Με τον όρο «γονική μέριμνα» εννοούμε, κατ’ αρχάς, το δικαίωμα επιμέλειας του τέκνου, της διοίκησης της περιουσίας του και της εν γένει εκπροσώπησής του σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Η γονική μέριμνα αποτελεί καθήκον των γονέων ταυτόχρονα όμως και δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου πρέπει να γίνεται με τρόπο ωφέλιμο και υγιή τόσο για τους ίδιους, αλλά κυρίως για το παιδί.
Αποτελεί, επομένως, έννοια ευρύτατη, η οποία εκτός από τα συνήθη θέματα επιμέλειας της καθημερινής ζωής του τέκνου (ανατροφή, επίβλεψη, μόρφωση κ.λ.π.), συγκαταλέγει στον πυρήνα της πρωτίστως τα καίρια ζητήματα που το αφορούν όπως, ενδεικτικά, τη λήψη αποφάσεων για σοβαρά ιατρικά του θέματα, θέματα αφορούντα τη θρησκεία του ή την ονοματοδοσία του.
Για όσο διαρκεί η έγγαμη σχέση μεταξύ των γονέων, η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού. Όμως, η λύση του γάμου επιφέρει, όπως είναι φυσικό, μεταβολές στην άσκησή της γονικής μέριμνας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας από τη μία και της άσκησής της από την άλλη. Αυτή ως λειτουργικό δικαίωμα, παραμένει αναλλοίωτη και για τους δύο γονείς, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι φορείς της, ακόμα και μετά τη λύση του μεταξύ τους γάμου. Στον αντίποδα, η άσκηση της γονικής μέριμνας, σε περίπτωση διαζυγίου και διαφωνίας των συζύγων, ρυθμίζεται πάντοτε από το Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1513 παρ.1 εδ. α’ ΑΚ, το Δικαστήριο σε περίπτωση διαζυγίου, μπορεί να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας είτε στον έναν γονέα είτε και στους δύο από κοινού. Πρωταρχικό γνώμονά του αποτελεί το συμφέρον του τέκνου και πώς αυτό εξυπηρετείται με το βέλτιστο δυνατό τρόπο, ενώ δεν πρέπει να γίνονται διακρίσεις που να αφορούν το φύλο ή τη φυλή του γονέα.
Είναι επιτρεπτό να συνεκτιμώνται, όμως, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του, εάν αυτές εγκυμονούν άμεσο κίνδυνο για τον ανήλικο, όπως για παράδειγμα η άρνηση μετάγγισης αίματος στο τέκνο ενώ το επιβάλλει η υγεία του ή η επιμονή του γονέα να παραμένει το τέκνο για ώρες στη βροχή ώστε να μοιράζει θρησκευτικά φυλλάδια (ΕφΘεσ 1433/2003). Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα κάθε είδους συμφέρον, το οποίο δεν αποτελεί ενιαία νομική έννοια, αλλά εξειδικεύεται από τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης από το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ πάντα ορθό είναι να συνεκτιμάται και η γνώμη του ανηλίκου, εφόσον η ηλικία του το επιτρέπει. (ΕφΘεσ 1008/2008, ΜΠρΠατρ 554/2001).
Για να μπορέσει να ανατεθεί η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας στους δύο γονείς, ο νόμος στο άρθρο 1513 παρ.1 εδ. β ΑΚ, θέτει δύο βασικές προυποθέσεις.
Συγκεκριμένα, απαιτεί να έχει προηγουμένως συναφθεί συμφωνία των γονέων: α) ως προς την ίδια την ανάθεση και β) ως προς τον τόπο διαμονής του τέκνου (ΜΠρΜεσ 259/94). Παρά ταύτα, η συμφωνία των γονέων δεν δεσμεύει το δικαστήριο στην απόφασή του.
Η άσκηση της από κοινού γονικής μέριμνας παύει όταν υπάρχει μεταβολή των συνθηκών και ο ένας γονέας δεν επιθυμεί πια να ασκεί τη γονική μέριμνα ή όταν δεν την ασκεί με τρόπο σωστό ή τέλος εάν δεν μπορεί πια να την ασκεί, λόγω αδυναμίας του, όπως λόγου χάριν ασθένεια, στράτευση ή δικαστική συμπαράσταση. Κάθε τέτοια αλλαγή, που παρατηρείται μετά την έκδοση της απόφασης, που ανέθεσε τη κοινή γονική μέριμνα, επιβάλλει την έκδοση νέας απόφασης.
Είναι αρκετά σύνηθες το Δικαστήριο, στην προσπάθειά του να εξεύρει λύσεις που θα εξυπηρετούν το τέκνο, να κατανέμει την άσκηση της γονικής μέριμνας ανάμεσα στους δύο γονείς.
Τούτο πραγματοποιείται είτε μέσω του συστήματος της λειτουργικής κατανομής, δηλαδή της ανάθεσης ενός μέρους των λειτουργιών της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα και των υπολοίπων στον άλλον (π.χ. διοίκηση περιουσίας και εκπροσώπηση του ανήλικου τέκνου στον έναν και επιμέλεια στον άλλον ΜΠρΑθ 5602/2006), είτε μέσω της χρονικής κατανομής, δηλαδή της εναλλασσόμενης άσκησης της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας του τέκνου από κάθε γονέα, η οποία σε αυτή την περίπτωση παραμένει πλήρης για κάθε έναν από αυτούς.
Η νομολογιακή επιλογή της κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας δίνει λύση σε πλείστα πραγματικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στην αποτροπή της απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων από το ανήλικο τέκνο, με γονική παροχή ή δωρεά από τον πατέρα του και τους γονείς του, εξαιτίας πιθανού φόβου τους σχετικά με τη διαχείριση αυτών από τον έτερο γονέα.
Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται και από την ψυχολογία ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς, με πνεύμα συνεργασίας και αλληλοσεβασμού μεταξύ τους, ωθεί τα παιδιά στο να παρουσιάζουν σαφώς λιγότερες συναισθηματικές δυσλειτουργίες και προβλήματα συμπεριφοράς, να απολαμβάνουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση και να καταφέρνουν να χτίζουν ουσιαστικότερους δεσμούς με την οικογένειά τους απ’ ότι τα παιδιά που τελούν υπό την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας μόνο από τον ένα γονέα.
Κατά κανόνα, επομένως, η επιλογή είτε του συστήματος της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας είτε της κατανομής της, τάσσεται σαφώς προς το συμφέρον του ανηλίκου, καθώς έτσι αποφεύγεται ουσιαστικά η δημιουργία αισθήματος αποξένωσης του ενός γονέα και ενδυναμώνεται παράλληλα το αίσθημα συμμετοχής του στην ανατροφή του ανηλίκου τέκνου του.