ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ

Με το θάνατο ενός προσώπου επέρχεται η κληρονομική διαδοχή του, που σημαίνει ότι η περιουσία του ως σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) περιέρχεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου επέρχεται με δύο τρόπους: Είτε με διαθήκη, όταν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε ο ίδιος τους κληρονόμους του, είτε εκ του νόμου, στην περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας επέρχεται εξ αδιαθέτου, λόγω έλλειψης διαθήκης του αποθανόντος.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

ΟΡΙΣΜΟΣ: 

Η νόμιμη μοίρα είναι η λεγόμενη αναγκαστική διαδοχή, κατά την οποία επιβάλλεται από τον αστικό κώδικα αναγκαστικά υπέρ ορισμένων προσώπων, ανεξάρτητα από τη βούληση του διαθέτη έστω και αν δεν επιθυμεί τα πρόσωπα αυτά ο διαθέτης ως κληρονόμους του, καθώς πρόκειται για άτομα που είναι συνδεδεμένα με στενή συγγένεια με τον κληρονομούμενο.

Η αναγκαστική διαδοχή από τη φύση της δεν έχει την έκταση που έχει η εξ’ αδιαθέτου διαδοχή και αυτό γιατί στην εξ’ αδιαθέτου διαδοχή η ρύθμιση γίνεται σύμφωνα με την εικαζόμενη θέληση του κληρονομούμενου, δηλαδή σύμφωνα με το ποια πρόσωπα θα περιλάμβανε ο διαθέτης στη διαθήκη του, κατά το συνήθως συμβαίνον, ενώ στην αναγκαστική διαδοχή, δηλαδή στη νόμιμη μοίρα, η ρύθμιση του νόμου γίνεται ενάντια στη θέληση του κληρονομούμενου, με τη λογική πως δεν είναι ορθό οι στενοί του συγγενείς να μη λάβουν τίποτα από τη περιουσία του κληρονομούμενου.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ: 

Ο νόμιμος μεριδούχος συντρέχει αυτοδικαίως εκ του νόμου ως κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομίας. Έχει εμπράγματο δικαίωμα, κατά ποσοστό, εφ΄ όλων των στοιχείων της κληρονομιαίας περιουσίας και εναντίον της θέλησης του διαθέτη (βλ. ΕφΘεσ. 940/2000, ΑΠ 1411/1998). Αποκτά την κληρονομία άμεσα και αυτοδίκαια, όπως κάθε άλλος κληρονόμος. Η νόμιμη μοίρα επάγεται στο μεριδούχο χωρίς να μεσολαβήσει τρίτο πρόσωπο. Η επαγωγή γίνεται κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Ο μεριδούχος μπορεί να αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία. Το επί της νομίμου μοίρας δικαίωμα είναι κληρονομητό. Περιέρχεται στους εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμους του (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).

Η Α.Κ. 1825 είναι αναγκαστικού δικαίου.

ΠΟΣΟΣΤΟ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ: 

Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Α.Κ., οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. 

Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας (βλ. και ΑΠ 64/2006, ΠΠρΒερ 289/1999). Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συζύγου, αν αυτός συντρέχει με κατιόντες του κληρονομούμενου, είναι το 1/8 της κληρονομίας. Αν συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομούμενου είναι το 1/4 της κληρονομίας (βλ. ΕφΑθ 1428/1999).

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ: 

Όπως προκύπτει από το άρθρο 1825 του Α.Κ.  τα πρόσωπα που δικαιούνται νόμιμη μοίρα είναι οι κατιόντες του κληρονομούμενου, δηλαδή τα παιδιά του, οι γονείς του και ο επιζών σύζυγος του κληρονομουμένου, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι (βλ. ΠΠρΒερ 289/1999).

Νόμιμος μεριδούχος είναι το πλησιέστερο στο βαθμό ή την τάξη πρόσωπο που θα ερχόταν στην κληρονομία αν χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή (βλ. ΕφΠειρ 1188/1996). Αν υπάρχουν κατιόντες του κληρονομούμενου, οι γονείς του, ακόμα και αν βρίσκονται εν ζωή, δεν θα κληθούν ως αναγκαίοι κληρονόμοι. Με τον όρο κατιόντες νοούνται τα τέκνα, εγγόνια, δισέγγονα κ.λπ., που προέρχονται από γάμο του διαθέτη. Στους γονείς συμπεριλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση η μητέρα και ο πατέρας όταν η σχέση του με το τέκνο συνάγεται από το γάμο του με την μητέρα. Όταν το τέκνο έχει αναγνωρισθεί, εκούσια ή δικαστικά. Ο επιζών σύζυγος συγκαταλέγεται στους νόμιμους μεριδούχους όταν ο γάμος του με τον κληρονομούμενο διαρκούσε μέχρι το θάνατο του τελευταίου. Αν ο γάμος ακυρωθεί, η ακύρωση έχει αναδρομική ενέργεια (1381 Α.Κ.), με εξαίρεση την περίπτωση του νομιζόμενου γάμου (1383 Α.Κ.).

ΔΙΑΔΟΧΗ Ή ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΣΤΗ ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ: 

Σύμφωνα με το άρθρο 1826 Α.Κ., αν κάποιος μεριδούχος, ολικά ή μερικά, αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του. Ήτοι ο απώτερος αυτού της επόμενης τάξης (π.χ. γονέας) κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής (βλ. ΑΠ 108/2000). Η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος, ή εκπεσόντος. Διότι η διάταξη επιβάλλει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος (βλ. ΑΠ 108/2000).

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ: 

Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει. (άρθρο 1827 Α.Κ.).

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΗΣ ΜΟΙΡΑΣ: 

Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μην έχει γραφτεί (άρθρο 1829 Α.Κ.).

ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΗΡΩΣΗ: 

Σύμφωνα με το άρθρο 1839 Α.Κ., ο διαθέτης μπορεί να στερήσει το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

Οι προϋποθέσεις αποκλήρωσης είναι: 

α) Ο διαθέτης θα πρέπει να έχει συντάξει έγκυρη διαθήκη. 

β) Ο διαθέτης θα πρέπει να επικαλείται κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1840-1842 Α.Κ, τα οποία αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους μπορεί ο διαθέτης να αποκληρώσει τον κατιόντα, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκληρώσει τον ανιόντα καθώς και το/τη σύζυγο. 

γ) Ο λόγος αποκλήρωσης θα πρέπει να είναι αληθινός. 

δ) Ο λόγος αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. 

ε) Να μην έχει αποσβεστεί το δικαίωμα αποκλήρωσης με παροχή συγγνώμης. 

Οι λόγοι για τους οποίους ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα είναι, αν αυτός:

1. επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,

 2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγο του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,

 3. έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,

 4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,

 5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο (άρθρο 1840 Α.Κ.)

Σύμφωνα με το άρθρο 1841 Α.Κ., το τέκνο από την άλλη μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχουν μόνο οι παραπάνω λόγοι 1,3 και 4. Δεν δικαιούται να τον αποκληρώσει αν ο γονέας του προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις. Αν όμως η σωματική κάκωση συνιστά σοβαρό πλημμέλημα το κύρος της αποκλήρωσης διασώζεται.

Ο διαθέτης μπορεί επίσης να αποκληρώσει το/τη σύζυγό του, αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του/της συζύγου (όπως προκύπτει από το άρθρο 1842 Α.Κ.)

ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΜΕΡΙΔΟΥΧΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ: 

Η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε το μεριδούχο που υπήρχε κατά το θάνατό του και η ύπαρξή του κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε (άρθρο 1786 Α.Κ.). Την ακύρωση αυτή μπορεί να ζητήσει μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε.

Επιπρόσθετα, όπως ορίζει το άρθρο 1787 Α.Κ., είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι στις περιπτώσεις ακύρωσης διάταξης της διαθήκης, που έγινε εξαιτίας απειλής ή δόλου, ή από πλάνη, ή υπέρ του συζύγου αν ο μεταξύ τους γάμος είναι άκυρος ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης και αν ο διαθέτης έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του/της συζύγου του, μπορεί να ζητήσει μόνο εκείνος που ωφελείται άμεσα από την ακύρωσή της.

ΜΕΜΨΗ ΑΣΤΟΡΓΗΣ ΔΩΡΕΑΣ:

Με την μέμψη άστοργης δωρεάς επιτυγχάνεται η ανατροπή των χαριστικών διαθέσεων του κληρονομούμενου, που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα του μεριδούχου.

Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομούμενου, η οποία υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Στην περίπτωση των διαδοχικών δωρεών, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης. 

Οι προϋποθέσεις της μέμψης είναι:

α) Ο κληρονομούμενος να προέβη σε χαριστική πράξη, δηλαδή οτιδήποτε παραχώρησε ο κληρονομούμενος όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο. 

β) Αδυναμία κάλυψης της νόμιμης μοίρας από την κληρονομία. Το άστοργο της δωρεάς κρίνεται από το χρόνο του θανάτου και όχι από εκείνον της δωρεάς.

Ο θιγόμενος μεριδούχος θα στραφεί πρώτα κατά της τελευταίας χρονικής δωρεάς (βλ. ΑΠ 854/2007). 

 

  • Το παρόν άρθρο συντάχθηκε με την επιστημονική συνδρομή της ασκούμενης δικηγόρου, Δήμητρας Ρούση και αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του δικηγορικού μας γραφείου.
  • Για οποιαδήποτε εξειδικευμένη νομική πληροφορία, καλέστε μας στα τηλ. 2310-225738 ή 2310-508105, για να ορίσουμε ένα προσωπικό ραντεβού.