Οι διατάξεις του Ν. 5638/1932 περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Στην πράξη, ο κοινός λογαριασμός διακρίνεται σε δύο κατηγορίες : α) στον κοινό διαζευκτικό και β) στον κοινό συμπλεκτικό (ονομάζεται και αδιαίρετος ή ενωμένος). 

Ο πρώτος περιέχει την συμφωνία ότι ένας ή μερικοί από τους συνδικαιούχους ή όλοι οι συνδικαιούχοι έχουν αυτοτελές δικαίωμα αναλήψεως χρημάτων από τον εν λόγω λογαριασμό, με αποτέλεσμα την εις ολόκληρον απόσβεση της απαίτησης κατά της τράπεζας ως προς όλους τους συνδικαιούχους, σε περίπτωση ανάληψης ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης από έναν εξ αυτών. Αντίθετα, με τον αδιαίρετο κοινό λογαριασμό απαιτείται η σύμπραξη όλων των δικαιούχων για κάθε κίνηση όσον αφορά την κατάθεση.

ΚΑΤΑΡΧΑΣ:

Στο άρθρο 2 του Ν. 5638/1932 προβλέπεται η δυνατότητα να τεθεί ο όρος ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός συνδικαιούχου, τότε το μερίδιό του θα προσαυξάνει τα μερίδια των επιζώντων συνδικαιούχων, πράγμα που διεξάγεται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διαδικαστική πράξη. Με τον θάνατο του συνδικαιούχου, λοιπόν, η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες συνδικαιούχους. Αποτελεί πολύ συνήθη όρο στους κοινούς λογαριασμούς, καθώς εξυπηρετεί τον σκοπό ανοίγματος ενός κοινού λογαριασμού και διευκολύνει την μεταβίβαση χρημάτων, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία της κληρονομικής διαδοχής. 

Με τον ανωτέρω όρο, επομένως, κάμπτονται οι κανόνες της κληρονομικής διαδοχής. Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δεν αποκτούν δικαίωμα επί της κατάθεσης, αφού αυτή μένει εκτός της κληρονομίας του, και ως εκ τούτου δεν δύνανται να στραφούν κατά της τράπεζας ή κατά των συνδικαιούχων του διαθέτη τους αξιώνοντας το τμήμα της κατάθεσης που έλαβε ο κάθε ένας μετά τον θάνατο του διαθέτη- συνδικαιούχου. Το δικαίωμα αυτό θα το είχαν φυσικά, εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει ο όρος του άρθρου 2 Ν 5638/1932 (βλ ΑΠ 671/2022, ΤΝΠ Qualex).

ΑΛΛΑ:

Προς εξομάλυνση της ανισορροπίας που δημιουργείται με την ανωτέρω πρόβλεψη υπέρ των καταθετών κοινού λογαριασμού, η διάταξη του άρθρου 117 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα αποσκοπεί στην προστασία και των νομίμων μεριδούχων. Σύμφωνα με αυτήν, εφόσον με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό του ν.5638/1932 συντελέσθηκε δωρεά, αυτή κρίνεται σε σχέση με το δίκαιο της “νόμιμης μοίρας” ως δωρεά. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για να εξευρεθεί κατά ποιο τρόπο θα προστατευθούν έναντι της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό οι νόμιμοι μεριδούχοι του αποβιώσαντος συγκαταθέτου, είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η νομική φύση της πραγματοποιουμένης, με την κοινή χρηματική κατάθεση, επιδόσεως υπέρ του συγκαταθέτου της. 

Έτσι, όταν κατατίθεται χρηματικό ποσό από χαριστική αιτία σε κοινό λογαριασμό, προκειμένου να επωφεληθεί ο συγκαταθέτης του ενεργητικού υπολοίπου της καταθέσεως ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη, θα μπορεί να γίνει λόγος για κληροδοσία (αρθρ. 1714 Α.Κ.), μόνον εφόσον θα έχει συνταχθεί νομοτύπως διαθήκη του παρέχοντος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει συνήθως, θα πρόκειται περί δωρεάς. Η εν λόγω δωρεά θα είναι αιτία θανάτου, αν η συμφωνία των ενδιαφερομένων συγκαταθετών, δηλαδή η εσωτερική τους σχέση, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 2032 ΑΚ, άλλως θα είναι δωρεά εν ζωή. 

Για να ισχύσει όμως η υπέρ του συγκαταθέτου χαριστική επίδοση ως δωρεά (εν ζωή ή αιτία θανάτου) χρειάζεται και η συνδρομή των λοιπών ουσιαστικών προϋποθέσεων του κύρους των εν λόγω δικαιοπραξιών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 496 επ. και 2032 ΑΚ και συγκεκριμένα συμφωνία των συγκαταθετών και συμβολαιογραφικό έγγραφο, την έλλειψη του οποίου αναπληρώνει και στις δύο περιπτώσεις η κατάθεση των χρημάτων στον κοινό λογαριασμό, από όπου τα αποσύρει μετά ο δωρεοδόχος-συγκαταθέτης.

Η διάταξη του αρθρ. 117 ΕισΝΑΚ, αποσκοπώντας στην προστασία των νομίμων μεριδούχων, χρησιμοποιεί τον όρο δωρεά με την έννοια όχι μόνο της δωρεάς εν ζωή (αρθρ. 495 επ. Α.Κ.) αλλά και της δωρεάς αιτία θανάτου (αρθρ. 2032 Α.Κ.). Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την ανωτέρω διάταξη θέλησε να προασπίσει τα συμφέροντα των νομίμων μεριδούχων του αποβιώσαντος συνδικαιούχου κοινού λογαριασμού έναντι των λαβόντων δυνάμει δωρεάς, είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου, χωρίς καμιά διάκριση μεταξύ τους

🔶 Η διαφορά της δωρεάς εν ζωή από αυτήν αιτία θανάτου έγκειται στο ότι στη μεν πρώτη ο δωρεοδόχος αποκτά αμέσως δικαίωμα στο πράγμα που δωρίζεται, ενώ στη δεύτερη ο δωρεοδόχος, θα απολαύσει ό,τι του δωρήθηκε, μετά το θάνατο του δωρητού.

🔶 Κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της δωρεάς, εκ του οποίου θα κριθεί η έννομη προστασία της νόμιμης μοίρας, αποτελεί η συμπεριφορά του συνδικαιούχου δωρεοδόχου κατά την λειτουργία του κοινού λογαριασμού, εν ζωή του δωρητή.

  • Δηλαδή, αν, ζώντος του τελευταίου, ο δωρεοδόχος συνδικαιούχος προέβαινε σε αναλήψεις χρηματικών ποσών, θα πρέπει να θεωρηθεί ως δωρεά εν ζωή και κατά συνέπεια, ο νόμιμος μεριδούχος, μετά τον θάνατο του δωρητού-συνδικαιούχου θα προστατευθεί με βάση τα άρθρα 1831 και 1835 του Α.Κ..
  • Αν όμως, όσο ζούσε ο δωρητής συνδικαιούχος, ο δωρεοδόχος δεν προέβη σε ανάληψη, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υποκρύπτεται ο όρος της προαποβιώσεως του πρώτου και επομένως πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου. Στην περίπτωση αυτή και πάλι η δωρεά θα συμπεριληφθεί στην κληρονομία του αποθανόντος συνδικαιούχου για τον υπολογισμό της νομίμου μοίρας του μεριδούχου ως κληροδοσία (άρθρο 2035 Α.Κ.) και χωρίς να εξετάζεται αν έγινε κατά την τελευταία 10ετία προ του θανάτου του κληρονομουμένου συνδικαιούχου ή την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον η λόγοι ευπρεπείας (ΑΠ 1081/2017).
  • Τι είναι η κληροδοσία; Είναι μια ειδική μορφή “κληρονομιάς” εν ευρεία έννοια. Με αυτήν περιέρχεται σε ένα πρόσωπο ένα μεμονωμένο περιουσιακό στοιχείο του θανόντος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτά μόνο ωφέλεια και να μην ενέχεται ως κληρονόμος και για τα χρέη της κληρονομιάς. Η διαφορά του κληροδόχου με τον κληρονόμο, έγκειται στο ότι ο κληροδόχος πρέπει να αξιώσει από τον κληρονόμο να λάβει το αντικείμενο της κληροδοσίας, και μόνο αφότου αφαιρεθούν και ικανοποιηθούν πρώτα τα χρέη της κληρονομιάς. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:

Κατά κανόνα: Μετά τον θάνατο του συγκαταθέτη, οι καταθέσεις του περιέρχονται αυτοδικαίως στους λοιπούς συγκαταθέτες, εάν έχει περιληφθεί στην σύμβαση ο σχετικός όρος. 

//

Εξαίρεση: Εάν υφίστανται νόμιμοι μεριδούχοι: 

Α) Εάν υφίσταται δωρεά εν ζωή, ο νόμιμος μεριδούχος μπορεί να επιδιώξει την ανατροπή της με μέμψη άστοργης δωρεάς, εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και εάν θίγεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου κατά τις διατάξεις του ΑΚ. 

Β) Εάν υφίσταται δωρεά αιτία θανάτου, πάλι μπορεί να γίνει μέμψη άστοργης δωρεάς κατά το μέρος που θίγεται η νόμιμη μοίρα, χωρίς όμως να εξετάζονται οι ίδιες προϋποθέσεις με την άνω περίπτωση, ήτοι αν έγινε κατά την τελευταία 10ετία προ του θανάτου του κληρονομουμένου συνδικαιούχου ή την επέβαλαν ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγοι ευπρεπείας. 

————————-

⚖️ Το παρόν άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική επιμέλεια της δικηγόρου, Μαρίας Μητρακοπούλου, και της ασκ. δικηγόρου, Αθανασίας Νικηφορίδου και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του Δικηγορικού Γραφείου Solicitus.