2508/2016 ΜΠΡ ΑΘ
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης. Κάλυψη του κινδύνου κλοπής με διάρρηξη χωρίς ίχνη επί διαμερίσματος και της οικοσκευής του. Επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου. Προστασία καταναλωτή. ΓΟΣ. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Καταχρηστικός είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου. Έλεγχος για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ. Διατάραξη της «καθοδηγητικής» λειτουργίας του ενδοτικού δικαίου. Άρνηση της ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει το ασφάλισμα καθώς δεν υπήρχαν ίχνη διάρρηξης του διαμερίσματος όπως είχε συμφωνηθεί δυνάμει σχετικού ασφαλιστικού όρου για την κάλυψη της ζημίας, ενώ τα κλαπέντα κοσμήματα εξαιρούνταν από την ασφάλιση. Ακυρότητα των όρων. Απορρίπτει τις εφέσεις.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2508/2016 Αριθμός κατάθεσης Α` έφεσης 982/6-4-2012 Αριθμός κατάθεσης Β` έφεσης 1053/6-4-2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αναστασία Σαπουνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Ηλεκτρα Καβρουλάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει τις εφέσεις με αριθμούς κατάθεσης 982/2012 και 1053/2012, αντίστοιχα, κατά της με αριθμό 340/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ στην με αριθμό 982/2012 έφεση-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ στην με αριθμό 1053/2012 έφεση: …
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ στην με αριθμό 982/2012 έφεση – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ στην με αριθμό 1053/2012 έφεση:…….
Η εφεσίβλητη στην πρώτη έφεση και εκκαλούσα στη δεύτερη κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την με αριθμό κατάθεσης 8158/27-07-2010 αγωγή, με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει συνολικά 6.400 ευρώ, από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την άνω αγωγή αντιμωλία των διαδίκων και, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε μερικά σαν ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό (3.925,00) ευρώ, νομιμότοκα από την επόμενη επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και κήρυξε την άνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για 2.500,00 ευρώ. Κατά της άνω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα της πρώτης έφεσης, με τη με αριθμό 772/28-3-2012 έφεσή της που κατέθεσε στο Γραμματέα του παραπάνω Ειρηνοδικείου καθώς και η εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης, με τη με αριθμό 773/29-3-2012 έφεσή της, που ομοίως κατέθεσε στο Γραμματέα του ίδιου ως άνω Ειρηνοδικείου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν με τον τρόπο που σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: α) η έφεση με αριθμό 982/2012 της εναγόμενης καθώς και β) η έφεση με αριθμό 1053/2012 της ενάγουσας, που αμφότερες στρέφονται κατά της με αριθμό 340/2012 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία επί της αγωγής με αριθμό κατάθεσης 8158/2010. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε επιπλέον και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολΔ). Επίσης, αμφοτερες οι εφέσεις αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως δεν αμφισβητείται ούτε προκύπτει το αντίθετο από τα προσαχθέντα έγγραφα. Ενόψει δε του νομοτύπου και εμπροθέσμου αμφότερων των εφέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνουν αμφότερες τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την με αριθμό κατάθεσης 8158/2010 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη και εκκαλούσα αντίστοιχα, αμφοτέρων των εφέσεων, ισχυρίζεται ότι από τον Μάρτιο 2008 έχει ασφαλίσει το διαμέρισμά της, που βρίσκεται στον πέμπτο όροφο πολυκατοικίας στον Χολαργό καθώς και το περιεχόμενο αυτού (οικοσκευή) στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, για την περίπτωση διάρρηξης και ληστείας και ότι ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε στις 4-2-2010, όταν άγνωστοι διέρρηξαν το ως άνω ακίνητο και αφάίρεσαν τα αναφερόμενα στην αγωγή αντικείμενα, συνολικής αξίας 4.400 ευρώ. Διατείνεται ακόμη ότι η εναγόμενη αρνείται να την αποζημιώσει, επικαλούμενη άκυρους και καταχρηστικούς γενικούς όρους της ασφαλιστικής σύμβασης. Με βάση αυτά ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει σαν ασφαλιστική αποζημίωση το ποσό των 4.400 ευρώ και σαν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την παράνομη χρήση καταχρηστικών όρων στη σύμβαση, το ποσό, των 2.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων και με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι γενικοί όροι, που επικαλείται η εναγόμενη προκειμένου να εξαιρέσει την ευθύνη της από την ασφαλιστική σύμβαση, με βάση δε την παραδοχή αυτή δέχθηκε εν μέρει την αγωγή σαν ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό (3.925,00) ευρώ, νομιμότοκα από την επόμενη επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και κήρυξε την άνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή για 2.500,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία με την υπό κρίση έφεση της (πρώτη έφεση) και υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο καθώς και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και για τον λόγο αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή της εφεσίβλητης. Επίσης, κατά της άνω απόφασης παραπονείται και η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης, με λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η εναντίον της εφεσίβλητης αγωγή της.
Στο άρθρο 2 § 1 του ν. 2251/1994, περί «προστασίας των καταναλωτών» ορίζεται ότι: «όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπομένων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3. Eντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εμφανές μέρος της σύμβασης. 4. Oροι που συμφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους». Και στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, όπως είχε πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 10 § 24 του ν. 2741/1999, ορίζεται ότι: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπές ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας: «τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Με τους Γενικούς Oρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ: Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση ατύπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει. από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται, για καταχρηστικότητα, ρύθμιση ενός ΓΟΣ με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της (ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ 2008, σελ. 105). Το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 στην αρχική διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων», πράγμα που όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με τη οιαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 § 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Η ανάγκη, σύμφωνης με την οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει όπως ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγούμενης διατύπωσης του ν. 2251/1994. Για τους ίδιους ως άνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου, σύμφωνης με τη οιαληφθείσα Οδηγία, η πιο πάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη» με το άρθρο 10 § 24 του ν. 2741/1999. Ετσι μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, με τη νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελολογικής συστολής του γράμματος της προς την κατεύθυνση της «ουσιώδους διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 15/2007 Νόμος, ΟλΑΠ 6/2006 ΕλΔ 47.419). Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Ετσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 § 7 του ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 237/2012 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012/378, ΑΠ 1987/2006, ΑΠ 1219/2001). Εξάλλου οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 200, 281, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει γενική αρχή του δικαίου ότι κάθε πράξη ή παράλειψη που ζημιώνει, δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση, εφόσον έγινε από πταίσμα εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, η δε πράξη ή παράλειψη έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξης που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (ΑΠ 81/1991 ΕλΔ 32.1215).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων (ένας από κάθε πλευρά) που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, την από 17-2-2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τεχνικού συμβούλου ………….., που προσκομίζει η εναγόμενη και την με αριθμό 2235/19-10-2011 ένορκη βεβαίωση της ………….., που συνέταξε η Συμ/φος Αθηνών ………….., που προσκομίζει η ενάγουσα και η οποία έχει ληφθεί μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθμό ………….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατοικιών ………….. η ενάγουσα κατήρτισε με την εναγόμενη ασφαλιστική σύμβαση με αρχική περίοδο ασφάλισης από 21-3-2008 έως 21-9-2008, η άνω δε σύμβαση ανανεώθηκε διαδοχικά κατά τα έτη 2009 και 2010. Ως ασφαλισμένα αντικείμενα προσδιορίστηκαν το κτίριο και το περιεχόμενο (οικοσκευή) ενός διαμερίσματος 116 τ.μ., πέμπτου ορόφου πολυκατοικίας κειμένης στην οδό ………….. αρ. … στο Χολαργό, το οποίο χρησιμοποιείται σαν οικογενειακή στέγη του γιου της ενάγουσας. Λήπτρια της ασφάλισης ορίστηκε ρητά η ενάγουσα. Τα ασφαλιστικά ποσά είχαν υπολογισθεί ως προς την αξία του κτιρίου στο ποσό των 105.000 ευρώ και ως προς το περιεχόμενο του κτιρίου στα ποσό των 20.000 ευρώ. Μεταξύ των ασφαλιστικών κινδύνων, την κάλυψη των οποίων ανέλαβε με την ασφαλιστική σύμβαση η εναγόμενη, είναι και οι περιπτώσεις της διάρρηξης και της ληστείας. Σύμφωνα με τον όρο 9 τμήμα 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ορίζεται ότι «διάρρηξη ορίζεται ως η παράνομη και βίαιη παραβίαση της κατοικίας, η οποία θα πρέπει να αποδεικνύεται και από τις κακώσεις του κτιρίου στα σημεία εισόδου ή και εξόδου των δραστών. Δεν καλύπτονται οι περιπτώσεις κλοπής με χρήση κλειδιού ή αντικλειδιού», περαιτέρω δε βάσει του όρου 8 τμήμα 4 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου εξαιρούνται της ασφάλισης χρήματα και κοσμήματα. Αποδείχθηκε ακόμη ότι στις 4-2-2010 και κατά τις πρωινές ώρες από 4.00` έως 5.00` ώρα, άγνωστοι δράστες εισήλθαν στην ως άνω πολυκατοικία, όπου το ασφαλιζόμενο διαμέρισμα της ενάγουσας, από την ανασφάλιστη κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας και αφού παραβίασαν την πόρτα ασφαλείας του διαμερίσματος, η οποία ήταν κλειδωμένη με το κλειδί επάνω στην κλειδαριά, εισήλθαν στο διαμέρισμα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τα μέλη της οικογένειας του γιου της ενάγουσας, τα οποία κοιμόντουσαν. Οι ως άνω δράστες αφαίρεσαν από το χώρο του σαλονιού το πορτοφόλι του γιου της ενάγουσας, εντός του οποίου υπήρχε το χρηματικό ποσόν των χιλίων (1.000) ευρώ, η αστυνομική του ταυτότητα, η άδεια οδήγησης, δύο πιστωτικές κάρτες της Τράπεζας ………….., μία κάρτα ανάληψης της ………….. Τράπεζας ενώ από την τσάντα της συζύγου του αφαίρεσαν ένα ασημένιο κολιέ καθώς και έναν φορητό υπολογιστή μάρκας Τ0SΗΙΒΑ με τη θήκη του, χρησιμοποίησαν δε τη μία από τις κάρτες ανάληψης και έκαναν ανάληψη ποσού 400 ευρώ μέσω Α.Τ.Μ. από υποκατάστημα της Τράπεζας Κυπρου. Την άνω διάρρηξη κατήγγειλε ο γιος της ενάγουσας, που εξετάστηκε και ως μάρτυρας της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στο απο 5-2-2010 βεβαίωση Α.Τ. Χολαργού). Η ενάγουσα ενημέρωσε άμεσα την εναγόμενη για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η τελευταία στις 8-2-2010 ανέθεσε στον τεχνικό της σύμβουλο, που επίσης εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την επιτόπια εξέταση και εκτίμηση των ζημιών. Αυτός επισκέφθηκε το διαμέρισμα την ιδία ημέρα (8-2-2010) και στην από 17-2-2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε, εκθέτει ότι στις 4-2-2010 άγνωστοι δράστες εισήλθαν από την εξώπορτα ασφαλείας στο διαμέρισμα, μεταξύ των ωρών 4.00` και 5.00` το πρωί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και αφαίρεσαν τα προαναφερθέντα αντικείμενα. Επίσης εκθέτει ότι κατά τον λεπτομερή έλεγχο της εξώπορτας του ασφαλισμένου διαμερίσματος δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε σημάδια διάρρηξης, γι` αυτό οδηγείται στο συμπέρασμα ότι είτε η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη είτε οι δράστες άνοιξαν με αντικλείδι, καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι, αφού δεν υπήρχαν εμφανή ίχνη διάρρηξης, η ζημία δεν καλύπτεται ασφαλιστικά. Η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ισχυρίζεται ότι η ένδικη περίπτωση εξαιρείται της ασφάλισης, σύμφωνα με τον όρο 9 τμήμα 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, επειδή οι δράστες άνοιξαν την πόρτα με αντικλείδι, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν εμφανή ίχνη διάρρηξης από κακώσεις στην είσοδο της οικίας. Επίσης ισχυρίζεται ότι τα κλαπέντα χρήματα και κοσμήματα εξαιρούνται της ασφάλισης βάσει του όρου 8 τμήμα 4 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ωστόσο όμως ανακύπτει ζήτημα ενδεχομένης καταχρηστικότητας των όρων αυτών, λόγω της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, εις βάρος του ασφαλισμένου. Επειδή όμως, όπως τίθεται ο υπό κρίση εξαιρετικός όρος, που λαμβάνει τη μορφή ΓΟΣ, δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία από τον κατάλογο των 31 περιπτώσεων καταχρηστικών όρων, οι οποίοι ενδεικτικά αναγράφονται στην παράγραφο 7 του άνω νόμου και όπου η καταχρηστικότητα ελέγχεται με βάση το ειδικότερο περιεχόμενο του γενικού όρου (ουσιαστικό κριτήριο), πρέπει να ελεγχθεί με βάση το γενικό κριτήριο της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, σύμφωνα με το οποίο, απαγορεύεται η διατύπωση γενικών όρων συναλλαγών από προμηθευτές, σε συναλλαγές, που συνάπτονται με καταναλωτές και που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων, εις βάρος του καταναλωτή, με τη διάψευση μάλιστα της δικαιολογημένης προσδοκίας του τελευταίου ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας ή του αγαθού, τον σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ενάγουσα, όταν υπέγραψε τη σύμβαση ασφάλισης (και σε κάθε μία από τις επόμενες δύο) ανανέωσή της, σαφώς προσδοκούσε ότι η ασφαλιστική κάλυψη θα ενεργοποιηθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση διάρρηξης του ασφαλισμένου διαμερίσματος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι κατά τη σημερινή εποχή, οι τεχνικές διάρρηξης είναι ποικιλότροπες και πλήρως αποτελεσματικές, το απαραβίαστο των θύρών, ακόμα και των αποκαλούμενων «ασφαλείας», αποτελεί ουτοπία, οι διαρρήξεις δε κάθε είδους θυρών, χωρίς μάλιστα φθορές, αποτελεί συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο. Η κρινόμενη εξαίρεση, ενόψει του ότι δεν υπάρχει επίταση του κινδύνου εκ μέρους του ασφαλισμένου, επιφέρει διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων δεδομένου ότι με τους όρους αυτούς η εναγομένη συνομολόγησε ουσιαστικά την απαλλαγή της από τον κίνδυνο κλοπής χρημάτων, κοσμημάτων, χρεογράφων από το ακίνητο της, όταν δεν υπάρχουν εμφανή ίχνη διάρρηξης, με αποτέλεσμα να διαψεύδει στη συγκεκριμένη περίπτωση, τις τυπικές και συναλλακτικές προσδοκίες του πελάτη ως μέσου καταναλωτή και λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος εύλογα θεωρεί ότι από μόνη της η έλλειψη ιχνών παραβίασης, δεν δικαιολογεί εξαίρεση από την κάλυψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Μετά από αυτά, ο εν λόγω όρος, ελεγχόμενος με βάση το γενικό κριτήριο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, σαφώς διαταράσσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων (ασφαλισμένης και εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας), που κατήρτισαν τη σύμβαση ασφάλισης, εις βάρος της ασφαλισμένης και επί πλέον διαταράσσεται η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, εφόσον με το περιεχόμενο αυτού αλλάζει στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση, η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη σύμβαση ασφάλισης, όπου ο ασφαλισμένος είχε την πεποίθηση ότι συνάπτει ασφάλιση, που καλύπτει και την, χωρίς ίχνη διάρρηξης, κλοπή. Ενόψει αυτών, ο συγκεκριμένος όρος είναι άκυρος και η διατύπωση στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης εκ μέρους της εναγομένης, του ως άνω καταχρηστικού και κατά συνέπεια, άκυρου γενικού όρου, είναι πράξη αντίθετη προς τον σαφώς κοινωνικό και προστατευτικό χαρακτήρα του δικαίου των γενικών όρων συναλλαγών, που θεσμοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συνιστά συγχρόνως και αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ και τις διατάξεις του άνω ν. 2251/1994, με ειδική αναφορά στην, εξάλειψη κάθε παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών, που προσφέρει στους καταναλωτές μέσω των τυποποιημένων συμβάσεων. Επομένως πρέπει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των παραπάνω όρων και να γίνει δεκτό ότι ο κίνδυνος αυτός (κλοπή με διάρρηξη ακινήτου χωρίς ίχνη) καλύπτεται από την σύμβαση ασφάλισης, συνακόλουθα, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ότι η επίδικη ζημία εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης, λόγω της ύπαρξης του όρου 9 στο τμήμα 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αποδεικνύεται απορριπτέος σαν αβάσιμος. -Αλλωστε το γεγονός της παράνομης εισόδου των δραστών στο ακίνητο της ενάγουσας συνομολογεί και ο τεχνικός σύμβουλος της εναγόμενης στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και την ένορκη βεβαίωση της συζύγου του, ενισχύεται δε και από το γεγονός ότι την ίδια ημέρα και κατά τις πρωινές ομοίως ώρες από την 3.00` έως την 5.00` πρωινή ώρα, έγινε διάρρηξη και στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της ιδίας πολυκατοικίας, που ανήκει στην ………….. (βλ. από 28-10-2011 βεβαίωση καταγγελίας του συμβάντος του Α.Τ. Χολαργού). Η εκκαλουμένη που τα ίδια δέχθηκε, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (αρ 534 ΚΠολΔ) και έκρινε ότι οι παραπάνω όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και επομένως η προκληθείσα στην ενάγουσα ζημία από τη διάρρηξη του διαμερίσματος της καλύπτεται από την σύμβαση ασφάλισης, με βάση δε αυτά απέρριψε σαν αβάσιμη την ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, παυ πρότεινε η εναγόμενη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία προσάπτει σφάλμα στην εκκαλουμένη, ισχυριζόμενη ότι έπρεπε να δεχθεί τον ισχυρισμό της ότι η εν λόγω ζημία εξαιρείται της ασφάλισης σύμφωνα με τον όρο 9 τμήμα 3 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Ομοίως, και με την ίδια ως άνω αιτιολογία, που δεν επαναλαμβάνεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, η προβλεπόμενη από τον όρο δ τμήμα 4 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου εξαίρεση της ασφάλισης των χρημάτων και κοσμημάτων, είναι άκυρη ως καταχρηστική, δεδομένου ότι η ασφαλισμένη ενάγουσα είχε την πεποίθηση ότι συνάπτει ασφάλιση, που καλύπτει την κλοπή κάθε αντικειμένου που βρίσκεται εντός της οικίας της. Επομένως ο λόγος της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας, με τον οποίο προσάπτει σφάλμα στην εκκαλουμένη, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα επιδίκασε στην ενάγουσα τη ζημία από τα χρήματα και το κόσμημα που κλάπηκαν από το διαμέρισμα καθώς και τα χρήματα που αναλήφθηκαν από την προπληρωμένη κάρτα τράπεζας, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε άτι οι δράστες α) έκλεψαν από το πορτοφόλι του γιου της ενάγουσας το ποσόν των 1000 ευρώ, β) ένα ασημένιο κολιέ αξίας 600 ευρώ, 3) έναν φορητό υπολογιστή Τ0SHIΒΑ που κατονομάζεται ρητό στο ασφαλιστήριο αξίας 1.300 ευρώ, 4) χρησιμοποίησαν την Pre-Payed Card που αφαίρεσαν και έκαναν ανάληψη ποσού 400 ευρώ μέσω Α.Τ.Μ. από υποκατάστημα της Τράπεζας ………….., που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ………….. και ………….. στην Αθήνα και 5) αφαίρεσαν μια τσάντα Burbery που ανήκε στη σύζυγο του γιου της ενάγουσας, αξίας 500 ευρώ, Η αξία της τσάντας προσδιορίζεται από το γεγονός ότι πρόκειται για ήδη χρησιμοποιημένο αντικείμενο, ενόψει δε του ότι δεν προσκομίζεται απόδειξης αγοράς της, ώστε να προκύπτει πότε και σε ποια τιμή αγοράστηκε, εύλογα η αξία της κρίνεται σε 500 ευρώ, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη. Ο δε λόγος της έφεσης της ενάγουσας-ασφαλισμένης ότι η έσφαλε η εκκαλουμένη κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, προσδιορίζοντας την αξία της τσάντας σε 500 ευρώ αντί του ορθού ποσού των 1000 ευρώ, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Επομένως η συνολική ζημία της ενάγουσας ανέρχεται σε 3.800 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης η αξία της οικοσκευής της ενάγουσας ανήρχετο σε 60.000 ευρώ και αυτή υπασφάλιξε την αξία της οικοσκευής, αφού την είχε προσδιορίσει σε 20.000 ευρώ και συνεπώς πρέπει να της επιδικασθεί, τυχόν, αποζημίωση μειωμένη κατά ποσοστό 60%, είναι απορριπτέος σαν απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν προσδιορίζεται η επιμέρους αξία των αντικειμένων της οικοσκευής. Η εκκαλουμένη, που ομοίως απέρριψε σαν αόριστη την ένσταση υπασφάλισης που πρότεινε η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία παραπονείται για την απόρριψη της άνω ένστασης, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Περαιτέρω, με βάση ειδικό όρο του ασφαλιστηρίου «για κάθε απώλεια ή ζημιά οφειλόμενη σε διάρρηξη, ληστεία θα εφαρμόζεται απαλλαγή ποσού 375 ευρώ», επομένως από την συνολική ζημία που υπέστη η ενάγουσα ύψους 3.800 ευρώ (1.000 + 600 + 1.300 + 400 + 500) πρέπει ν` αφαιρεθεί η απαλλαγή ποσού 375 ευρώ και η ασφαλιστική αποζημίωση να ορισθεί στο ποσό των 3.425 ευρώ (3.800 – 375). Ο ως άνω όρος δεν είναι άκυρος ως καταχρηστικός καθώς δεν διαταράσσει και μάλιστα σαφώς τα δικαιώματα της ασφαλισμένης, εφόσον με το περιεχόμενο αυτού δεν αλλάζει η υποχρέωση του ασφαλιστή προς καταβολή αποζημίωσης, επιπλέον δε περιλαμβάνεται στη σελίδα 3 του αρχικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, επαναλαμβάνεται δε στη σείδα 2 του από 21-9-2009 ανανεωτηρίου συμβολαίου, η δε ενάγουσα, στην οποία το συμβόλαιο είχε παραδοθεί, υπαιτίως αγνούσε τον άνω όρο. Συνεπώς ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ασφαλισμένη ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη, δεχόμενη σαν βάσιμο τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι πρέπει να εφαρμοσθεί η ως άνω, προβλεπόμενη από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, απαλλαγή και μειώνοντας το ποσό που έπρεπε να της καταβληθεί κατά το άνω ποσό απαλλαγής, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Περαιτέρω, η διατύπωση στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης εκ μέρους της εναγόμενης των πιο πάνω καταχρηστικών και κατά συνέπεια άκυρων γενικών όρων είναι πράξη αντίθετη προς τον σαφώς κοινωνικό και προστατευτικό χαρακτήρα του δικαίου των γενικών όρων συναλλαγών που θεσμοθετείται με τις διατάξεις του αρθρ. 2 του ν. 2251/1994 και συνιστά συγχρόνως και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ και τις διατάξεις ταυ άνω ν. 2251/94. Με βάση τα πιο πάνω, το γεγονός αυτό επέφερε στην ενάγουσα και δικαιούχο του ασφαλίσματος ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Η εκκαλουμένη που τα ίδια έκρινε και δέχθηκε ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από τη διατύπωση των άκυρων όρων στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας, με την οποία ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη δεχόμενη παρά το νόμο ηθική βλάβη της ενάγουσας, είναι απορριπτέος σαν αβάσιμος. Κατόπιν αυτών η πρώτη έφεση, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της σαν ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, η χρηματική ικανοποίηση, που σύμφωνα με τα ανωτέρω δικαιούται η ενάγουσα, ανέρχεται, λαμβανομένων υπόψη της παράνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης ως προμηθεύτριας, της οικονομικής κατάστασης αυτής, των αναγκών της γενικής και ειδικής πρόληψης και των λοιπών ειδικών συνθηκών που χαρακτηρίζουν την ένδικη σύμβαση, όπου ο ασφαλιζόμενος είχε την πεποίθηση ότι καλύπτεται και η ένδικη περίπτωση, στο ποσόν των 500 ευρώ. Η εκκαλουμένη που τα ίδια έκρινε και επιδίκασε στην ενάγουσα ποσό 500 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης παραπονείται ισχυριζόμενη ότι έπρεπε να της επιδικασθεί το αιτηθέν ποσό των 2.000 ευρώ, είναι απορριπτέος σαν ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και η δεύτερη έφεση, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της σαν ουσιαστικά αβάσιμη. Μετά δε την απόρριψη αμφοτέρων των εφέσεων, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, δεδομένης της αντίστοιχης νίκης και ήττας αμφοτέρων των μερών (αρ 178 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθμούς κατάθεσης 892/2012 και 1053/2012 εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αμφότερες τις εφέσεις.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία αμφότερες τις εφέσεις.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των όιαόίκων τα δικαστικά τους έξοδα, αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας.