ΑΠ 202/2018 (Τμ. ΣΤ’)
Περίληψη: Αναγκαία στοιχεία για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης – Υφαίρεση. – Διώκεται κατ’ έγκληση η κλοπή ή η υπεξαίρεση που έγινε εκτός των άλλων και μεταξύ συζύγων. – Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται προνόμιο συνιστάμενο μόνον στην κατ’ έγκληση δίωξη. Κατά τα λοιπά εφόσον υποβληθεί έγκληση τα οικεία άρθρα του ΠΚ εφαρμόζονται χωρίς διάκριση. – Η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης καταλύει τον συζυγικό οίκο, αποδυναμώνει την υποχρέωση παροχής χρήσης των κινητών από τον έναν σύζυγο στον άλλο και φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της κατανομής των κινητών πραγμάτων, τα οποία από κοινού χρησιμοποιούσαν οι σύζυγοι. – Ο νομοθέτης στην ΑΚ 1394 εδ. β’ επιτρέπει την απόκλιση από τις γενικές διατάξεις και τη δυνατότητα χρήσης πραγμάτων από τον μη έχοντα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών μόνο για μία περιορισμένη κατηγορία κινητών κοινής χρήσης, τα οικιακά αντικείμενα. – Γενικά, στην έννοια των οικιακών αντικειμένων περιλαμβάνοντα τα κινητά, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον ένα ή και τους δύο συζύγους και τα οποία προορίζονται να εξυπηρετούν τον κοινό ιδιωτικό βίο των συζύγων ή αλλιώς την λειτουργία του κοινού σπιτιού. – Μέσα στο πλαίσιο της ρήτρας επιεικείας ο νομοθέτης επιτάσσει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης οι περιστάσεις των συζύγων. Τέτοιες περιστάσεις μπορεί μεταξύ άλλων να είναι και το συμφέρον των τέκνων όταν μάλιστα την επιμέλειά τους έχει ο σύζυγος που επιδιώκει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. – Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης συζύγου, που βρίσκεται σε διάσταση, για υφαίρεση κινητών πραγμάτων που ανήκαν στον σύζυγό της ότι είχε δικαίωμα κατοχής αυτών (πραγμάτων που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της υφαίρεσης. – Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση. –Δεν προκύπτει αν αποδείχθηκε πως η σύζυγος είχε δικαίωμα να παραλάβει τα πράγματα. –Σε περίπτωση που είχε το δικαίωμα ν παραλάβει τα πράγματα το μεν υφίσταται νόμιμη δικαιολογητική αιτία ιδιοποίησής τους και επομένως δεν υφίσταται στοιχείο απαραίτητο για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, το δε αίρει την δόλια προαίρεσή της για ενσωμάτωση στην περιουσία της αυτών χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο. – Καθίσταται ασαφής και αντιφατική η αιτιολογία της απόφασης σχετικά με την απόρριψη του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού της κατηγορούμενης περί ύπαρξης συναίνεσης εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος πρώην συζύγου της να λάβει τα κινητά πράγματα καθόσον, ενώ αναφέρει ότι το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των συζύγων αφορούσε την επίλυση των μεταξύ τους αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων, μεταξύ των οποίων και η προκείμενη, δεν δέχεται ότι ο πολιτικώς ενάγων με το συμφωνητικό ενέκρινε την παραλαβή των επίδικων κινητών πραγμάτων και δεν εκθέτει γιατί οδηγήθηκε στην κρίση αυτή, αφού σκοπός της περιληφθείσας στο έγγραφο συμφωνίας ήταν η επίλυση των μεταξύ των συζύγων αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων.
Κείμενο απόφασης: Κατ’ άρθρο 375 ΠΚ, όπως ισχύει τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση μέχρι δύο ετών) εκείνος που ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του και εάν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται αντικειμενικά: α) κινητό πράγμα, β) ξένο πράγμα, γ) περιέλευση του πράγματος στην κατοχή του δράστη και δ) ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη καθόν χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Νομικό αντικείμενο του εγκλήματος (προστατευόμενο έννομο αγαθό) είναι η ιδιοκτησία και όχι η περιουσία (μη απαιτούμενη επελεύσεως ζημίας) ούτε η κατοχή όπως στην κλοπή, διότι εδώ ο δράστης είναι πάντοτε κάτοχος του πράγματος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του υπαιτίου, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο το κατεχόμενο από αυτόν ξένο πράγμα. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 378 ΠΚ διώκεται κατ’ έγκληση η κλοπή ή η υπεξαίρεση που έγινε εκτός των άλλων και μεταξύ συζύγων. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται προνόμιο συνιστάμενο μόνον στην κατ’ έγκληση δίκωξη. Κατά τα λοιπά εφόσον υποβληθεί έγκληση τα οικεία άρθρα του ΠΚ εφαρμόζονται χωρίς διάκριση.
Περαιτέρω μια εκ των θεμελιωδεστέρων υποχρεώσεων, τις οποίες γεννά ο γάμος, είναι η υποχρέωση για συμβίωση (ΑΚ 1386). Η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλει σύμφωνα με τις κρατούσες ηθικές αντιλήψεις και συνήθειες η έγγαμη ζωή μερικότερη έκφανση της υποχρέωσης συμβίωσης είναι η υποχρέωση παραχώρησης της χρήσης κινητών πραγμάτων από τον ένα σύζυγο στον άλλο και φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της κατανομής των κινητών πραγμάτων, τα οποία από κοινού χρησιμοποιούσαν οι σύζυγοι. Στα σχετικά ζητήματα ο νομοθέτης φιλοδοξεί να παράσχει λύσεις με τις ΑΚ 1394 και 1395, οι οποίες αποτελούν νομοθετικά μία ενότητα. Η μεν πρώτη ρυθμίζει το πρόβλημα της κατανομής των κινητών πραγμάτων, όταν αυτά ανήκουν κατ’ αποκλειστική κυριότητα στον έναν μόνο από τους συζύγους, η δε δεύτερη ρυθμίζει το αυτό πρόβλημα, όταν τα κινητά πράγματα ανήκουν κατά συγκυριότητα και στους δύο συζύγους.
Από το πλέγμα διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά το προσωρινό διάστημα της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, καθίσταται σαφής η πρόθεση του νομοθέτη για την εξασφάλιση μιας ελάχιστης δυνατότητας χωριστής διαβίωσης. Ο νομοθέτης επιτυγχάνει αυτόν τον στόχο με όχημα την υπό προϋποθέσει προσωρινή απόκλιση από τις διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου για το διάστημα, που διαρκεί η διάσταση των συζύγων το μέγεθος της δαπάνης, στο οποίο ένας εκ των συζύγων θα υποβληθεί προκειμένου να αντικαταστήσει το ακίνητο της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διάστασης της έγγαμης συμβίωσης, είναι μεγάλο, γι’ αυτό και ο νομοθέτης θέλησε στο πνεύμα της επιείκειας, που διέπει την ΑΚ 1393 να εισαγάγει μια πιο ευρεία απόκλιση από τις διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου. Η μικρότερη αξία, την οποία έχουν τα κινητά πράγματα δικαιολογούν, έτσι, μια πιο περιορισμένη εξαίρεση στον κανόνα της εφαρμογής των γενικών διατάξεων. Αυτή η εξαίρεση θεσπίσθηκε με την διάταξη του άρθρου 1394 εδ. β ΑΚ. Με τη διάταξη αυτή (1394 ΑΚ) ορίζεται «Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιεικείας». Έτσι, ο νομοθέτης στην ΑΚ 1394 εδ. β’ επιτρέπει την απόκλιση από τις γενικές διατάξεις και τη δυνατότητα χρήσης πραγμάτων από τον μη έχοντα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών μόνο για μια περιορισμένη κατηγορία κινητών κοινής χρήσης, τα οικιακά αντικείμενα. Γενικά, στην έννοια των οικιακών αντικειμένων περιλαμβάνονται τα κινητά, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα στον ένα ή και τους δύο συζύγους και τα οποία προορίζονται να εξυπηρετούν τον κοινό ιδιωτικό βίο των συζύγων ή αλλιώς την λειτουργία του κοινού σπιτιού. Η εν λόγω ρύθμιση εισάγει μια ενοχική, αγώγιμη και εκτελεστή αξίωση του συζύγου για παραχώρηση της χρήσης των οικιακών αντικειμένων, που του είναι απαραίτητα για τη χωριστή εγκατάστασή του. Μέσα στο πλαίσιο της ρήτρας επιεικείας ο νομοθέτης επιτάσσει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης οι περιστάσεις των συζύγων. Τέτοιες περιστάσεις μπορεί μεταξύ άλλων να είναι και το συμφέρον των τέκνων όταν μάλιστα την επιμέλειά τους έχει ο σύζυγος που επιδιώκει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από τον καθένα από αυτά , ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η κατά τα προεκτεθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη γι ατη θεμελίωσή του. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης συζύγου που βρίσκεται σε διάσταση για υφαίρεση κινητών πραγμάτων που ανήκαν στον σύζυγό της ότι είχε δικαίωμα κατοχής αυτών (πραγμάτων που αποτελούν το υλικό αντικείμενο της υφαίρεσης) κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1394 εδ. β ΑΚ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορούμενης πρότεινε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τα παρακάτω: «ΙΙΙ. Έλλειψη παράνομου χαρακτήρα της υφαίρεσης , Παράνομη είναι η ιδιοποίηση χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα από νόμο ή δικαιοπραξία που να παρέχει στον δράστη δικαιολογητική αιτία ιδιοποίησης (ΑΠ 1420/2007 ΠΧ ΝΗ 425). Α) Άσκηση δικαιώματος εκ μέρους μου. Σύμφωνα με το άρθρο 1398 ΑΚ … Σύμφωνα με το άρθρο 1394 ΑΚ … Κατά το άρθρο 1395 ΑΚ … Τέλος, σε επείγουσα περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 783ΚΠολΔ, … Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και μέχρις ότου γίνει δικαστική εξώδικη διανομή τους, μετά τη λύση του γάμου, η χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο κατανέμεται μεταξύ των συζύγων σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες, Εφόσον πρόκειται για οικιακά κινητά αντικείμενα, ο σύζυγος που του ανήκουν (είτε επειδή αποκτήθηκαν πριν τον γάμο, είτε κατά την διάρκεια του γάμου με αποκλειστικώς δικά του μέσα), υποχρεούται να παραχωρήσει στον άλλον τη χρήση όσων από αυτά είναι απαραίτητα για την χωριστή του εγκατάσταση. Εν προκειμένω όλα τα επίδικα είναι οικιακά αντικείμενα που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου, βρίσκονταν στην οικογενειακή μας στέγη και, εφόσον τελούσαν υπό κοινή νομή και κατοχή, στη σχέση μου με τον πρώην σύζυγό μου τεκμαίρεται, ότι ανήκουν και στους δύο κατά ίσα μέρη. Τα επίδικα έπιπλα, όπως και το ίδιο το ακίνητο, αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και είχαν αγορασθεί με κοινά χρήματα που προήλθαν τόσο από την εργασία του συζύγου μου, όσο και από την εκποίηση εκ μέρους μου σοβαρής πατρικής ακίνητης περιουσίας, αλλά και από μηνιαίο μίσθωμα ποσού περίπου 800 ευρώ που εισέπραττα από ακίνητα μου στο … και διέθεσα για τον σκοπό αυτό. Το έτος 2005, όταν επήλθε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και ο αντίδικος αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, είχε γίνει εκούσια κατανομή των κινητών, στο πλαίσιο της οποίας ο αντίδικος είχε μεταφέρει πολλά από τα κοινά μας οικιακά αντικείμενα (έπιπλα, χαλιά, κουρτίνες, πίνακες, διακοσμητικά κλπ) στην κατοικία της νέας δικής του εγκατάστασης, στην … αρχικώς, και μετά στη … . Τα υπόλοιπα τα είχε παραχωρήσει σε μένα και στα δύο τέκνα μας, που παραμείναμε στην οικογενειακή στέγη. Τα αντικείμενα που πήρα μαζί μου στη νέα μου κατοικία αποτελούν μικρό μόνον μέρος της οικοσκευής που αγοράσαμε από κοινού με τον πρώην σύζυγό μου προκειμένου να επιπλωθεί η οικογενειακή στέγη στην περιοχή …, η οποία είναι τριώροφη μονοκατοικία με τρία (3) σαλόνια, τρεις (3) κρεβατοκάμαρες, τρεις (3) κουζίνες, τρία (3) καθιστικά, δωμάτια γραφείων, χώρους υποδοχής και πολλούς ημιυπαίθριους χώρους. Από τα υπόλοιπα έπιπλα, πέραν όσων είχαν ήδη το έτος 2005 μεταφερθεί από τον πολιτικώς ενάγοντα στη δική του νέα κατοικία, τα υπόλοιπα παρέμειναν στην κατοχή του πολιτικώς ενάγοντος. Τα αντικείμενα που πήρα μαζί μου κατά την αποχώρηση μου από την οικογενειακή στέγη ήταν απολύτως απαραίτητα για να επιπλώσω την νέα κατοικία, διαμέρισμα περίπου 100 τ.μ. στο οποίο εγκαταστάθηκα με την ανήλικη θυγατέρα μας, …., διότι λόγοι επιεικείας επιβάλλουν να διατηρήσουν οι σύζυγοι, κατά το μέτρο του δυνατού, το επίπεδο διαβίωσης που απολάμβαναν στο γάμο. Επομένως τα επίδικα κινητά παραμένουν στην κατοχή μου με νόμιμο τρόπο και δεν υφίσταται παράνομη αφαίρεση τους από την κατοχή του πολιτικώς ενάγοντα. Β) Άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης λόγω συναίνεσης. Όπως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, ο πολιτικώς ενάγων συνήνεσε ανεπιφύλακτα στην μεταφορά των επίδικων αντικειμένων στο …., προκειμένου να επιπλώσω το διαμέρισμα, στο οποίο επρόκειτο να κατοικήσω με την ανήλικη θυγατέρα μας. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η αποχώρηση μας από την οικογενειακή στέγη, επειδή μπορούσε πλέον να εγκατασταθεί σε αυτήν ο ίδιος με την νέα συμβία και το νέο τέκνο του. Με την χαρακτηριστική για το άτομο του τραχύτητα μου δήλωσε πολλές φορές πριν τη μετακόμιση μου «πάρε ό,τι θες και άδειασε μου τη γωνιά μια ώρα αρχύτερα«, ενώ ειδικώς για τα έπιπλα τόνισε, ότι δεν τον ενδιαφέρουν, δεν του είναι πλέον επιθυμητά, διότι για την νέα του οικογένεια ήθελε να αγοράσει καινούρια, διαφορετικής αισθητικής. Η συναίνεση του πολιτικώς ενάγοντος αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι ουδέποτε ανεζήτησε τα έπιπλα δικαστικώς ή εξωδίκως, ούτε τα συμπεριέλαβε στην από .. με … αγωγή του, με την οποία ζητάει την επιστροφή των πινάκων που όλως αβασίμως ισχυρίσθηκε ότι επίσης του υφαίρεσα, πράξη για την οποία αθωώθηκα πρωτοδίκως. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, από το από 01.12.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης όλων των μεταξύ μας διαφορών, όπου ουδείς λόγος γίνεται για τα επίδικα έπιπλα, ενώ ειδικώς συμφωνήθηκε να ανακαλέσει ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων όλες τις αβάσιμες εναντίον μου εγκλήσεις του. Αποδεικνύεται, τέλος, από το γεγονός, ότι ενώπιον της Αστικής Δικαιοσύνης κατά την συζήτηση της από … με Α.Κ.Δ. …. Αγωγής μου για αποκτήματα, δεν προέβαλε προς συμψηφισμό την αξία των επίπλων που δήθεν του υφαίρεσα παρανόμως. Σημειωτέον, ότι με την … απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναγνωρίσθηκε συμμετοχή μου στο 1/3 της περιουσίας που ο πολιτικώς ενάγων απέκτησε κατά την διάρκεια του γάμου μας. Δυστυχώς δύο μόλις μήνες μετά την αποχώρησή μου από την οικογενειακή στέγη ανήρεσε τον λόγο του, αμφισβήτησε την συναίνεση του και με εγκάλεσε εκδικητικώς για δήθεν αυθαίρετη υφαίρεση των επίπλων, επειδή αρνήθηκα την έκδοση συναινετικού διαζυγίου που ο αντίδικος επεδίωκε αμέσως και διακαώς, αφού ήδη είχε αποκτήσει εκτός γάμου τέκνο με την νέα του σύντροφο. ΙV. Έλλειψη δόλου – Μη καταλογιστέα πράξη λόγω πραγματικής πλάνης, Η πρόθεση λείπει, λόγω πραγματικής πλάνης, όταν ο δράστης πιστεύει πεπλανημένως, ότι ο κύριος συμφωνεί με την ενέργεια του (ΑΠ 1588/88 ΠΧ ΛΘ 399), ή όταν ο δράστης εσφαλμένα πιστεύει, ότι ενεργεί με βάση δικαίωμα. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει, ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε παράσχει τη συναίνεση του , πρέπει να γίνει δεκτό, ότι η όλη συμπεριφορά του ευλόγως μου εδραίωσε την πεποίθηση και ότι όντως πίστεψα, ότι δεν είχε αντίρρηση στη μεταφορά και χρησιμοποίηση των επίδικων επίπλων για την κάλυψη των αναγκών της νέας μου εγκατάστασης. Επίσης πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν πάση περιπτώσει, εήργησα πιστεύοντας, ότι ασκώ δικαίωμα που μού παρέχεται από τον Αστικό Κώδικα. Και στις δύο περιπτώσεις η πράξη δεν μπορεί να μού καταλογισθεί ως δόλια συμπεριφορά.«. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … απόφαση του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για υφαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατόπιν μετατροπής της κατηγορίας ήδη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από υφαίρεση σε βαθμό κακουργήματος και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών που ανεστάλη επί τριετία. Το ως άνω δικαστήριο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων (κατάθεση χωρίς όρκο πολιτικώς ενάγοντας ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και την απολογία της κατηγορουμένης) δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: «Η κατηγορούμενη και ο πολιτικώς ενάγων, …, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις …, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα, ήδη τέκνα (γεννηθέντα τα έτη 1987 και 1994, αντίστοιχα). Ο γάμος τους λύθηκε, με την υπ’ αριθμ. … οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις …, οι σύζυγοι όμως τελούσαν σε οριστική διάσταση ήδη από τις 14.7.2005. Η κατηγορούμενη, από την ανωτέρω ημεροχρονολογία μέχρι και τα μέσα του καλοκαιριού του έτους 2008 διέμενε με τα δύο τέκνα τους στη συζυγική κατοικία, που βρίσκεται στους …, ιδιοκτησία του εγκαλούντος. Περί τα μέσα του καλοκαιριού 2008, η κατηγορούμενη αποχώρησε από την άνω οικία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο …, μαζί με την ανήλικη (Τότε) θυγατέρα του, ενώ ο ενήλικος πλέον γιος τους εξακολούθησε να διαμένει στην οικία τους στους … . Κατά την αποχώρηση της από τη συζυγική στέγη και την μετεγκατάσταση της στο …, η κατηγορούμενη έλαβε μαζί της, όπως και η ίδια ομολογεί, τα κατωτέρα αντικείμενα και συγκεκριμένα: 1) ένα τραπέζι τραπεζαρίας, διαστάσεων 2,20 Χ 1,20 Χ 0,76 από καρυδιά, 2) ένα μπουφέ διαστάσεων 2,08 Χ 0,53 Χ 1,00 μ. από καρυδιά, 3) δύο καρεκλοπολυθρόνες από καρυδιά και ύφασμα, 4) έξι καρέκλες από καρυδιά και ύφασμα, 5) δύο καναπέδες Tiepolo 30, διαστάσεων 2,30 Χ 1,06 Χ 0,90 μ., 6) ένα τραπέζι σαλονιού, διαστάσεων 1,30 Χ 1,30 Χ 0,45 από καρυδιά, 7) ένα τραπέζι λάμπας, διαστάσεων 0,77 X 0,12 X 0,76 μ. από καρυδιά, 8) δύο πολυθρόνες Cardiff διαστάσεων 0,68 Χ 0,67 Χ 0,85 μ., ένα καθρέφτη διαστάσεων 1,05 Χ 1,03 μ., 10) μία κομότα διαστάσεων 1,25 Χ 0,50 Χ 0,90 μ. από καρυδιά, 11) μία ροτόντα διαστάσεων 0,90 Χ 0,45 Χ 1,90 μ. από καρυδιά, 12) ένα ανάκλιντρο Greca διαστάσεων 1,40 Χ 0,50 Χ0,90 μ., 13) έναν καθρέφτη οδ. 43670106, 14) ένα έπιπλο Hi fi, διαστάσεων 1,25 Χ 0,50 Χ 1,33 μ., 15) τρεις λάμπες επιτραπέζιες, 16) έξι διακοσμητικά μπολ από αλάβαστρο καφέ, 17) επτά διακοσμητικά κύπελλα, 18) δέκα διακοσμητικά κηροπήγια, 19) πέντε διακοσμητικά, 20) δύο διακοσμητικά βάζα και 21) ένα διακοσμητικό επιτραπέζιο …, ως προς τα οποία το κατηγορητήριο είναι επαρκώς ορισμένο, συνολικής αξίας, τότε, περίπου 40.000 ευρώ, ποσό που κρίνεται ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Τα αντικείμενα αυτά ανήκαν στην αποκλειστική κυριότητα του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος τα είχε αγοράσει με δικά του χρήματα και είχαν περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούμενης και των τέκνων της, από το έτος 2005, όταν επήλθε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους και ο εγκαλών αποχώρησε από τη συζυγική στέγη. Η μεταφορά τους στο … από την κατηγορούμενη έγινε χωρίς τη συναίνεση ή μεταγενέστερη έγκριση του εγκαλούντος, με σκοπό την παράνομη από μέρους της ιδιοποίηση. Ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι ήταν συγκύρια των κινητών αυτών πραγμάτων, διότι αγοράστηκαν με κοινά χρήματα, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, καθόσον αυτή δεν εργαζόταν κατά το χρονικό διάστημα, που φέρεται να αποκτήθηκαν τα εν λόγω αντικείμενα, όπως και η ίδια ομολογεί και δεν προέκυψε ότι μπορούσε να συμμετάσχει με προσωπικά της εισοδήματα στην αγορά τους, ενώ σχετικά με τα προσκομιζόμενα από την ίδια αγοραπωλητήρια συμβόλαια της γονικής περιουσίας της, δεν προέκυψε ότι το προϊόν της εκποίησης διαφόρων ακινήτων της, χρησιμοποιήθηκε για την αγορά των επίδικων κινητών πραγμάτων. Αντίθετα, ο εγκαλών, ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της πολυεθνικής εταιρία με την επωνυμία …, μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2008 είχε καθαρό ετήσιο εισόδημα 109.194,95 ευρώ από τν εργασία του, όπως προκύπτει από την ως άνω αναγνωσθείσα υπ’ αριθμό … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου …., που εκδόθηκε μεταξύ των διαδίκων μετά από αίτηση της κατηγορούμενης για διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους. Ανεξάρτητα, όμως, από τα προαναφερθέντα, και αν ακόμη η κατηγορούμενη ήταν συγκυρία των ανωτέρω πραγμάτων, πάλι θα θεμελιωνόταν σε βάρος της το αδίκημα της υπεξαίρεσης, δεδομένου ότι η ύπαρξη συγκυριότητας δεν αποκλείει την τέλεση του αδικήματος αυτού (βλ. και ΑΠ 1404/1990 ΠΧρ 1991,582). Όσον αφορά τον ισχυρισμό της, ότι είχε τη συναίνεση, άλλως την έγκριση του εγκαλούντος, ώστε να παραλάβει μαζί της, κατά τη μετεγκατάσταση της στον .., τα επίδικα κινητά πράγματα, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Τέτοια συναίνεση ή μεταγενέστερη έγκριση του εγκαλούντος δεν προκύπτει ούτε από το περιεχόμενο του προσκομιζόμενου από την κατηγορούμενη με ημερομηνία 1.12.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού (Αναγνωσθέντος), που υπεγράφη μεταξύ αυτής και του εγκαλούντος, για την επίλυση των μεταξύ τους αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων. Εξάλλου, λογικό θα ήταν, λόγω της σφοδρής αντιδικίας τους, τυχόν συναίνεση ή έγκριση του εγκαλούντος για την παραλαβή των ανωτέρω αντικειμένων από την κατηγορούμενη, κατά την μετεγκατάσταση της στον …μ να κατοχυρωθεί με έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της περί πραγματικής της πλάνης ουδόλως αποδείχθηκε, αφού από ουδέν στοιχείο προέκυψε ότι ο πολιτικώς ενάγων της δημιούργησε την (πεπλανημένη) πεποίθηση ότι δεν είχε αντίρρηση να μεταφέρει και χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της νέας της εγκατάστασης τα επίδικα έπιπλα. Αντιθέτως προέκυψε ότι η διάσπαση της έγγαμης; Συμβίωσης δημιούργησε μακροχρόνια και επώδυνη διαδικασία, έως ότου λυθεί ο γάμος τους αμετακλήτως. Με βάση τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η παραπάνω συμπεριφορά της κατηγορουμένης, πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, με τη μορφή της υφαίρεσης, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι με τη μεταφορά των ανωτέρω κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας του συζύγου της, από τη συζυγική τους οικία, στο …, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, προέβη με πρόθεση και χωρίς δικαίωμα στην ιδιοποίηση των πραγμάτων αυτών, που είχαν περιέλθει, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο στην κατοχή της (βλ. και ΑΠ 70/2009). Ενόψει όλων αυτών, η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της υφαίρεσης (υπεξαίρεσης) αντικειμένου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπό την ελαφρυντική όμως περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ, καθόσον το Δικαστήριο κρίνει, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, ότι η κατηγορούμενη έως τον χρόνο τέλεσης της άνω πράξης της, έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή. Αντιθέτως, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λοιποί αυτοτελείς ισχυρισμοί της κατηγορουμένης περί αναγνώρισης στο πρόσωπο της των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 β’ (περί μη ταπεινών αιτίων) και ε) της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς) του ΠΚ, όπως εκτίθενται στο υποβληθέν σημείωμά της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέπτυξε και προφορικά ο συνήγορος της διότι, οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν θεμελιώνονται στα πιο πάνω συναφώς επικληθέντα από την κατηγορούμενη περιστατικά, καθόσον: α) για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2β ότι δηλαδή ωθήθηκε στην πράξη της από μη ταπεινά αίτια, δεν υφίσταται τέτοια περίπτωση, διότι δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο πειστικό ότι αυτή ωθήθηκε στην εν λόγω πράξη από μη ταπεινά αίτια , όπως ισχυρίζεται, αφού, αντίθετα, όπως σαφώς προέκυψε, ωθήθηκε σ’ αυτήν από πρόθεση να ιδιοποιηθεί παράνομα τα παραπάνω κινητά πράγματα του πολιτικώς ενάγοντος και β) για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε, πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, καλή δε συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητική καλή διαγωγή (ΑΠ 260/1991 ΠΧρ. ΜΣΤ, 1646) ή μόνο ως απουσία παραβατικότητας αλλά περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού (ΑΠ 13/09, 131/08 ΠΛογ 2008.112, ΑΠ 859/1996, ΠΧρ ΜΖ.1159). Τέτοια όμως θετική ενέργεια της κατηγορούμενης δεν προέκυψε εν προκειμένω, αλλ’ αντιθέτως η μακροχρόνια δικαστική διαμάχη της με τον πολιτικώς ενάγοντα (πρώην σύζυγό της) καταδεικνύει την εμμονή της σε συνεχή αρνητική στάση απέναντι του και τούτο, παρά το γεγονός ότι έχουν δύο κοινά τέκνα που θα έπρεπε, παραμερίζοντας τις προσωπικές διαφορές τους, να αποτελούν συνδετικό κρίκο μεταξύ τους».
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε την κατηγορούμενη ένοχη του ότι: «Στους …, το καλοκαίρι του 2008 και σε ημερομηνία που δεν διαπιστώθηκε επακριβώς, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή της με οποιονδήποτε τρόπο, η δε υπεξαίρεση (υφαίρεση) αυτή έλαβε χώρα μεταξύ συζύγων και το αντικείμενο της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας., Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω χρόνο, ενώ ήταν σύζυγος του εγκαλούντος, ….., αποχώρησε από την επί της οδού … στους … συζυγική οικία και έλαβε μαζί της κατά την αποχώρησής της και την μετεγκατάσταση της στο …., τα κατωτέρω αντικείμενα και συγκεκριμένα: […] [Σημ. Πραξ. Λογ ΠΔ: επαναλαμβάνεται η ως άνω αναλυτική παράθεση των πραγμάτων], συνολικής αξίας περίπου 40.000 ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τα οποία ανήκαν στην κυριότητα του ως άνω εγκαλούντος, αρνούμενη να του τα επιστρέψει, ενσωματώνοντας τα έτσι, χωρίς δικαίωμα στην περιουσία της. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η κατηγορούμενη μέχρι τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Απορρίπτει τους λοιπούς αυτοτελείς ισχυρισμούς τηε κατηγορούμενης».
Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις προεκτεθείσες διατάξεις (93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά περιέχει ασάφειες και αντιφάσεις. Απέρριψε δε χωρίς την κατά τα ως άνω ειδική αιτιολογία του αυτοτελή ισχυρισμό που παραδεκτά πρόβαλε η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα σύμφωνα με τον οποίο παρέλαβε τα εν λόγω κινητά πράγματα ασκώντας το από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1394 του ΑΚ δικαίωμα της για την άσκηση του οποίου δεν είχε μεν εκτελεστό τίτλο αλλά το γεγονός αυτό ενδεχομένως να θεμελίωνε την παραβίαση άλλης, διάταξης του ΠΚ έχει όμως η άσκηση του (δικαιώματος)οπωσδήποτε επίπτωση στην θεμελίωση της αντικειμενικής αλλά κυρίως της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υφαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1α σε συνδ. Μ’ αυτήν του άρ. 378 ΠΚ και για το οποίο κρίθηκε ένοχη. Ειδικότερα τον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό απέρριψε το δικαστήριο της ουσίας, μόνο με την παραδοχή «ο ισχυρισμός της κατηγορούμενης ότι ορισμένα από τα αντικείμενα ήταν αναγκαία για τη χωριστή της εγκατάσταση δεν αναιρεί το δόλο της» στην οποία (παραδοχή) εκτός του ότι περιλαμβάνεται εσφαλμένο δεδομένο, καθόσον η αναιρεσειούσα με τον εν λόγω ισχυρισμό της αναφέρεται σε όλα τα πράγματα που παρέλαβε από την πρώην οικογενειακή στέγη είναι ασαφής γιατί δεν προκύπτει όπως απαιτείτο ενόψει του εν λόγω ισχυρισμού αν αποδείχθηκε πως είχε δικαίωμα να παραλάβει αυτά τα πράγματα και συγχρόνως είναι και αντιφατική γιατί στην περίπτωση που είχε το δικαίωμα να παραλάβει τα πράγματα το μεν υφίσταται νόμιμη δικαιολογητική αιτία ιδιοποίησής του κι επομένως δεν υφίσταται στοιχείο απαραίτητο για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος το δε αίρει την δόλια προαίρεσή της για ενσωμάτωση στην περιουσία της αυτών χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό τρόπο. Ωσαύτως με την παραδοχή «τέτοια συναίνεση ή μεταγενέστερη έγκριση του εγκαλούντος δεν προκύπτει ούτε από το περιεχόμενο του προσκομιζόμενου από την κατηγορούμενη με ημερομηνία 1.12.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού (αναγνωσθέντος), που υπεγράφη μεταξύ αυτής και του εγκαλούντος για την επίλυση των μεταξύ τους αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων. Εξάλλου, λογικό θα ήταν, λόγω της σφοδρής αντιδικίας τους, τυχόν συναίνεση ή έγκριση του εγκαλούντος για την παραλαβή των ανωτέρω αντικειμένων από την κατηγορούμενη κατά τη μετεγκατάσταση της στο …, να κατοχυρωθεί με έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους». Καθίσταται ασαφής και αντιφατική η αιτιολογία της προσβαλλόμενης σχετικά με την απόρριψη του αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού της ήδη αναιρεσείουσας περί ύπαρξης συναίνεσης εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος πρώην συζύγου της να λάβει τα εν λόγω κινητά πράγματα καθόσον, ενώ αναφέρει ότι το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό αφορούσε την επίλυση των μεταξύ τους αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων μεταξύ των οποίων και η προκείμενη δεν δέχεται ότι ο πολιτικώς ενάγων με το ως άνω συμφωνητικό ενέκρινε την παραλαβή των επίδικων κινητών πραγμάτων δεν εκθέτει, όπως επιβάλλετο, γιατί οδηγήθηκε στην κρίση της αυτή αφού όπως επίσης δέχεται σκοπός της περιληφθείσης στο εν λόγω έγγραφο συμφωνίας ήταν η επίλυση των αστικών και ποινικών εκκρεμοτήτων και με την ως άνω παραδοχή της δέχεται πως με συμφωνία θα ‘πρεπε να κατοχυρωθεί η έγκριση δηλαδή ενώ υπάρχει συμφωνία από την οποία κατά την ανέλεγκτη κρίση της δεν προκύπτει συναίνεση ή έγκριση στη συνέχεια κρίνει ότι θα ‘πρεπε να υπάρχει συμφωνία έγγραφη περί έγκρισης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος [Αναιρεί – Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής].
Πηγή: Σάκκουλας