας, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές αντιλήψεις π.χ. του μεσίτη. Εξάλλου, στην εντολή προς υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη αστικής συμβάσεως, δεν απαιτούνται περαιτέρω προσωπικές ενέργειες του μεσίτη, αφού αρκεί ότι έλαβε χώρα υπόδειξη ευκαιρίας και ότι η σύμβαση καταρτίστηκε, λόγω της υπόδειξης αυτής, μάλιστα δε η σύναψη της συμβάσεως δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικώς και κυρίως το προϊόν των ενεργειών του μεσίτη, διότι δεν αποκλείεται και παρεπόμενη ενέργεια αυτού ή άλλη δευτερεύουσα προσπάθεια του, να είναι υπό ορισμένες συνθήκες επαρκής ή και η μόνη απαιτούμενη, όπως το γεγονός ότι ο μεσίτης έδωσε στον εντολέα του τη διεύθυνση ή το τηλέφωνο ή το όνομα του ενδιαφερομένου για τη σύναψη της σύμβασης, ώστε να καθιστά δυνατή την απευθείας διαπραγμάτευση, καθώς επίσης όταν η σύναψη της συμβάσεως, δεν επήλθε μόνον κατόπιν ενεργείας του μεσίτη, αλλά όταν η ενέργεια του αυτή συνέβαλε απλώς, μαζί με άλλα περιστατικά, στο να πείσει τον τρίτο προς σύναψη της συμβάσεως (ΑΠ 1604/2006 ΝοΒ 2006.1762, ΑΠ 1315/2006 ό.α.). Απαιτείται, δηλαδή, για τη δημιουργία υποχρεώσεως προς καταβολή της μεσιτικής αμοιβής, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεσολαβήσεως ή της υποδείξεως ευκαιρίας και της καταρτίσεως της συμβάσεως, όχι όμως και συμφωνία των οικονομικών όρων αυτής, που απόκειται στην ελευθερία συναλλακτικής δράσεως των συμβαλλομένων, εκτός αν η καταβολή της αμοιβής εξαρτήθηκε από την κατάρτιση της συμβάσεως με τους όρους που καθορίστηκαν, όπως με την επιτυχία ορισμένου τιμήματος (ΑΠ 676/2007 ό.α., ΑΠ 964/2006 ΝοΒ 2006.1478). Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να υφίσταται κατά τον κρίσιμο χρόνο αναπτύξεως της μεσιτικής παροχής και της επίδρα- σης αυτής στη σύναψη της κύριας σύμβασης (ΑΠ 67/2009 Αρμ 2009.1694, ΑΠ 60/2009 ΝοΒ 2009.1165, ΑΠ 1052/2008 ΝοΒ 2008.2678, ΑΠ 890/2008 ΔΕΕ 2008.1278). Η ύπαρξη δε τέτοιας αιτιώδους συνάφειας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν δηλαδή η μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, οπότε και μόνο δημιουργείται υποχρέωση για την καταβολή της μεσιτικής αμοιβής, ως ζήτημα καθαρά πραγματικό (ΑΠ 815/2007 ο.π., ΑΠ 1119/2005 ΕλλΔνη 2005.1105). Εξάλλου, από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι υπόχρεος να καταβάλει αμοιβή στο μεσίτη είναι ο υποσχεθείς την αμοιβή μεσιτικός εντολέας, εφόσον καταρτίσθηκε η σκοπούμενη κύρια σύμβαση, ως συνέπεια της μεσολαβήσεως ή υποδείξεως του μεσίτη (ΜΕφΑθ 3266/2021 αδ. στο νομ. τυπ.).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθ. 200 Ν. 4072/2012, καθ’ ο μέρος αφορά τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνται στην αγωγή, προκύπτει ότι η σύμβαση μεσιτείας καταρτίζεται εγγράφως, αρκεί δε, η αποστολή τηλεομοιοτυπιών. Κατά την παράγραφο 2, η σύμβαση είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και δεν υπόκειται σε κατώτατα νόμιμα όρια, αλλά η χρήση γενικών όρων συναλλαγών στη σύμβαση μεσιτείας διέπεται από τις διατάξεις του άρθ. 2 Ν.2251/1994. Τέλος, στην παράγραφο 4 του άρθρου ορίζονται τα σχετικά με τη σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη, ούτε και να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος ή τρίτος για λογαριασμό του για την αναζήτηση ευκαιρίας για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση. Επίσης, ορίζεται ότι ο μεσίτης έχει την υποχρέωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής, ότι η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από οκτώ (8) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για τέσσερις (4) ακόμα μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα και ότι αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας τεκμαίρεται ότι καταρτίστηκε με την υπόδειξη ή μεσολάβηση του αποκλειστικού μεσίτη. Απ’ όλα τα ανωτέρω και ειδικότερα από το γεγονός ότι ο μεσίτης έχει την υποχρέ- ωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής σε συνδυασμό με το τεκμήριο ότι κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας η σύμβαση καταρτίζεται με την υπόδειξη του αποκλειστικού μεσίτη και σε συνδυασμό με τη γενική διάταξη του άρθ. 361 ΑΚ και τη διάταξη του άρθ. 2 Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να ρυθμίσουν τους επί μέρους όρους της συμβάσεως, χωρίς όμως ο ένας εκ των συμβαλλόμενων να αποκτά υπέρμετρα δικαιώματα, σε σχέση με τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του άλλου αντισυμβαλλομένου. Συνεπώς, το κατά τα ανωτέρω τεκμήριο που αναφέρεται στο άρθ. 200 παρ. 4 Ν. 4072/2012, σχετικά με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας (μεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας) και της καταρτίσεως της πράξεως, για την οποία δόθηκε η εντολή, είναι μαχητό και στην ουσία λειτουργεί ως ανατροπή του βάρους αποδείξεως που μετατίθεται στον αμφισβητούντο την αιτιώδη συνάφεια μεσιτικό εντολέα (ΜΕφΑθ 2172/2020 αδ. στο νομ. τυπ.).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθ. 707 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ‘’αν η συμφωνηθείσα αμοιβή του μεσίτη είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται από το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη στο μέτρο που αρμόζει’’ και τη διάταξη του άρθ. 197 § 3 Ν. 4072/2012, προκύπτει ότι για το χαρακτηρισμό της συμφωνηθείσας ή νόμιμης μεσιτικής αμοιβής δυσανάλογα μεγάλης και μείωση αυτής στο προσήκον μέτρο, πρέπει να ληφθούν υπόψη: α) Η μεσιτική παροχή, δηλαδή οι κόποι και οι προσπάθειες, έστω και άγονες, του μεσίτη, οι δαπάνες του, ο χρόνος της απασχόλησης του, ο τρόπος μεσολάβησης του και η εν γένει επιμέλεια που επέδειξε, για την επίτευξη της κατάρτισης της συμβάσεως, β) Το αποκτώμενο από την επιτευχθείσα σύμβαση νόμιμο περιουσιακό και ηθικό όφελος του μεσιτικού εντολέα, γ) Η οικονομική κατάσταση των μερών, εντολέα και μεσίτη και δ) Όλα τα ειδικά περιστατικά που έλαβαν χώρα, από το χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως μεσιτείας, μέχρι το χρόνο γενέσεως της αξίωσης για μεσιτική αμοιβή. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά πρέπει να ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, για τη μεγάλη δυσαναλογία της συμφωνηθείσας ή της νόμιμης μεσιτικής αμοιβής και τον περιορισμό αυτής στο προσήκον μέτρο. Ως χρόνος κρίσεως του δυσαναλόγου της μεσιτικής αμοιβής, δεν είναι ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως μεσιτείας, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή και δικαστικώς επιδιώξιμη και στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής, ο χρόνος της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο (ΑΠ 1592/2005 ΕλλΔνη 2007.814, ΤρΕφΑθ 7535/2004 ΕλλΔνη 2006.567). Η μείωση μπορεί να επιτευχθεί και με ένσταση κατά της αγωγής του μεσίτη, που απαιτεί τη συμφωνημένη αμοιβή του, η οποία, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθ. 707 ΑΚ, όπως και αυτή της 409 ΑΚ, αποτελεί ειδική, παράλληλα με των άρθ. 281 και 288 ΑΚ, εφαρμογή της αρχής της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών στη συμφωνία για την αμοιβή του μεσίτη, είναι διάταξη δημοσίας τάξεως και μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 60/2009 ό.α., ΑΠ 1037/2006 ΕλλΔνη 2009.504, ΑΠ 379/2005 ΕλλΔνη 2005.208, ΤρΕφΑθ 4155/2011 ΔΕΕ 2011.1285).
[…]
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος παρά τις δεσμεύσεις του από την ως άνω έγκυρη σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, την 01.11.13, ήτοι πριν εκπνεύσει η διάρκεια ισχύος της ως άνω εντολής (έληγε την 11.11.13), προήλθε σε κατάρτιση συμβάσεως αγοραπωλησίας του ενδίκου ακινήτου. Ειδικότερα δυνάμει του από 01.11.2013 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου ………..που μεταγράφηκε νομίμως, ο εναγόμενος, συμβαλλόμενος ατομικά και για λογαριασμό της ……… δυνάμει σχετικού πληρεξουσίου, μεταβίβασε το ένδικο ακίνητο στην ………., χήρα ………, αντί τιμήματος 1.200.000,00 €, χωρίς να έχει ειδοποιήσει σχετικά, όπως είχε συμφωνηθεί, μια πλήρη εργάσιμη ημέρα πριν την κατάρτιση της συμβάσεως, την ενάγουσα. Όπως η τελευταία συνομολογεί στην αγωγή της, η ως άνω αγοράστρια ήταν άγνωστο πρόσωπο σε αυτήν. Ωστόσο επειδή η ως άνω αγοραπωλησία έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας οφείλεται κατ’ αρχήν η συμφωνηθείσα αμοιβή της ενάγουσας (75.000,00 € πλέον ΦΠΑ), ενεργοποιούμενου του σχετικού όρου της συμβάσεως (άρθ. 361 ΑΚ), αλλά και κατ’ άρθ. 200 § 4 Ν. 4072/2012. Το ποσό όμως αυτό είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δυσανάλογα μεγάλο (ποσοστό 6,25% επί του τιμήματος πωλήσεως), αν ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις και ειδικότερα το αντικείμενο της μεσιτείας, το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν υποβλήθηκε σε καμμία οικονομική δαπάνη, το ότι δεν κατέβαλε καμμία ιδιάζουσα προσπάθεια, πέρα από τη συνήθη επαγγελματική ενασχόλησή της, για να επιτευχθεί η πώληση του ως άνω ακινήτου και αυτή έγινε προς πρόσωπο άγνωστο προς αυτήν (ενάγουσα) και επομένως τρίτο προς το πελατολόγιό της. Έτσι, θα πρέπει, σύμφωνα με τα εκτενώς ειρηθέντα στην ως άνω μείζονα σκέψη, η ως άνω αμοιβή της, να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, το οποίο, ενόψει και της οικονομικής κατάστασης των μερών (μέση περιουσιακή δυναμικότητα του εντολέα-εναγομένου και υπερτέρα της ενάγουσας ως μεγάλο μεσιτικό γραφείο, αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Ελλάδα του διεθνούς πολυτελούς βραχίονα ακινήτων C.), κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο ανερχόταν σε 2% επί του ως άνω τιμήματος. Ήτοι στο ποσό των 24.000,00 € (1.200.000 . 2%), πλέον ΦΠΑ (24%) επί του ποσού αυτού, κατά την εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη ένσταση του εναγομένου (άρθ. 707 ΑΚ), η οποία είχε προταθεί και στον πρώτο βαθμό και επαναφέρθηκε δια του τρίτου λόγου εφέσεως. Ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι η αμοιβή της ενάγουσας έπρεπε να του καταλογισθεί μόνο κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς του (75%) στο ως άνω μεταβιβασθέν ακίνητο. Ωστόσο από την ως άνω σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας δεν προέκυψε σχετικός όρος καθορισμού της αμοιβής της ενάγουσας. Αντίθετα ο εναγόμενος στις ως άνω δυο συμβάσεις που έλαβαν χώρα κατά τα ως άνω, επιβεβαίωνε ότι ‘’είναι ο μόνος ιδιοκτήτης του ακινήτου’’ και ως τέτοιος ανέλαβε να καταβάλει ολόκληρο το ως άνω εκτεθέν ύψος αμοιβής. Πρέπει επομένως ο ως άνω ισχυρισμός να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. […]
Ε.Γ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α.Ν.Α.Λ.
Ως κριτήρια για τη μείωση της δυσανάλογα μεγάλης μεσιτικής αμοιβής στο πλαίσιο της ΑΚ 707 χρησιμοποιούνται η προσπάθεια και οι κόποι του μεσίτη, ο τρόπος μεσολάβησης η ενασχόλησης και η επιμέλεια που επέδειξε, η χρονική διάρκεια της απασχόλησής του καθώς και το όφελος που αποκόμισε ο εντολέας του (ΑΠ 170/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 95/2012 ΝοΒ 2012/1404, ΜονΕφΑθ 5316/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘες 1642/2014 ΕπισκΕΔ 2014/809, Εφ Αθ 147/2012 ΕλλΔνη 2013/1092 με παρατηρήσεις Κατρά, ΕφΑθ 3333/2005 ΕπισκΕΔ 2005/1070 με παρατηρήσεις Παμπούκη, ΠολΠρΑθ 633/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΡοδ 81/2013 Αρμ 2017/1721), οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο μεσίτης και οι επιτόπιες συνήθειες για την αμοιβή του (ΑΠ 1074/2011 ΧρΙΔ 2012/264, ΑΠ 266/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 60/2009 ΕλλΔνη 2009/1407, ΑΠ 1495/2007 ΕλλΔνη 2009/505, ΑΠ 1037/2006 ΕλλΔνη 2009/504, ΜονΕφΛαρ 248/2015 Δικογρ 2015/746), η οικονομική κατάσταση των μερών και, ιδιαίτερα, του εντολέα (ΑΠ 655/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 229/2014 Αρμ 2015/959= ΕΕμπΔ 2014/605, ΕφΘες 1762/2012 Αρμ 2013/1841, ΜονΠρΘες 5133/2018 Αρμ 2018/1663 με παρατηρήσεις Μπεχλιβάνη).
Η ΑΚ 707 αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 5 παρ. 1 και 285 παρ. 1 Σ, δεν καταλύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και αποτελεί θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος του μεσίτη σε αμοιβή που επιβάλλεται με δικαστικές εγγυήσεις χάριν της προστασίας των δικαιωμάτων του εντολέα ( βλ. Κατρά, Αγωγές, Αιτήσεις και Ενστάσεις Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, 2018, σελ. 870, ΑΠ 1809/2011 ΕλλΔνη 2012/108). Δικονομικά υπόκειται στους περιορισμούς του (ήδη καταργημένου) άρθρου 269 ΚΠολΔ και του άρθρου 527 ΚΠολΔ για τους νέους πραγματικούς ισχυρισμού στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ523/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).