Νομολογία: ΕιρΛαγκαδά 24/2016
Υπερημερία οφειλέτη: σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει, αν τάξει εύλογη προθεσμία στον οφειλέτη και του δηλώσει κατηγορηματικά ότι, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αυτής, αποκρούει την παροχή. Ορισμός προθεσμίας δεν απαιτείται αν, από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη, προκύπτει ότι αυτός θα ήταν άσκοπος ή αν ο δανειστής δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση ολόκληρης της σύμβασης. Αν ο δανειστής επιθυμεί να επικαλεστεί μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, οφείλει να το ανακοινώσει στον οφειλέτη.
Υπαναχώρηση: με την άσκησή της επέρχεται άμεση διάλυση της σύμβασης με αναδρομική ενέργεια και ενοχικά μόνο αποτελέσματα. Οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να αποδώσουν ό,τι έλαβαν με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Πώληση: ο αγοραστής, σε περίπτωση υπερημερίας του πωλητή ως προς την εκπλήρωση των δύο κύριων υποχρεώσεών του, δικαιούται να υπαναχωρήσει με τους όρους που ισχύουν για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις.
Αυτοκίνητο: η μεταβίβαση της κυριότητάς του καταχωρίζεται στο βιβλιάριο μεταβολών ως συστατικός τύπος. Η τήρηση του τύπου απαιτείται μόνο για την εμπράγματη δικαιοπραξία και όχι για την υποσχετική της πώλησης ή το προσύμφωνο.
Αδικοπραξία: η παράβαση της σύμβασης μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη, όταν η σχετική πράξη ή παράλειψη θα ήταν παράνομη και χωρίς την ύπαρξη της συμβατικής σχέσης. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα πρόκειται για συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, οπότε η ικανοποίηση της μίας αξίωσης συνεπάγεται την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με την τελευταία ζητείται κάτι περισσότερο.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383 και 385 ΑΚ προκύπτει ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, ο δανειστής αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση ή υπαναχώρηση από τη σύμβαση, εάν τάξει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία εκπληρώσεως συνοδευόμενη από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωση ότι μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αυτής αποκρούει την παροχή και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή.
Ορισμός της προθεσμίας αυτής δεν απαιτείται και ο δανειστής, εφόσον συντρέχουν οι όροι της υπερημερίας του οφειλέτη, δικαιούται να ασκήσει αμέσως και απευθείας τα ως άνω δικαιώματα μόνο: α) εάν από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη προκύπτει, κατά τους όρους της συναλλακτικής καλής πίστεως και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι ο καθορισμός της προθεσμίας θα ήταν άσκοπος, όπως όταν αυτός δηλώσει, κατά τρόπο οριστικό και κατηγορηματικό, ότι δεν θα εκπληρώσει την παροχή ή όταν κωφεύει σε επανειλημμένες οχλήσεις του αγοραστή, επιδεικνύοντας έτσι πλήρη αδιαφορία για την εκπλήρωση της παροχής(ΕφΑθ 976/1984 ΕλλΔνη27, 104), και β) εάν ο δανειστής, λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη, δεν έχει πλέον συμφέρον όχι απλώς στην εκπλήρωση της καθυστερημένης παροχής αλλά στην πραγματοποίηση της όλης συμβάσεως με την εκπλήρωση και της αντιπαροχής του, εφόσον η έλλειψη αυτή του συμφέροντος του δανειστή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπερημερία του οφειλέτη(ΕφΑθ 10841/1987 ΕλλΔνη 30. 822). Εάν ο δανειστής επιθυμεί να επικαλεσθεί τη συνδρομή μιας από τις περιπτώσεις αυτές, οφείλει να το ανακοινώσει στον οφειλέτη, γιατί από μόνη την υπερημερία του τελευταίου δεν αποκτά χωρίς άλλο (αυτοδικαίως) δικαίωμα αποζημιώσεως ή υπαναχωρήσεως λόγω μη εκπληρώσεως (ΑΠ 339/1982ΝοΒ 30.1459,βλ και Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ,υπό άρθρα 383-385 αρ.1,5,8,9 και 11). Η διαπλαστική δήλωση του δανειστή ότι, λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη και της εκλείψεως του συμφέροντός του για την εκτέλεση της συμβάσεως, αποκρούει την παροχή και υπαναχωρεί (εφόσον προτιμήσει την υπαναχώρηση), δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά, μπορεί δε να ασκηθεί και με την ίδια την αγωγή (ΑΠ 617/1990 ΕλλΔνη 32.345, ΕφΑθ 4435/1986 ΕλλΔνη 28. 644). Εξάλλου, κατά το άρθρο 389 παρ.2 του ΑΚ,με την άσκηση της υπαναχωρήσεως επέρχεται άμεση διάλυση της συμβάσεως με αναδρομική ενέργεια και ενοχικά μόνον αποτελέσματα. Έτσι,η σύμβαση καταργείται από την αρχή (ex tunc) και συνεπώς αποσβήνονται όλες οι από αυτήν υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, οι οποίοι πλέον υποχρεούνται αμοιβαία να αποδώσουν καθετί που έλαβαν σε εκτέλεση της συμβάσεως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού λόγω της αναδρομικής καταργήσεως της συμβάσεως έχασαν τη νόμιμη αιτία τους (ΑΠ 973/2015 ΤΝΠ Νόμος,Εφθεσ 290/1990 ΕλλΔνη 31[1990] 1314 ΕφΑθ 5020/1988 ΕλλΔνη 31 1990.585, ΕφΑθ 4435/1986 ΕλλΔνη 28[1987].644). Αυτό σημαίνει ότι αποδίδεται η ωφέλεια, δηλαδή η παροχή ή το αντάλλαγμά της ή η αξία της σε χρήμα (ΑΚ 908,ΕφΑθ 5020/1988 ΕλλΔνη 31 [1990].585). Τα παραπάνω ισχύουν και στη σύμβαση πωλήσεως, δυνάμει του άρθρου 516 του ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη». Έτσι, ο αγοραστής, σε περίπτωση υπερημερίας του πωλητή και ως προς τις δύο κύριες υποχρεώσεις του κατά το άρθρο 513 του ΑΚ,έχει δικαίωμα υπαναχώρησης υπό τις προυποθέσεις των άρθρων 383-385 του ΑΚ(ΕφΑθ 4435/1986 ό.π.).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ.1146/1972 και Ν.722/1977 που ισχύουν παράλληλα, κάθε συμφωνία περί μεταβιβάσεως της κυριότητας επί αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσικλέτας, κάθε κατηγορίας και χρήσης, ολόκληρου ή ιδανικού μεριδίου, καταχωρίζεται στο βιβλιάριο μεταβολών του οχήματος και η εγγραφή αυτή αποτελεί τη μοναδική απόδειξη κτήσεως κυριότητας, η τήρηση δε του τύπου αυτού αποτελεί συστατικό στοιχείο για το κύρος της δικαιοπραξίας(ΑΠ 1311/1984 ΝοΒ 33. 996). Η τήρηση του συστατικού αυτού τύπου απαιτείται μόνο για την εμπράγματη σύμβαση μεταβιβάσεως της κυριότητας του αυτοκινήτου και όχι για την υποσχετική της πωλήσεως ή το προσύμφωνο, οι οποίες εγκύρως καταρτίζονται και ατύπως (ΑΠ 1259/1985 ΝοΒ 34. 859,ΑΠ 161/1985 ΝοΒ 33.1705,ΑΠ 1311/1984 ΝοΒ33. 996,ΕφΑθ 4144/2011 ΕλλΔνη 2012.546,ΕφΘεσ 222/1999 Αρμ.2000.1139, ΕφΑθ 3183/1990 ΕλλΔνη31.1506, ΕφΑθ 859/1987 ΕλλΔνη 28. 1457,ΕφΑθ 4354/1986 ΕλλΔνη 27.1336, ΕφΑθ 229/1981 ΝοΒ29. 732).
Τέλος, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει εκτός από τη συμβατική ευθύνη και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, διότι αντίκειται στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο, κατ΄άρθρο 914ΑΚ, γενικό καθήκον του να μην ζημιώνει κανείς άλλον υπαιτίως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείου (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1600/2002ΕλλΔνη 44,768, ΑΠ47/1996 ΝοΒ 46.246 ΕφΠατρ 601/2009 ΑχαΝομ 2010.26 ΕφΑθ 8091/2002 ΕλλΔνη 45.257). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, οπότε σώζονται μόνο ως προς αυτό(ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ.2010. 1337,ΕφΑθ 529/2002 ΕλλΔνη 43.1496, ΕφΠειρ 198/1998 ΕλλΔνη 39.932).
Η ένδικη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (ΚΠολΔ. 466 παρ. 1,14 παρ1 περ α και 22) κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές. Από τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, εάν αυτά υποτεθούν αληθινά, και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη προκύπτουν τα εξής: Η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε εγκύρως, αφού η υποσχετική δικαιοπραξία μεταβιβάσεως οποιουδήποτε οχήματος μπορεί να καταρτιστεί και προφορικά.
Ο εναγόμενος περιήλθε σε υπερημερία οφειλέτη καθώς δεν εκπλήρωσε τη μία από τις δύο κύριες υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ως πωλητής, δηλ. την υποχρέωσή του για μεταβίβαση της κυριότητας της μηχανής. Ως εκ τούτου, ο ενάγων, έχοντας είτε δικαίωμα αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση είτε υπαναχώρησης από τη σύμβαση, επιλέγοντας να επιστρέψει τη μηχανή, επέλεξε και άσκησε το μη υποκείμενο σε ορισμένο τύπο δικαίωμα της υπαναχώρησης. Τούτο δε έπραξε δίχως να χρειάζεται να τάξει προθεσμία στον εναγόμενο, διότι αυτός του είχε ήδη δηλώσει ότι δεν ηδύνατο να παραδώσει την άδεια κυκλοφορίας και του πρότεινε να δεχτεί είτε να του μεταβιβάσει άλλη μηχανή ίσης αξίας είτε να αγοράσει άλλη μηχανή μεγαλύτερης αξίας, καταβάλλοντάς του τη διαφορά. Κατόπιν της πρότασης αυτής του εναγομένου, ο οποίος παρέλαβε πίσω το πωληθέν από αυτόν όχημα, οι διάδικοι διαπραγματεύθηκαν την κατάρτιση νέας συμβάσεως, η οποία όμως τελικά δεν καταρτίσθηκε, διότι ο ενάγων δεν δέχθηκε να αγοράσει άλλη μηχανή μεγαλύτερης αξίας. Με την εξώδικο που απέστειλε ο ενάγων έταξε προθεσμία στον εναγόμενο για την επιστροφή της μηχανής που του είχε ήδη επιστρέψει, επικουρικά δε για την περίπτωση μη αποδόσεώς της, δήλωσε ότι υπαναχωρεί και ζήτησε την επιστροφή των 700 ευρώ που είχε καταβάλει, με το νόμιμο τόκο.
Πλην όμως, με την υπαναχώρηση που εχώρησε με την απόδοση της μηχανής λύθηκε η σύμβαση εξ αρχής και η ήδη ασκηθείσα υπαναχώρηση δεν ανακαλείται.
Ως εκ τούτου, η δήλωση στην εξώδικο περί υπαναχωρήσεως ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, καθώς η υπαναχώρηση είχε προηγηθεί και είχε ήδη επιφέρει τα αποτελέσματά της.
Επομένως, νομίμως ζητά ο ενάγων την επιστροφή του ποσού των 700 ευρώ, με βάση την υπαναχώρηση που άσκησε το χειμώνα του 2014, από το χρονικό σημείο της οποίας θα εδικαιούτο να ζητήσει τόκους, πλην όμως αρκείται στην υποβολή αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων από την επίδοση στις 26.5.2015 της από 10.5.2015 εξωδίκου δηλώσεως.
Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της εξωδίκου, διότι με αυτήν τάχθηκε προθεσμία για την καταβολή των 700 ευρώ με το νόμιμο τόκο, όπως προαναφέρθηκε.
Το αίτημα περί απόδοσης του ποσού των 700 ευρώ στηρίζεται στη σύμβαση και δη στην αθέτηση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, όχι όμως και στην αδικοπραξία, διότι η εκτιθέμενη στην αγωγή υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του εναγομένου, με την οποία παραβιάσθηκε η σύμβαση, χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη δεν θα ήταν παράνομη και δεν μπορεί να θεμελιώσει αξίωση από αδικοπραξία.
Ειδικότερα, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος τον ”έπεισε” να καταρτίσει τη σύμβαση, δεν επικαλείται προσθέτως ότι αυτός έπραξε τούτο με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, έχοντας εξαρχής την πρόθεση να βλάψει την περιουσία του και σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το αίτημα περί επιδικάσεως του ποσού των 500 ευρώ για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο. Επομένως, κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 361, 513, 516, 330, 382, 389 ΑΚ, 3παρ.1Ν.Δ. 1146/1972, 341, 345, 346 ΑΚ και 176 του Κ.Πολ.Δ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά.
Από τα μετ΄επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα, τις επιμέρους ομολογίες που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Στις 18 Ιουλίου 2013, μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε σύμβαση πωλήσεως, με την οποία ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα και να παραδώσει στον ενάγοντα μία μεταχειρισμένη τετράτροχη μηχανή, τύπου ATV, 50 κυβικών , αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 700 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων προκατέβαλε το ποσό των 300 ευρώ (βλ την από 18.7.2013 απόδειξη του εναγομένου). Επίσης ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει μαζί με τη μηχανή και όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνταν για τη μεταβίβασή της στο όνομα του ενάγοντος (όπως την άδεια κυκλοφορίας, εξουσιοδοτήσεις προς αρμόδιες υπηρεσίες κλπ), κατά το χρόνο καταβολής του υπολοίπου ποσού. Η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε εγκύρως, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η υποσχετική δικαιοπραξία μεταβιβάσεως οποιουδήποτε οχήματος μπορεί να καταρτιστεί και προφορικά. Στις 1.8.2013,ο ενάγων κατέβαλε το υπόλοιπο τίμημα των 400 ευρώ (βλ την από 1.8.2013 απόδειξη του εναγομένου) και ο εναγόμενος του παρέδωσε τη μηχανή, δίχως όμως τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνταν για τη διαδικασία μεταβίβασης της κυριότητάς της στο όνομα του, όπως δε του ανακοίνωσε τελικά περί τα μέσα του έτους 2014, δεν ήταν δυνατόν να του παραδώσει την άδεια κυκλοφορίας.
Επομένως, ο εναγόμενος δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τη μία από τις δύο κύριες υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ως πωλητής, δηλ την υποχρέωσή του για μεταβίβαση της κυριότητας της μηχανής, και περιήλθε σε υπερημερία ως προς την εκπλήρωση της παροχής. Ο ενάγων, έχοντας είτε δικαίωμα αποζημίωσης για τη μη εκπλήρωση είτε υπαναχώρησης από τη σύμβαση, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, το χειμώνα του 2014 απέδωσε τη μηχανή στον εναγόμενο, κατόπιν μάλιστα προτάσεως του τελευταίου να δεχτεί να του παραδώσει άλλη μηχανή ίσης αξίας ή να του πωλήσει άλλη μηχανή μεγαλύτερης αξίας με την καταβολή της διαφοράς. Από την ως άνω ενέργεια του ενάγοντος συνάγεται ότι αυτός επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της υπαναχώρησης από τη σύμβαση, το οποίο δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να ασκηθεί ρητά ή σιωπηρά. Επειδή τελικά δεν καταρτίσθηκε νέα σύμβαση, στις 26.5.2015, ο ενάγων απέστειλε στον εναγόμενο την από 10.5.2015 εξώδικη δήλωση με την οποία, μεταξύ άλλων, του δήλωσε ότι επιθυμούσε να του επιστραφεί η τετράχρονη μηχανή, τύπου ATV, 50 κυβικών, μαζί με τα δικαιολογητικά έγγραφα που απαιτούνταν για τη μεταβίβασή της εντός προθεσμίας δέκα ημερών, διαφορετικά να του επιστραφεί το καταβληθέν ποσό των 700 ευρώ με το νόμιμο τόκο, εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας, δηλώνοντάς του την υπαναχώρησή του από τη σύμβαση στην περίπτωση αυτή. Όμως, η επιλογή του ενάγοντος να υπαναχωρήσει το χειμώνα του 2014, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, επέφερε την ανατροπή της συμβάσεως πωλήσεως αναδρομικώς και εξ αρχής, η δε δήλωσή του αυτή δεν ήταν δυνατόν να ανακληθεί και απλώς επαναλαμβάνεται στην εξώδικο και στην ένδικη αγωγή. Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος, ο οποίος παρέλαβε πίσω τη μηχανή και τίποτα από τα παραπάνω δεν αναιρεί, υποχρεούται να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό των 700 ευρώ που έλαβε από αυτόν, αφού λόγω της αναδρομικής καταργήσεως της συμβάσεως η παροχή αυτή έχασε τη νόμιμη αιτία της.
[Όταν μία αμφοτεροβαρής σύμβαση εξελίσσεται ανώμαλα λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη, ο δανειστής μπορεί, εκτός από την προστασία που του παρέχει η γενική διάταξη της ΑΚ 343 παρ 1 (Απ.Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος,2015, παρ.30 αρ.7), να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει. Η άσκηση των δικαιωμάτων της ΑΚ 383 εδ.β προϋποθέτει τον ορισμό στον οφειλέτη εύλογης προθεσμίας εκπλήρωσης και, ταυτόχρονα, δήλωση του δανειστή ότι, με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας, αποκρούει την παροχή. Η διαφορά της ΑΚ 383 από τη γενική ρύθμιση της 343 παρ 2 συνίσταται στο ότι ο δανειστής, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας που έχει τάξει στον οφειλέτη, μπορεί να υπαναχωρήσει ή να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί το άχρηστο της παροχής (Αστ.Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 2011, παρ 22 αρ.84). Σύμφωνα με την ΑΚ 385, δεν απαιτείται, καταρχήν, να ταχθεί προθεσμία, αν από τη στάση του οφειλέτη προκύπτει ότι τέτοιος ορισμός θα ήταν άσκοπος, όπως όταν δηλώνει ότι δεν θα εκπληρώσει την παροχή (ΑΠ 905/2011 ΝοΒ 2012/123), όταν κωφεύει σε επανειλημμένες οχλήσεις του δανειστή (ΑΠ 2107/2009 ΧρΙΔ 2011/140) ή όταν επιδεικνύει πλήρη αδιαφορία, κωλυσιεργώντας και μη συμπράττοντας για την εκπλήρωση της παροχής(ΑΠ 533/2009 ΝοΒ 2009/1707). Επίσης, δεν απαιτείται ο ορισμός προθεσμίας, αν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην εκπλήρωση ολόκληρης της σύμβασης (ΑΠ 113/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 262/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ653/2008 ΝοΒ 2009/2105), όπως λ.χ. όταν η σύμβαση αφορούσε την παράδοση πετρελαίου θέρμανσης και ο χειμώνας παρήλθε (Αστ.Γεωργιάδης, ΕνοχΔικ, παρ.22 αρ.89). Τέλος, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ΑΚ 383 εδ.α, δανειστής και οφειλέτης μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν είναι απαραίτητος ο ορισμός προθεσμίας (Απ.Γεωργιάδης, ΕνοχΔικ, παρ.30 αρ.6 Σταθόπουλος,Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004,παρ21 αρ.63.)
Πηγή: Αρμενόπουλος τεύχος Ιουνίου 2017