Ειρ.Λαμ. 177/2018 (υπερχρεωμένα)


ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΟΛΟΥ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 Ν.3869/2010 (27 Π.Κ.). ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΔΟΛΙΑΣ ΠΕΡΙΕΛΕΥΣΗΣ ΣΕ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ – Δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών συνεπάγεται και η εν γνώσει του οφειλέτη επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία, το εισόδημα και τη γενικότερη θέση του. Είναι, επομένως, δόλια η αδυναμία πληρωμών αν ο οφειλέτης προβαίνει σε απερίσκεπτη απώλεια ή κατασπατάληση εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων,…

Οι αιτούντες προέβησαν σε υπερδανεισμό με τη χρήση μεγάλου αριθμού πιστωτικών προϊόντων προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο πολυτελούς διαβίωσης ανώτερο αυτού που τους επέτρεπαν οι οικονομικές τους δυνατότητες και όχι προς εξασφάλιση της στεγαστικής τους αποκατάστασης καθότι αφενός το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας τους δεν δικαιολογεί τον ανωτέρω δανεισμό αφετέρου το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που απέκτησαν με τραπεζικό δανεισμό ήταν η κύρια κατοικία τους. Η πολυετής προσφυγή των αιτούντων σε προϊόντα τραπεζικού δανεισμού και δη καταναλωτικής πίστης δεν αποδείχτηκε ότι υπαγορεύτηκε από κάποιο ιδιαίτερο λόγο ή ανάγκη που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν με τα υψηλά εισοδήματά τους.

Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΜΟΜΙΝΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΔΕΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚ ΝΕΟΥ ΑΣΚΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ 3869/2010 – Εν προκειμένω δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 του ίδιου παραπάνω νόμου …. Αντιθέτως όπως προέκυψε εκ του ανωτέρω αυτεπάγγελτου ελέγχου οι αιτούντες είχαν καταθέσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το έτος 2011 προγενέστερη αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010. Επί των ως άνω αιτήσεων οι οποίες εκδικάστηκαν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 18ης Δεκεμβρίου 2013 εκδόθηκαν η με αριθμό 54/2014 και η με αριθμό 51/2014 αντίστοιχα απορριπτικές αποφάσεις διότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο των αιτούντων η τασσόμενη από το νόμο προϋπόθεση της περιέλευσης σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (άρθρο 1 του ν. 3869/2010), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό τους. Κατά των ως άνω αποφάσεων δεν έχει ασκηθεί κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο ενώ αμφότεροι οι αιτούντες έχουν παραιτηθεί από την άσκηση αυτών.

ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ 3869/2010. ΔΥΝΑΤΗ ΚΑΙ Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ – Όμως πέραν των προαναφερθέντων, στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λειτουργεί και η διάταξη του άρθρου 744 του ΚΠολΔ, που παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμα και εκείνων που δεν έχουν ουδόλως προταθεί. Επομένως σε περίπτωση μη εξειδικεύσεως των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στο δικόγραφο της αιτήσεως, δυνάμει της διατάξεως αυτής, δεν προκαλείται ζήτημα απαραδέκτου, ακόμη και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπληρώθηκαν με δήλωση του αιτούντος στο ακροατήριο (άρθρα 236 και 741 του ΚΠολΔ) και το Δικαστήριο δύναται να ερευνήσει και ως προς αυτά προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση.


Το ειρηνοδικειο Λαμιας

συγκροτηθηκε από τον δόκιμο Ειρηνοδίκη Αστέριο Ζαχαριάδη, που ορίσθηκε με πράξη της διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Λαμίας, και από την γραμματέα Μαρίνα Ζήση.

συνεδριασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Λαμία, στις 19 Δεκεμβρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

των αιτουντων – καθ’ ων η κυρια παρεμβαση: …

των καθ’ ων η αιτηση (μετεχουσών στη δίκη πιστωτριών, οι οποίες κατέστησαν διάδικοι μετά τη νόμιμη κλήτευσή τους κατ’ άρθρον 5 ν. 3869/2010 και 748 παρ. 2 ΚΠολΔ):

1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», με έδρα στην Αθήνα επί της οδού Σταδίου αριθμός 40, νόμιμα εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ 094014249), ενεργούσα αφενός για τις απαιτήσεις της ιδίας αφετέρου για τις απαιτήσεις της ανώνυμης εταιρίας παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «ΝΤΑΪΝΕΡΣ ΚΛΑΜΠ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.Π.Π.» και τον διακριτικό τίτλο «DINERS CLUB», ως καθολική διάδοχος αυτής λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση (άρθρο 75 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ν. 2190/1920 σε συνδυασμό με την με αριθμό 59073/02-06-2015 απόφαση Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού με Κωδικούς Αριθμούς Καταχώρισης Γ.Ε.Μ.Η. 367376 και 390090), …,

2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με έδρα στην Αθήνα επί της οδού Αιόλου αριθμός 86, νόμιμα εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ 094014201), …

3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», με έδρα στην Αθήνα επί της οδού Αμερικής αριθμός 4, νόμιμα εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ 094014298) ενεργούσα αφενός για τις απαιτήσεις της ίδιας αφετέρου: α) ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD», που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου, όπως μετονομάστηκε η τράπεζα με την επωνυμία «MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD» η οποία είχε εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα με την εμπορική επωνυμία (trading name) / διακριτικό τίτλο «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ» και «MARFIN EGNATIA BANK» με διεύθυνση φορολογικής εγκατάστασης οδός Μητροπόλεως, αριθμός 20 και Κομνηνών στην Θεσσαλονίκη και διεύθυνση αλληλογραφίας οδός Λεωφόρος Κηφισίας αριθμός 24 στο Μαρούσι Αττικής, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (καθολικής διαδόχου της τράπεζας με την επωνυμία «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.»), συνεπεία συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών με την επωνυμία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» «ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΛΛΑΣ) ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και «MARFIN BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με απορρόφηση της δεύτερης (β’) και της τρίτης (γ’) εταιρείας από την πρώτη (α’), η οποία κατά τροποποίηση των άρθρων 1, 6 και 7 παρ. 1 του καταστατικού της μετονομάστηκε σε «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Φ.Ε.Κ. 6753/02-07-2007 Τεύχος Φ.Ε.Κ. Τ.Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» από την «MARFIN POPULAR BANK CO LTD», γενομένης της ειδικής αυτής διαδοχής δυνάμει της από 26-03-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και σύμφωνα με το με αριθμό 96/26-03-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 4640/26-03-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την με αριθμό 66/3/26-03-2013 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος και β) ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ», που εδρεύει στην Λευκωσία Κύπρου και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Αθήνα, οδός Λεωφόρος Αλεξάνδρας αριθμός 170, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει της από 26-03- 2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και σύμφωνα με το με αριθμό 96/26-03-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 4640/26-03-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και δυνάμει της με αριθμό 66/3/26-03-2013 αποφάσεως της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούσα κυρια παρεμβαση ως προς τις απαιτήσεις των ως άνω πιστωτικών ιδρυμάτων, …

4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», με έδρα στην Αθήνα επί της οδού Όθωνος αριθμός 8, νόμιμα εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ 094014250), …

5) Της τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΉ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» με έδρα στην Αθήνα επί της Λεωφόρου Μεσογείων αριθμός 109-111, νόμιμα εκπροσωπούμενης (ΑΦΜ 094326270),….

Αντικειμενο υποθεσης: η από 12-07-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …2016 αίτηση δικαστικής ρύθμισης χρεών σύμφωνα με τον ν. 3869/2010, εκούσιας δικαιοδοσίας, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

Μελετησε τη δικογραφια σκεφθηκε κατα το νομο

Από τις με αριθμό 3314Β722-07-2016, 3312Β722-07-2016 και 3310Β722-07-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Επαμεινώνδα Ζαφειράτου, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα στην δεύτερη των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», στην τέταρτη των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» και στην πέμπτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» αντίστοιχα εντός της κατ’ άρθρον 5 παρ. 1 του ν. 3869/2010 προθεσμίας των 15 ημερών από την κατάθεση της αίτησης. Όταν όμως η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο, οι ανωτέρω δεν εμφανίσθηκαν και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης σαν να είχαν εμφανισθεί και οι απολιπόμενοι διάδικοι, κατά τις επιταγές του άρθρου 754 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Κατά την εκφώνηση της υπό κρίση αίτησης από το πινάκιο (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου) εμφανίσθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εκπροσωπείται νόμιμα και δια προφορικής δηλώσεως του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και εξειδικεύθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της, δήλωσε ότι ασκεί κύρια παρέμβαση (άρθρα 54 παρ. 1 εδ. β’ ΠτωχΚ και 15 ν. 3869/2010) ως ειδική διάδοχος της Κυπριακής Δημόσιας Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD» διάδοχος της Κυπριακής Δημόσιας Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD», με την εμπορική επωνυμία (trading …)/διακριτικό τίτλο «CPB BANK», όπως μετονομάσθηκε η τράπεζα με την επωνυμία «MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD» με υποκατάστημα στην Ελλάδα με την εμπορική επωνυμία (trading name)/6iaKpvuiK0 τίτλο «MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ» και «MARFIN EGNATIA BANK», και ως ειδικής διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ». Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η επ’ ακροατηρίω ασκηθείσα κύρια παρέμβαση της. Η ως άνω δήλωση, με αυτό το περιεχόμενο εκτιμάται ως κύρια παρέμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 εδ. β’ του ΠτΚ, που πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ άρθρο 15 του ν. 3869/2010, (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2012, σ. 83, με περαιτέρω παραπομπές Βενιέρη I. – Κατσά Θ., Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 2013, σ. 221 επ. με περαιτέρω παραπομπές), κατά παράκαμψη της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 752 παρ. 1 ΚΠολΔ, (βλ. ό.π. Αρβανιτάκη Π., παρ. 3.2.3) πλην όμως η εν λόγω κύρια παρέμβαση, κατόπιν συνεκδικάσεώς της με την υπό κρίση αίτηση καθόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην εκουσία δικαιοδοσία κατ’ άρθρο 741 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστήριο και λόγω της προδήλου με την κρινόμενη αίτηση συνάφειας (άρθρο 741 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 246 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον παρεμβαίνων μπορεί να είναι τρίτος, ο οποίος δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η άνω πιστώτρια δεν είναι τρίτη, καθώς η κρινόμενη αίτηση της επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. την με αριθμό 331 IB722-07-2016 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή) και ως εκ τούτου αυτή κατέστη διάδικος στην παρούσα δίκη (βλ. ΕιρΘεσ 6513/2017 «ΝΟΜΟΣ», ΕιρΘεσ 1239/2012 αδημ., ΕιρΘεσ 904/2012 αδημ., 17. Αρβανιτάκη, ΣΣΔ – Σεμινάριο Σχολής Δικαστών).

Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου, ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια.

Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”.

Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α’ του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

Συνεπώς, η εξ αιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 65/2017 «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών συνεπάγεται και η εν γνώσει του οφειλέτη επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία, το εισόδημα και τη γενικότερη θέση του. Είναι, επομένως, δόλια η αδυναμία πληρωμών αν ο οφειλέτης προβαίνει σε απερίσκεπτη απώλεια ή κατασπατάληση εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων, διότι κατά τον τρόπο αυτό, μειώνει την υπάρχουσα δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει (Ε. Βενιέρη – Γ. Κατσά, Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 3η έκδοση, Κεφ. Δ’ αρ. 2 περ. ε).

Με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις πιστώτριες τους, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούν να επικυρωθεί το προτεινόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών, επικουρικά δε, σε περίπτωση μη επικύρωσης του, να διαταχθεί η ρύθμιση των χρεών τους, να εξαιρεθεί της εκποιήσεως η κύρια κατοικία τους που βρίσκεται στον Άγιο Σεραφείμ Νομού Φθιώτιδας, ως ειδικότερα περιγράφεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης, ανήκουσα κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, να αναγνωριστεί ότι με την τήρηση της ρύθμισης των οφειλών τους θα απαλλαγούν από τα χρέη τους και τέλος να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της κατοικίας των αιτούντων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 ν. 3869/2010 διαδικασία και ειδικότερα οι αιτούντες εμπρόθεσμα κοινοποίησαν εντός δεκαπέντε ημερών από την κατάθεση της αίτησης αντίγραφο της αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση γι’ αυτή στις καθ’ ων πιστώτριες τους, β) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 του ίδιου παραπάνω νόμου (βλ. το από 16-04-2018 έγγραφο του Ειρηνοδικείου Λαμίας σε συνδυασμό με την με αριθμό πρωτοκόλλου 918/16-04-2018 Βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, Τμήματος Ρύθμισης Οφειλών για έκαστο των αιτούντων).

Αντιθέτως όπως προέκυψε εκ του ανωτέρω αυτεπάγγελτου ελέγχου οι αιτούντες είχαν καταθέσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά το έτος 2011 προγενέστερη αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010.

Ειδικότερα ο αιτών είχε ασκήσει την από Π­Ι 0-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1494/25-10-2011 αίτηση του και η αιτούσα την από 12-10-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1492/25-10-2011 αίτησή της.

Επί των ως άνω αιτήσεων οι οποίες εκδικάστηκαν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 18ης Δεκεμβρίου 2013 εκδόθηκαν η με αριθμό 54/2014 και η με αριθμό 51/2014 αντίστοιχα απορριπτικές αποφάσεις διότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο των αιτούντων η τασσόμενη από το νόμο προϋπόθεση της περιέλευσης σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (άρθρο 1 του ν. 3869/2010), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό τους. Κατά των ως άνω αποφάσεων δεν έχει ασκηθεί κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο ενώ αμφότεροι οι αιτούντες έχουν παραιτηθεί από την άσκηση αυτών (βλ. τα με αριθμό 1295β/02-08-2016 και 1296β/02-08-2016 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τις με αριθμό 82/05-12-2014 και με αριθμό 83/05-12-2014 εκθέσεις παραιτήσεως από ένδικα μέσα του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Επίσης από τις με αριθμό 197Γ709-12-2014, 198Γ709-12-2014, 199Γ709-12-2014, 200Γ709-12-2014, 201Γ709-12-2014, 202Γ709-12-2014, 203Γ709-12-2014 και 204Γ709-12-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίου Τσιάρα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της με αριθμό 51/2014 απόφασης και της με αριθμό 54/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών έχει επιδοθεί νόμιμα στις καθ’ ων. Υπό τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες παραδεκτά άσκησαν την υπό κρίση αίτηση (άρθρο 8 παρ. 1 ν. 3869/2010).

Περαιτέρω, έχουν προσκομισθεί νομίμως και εμπροθέσμως οι υπεύθυνες δηλώσεις των αιτούντων για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας τους και των εισοδημάτων τους, των πιστωτών τους και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και της μη υπάρξεως μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία, καθώς και τα λοιπά έγγραφα που ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 ν. 3869/2010. Μετά δε την παραλαβή και πρωτοκόλληση της αίτησης από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και αφού διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν τυπικές ελλείψεις, ανοίχτηκε φάκελος για την τήρηση των εγγράφων και ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας καθώς και δικάσιμος για τη συζήτηση της επικύρωσης του προδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος απέτυχε καθώς χορηγήθηκε η από 12-09-2016 προσωρινή διαταγή της Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου. Επίσης, η υπό κρίση αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του ισχυρισμού των καθ’ ων καθότι στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβάνονται τα απαραίτητα στοιχεία, όπως αυτά καθορίζονται στα άρθρα 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 και 757 ΚΠολΔ, ως ελάχιστο περιεχόμενο της αιτήσεως, που αποτελεί καταρχήν και το όριο ελέγχου πληρότητας της αιτήσεως, ήτοι: α) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αιτούντων, β) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων τους, γ) κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, δ) τυχόν μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες οι οφειλέτες προέβησαν την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης, ε) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών και στ) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή τους. Παραπάνω από τα στοιχεία που ορίζονται στην ως άνω διάταξη, τα οποία επικαλούνται οι καθ’ ων προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους, μπορεί να είναι χρήσιμα για τον προσδιορισμό της οικονομικής καταστάσεως του οφειλέτη, την αξιολόγηση της αδυναμίας πληρωμής των οφειλών του κλπ, όμως θα μπορούν αυτά να προκύπτουν και από τις αποδείξεις και δεν συνιστούν έλλειψη τέτοια η οποία να μπορεί να προκαλέσει το απαράδεκτο της αιτήσεως (ΑΠ 64/2017, ΕιρΚουφ 3/2015 «ΝΟΜΟΣ», ΜονΠρωτΧαν 654/2013 αδημ., ΜονΠρωτΑλεξ 190/2012 αδημ., ΕιρΘεσ 137/2014 αδημ., ΕιρΘεσ 5104 και 5105/2011, ΕιρΧαν 396/2011 «ΝΟΜΟΣ», Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις του ν. 3869/2010, σελ. 104-107, αριθ. 41-45, Ε. Κιουπτσίδου Αρμ./64 – Ανάτυπο σελ. 1.477).

Όμως πέραν των προαναφερθέντων, στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, λειτουργεί και η διάταξη του άρθρου 744 του ΚΠολΔ, που παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμα και εκείνων που δεν έχουν ουδόλως προταθεί. Επομένως σε περίπτωση μη εξειδικεύσεως των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στο δικόγραφο της αιτήσεως, δυνάμει της διατάξεως αυτής, δεν προκαλείται ζήτημα απαραδέκτου, ακόμη και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπληρώθηκαν με δήλωση του αιτούντος στο ακροατήριο (άρθρα 236 και 741 του ΚΠολΔ) και το Δικαστήριο δύναται να ερευνήσει και ως προς αυτά προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση.

Περαιτέρω είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,4, 5, 8 και 9 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015) τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, και με το άρθρο 14 του ν. 4346/2015, που τροποποίησε τις προϋποθέσεις για την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2016 μέχρι και 31-12-2018, πλην των μην νόμιμων και ως εκ τούτου απορριπτέων αιτημάτων: α) Να επικυρωθεί το σχέδιο διευθέτησης αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης ή η επικύρωση του τροποποιημένου από τους διαδίκους σχεδίου δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό, οπότε ο Ειρηνοδίκης, αφού διαπιστώσει την κατά τα ως άνω επίτευξη συμβιβασμού, με την απόφασή του επικυρώνει το σχέδιο ή το τροποποιημένο σχέδιο, το οποίο, από την επικύρωσή του, αποκτά ισχύ δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 7 ν. 3869/2010). Όταν επιτυγχάνεται συμβιβασμός, η αίτηση του άρθρου 4 του ν. 3869/2010 ανακαλείται και το Δικαστήριο, με την απόφασή του, δεν δέχεται ούτε απορρίπτει την ανακληθείσα αίτηση και συνεπώς συνανακαλούνται όλα τα αιτήματα όπως και το αίτημα να επικυρωθεί το σχέδιο αλλά, απλώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει το συμβιβασμό και επικυρώνει το σχέδιο. Επομένως, κατά το στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού δεν υπάρχει πεδίο δικαστικής παρεμβάσεως ούτε δυνατότητα να υποχρεωθούν κατά νόμο τα μέρη προς επίτευξη συμβιβασμού και, συνεπώς, δεν μπορεί η επικύρωση του προτεινομένου σχεδίου να αποτελέσει περιεχόμενο αιτήματος προς το Δικαστήριο, β) Να αναγνωρισθεί ότι, με την τήρηση και την προσήκουσα εκτέλεση της δικαστικής ρυθμίσεως των χρεών τους, απαλλάσσονται από το υπόλοιπο αυτών, το οποίο ασκείται πρόωρα και χωρίς να πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις, αφού σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3869/2010 το αίτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο μεταγενέστερης αιτήσεως του οφειλέτη – αιτούντος, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο μετά την κανονική εκτέλεση από αυτόν όλων των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την απόφαση που εκδίδεται επί της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Αλλωστε, στην παρούσα περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 69 ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί ότι η πρόωρη δικαστική προστασία ζητείται επιτρεπτά (ΕιρΚορινθ 258/2016, ΕιρΡόδ 19/2012 «ΝΟΜΟΣ») και γ) Να συμψηφιστεί η δαπάνη μεταξύ των διαδίκων καθότι κατ’ άρθρον 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010 δικαστική δαπάνη στην εφαρμόζουσα εν προκειμένω διαδικασία δεν επιδικάζεται. Ενόψει δε του ότι δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των πιστωτριών τους, κατά την ορισθείσα ημερομηνία επικύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να ερευνηθεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή και των νομίμων τελών συζήτησης.

Οι παριστάμενες καθ’ ων πιστώτριες με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, και εξειδικεύθηκαν με τις προτάσεις τους, που κατατέθηκαν νόμιμα, αρνήθηκαν την αίτηση ως νόμω και ουσία αβάσιμη, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3869/2010 και δη ότι οι αιτούντες δεν βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους προς αυτές.

Ακολούθως προέβαλαν, εκτός από την ένσταση αοριστίας της αίτησης, για την οποία ελέχθησαν τα ανωτέρω τον ισχυρισμό περί δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, διότι ενώ γνώριζαν τις οικονομικές τους δυνατότητες και συνεπώς την αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις εντούτοις προέβησαν σε υπέρμετρο δανεισμό και έκαναν χρήση των πιστώσεων που έλαβαν. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στο άρθρο 1 ν. 3869/2010 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επιπλέον η πρώτη των καθ’ ων προέβαλε τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αίτησης διότι οι αιτούντες ζητούν κατ’ ουσίαν την απαλλαγή από τις οφειλές τους, χωρίς να σταθμίζουν τα εκατέρωθεν συμφέροντά τους, ενώ επικαλούμενοι απλώς αδυναμία εξόφλησης κατέθεσαν την υπό κρίση αίτηση, επιδιώκοντας την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010, με σκοπό την αποφυγή εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών τους. Η ένσταση αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, επειδή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά – και αληθή υποτιθέμενα – δε συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, αφού η άσκηση της αίτησης είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του ν. 3869/2010, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, η ρύθμιση δε αυτή βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος.

Εξ άλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αιτούντες ασκούν νόμιμο δικαίωμά τους και το σχέδιο διευθέτησής τους, συνιστά πρόταση προς τις πιστώτριες τους και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσει ελεύθερα την πρόταση αυτή με βάση τα σχετικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης των αιτούντων. Τέλος η τρίτη των καθ’ ων υπέβαλε επικουρικά αίτημα ρευστοποίησης της λοιπής πλην της κύριας κατοικίας ακίνητης και κινητής περιουσίας των αιτούντων.

Από την ανωμοτί εξέταση του αιτούντος, τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και την εν γένει διαδικασία αποδείχτηκαν τα ακόλουθα:

Ο αιτούντες Γ.Ρ και Ε.Τ., ηλικίας περίπου 78 και 62 ετών αντίστοιχα (έτη γέννησης 1944 και 1956) είναι σύζυγοι. Από το γάμο τους αυτό δεν έχουν αποκτήσει τέκνα. Πλην όμως

1 Οη σελίδα της με αριθμό απόφασης /2018 του Ειρηνοδικείου Λαμίας

από προηγούμενο γάμο τους ο μεν αιτών έχει αποκτήσει δύο ήδη ενήλικα και οικονομικά ανεξάρτητα τέκνα την Μαρία ηλικίας περίπου 45 ετών (έτος γέννησης 1973) και τον Σπυρίδωνα ηλικίας περίπου 44 ετών (έτος γέννησης 1974) η δε αιτούσα ένα ήδη ενήλικο και οικονομικά ανεξάρτητο τέκνο τον Γεώργιο – Αναστάσιο Ορφανουδάκη ηλικίας περίπου 35 ετών (έτος γέννησης 1983). Οι αιτούντες διαμένουν στον Αγιο Σεραφείμ Φθιώτιδας σε ισόγεια μεθ’ υπογείου οικία ανήκουσα σε έκαστο εξ αυτόν κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου.

Ο αιτών από το έτος 2000 είναι συνταξιούχος του πρώην ΤΑΠ -ΟΤΕ (νυν Ε.Φ.Κ.Α.), πρώην εργαζόμενος του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, και οι μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του συμπεριλαμβανομένων κύριων και επικουρικών συντάξεων, ανέρχονται μηνιαίως στο καθαρό ποσό των 1.280,04 ευρώ (βλ. ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων και ενημερωτικό δελτίο επικουρικής σύνταξης μηνός Νοεμβρίου 2017 σε συνδυασμό με το εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2016). Η αιτούσα μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2009 εργάζονταν ως λογίστρια στο ξενοδοχείο «ΑΘΗΝΑΙΣ» στην Αθήνα, οπότε και απολύθηκε. Έκτοτε παραμένει άνεργη εγγεγραμμένη στα μητρώα ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ. με αριθμό μητρώου 92139001, κάτοχος του με αριθμό 1012092009902622 δελτίου ανεργίας (βλ. αποδεικτικά ανανέωσης δελτίου ανεργίας από τον μήνα Μάρτιο 2009 έως και τον μήνα Νοέμβριο 2017) στερούμενη οποιουδήποτε εισοδήματος καθότι η ακίνητη περιουσία της δεν της αποφέρει κάποιο ποσό.

Συνεπώς το οικογενειακό εισόδημα των αιτούντων αποτελείται μόνο εκ των συντάξιμων αποδοχών του αιτούντος καθόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εισοδημάτων από άλλη πηγή. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποτυπώνονται και στην πορεία των εισοδημάτων των αιτούντων ως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα φορολογικά στοιχεία (εκκαθαριστικά σημειώματα και φορολογικές δηλώσεις) οικονομικών ετών 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010,2011, 2013, 2014 και φορολογικών ετών 2014 και 2016 (χρήσεις 2002 έως 2016) τα οποία ανέρχονταν αντίστοιχα στα ποσά των: 20.988,04€ και 17.194,04€ (οικογενειακό εισόδημα 38.182,98€), 21.548,92€ και 17.683,11€ (οικογενειακό εισόδημα 39.232,03€), 22.497,48€ και 19.685,95€ (οικογενειακό εισόδημα 42.183,43€), 23.725,70€ και 21.340,276 (οικογενειακό εισόδημα 45.065,976), 24.725,366 και 22.604,086, (οικογενειακό εισόδημα 47.329,446), 25.764,786 και 24.416,836 (οικογενειακό εισόδημα 50.181,616), 25.736,096 και 24.909,656 (οικογενειακό εισόδημα 51.645,746), 27.133,206 και 7.564,806 (οικογενειακό εισόδημα 34.698,006), 24.712,516 και 0,006, 22.922,916 και 385,006 (οικογενειακό εισόδημα 23.306,926), 20.350,506 και 0,006, 17.322,476 και 0,006, 17.748,006 και 0,006, 17.420,236 και 0,006, 17.257,166 και 0,006.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανάγκες διαβίωσης των αιτούντων, στις οποίες περιλαμβάνονται ενδεικτικά τα στοιχειώδη έξοδα για τροφή, ένδυση και υπόδηση, ηλεκτροφωτισμό, ύδρευση και έξοδα μετακίνησης με βάση τις συνθήκες ζωής των αιτούντων, την ηλικία τους, τον προσδιορισμό αυτών από τους ίδιους τους αιτούντες τόσο με την αίτηση όσο και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, οι οποίες όμως λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές και δεν δύνανται να παράγουν δεσμευτική ισχύ νομοθετήματος για το Δικαστήριο (βλ. I. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Γ’ Έκδοση, σελ. 498), και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας που αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, ανέρχονται στο ποσό των 900,00 ευρώ.

Με τον καθορισμό του ως άνω ποσού δεν θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης των αιτούντων, ούτε επέρχεται εξαθλίωση των οφειλετών αυτών, οι οποίοι, αιτούμενοι την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους στις απολύτως απαραίτητες για την ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών τους (βλ. ΜΠρΑαμ 65/2016, ΕιρΧαν 259/2011, όπως εκτίθεται σε Α. Γαλανοπούλου-Μητροπούλου, Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, Νομική αντιμετώπιση, σελ. 145 επ.).

Σε χρόνο λοιπόν προγενέστερο του έτους από την υποβολή της ένδικης αίτησης οι αιτούντες ανέλαβαν τα παρακάτω χρέη προς τις καθ’ ων πιστώτριές τους, τα οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρούνται ληξιπρόθεσμα με την κοινοποίηση της αίτησης και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά τον χρόνο κοινοποίησης της αίτησης σε κάθε πιστωτή, με εξαίρεση τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια που έλαβαν οι αιτούντες και των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής, μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 ν. 3869/2010) και ειδικότερα οι αιτούντες ανέλαβαν:

Ο μεν αιτών: Α) προς την πρώτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.»: 1) δυνάμει της με αριθμό 200802255043000 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 5.168,23 ευρώ, 2) δυνάμει της με αριθμό 20051245466000 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 20.019,44 ευρώ και 3) δυνάμει της με αριθμό 198612122012000 σύμβασης καταναλωτικού δανείου, την οποία είχε συνάψει με την πρώην ανώνυμη εταιρία παροχής πιστώσεων με την επωνυμία «ΝΤΑΪΝΕΡΣ ΚΛΑΜΠ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.Π.Π.» και τον διακριτικό τίτλο «DINERS CLUB», της οποίας καθολική διάδοχος είναι η πρώτη των καθ’ ων λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, χρέος ποσού 15.827,62 ευρώ. Β) προς την δεύτερη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.»: 1) δυνάμει της με αριθμό 4223853287 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 15.537,75 ευρώ, 2) δυνάμει της με αριθμό 4238322800 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 39,36 ευρώ και Γ) προς την τρίτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ως ειδική διάδοχο των ανώνυμων εταιρειών με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ» και «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD»: 1) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης 1000000006393593 σύμβασης στεγαστικού δανείου, όπου συμβάλλεται ως εγγυητής της συζύγου του – αιτούσας, χρέος ποσού 75.260,58 ευρώ, 2) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης 1000000006393358 σύμβασης στεγαστικού δανείου, όπου συμβάλλεται ως εγγυητής της συζύγου του – αιτούσας, χρέος ποσού 25.187,35 ευρώ, 3) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης 1000000034721942 σύμβασης στεγαστικού δανείου, όπου συμβάλλεται ως εγγυητής της συζύγου του – αιτούσας, χρέος ποσού 1.364,92 ευρώ, 4) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης 1000000031789037 σύμβασης καταναλωτικού δανείου, όπου συμβάλλεται ως εγγυητής της συζύγου του – αιτούσας, χρέος ποσού 41.087,88 ευρώ και 5) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης PDPD1017900660 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 73.435,36 ευρώ.

Η δε αιτούσα: Α) προς την πρώτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» δυνάμει της με αριθμό 200408060413000 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 28.337,01 ευρώ, Β) προς την τρίτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ως ειδική διάδοχο των ανώνυμων εταιρειών με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ» και «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD»: 1) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης 1000000006393593 σύμβασης στεγαστικού δανείου χρέος ποσού 75.260,58 ευρώ, 2) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης 1000000006393358 σύμβασης στεγαστικού δανείου χρέος ποσού 25.187,35 ευρώ, 3) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης 1000000034721942 σύμβασης στεγαστικού δανείου χρέος ποσού 1.364,92 ευρώ, 4) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης 1000000031789037 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 41.087,88 ευρώ και 5) δυνάμει της με αριθμό ταυτοποίησης απαίτησης PDPD1017900661 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 90.167,49 ευρώ, Γ) προς την τέταρτη των καθ’ ων με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» : 1) δυνάμει της με αριθμό 46128383501 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 7.519,90 ευρώ και 2) δυνάμει της με αριθμό 2068395626 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 5.670,00 ευρώ και Δ) προς την πέμπτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» δυνάμει της με αριθμό 5266407984515 σύμβασης καταναλωτικού δανείου χρέος ποσού 12.067,23 ευρώ.

Εκ των ανωτέρω εμπραγμάτως εξασφαλισμένες είναι οι απαιτήσεις της τρίτης των καθ’ ων με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» με την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης επί όλης της ακίνητης περιουσίας των αιτούντων και συγκεκριμένα: 1) ποσού 128.700,00 ευρώ εγγραφείσα την 20-05-2003 στον τόμο 84 και αριθμό 19 των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θερμοπυλών υπέρ της «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ», της οποίας οι συμβατικές σχέσεις έχουν μεταβιβαστεί στην τρίτη των καθ’ ων, 2) ποσού 4.200,00 ευρώ εγγραφείσα την 24-10- 2010 στον τόμο 96 και αριθμό 86 το ιδίων ως άνω βιβλίων υποθηκών υπέρ επίσης της «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ» και 3) ποσού 41.496,27 ευρώ εγγραφείσα την 31-10-2012 στον τόμο 98 και αριθμό 160 των ιδίων ως άνω βιβλίων υποθηκών υπέρ της «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD» της οποίας οι συμβατικές σχέσεις έχουν μεταβιβαστεί στην τρίτη των καθ’ ων (βλ. το από 21-10-2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφυλακείου Θερμοπυλών). Τόσο για τις ανωτέρω εμπραγμάτως εξασφαλισμένες απαιτήσεις, οι οποίες συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως, όσο και για τις λοιπές ανέγγυες απαιτήσεις λαμβάνονται υπόψη τα ποσά αυτών ως εισφέρονται από τους αιτούντες διότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτουν τα ποσά που ανέρχονται ταύτες κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκδόσεως οριστικής απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 εδαφ. α’ του ν. 3869/2010) και κατά τόν κρίσιμο χρόνο επίδοσης της αιτήσεως (άρθρο 6 παρ. 3 εδαφ. β’ του ν. 3869/2010) αντίστοιχα. Επομένως το συνολικό ύψος της οφειλής του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 272.928,49 ευρώ και της αιτούσας ανέρχεται στο ποσό των 286.662,36 ευρώ. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι εκ του συνολικού του δανεισμού των αιτούντων, που ανέρχεται στο ποσό των 559.590,85 ευρώ τα κοινά δάνεια, όπου ο αιτών συμβλήθηκε ως εγγυητής της συζύγου του – αιτούσας, ανέρχονται στο ποσό των 142.900,73 ευρώ και τα υπόλοιπα αφορούν ατομικά χρέη των αιτούντων, ενώ μεγάλο μέρος αυτών αφορά απαιτήσεις εκ καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών.

Οι αιτούντες λοιπόν προέβησαν σε υπερδανεισμό με τη χρήση μεγάλου αριθμού πιστωτικών προϊόντων προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο πολυτελούς διαβίωσης ανώτερο αυτού που τους επέτρεπαν οι οικονομικές τους δυνατότητες και όχι προς εξασφάλιση της στεγαστικής τους αποκατάστασης καθότι αφενός το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας τους δεν δικαιολογεί τον ανωτέρω δανεισμό αφετέρου το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που απέκτησαν με τραπεζικό δανεισμό ήταν η κύρια κατοικία τους, ήτοι η με στοιχεία Τ5-11 ισόγεια μεθ’ υπογείου οικία, κτισμένη επί του «γ» οικοδομικού συγκροτήματος οικοπέδου συνολικής εκτάσεως 181.800,00 τ.μ., εκτάσεως του ιδιόχρηστου χώρου αυτής 304,00 τ.μ., εμβαδού του ισογείου 97,00 τ.μ. και του υπογείου 45,00 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 4,7/1000 εξ αδιαιρέτου, στην οποία ανήκει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του με αριθμό 23 χώρου στάθμευσης, που είχε εκτιμώμενη από την εφορεία αξία 69.795,00 ευρώ και πραγματικό τίμημα 66.700,00 ευρώ (βλ. το με αριθμό 64390/15-04-2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σταυρούλας Κολοβού – Γεώργιλα). Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο ανάληψης των δανειακών τους υποχρεώσεων, οι δαπάνες διαβίωσης των αιτούντων παρέμεναν αμετάβλητες, ως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, καθότι δεν υπήρχαν μεταβολές στην προσωπική και οικογενειακή τους κατάσταση. Οι αιτούντες δεν αποδεικνύουν ποιο ήταν το ακριβές ποσό των μηνιαίων καταβολών προς τις καθ’ ων πιστώτριές τους πριν της επικαλούμενης περιέλευσή τους σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

Οψίμως μόνο η αιτούσα κατά την ανωμοτί κατάθεσή της ισχυρίστηκε ότι η μηνιαία δόση ανέρχονταν περί των 850,00 ευρώ. Πλην όμως εκ του προσκομιζόμενου αποδεικτικού υλικού και δη των βεβαιώσεων οφειλών των καθ’ ων, όπου αναγράφεται το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης αυτών, προκύπτει ότι η συνολική μηνιαία όμως δόση για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων για τον μεν αιτούντα υπερέβαινε το ποσό των 714,00 ευρώ για τη δε αιτούσα υπερέβαινε το ποσό των 715,10 ευρώ, ήτοι η συνολικά μηνιαία δόση που επιβάρυνε τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό ανέρχονταν σε ποσό άνω των 1.429,10 ευρώ στο οποίο ποσό δεν περιλαμβάνεται η μηνιαία δόση προς την τρίτη των καθ’ ων με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία κατείχε και το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού τους, δεδομένου ότι στις βεβαιώσεις οφειλών αυτής δεν αναγράφεται το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης ούτε προέκυψε από κανένα εκ των λοιπών προσκομιζόμενων εγγράφων οπότε μετά βεβαιότητας συνάγεται το συμπέρασμα ότι η μηνιαία δόση για έκαστο των αιτούντων υπερέβαινε κατά πολύ τα ως άνω ποσά και σαφώς το ποσό των 850,00 ευρώ που αβασίμως ισχυρίστηκε η αιτούσα. Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αιτούντων, καθίσταται σαφές ότι τα εισοδήματά τους, ακόμη και στην υψηλότερη εκδοχή τους, ποτέ δεν θα τους επέτρεπαν να καλύπτουν τις δαπάνες διαβίωσής τους και ταυτόχρονα να ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση των ως άνω δανειακών συμβάσεων απορριπτόμενου του ισχυρισμού τους ότι η απόλυση της αιτούσας αποτέλεσε το αφετήριο γεγονός της περιέλευσής τους σε αδυναμία πληρωμών.

Παράλληλα οι αιτούντες, δεν επικαλέστηκαν, ούτε απέδειξαν ότι είχαν τυχόν εισοδήματα και από άλλες πηγές (π.χ. εισόδημα από τα ακίνητα), τα οποία χρησιμοποιούνταν ως συμπλήρωμα του συνολικού ποσού της δόσης που έπρεπε να καταβάλλουν μηνιαίως στους πιστωτές τους. Επιπλέον, δεν απέδειξαν ότι κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών τους, ανέμεναν ή ήλπιζαν σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών τους, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής των χρεών τους, αλλά ούτε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, πιθανή βελτίωση του οικογενειακού τους εισοδήματος στο μέλλον, ώστε να προσδοκούν αυτοί δικαιολογημένα και με βεβαιότητα ότι με την αύξηση των εισοδημάτων τους θα δύνανται να αποπληρώνουν προσηκόντως τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Άλλωστε η φύση των αποδοχών τους δεν δικαιολογούσαν τέτοια προσδοκία. Επίσης τα προβλήματα υγείας που επικαλούνται δεν συνδέονται άνευ ετέρου και χωρίς την προσκόμιση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων με την σοβαρή επιβάρυνση των εισοδημάτων τους, τέτοια ώστε να μην τους επιτρέπει να είναι συνεπείς στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Η πολυετής προσφυγή των αιτούντων σε προϊόντα τραπεζικού δανεισμού και δη καταναλωτικής πίστης δεν αποδείχτηκε ότι υπαγορεύτηκε από κάποιο ιδιαίτερο λόγο ή ανάγκη που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν με τα υψηλά εισοδήματά τους.

Ο ισχυρισμός τους ότι κατέφυγαν στο δανεισμό, προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα που απαιτήθηκαν για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων υγείας τους και την στεγαστική τους αποκατάσταση, παρόλο που δεν αποδείχθηκε ποιας έκτασης δαπάνες προέκυψαν και πόσα χρήματα απαιτήθηκαν γι’ αυτά, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την υπερχρέωσή τους, εφόσον τόσο ο αιτών όσο και η σύζυγος του εισέπρατταν υψηλά εισοδήματα που υπερκάλυπταν τις δαπάνες διαβίωσης μιας διμελούς οικογένειας και αρκούσαν με τη σωστή διαχείρισή τους και για την αντιμετώπιση εκτάκτων και απρόβλεπτων αναγκών. Σε κάθε περίπτωση η προσφυγή από μέρους των αιτούντων στον τραπεζικό δανεισμό λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ύψους αυτού, της διάρκειας και της συχνότητας του, κρίνεται ότι υπερβαίνει κατά πολύ, κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, τις ανακύπτουσες ανάγκες τους.

Από το έτος 2003 και έπειτα οι αιτούντες, έχοντας το προαναφερόμενο εισόδημα, συμφώνησαν με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, αναλαμβάνοντας την καταβολή εξαιρετικά υψηλής συνολικής δόσης ως ήδη αναφέρθηκε. Ωστόσο, αν και το εισόδημά τους, ως αυτό αναλυτικά παρατέθηκε ανωτέρω, τους επέτρεπε να είναι συνεπείς, αρχικά τουλάχιστον, έναντι των πιστωτών τους, το γεγονός ότι σύναψαν από το 2003 μέχρι το 2010, ήτοι σε διάστημα επτά ετών, 15 συνολικά δανειακές συμβάσεις αναλαμβάνοντας την προαναφερόμενη υψηλή δόση και μάλιστα τη στιγμή που αμφότεροι δεν διέθεταν άλλα εισοδήματα πλην των συντάξιμων αποδοχών του αιτούντος και του μισθού της αιτούσας, οδηγεί το παρόν Δικαστήριο στην παραδοχή ότι οι αιτούντες προέβλεψαν ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός τους με βάση τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών τους, θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχτηκαν το αποτέλεσμα αυτό. Ακόμη όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι αιτούντες, δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν τις μελλοντικές οικονομικές δυνατότητες τους, πράγμα αμφίβολο κατά τα προρρηθέντα, και πάλι το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί στην παραδοχή ότι περιήλθαν χωρίς δόλο σε αδυναμία πληρωμών. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τη φορολογία εισοδήματος οικονομικού έτους 2010 και την από 18-02-2009 απόδειξη, η αιτούσα έλαβε ως αποζημίωση απόλυσης το καθαρό ποσό των 36.004,98 ευρώ.

Η αιτούσα λοιπόν πέραν της δανειοδότησής της έλαβε επιπλέον και το ως άνω ποσό, το οποίο λόγω του ύψους τους θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, με τη λελογισμένη διαχείρισή του, να ενισχύσει σημαντικά το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημά τους με ένα επιπλέον ποσό που θα προοριζόταν για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, αντί να αναλωθεί άμεσα χωρίς στο μεταξύ να έχει καταβληθεί κάποιο ποσό στις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες. Η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι το ποσό αυτό για αναλώθηκε την εξυπηρέτηση των δανείων τους και της εξετάσεις υγείας της χωρίς να προσδιορίζει ποιες δανειακές υποχρεώσεις ικανοποιήθηκαν, πότε έγιναν καταβολές και τι ποσό εν τέλει καταβλήθηκε για κάθε αιτία.

Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος καθ’ όσον δεν προσκομίζονται προς επίρρωση τούτου σχετικά παραστατικά ανάληψης και κατάθεσης συγκεκριμένων ποσών προς εξόφληση δανειακών υποχρεώσεων ούτε σχετικά εξοφλητικά έγγραφα των καθ’ ων από τα οποία θα προέκυπτε ενδεχομένως το συνολικό ποσό το οποίο δαπάνησαν για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση των δανείων τους ούτε αποδείξεις ιατρικών δαπανών που να δικαιολογούν την ανάλωση τόσο μεγάλου ποσού, αλλά αντιθέτως, και παρά το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε με ποιον τρόπο αναλώθηκε το ανωτέρω ποσό, οι αιτούντες εξακολούθησαν και μετά την απόλυση της αιτούσας και την καταβολή της άνω αποζημίωσης απόλυσης να προβαίνουν στη σύναψη νέων δανειακών συμβάσεων. Ειδικότερα η αιτούσα σύναψε την 11-05-2010 με την τέταρτη των καθ’ ων σύμβαση καταναλωτικού δανείου ποσού 3.200,00 ευρώ επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο των οικογενειακό τους προϋπολογισμό. Τελικά λοιπόν, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η δυσχερής οικονομική κατάσταση είχε ως απότοκο τη σταδιακή συσσώρευση των χρεών τους, με αποτέλεσμα αμφότεροι οι αιτούντες να οδηγηθούν σε οικονομικό αδιέξοδο και περί το έτος 2013, οπότε είχε καταγγελθεί και το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών τους συμβάσεων, να προβούν σε μόνιμη παύση των πληρωμών τούτο όμως δεν αποτελεί, ως απεδείχθη, συνέπεια αστάθμητων παραγόντων. Αντιθέτως, η περιέλευσή τους σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών ανέκυψε αποκλειστικά από δική τους υπαιτιότητα, καθότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το εύρος του δανεισμού τους εκτάθηκε πολύ πέραν των μελλοντικών οικονομικών τους δυνάμεων, τις οποίες ήταν σε θέση να προβλέψουν, ιδίως λόγω και των γνώσεων της αιτούσας επί των οικονομικών ένεκα της επαγγελματικής ενασχόλησης ως λογίστριας, πολλώ δε μάλλον, επιβάρυναν οι ίδιοι την οικονομική τους κατάσταση συνεπεία κακοδιαχείρισης του εισοδήματος τους. Η συμπεριφορά, επομένως, των αιτούντων πόρρω απέχει από τη λογική μίας απλής αστοχίας ή ενός ατυχούς προγραμματισμού των οικονομικών υποχρεώσεών τους, δηλονότι αυτοί προέβησαν αφειδώς στον ως άνω δανεισμό, ο οποίος συνεπαγόταν συνολική μηνιαία δόση που υπερέβαινε τις οικονομικές τους δυνατότητες, κι έτσι εν γνώσει τους επιδείνωσαν σε ανεξέλεγκτο βαθμό την οικονομική τους θέση.

Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δανειοδοτήθηκαν με τα παραπάνω ποσά παρότι διέβλεπαν ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο αυτό, αφού, παρά τον ισχυρισμό των καθ’ ων περί δόλιας περιέλευσής τους στη σημερινή κατάσταση της υπερχρέωσης, οι αιτούντες δεν ανταπέδειξαν ότι κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών ανέμεναν ή ήλπιζαν σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών τους, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής τούς, ούτε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο αναμενόμενη βελτίωση των εισοδημάτων των αιτούντων.

Ενώ το ικανοποιητικό αρχικά εισόδημα των αιτούντων δεν επαρκούσε για την κάλυψη των δανειακών τους υποχρεώσεων λόγω του ύψους και του πλήθους αυτών, γεγονός το οποίο τελούσε σε γνώση τους, αυτοί μολαταύτα συνέχιζαν να συμφωνούν με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρόλο που προέβλεπαν ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός τους με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών τους, θα τους οδηγούσαν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, η οποία θα επέρχονταν έτσι και αλλιώς ανεξάρτητα από την απόλυση της αιτούσας, και όμως αποδέχονταν το αποτέλεσμα αυτό.

Οι αιτούντες λοιπόν, εν όψει και όσων διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, δολίως περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμής των οικονομικών τους υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο προς τους καθ’ ων πιστωτές τους γενόμενου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των καθ’ ων. Η κατάφαση της αποδειχθείσας ως άνω δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους αναιρεί την ιδιότητα των καλόπιστων υπερχρεωμένων οφειλετών που δικαιούνται να υπαχθούν στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 3869/2010 αφού οδηγήθηκαν με δική τους υπαιτιότητα σε υπέρμετρο δανεισμό.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατ’ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού των καθ’ ων, διότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο των αιτούντων η τασσόμενη από το νόμο προϋπόθεση της χωρίς δόλο περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό της παρούσης.

Εφ’ όσον δεν προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρο 14 ν. 3869/2010) δεν ορίζεται σχετικό παράβολο. Τέλος δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010.

Για τους λογους αυτους

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης, της τέταρτης και της πέμπτης των καθ’ ων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Λαμία στιςΙΟ·-5>-2018, σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Πηγή: Tetravivlos.gr