
Περίληψη:
Στην υπό κρίση υπόθεση ο κληρονόμος- φυσικό πρόσωπο, αγνοούσε την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του θανόντος θείου του, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς (Α.Κ. 1847) και ως συνέπεια την επέλευση της πλασματικής αποδοχής της. Η ανωτέρω κληρονομιά τον κατέστησε υπόχρεο οφειλής του κληρονομουμένου ύψους 3.133.652,28 ευρώ, γεγονός που πληροφορήθηκε κατόπιν αποστολής σε αυτόν ειδοποιητηρίου, με το οποίο και περιήλθε στη γνώση του η επαγωγής της κληρονομιάς σε αυτόν.
Περίληψη: Στην υπό κρίση υπόθεση ο κληρονόμος- φυσικό πρόσωπο, αγνοούσε την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του θανόντος θείου του, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς (Α.Κ. 1847) και ως συνέπεια την επέλευση της πλασματικής αποδοχής της. Η ανωτέρω κληρονομιά τον κατέστησε υπόχρεο οφειλής του κληρονομουμένου ύψους 3.133.652,28 ευρώ, γεγονός που πληροφορήθηκε κατόπιν αποστολής σε αυτόν ειδοποιητηρίου, με το οποίο και περιήλθε στη γνώση του η επαγωγής της κληρονομιάς σε αυτόν.
Συγκεκριμένα, ο κληρονόμος δεν διατηρούσε ζώσα επικοινωνία με τον κληρονομούμενο και την ευρύτερη οικογένειά του, με αποτέλεσμα να αγνοεί τον θάνατό του αλλά και τις αποποιήσεις κληρονομιάς που διεξήχθησαν από μέρους των πλησιέστερων συγγενών του, γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη γνώση του περί της κληρονομιάς, και κατ’ επέκταση την έναρξη της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης από τον θάνατο του κληρονομουμένου. Η πλάνη του ήρθη κατά τον χρόνο που ενημερώθηκε με το παραπάνω ειδοποιητήριο για τα χρέη της κληρονομιάς, και ως εκ τούτου άσκησε εμπρόθεσμα αγωγή περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, αφού η εξάμηνη προθεσμία αυτής αρχίζει από το γεγονός άρσης της εν λόγω πλάνης, κατά τα οριζόμενα της παραγράφου 2 του άρθρου 1857 Α.Κ. και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του β’ εδαφίου του άρθρου 157 Α.Κ..
Ως ουσιώδης πλάνη νοείται, κατά το σκεπτικό της απόφασης που δέχτηκε την αγωγή, η κατάσταση κατά την οποία, το πρόσωπο βρίσκεται σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς.
Εν προκειμένω, ο κληρονόμος δεν γνώριζε ως προς την ύπαρξη και τη σημασία της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς, καθώς και ως προς τις έννομες συνέπειες παραμέλησης της, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε μια κατάσταση που δεν συμφωνούσε με την πραγματική βούληση του, αφού αν γνώριζε την αληθή κατάσταση, δεν θα άφηνε άπρακτη την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης. Ως εκ τούτου, μπορεί να αιτηθεί την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής ώστε να μην καταστεί κληρονόμος, με αποτέλεσμα η κτήση να αναιρεθεί και να θεωρηθεί σαν να μην έγινε ποτέ.
- Δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν χαρακτηρίζεται ουσιώδης, και άρα δεν θεμελιώνει λόγο ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 1857 Α.Κ.
Κατά της απόφασης που έκανε δεκτή την αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο άσκησε έφεση λόγω αοριστίας της αγωγής, η οποία απερρίφθη, καθώς η αγωγή κρίθηκε καθόλα ορισμένη. Γενικότερα, για το ορισμένο της αγωγής ακύρωσης πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης απαιτούνται, κατά το σκεπτικό της απόφασης: […α) το ονοματεπώνυμο του κληρονομουμένου, ο τόπος και χρόνος του θανάτου του, καθώς και η τελευταία κατοικία ή διαμονή του, β) ο λόγος της επαγωγής της κληρονομίας στον ενάγοντα, γ) η προσβαλλόμενη δήλωση του ενάγοντος, με την οποία έγινε αποδοχή της κληρονομιάς, δ) το γεγονός ότι η αναφερόμενη πιο πάνω αποδοχή της κληρονομιάς έγινε από τον ενάγοντα λόγω πλάνης και ότι επομένως υπόκειται σε ακύρωση (στην αγωγή εκτίθενται όλα τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν το εν λόγω στοιχείο της πλάνης), ε)αίτημα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, λόγω πλάνης και στ) η αξία του αντικειμένου της διαφοράς…].
———————————-
Κείμενο απόφασης:
Αριθμός 172/2025
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ………. /………. /2023
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ……
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /………. /2021 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1.200/2023 οριστική απόφασή του κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκε από το εκκαλούν η από 13-5-2023 και με αριθμό κατάθεσης ………. /………. /2023 έφεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθμ. ………. /………. /2023 πράξη της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ………. και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις και ζήτησαν μέσω των κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δηλώσεων τους να γίνουν δεκτοί οι αναφερόμενοι στις προτάσεις αυτές ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13-5-2023 και με αριθμό κατάθεσης ………. /………. /2023 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό κατάθεσης ………. /………. /2023 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έφεση του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 1.200/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 παρ. 1, 498 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), ήτοι εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 25-4-2023 (βλ. τη σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή επί του σώματος της υπ’ αριθ. 1.200/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που προσκομίζει το εκκαλούν), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-5-2023. Επομένως η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, χωρίς για το παραδεκτό της να απαιτείται από το εκκαλούν, Ελληνικό Δημόσιο, η κατάθεση του παράβολου, που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του, με το άρθρο 44 του Ν. 4446/2016 [ Φ.Ε.Κ. Α`240/22-12-2016 ] του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ/τος από 26-6/10-7-1944 «περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε συνδ. με αρ. 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998, όπως ισχύει, έτσι ώστε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) .
Με την από 25-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /………. /2021 αγωγή που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγών και ήδη εφεσίβλητος ιστόρησε ότι στις 2-7-2016 απεβίωσε στη ………. Αττικής, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο ………. (αδελφός της μητέρας του), κάτοικος όσο ζούσε Αθηνών, έχοντας πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς (α) τη σύζυγό του (από το δεύτερο γάμο του) ………και της .. …….., η οποία απεβίωσε στις 6-7-2016, (β) το τέκνο του, …………..καθώς και (γ) τα τέκνα της τελευταίας (εγγόνια του αποβιώσαντος) ………. ………. του ………… και της ………… και του …………..και της …….Ότι τόσο η σύζυγος όσο και τα ανωτέρω τέκνα και εγγόνια του κληρονομούμενου αποποιήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι ο ενάγων αγνοούσε τόσο το γεγονός του θανάτου του κληρονομουμένου, όσο και τις ανωτέρω αποποιήσεις της κληρονομιάς από μέρους των πλησιέστερων συγγενών. Ότι επιδόθηκε στον ενάγοντα, στις 19-1-2021, με την ιδιότητα που φέρει ως κληρονόμος του αρχικώς υπόχρεου ειδοποίηση (από τη ………. Δ.Ο.Υ. ……..) καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αφορούσε την τακτοποίηση οφειλής του κληρονομουμένου, ύψους 3.133.652,28 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων) . Ότι η ως άνω κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης ήταν το εναρκτήριο γεγονός της γνώσης του σχετικά με την πλασματική επαγωγή της κληρονομιάς του θείου του σε αυτόν και, ως εκ τούτου, προέβη, ακολούθως (α) σε αποποίηση, στις 4-2-2021, της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομιάς και (β) στην εμπρόθεσμη, ήτοι εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άρση της πλάνης, άσκηση της υπό κρίση αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι τελούσε σε ουσιώδη πλάνη ως προς την ύπαρξη και τη σημασία της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς και ως προς τις έννομες συνέπειες της παραμέλησής της, με συνέπεια η θεωρούμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή ως κληρονόμου του ως άνω διαθέτη να μην συμφωνεί με την πραγματική βούλησή του ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, να ακυρωθεί για τους προεκτεθέντες λόγους η πλασματική αποδοχή, λόγω άπρακτης παρέλευσης της τασσόμενης στο νόμο τετράμηνης προθεσμίας επί της καταλιπόμενης κληρονομιάς του ως άνω διαθέτη, ούτως ώστε να μην καταστεί κληρονόμος του. Τέλος, ο ενάγων ζητεί να καταδικασθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο – δανειστής της κληρονομιάς στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου (ερήμην των λοιπών δύο εναγομένων) η υπ’ αριθ. 1.200/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ συμψηφίστηκαν τα έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης.
Το εκκαλούν, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον στην υπό κρίση αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς εμπεριέχονται όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και πιο συγκεκριμένα (α) το ονοματεπώνυμο του κληρονομουμένου, ο τόπος και ο χρόνος του θανάτου του, καθώς και η τελευταία κατοικία ή διαμονή του, (β) ο λόγος της επαγωγής της κληρονομιάς στον ενάγοντα (αναφέρεται ότι ο τελευταίος είναι κληρονόμος από συγγένεια που τον συνδέει με τον κληρονομούμενο), (γ) η προσβαλλόμενη δήλωση του ενάγοντος, με την οποία έγινε αποδοχή της κληρονομιάς, (δ) το γεγονός ότι η αναφερόμενη πιο πάνω αποδοχή της κληρονομιάς έγινε από τον ενάγοντα λόγω πλάνης και ότι επομένως υπόκειται σε ακύρωση (στην αγωγή εκτίθενται όλα τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν το εν λόγω στοιχείο της πλάνης), (ε) αίτημα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, λόγω πλάνης και (στ) η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, σελ. 171-172) .
Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β`, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, και 1856 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη είτε εξ’ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό, της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς, είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομιά, που του έχει επαχθεί από διαθήκη, ή εξ’ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομιά, που του έχει επαχθεί από διαθήκη ή εξ’ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο, και είναι ανεπίδεκτη οιασδήποτε αίρεσης, ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β` ΑΚ) . Η δε σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, με την διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ, που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/201, ΝΟΜΟΣ) . Κατά, δε, τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α` και 1850 εδ. β` ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομουμένου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης, ή κατά την εξ’ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ’ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη, και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ), από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου συγγενούς του. Από, δε, τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ. α`. 1850, 1857, 140 και 141 ΑΚ, προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας, που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης της, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο, λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή, που συνάγεται με τον τρόπο αυτό, κατά πλάσμα του νόμου, δεν συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, από άγνοια δηλαδή, ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης, που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση, ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η εσφαλμένη δε αυτή γνώση, ή άγνοια, η οποία δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βούλησης και δήλωσης, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, που μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια, ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 3/1989, ΝοΒ 38/607, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 173//2014, ΑΠ 496/2013, ΕφΑΘ 442/2017, ΝΟΜΟΣ) . Τέλος, η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν θεωρείται ουσιώδης (ΑΚ 1857 παρ. 3) . Περαιτέρω, η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ, και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού, που ακυρωσίμως – συνεπεία δηλαδή πλάνης – αποδέχθηκε, και ο οποίος εν συνεχεία θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία, μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος, στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (ΑΠ 572/2016, ΑΠ 951/2013, ΑΠ 1087/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1211/2010 ΧρΙΔ 9/229, ΑΠ 338/2004 ΕλλΔνη 46/1451, Κ. Παπαδόπουλου, «Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου» τ. I, εκδ. 1994, σελ. 172) . Εξάλλου, εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέπουσα από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της ΑΚ 1857 παρ. 2 μπορεί να γίνει (ΑΠ 572/2016 ό.π.) . Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1857 § 2 ΑΚ η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο. Με βάση τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, κατ’ απόκλιση από τις γενικές διατάξεις, κατά τις οποίες το δικαίωμα ακυρώσεως ακυρώσιμης δικαιοπραξίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διετίας από της δικαιοπραξίας ή από της παρέλευσης της πλάνης, απάτης ή απειλής, και σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο εικοσαετίας από της δικαιοπραξίας (ΑΚ 157), το δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής της κληρονομιάς, καίτοι κατά τη φύση του διαπλαστικό, υποβάλλεται σε εξάμηνη παραγραφή. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα της αποδοχής, επί δε πλασματικής αποδοχής από της παρελεύσεως της προθεσμίας αποποίησης. Αν όμως η πλάνη, η απάτη ή απειλή εξακολουθήσουν και μετά την αποδοχή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 157 εδ. β’ και γ`. το εξάμηνο αρχίζει από τότε που παρήλθε η κατάσταση αυτή και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από την αποδοχή (βλ. ΑΠ 858/90 ΕλλΔνη 1991. 983, ΕφΘεσ 2226/2013, ΕλλΔ/νη 2014.90, ΕφΛαρ 549/2011, ΝΟΜΟΣ και σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, ΑΚ 1857, αριθ. 3, σελ. 559, Απ. Γεωργιάδη, ΚληρΔ, εκδ. 2010, § 38, αριθ. 36, σελ. 652) .
Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων και επικαλουμένων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπ’ όψιν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41. 980 και ΑΠ 587/1992 ΕλλΔνη 35. 1278), από την υπ’ αριθμ. ΔΣΘ ΕΒ ………. ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ………………..και………… του ……… ενώπιον της δικηγόρου Θεσσαλονίκη ……. που λήφθηκε μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσιβλήτου – εναγομένου (ΚΠολΔ 422) (βλ. την υπ’ αριθμ. …………/13-7-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 2-7-2016 απεβίωσε στην Αθήνα, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο…… του …………… και της …………(θείος του ενάγοντος) κάτοικος εν ζωή Αθήνας (βλ. την υπ’ αριθ. ………. /………. /2016 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου ……………και το υπ’ αριθ. ………. /17-3-2021 πιστοποιητικό μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αθηνών), καταλείποντας, κατά το χρόνο του θανάτου του, πλησιέστερους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του (α) την ………. του ……………και της ………… σύζυγο του από το δεύτερο γάμο του, η οποία απεβίωσε εν συνεχεία στις 6-7-2016 και (β) την ………… του ………και της …………., τέκνο του από τον πρώτο γάμο του με τη μητέρα της τελευταίας, ………………. (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. ………. /2016 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών και το υπ’ αριθ. πρωτ. ………. /2016 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ………. ) . Η τελευταία μετά και το θάνατο της μητέρας της, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος των γονέων της, αποποιήθηκε την εις αυτήν επαχθείσα κληρονομιά αμφοτέρων των γονέων της (βλ. την υπ` αριθμ. …../25-10-2016 έκθεση δήλωσης αποποίησης κληρονομιάς ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών) . Ακολούθως, κλήθηκαν στην κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος τα δύο (2) ενήλικα τέκνα της …………. ήτοι ο…………. του ……..και της ……….και η ………….. του ………..και της ……..οι οποίοι αποποιήθηκαν ομοίως την εις αυτούς επαχθείσα κληρονομιά του αποβιώσαντος παππού τους (βλ. τις υπ’ αριθ. ………. /20-2-2017 και ………. /21-2-2017 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών) . Στη συνέχεια, κλήθηκαν (ως συγγενείς του αποβιώσαντος, που ανήκουν στη δεύτερη τάξη) τα τέκνα αμφότερων των εγγονών του κληρονομούμενου, ήτοι ο ……….(ανήλικο τέκνο του (…………………..του ……….) και η …………(ανήλικο τέκνο της ………… του ………..), οι οποίοι κατέθεσαν δια των ασκούντων την γονική τους μέριμνα γονέων τους την από 19-06-2017 (ΓΑΚ ………. /2017 και ΕΑΚ ………. /2017) αίτηση τους, με αίτημα την παροχή άδειας από το αρμόδιο δικαστήριο, ώστε να προβούν οι γονείς τους, στο όνομα και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους, σε αποποίηση της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του προπάππου τους, ………….του……….. η οποία (άδεια) παρασχέθηκε με την υπ’ αριθμ. 555/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, οι τελευταίοι προέβησαν δια των γονέων τους σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του αποβιώσαντος (βλ. τις υπ’ αριθ. ………. /17-1-2018 και ………. /17-1-2018 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών) . Εν συνεχεία κλήθηκαν, ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος, η αδελφή του και μητέρα του ενάγοντας, ….. του ………. η οποία αποποιήθηκε την εις αυτήν επαχθείσα κληρονομιά του αδελφού της (βλ. την υπ’ αριθμ. ………. /2018 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών) και τα τέσσερα (4) τέκνα αυτής, ήτοι ο ενάγων, ……………του………… και της …………..ο …….του …… και της…….και η …………του …… και της ………..(βλ. το με ημερομηνία 01-02-2021 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών) . Ακολούθως αποποιήθηκαν την εις αυτούς επαχθείσα κληρονομιά (α) ο ………… (βλ. την υπ’ αριθ. ………. /2018 δήλωση αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών), (β) η αδελφή του …………. (βλ. την υπ’ αριθ. ………. /2021 δήλωση αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών) και (γ) τα τέκνα αυτής και ανίψια του ενάγοντος,………. και…………..(βλ. τις υπ’ αριθ. ………. και ………. /2021 δηλώσεις αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αθηνών) . Κατόπιν των ανωτέρω, κληρονόμοι του αποβιώσαντος …………… κατέστησαν (α) ο ενάγων, (β) ο αδελφός του ……….του …………..και (γ) τα δύο τέκνα του …………. οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν έχουν αποποιηθεί την εις αυτούς επαχθείσα κληρονομιά του αποβιώσαντος θείου τους. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο ενάγων ουδέποτε είχε πρόθεσή ν’ αναμειχθεί στην κληρονομιαία περιουσία του θείου του, πλην όμως δεν προέβη σε εμπρόθεσμη αποποίησή της, καθόσον, μη διατηρώντας ζώσα επικοινωνία με τον κληρονομούμενο και την ευρύτερη οικογένειά του, αγνοούσε τόσο το γεγονός του θανάτου του, όσο και τις προαναφερόμενες αποποιήσεις της κληρονομιάς από μέρους των πλησιέστερων συγγενών του. Ο ενάγων πληροφορήθηκε το πρώτον ότι κατέστη κληρονόμος του θανόντος θείου του στις 19-1-2021, όταν του κοινοποιήθηκε από τη Δ.Ο.Υ. ……….. η υπ’ αριθμ. πρωτ. ………. /12-1-2021 ατομική ειδοποίηση καταβολής – υπερημερίας, με την οποία το εναγόμενο τον καλεί να καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.133.652,28 ευρώ, με την ιδιότητα του κληρονόμου του ως άνω αποβιώσαντος. Η κρίση του Δικαστηρίου για τις ανωτέρω παραδοχές θεμελιώθηκε στις πειστικές και σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων ……………και………….. ενώ δεν αναιρείται από κάποιο προσκομιζόμενο από μέρους του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου αποδεικτικό μέσο. Ο ενάγων επέδειξε, εξάλλου, μόλις πληροφορήθηκε την προς αυτήν επαγωγή της κληρονομιάς του θείου του, σύνεση και σπουδή για την προστασία των προσωπικών της οικονομικών συμφερόντων και μερίμνησε εγκαίρως για τη διευθέτηση των αναγκαίων προς τούτο διαδικασιών με την αποποίηση της εις αυτόν επαχθείσας κληρονομιάς, δυνάμει της από 4-2-2021 δήλωσής του, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ………. /4-2-2019 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, γεγονός που θεμελιώνει επαρκώς τον ισχυρισμό του ότι θα επεδείκνυε την ίδια επιμέλεια, σε περίπτωση που γνώριζε νωρίτερα το λόγο της προς αυτόν επαγωγής της κληρονομιάς του κληρονομουμένου. Συνεπεία της τελευταίας ως άνω προεκτεθείσας ενημέρωσης του ενάγοντος ήρθη το καθεστώς νομικής πλάνης του, οπότε επακολούθησε άμεσα η άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Προς απόκρουση της τελευταίας, το εναγόμενο επικαλέστηκε πρωτοδίκως, αλλά και επανέλαβε με ισχυρισμό που ενσωμάτωσε στο δεύτερο λόγο της έφεσής του ότι ο ενάγων γνώριζε, δεδομένης της συγγένειάς του με τον αποβιώσαντα, το χρόνο θανάτου του τελευταίου, καθώς και τις αποποιήσεις των πλησιεστέρων συγγενών που προηγήθηκαν. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον οι προϋποθέσεις για τη νομότυπη και εμπρόθεσμη αποποίηση μίας κληρονομιαίας περιουσίας, ιδίως αν δεν αποτελούν, όπως εν προκειμένω, προέκταση αρμονικών οικογενειακών δεσμών δεν είναι αυταπόδεικτα γνωστές και δεδομένες. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και, δεδομένου ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση ν’ απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ, βλ. για τη δυνατότητα συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων και στις δίκες, στις οποίες μετέχει ως διάδικος το Δημόσιο ΟλΑΠ 18/1993, ΕλλΔ/νη 1994.1245, 1248) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 10-12-2024 και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14-1-2025, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ν.Σ.-Ρ.Κ.
Πηγή απόφασης: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ