Απόφαση 105 / 2019    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 105/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2′ Πολιτικό Τμήμα

….
Σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994 και 181, 200 και 371 του ΑΚ: “6. Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται 7…
8. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί” (άρθρο 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994), “η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος” (άρθρο 181 του ΑΚ), “οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη” (άρθρο 200 του ΑΚ) και “αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται από το δικαστήριο” (άρθρο 371 του ΑΚ).

Από τις ανωτέρω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις προκύπτει ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο.

Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, όταν ο όρος δανειακής σύμβασης που αφορά το κυμαινόμενο επιτόκιο και τον τρόπο αναπροσαρμογής του είναι ασαφής, τότε η σύμβαση αυτή πάσχει από μερική ακυρότητα, δηλαδή μόνον ως προς αυτόν τον όρο της. Η πλήρωση του αναφυόμενου κενού θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 371 του ΑΚ και την ιδέα της “δίκαιης κρίσης”, που διέπει το εν λόγω άρθρο, με στόχο τη δίκαιη επαναφορά της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι, η αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με τα ορθά κριτήρια, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των μερών, διαφορετικά γίνεται από το δικαστήριο (άρθρο 371 ΑΚ).

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποίαν αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε.

Στην περίπτωση αυτή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της.

Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μία Τράπεζα με βάση σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 753/1995).
Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ως άκυρους τέσσερις όρους (ΓΟΣ) της ένδικης υπ’ αριθ. 33001217/9.4.2004 σύμβασης παροχής πίστωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας Τράπεζας και των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσίβλητων (πρωτοφειλέτη και εγγυητή, αντίστοιχα) και συγκεκριμένα: α) τον όρο 5.03 της σύμβασης για υπολογισμό των τόκων με βάση επιτόκιο 360 και όχι 365 ημερών, β) τον όρο 5.01 της σύμβασης για τη μονομερή δυνατότητα της Τράπεζας να μεταβάλει το επιτόκιο, γ) τον όρο για την εφάπαξ επιβάρυνση 180 ευρώ ως έξοδα προέγκρισης δανείου και δ) τον όρο 11.03 της σύμβασης για την επιβάρυνση του δανειολήπτη με τα πάσης φύσεως έξοδα και αμοιβές που η Τράπεζα θα κατέβαλε σε εκτέλεση της σύμβασης. Ενόψει των παραδοχών της αυτών απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη υπ’ αριθ. 102/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που είχε δεχθεί την ανακοπή των αναιρεσίβλητων και είχε ακυρώσει στο σύνολό της την υπ’ αριθ. 585/2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την κρίση αυτή που εξέφερε το Εφετείο, δηλαδή ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί στο σύνολό της και όχι μόνο εν μέρει ως προς τα ποσά που λόγω της ακυρότητας των ανωτέρω ΓΟΣ δεν όφειλαν οι ανακόπτοντες, υπέπεσε, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη συναφώς αναπτυχθεί, στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αφού παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 626, 631, 632, 633 ΚΠολΔ (στο μέτρο που αυτές είναι ουσιαστικού δικαίου), 2 παρ. 6 και 8 του ν. 2251/1994 και 181, 200 και 371 του ΑΚ. Και τούτο διότι αντί, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, να αφαιρέσει από το ποσό της διαταγής πληρωμής α) τα περιλαμβανόμενα σ’ αυτό ως επιβαρύνσεις και έξοδα εκτέλεσης της σύμβασης, β) το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκαν οι αναιρεσίβλητοι με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών σε σχέση με τον υπολογισμό τόκων με βάση έτος 365 ημερών και γ) να μην εφαρμόσει τον όρο 5.01 ως προς το κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο όφειλε πλέον να προσδιορίσει η ίδια κατά δίκαιη κρίση, ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της, θεωρώντας έτσι ολόκληρη τη σύμβαση πίστωσης άκυρη, παρότι δεν δέχθηκε ότι λόγω της ακυρότητας των ανωτέρω όρων συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 181 ΑΚ. Επομένως, ο σχετικός έκτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, είναι βάσιμος. Παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως διότι καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια αυτού που έγινε δεκτός, δεδομένου ότι επί ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ οι λόγοι αυτής συνιστούν περισσότερες βάσεις (κεφάλαια) του ενιαίου ακυρωτικού αιτήματός της, οι οποίες, ως εκ της κοινότητας του ακυρωτικού σκοπού και του αντικειμένου τους, είναι αμοιβαίως επικουρικές (ΑΠ 1683/2008). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Στη συνέχεια πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές διαφορετικούς από αυτούς που εξέδωσαν την απόφαση αυτή. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσίβλητων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 511/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν. Και Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ : ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ