Η μεταβίβαση χρημάτων από γονέα σε τέκνο, αποτελεί μία πολύ συχνή πρακτική στις ημέρες μας, προκειμένου τα τέκνα να προβούν σε αγορά ιδίως κινητής ή και ακίνητης περιουσίας, και εν γένει προς σκοπούς διευκόλυνσης αυτών και προς σκοπούς οικονομικής τους αυτοτέλειας. Αυτό όμως που πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτό από τους συμβαλλομένους, είναι το γεγονός της προσβολής κληρονομικών δικαιωμάτων – με νομικούς όρους θίγεται η νόμιμη μοίρα – των έτερων τέκνων, που δεν έχουν λάβει ανάλογες παροχές από τους γονείς αυτών.
Κρίνεται, λοιπόν, ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί το νομικό καθεστώς από σκοπιά κληρονομικού δικαίου, αναφορικά με τις δωρεές σε τέκνα. Αρχικά, η δωρεά χρημάτων, μπορεί να πραγματοποιηθεί πρακτικά με αρκετούς τρόπους, όπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, με τραπεζική επιταγή, με μεταβίβαση μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας του «myproperty», με διατραπεζική μεταφορά ή μέσω ανάληψης από κοινό λογαριασμό.
Σε κάθε περίπτωση, συντρέχουν διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε έκαστη περίπτωση, ας δούμε όμως παρακάτω τι συμβαίνει από άποψη κληρονομικού δικαίου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού κώδικα άρθρα 1710 επόμενα, μετά αποβιώσεως ενός προσώπου, ερευνάται η ύπαρξη διαθήκης, προκειμένου να καθοριστεί η τύχη της κληρονομιάς. Εάν πράγματι υπάρχει διαθήκη, η οποία θα κατανέμει την κληρονομιαία περιουσία, ελέγχεται εάν θίγεται η νόμιμη μοίρα, κατ’ άρθρο 1825 Α.Κ., η οποία αποτελεί μία «αναγκαστική καταλίπουσα κληρονομιά» για τους κατιόντες, τους γονείς και τον σύζυγο του αποβιώσαντος. Η νόμιμη μοίρα ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου διαδοχής.
Σύμφωνα με το άρθρο 1813 Α.Κ., εάν ο κληρονομούμενος αποβιώσει αδιάθετος, οι κατιόντες του καλούνται κατ’ ισομοιρία ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Δηλαδή, εάν τα τέκνα είναι 3, τότε ο καθένας θα κληρονομήσει κατά 1/3 τον αποβιώσαντα γονέα, δεδομένου ότι ο σύζυγος αυτού έχει ήδη προαποβιώσει. Εάν ο σύζυγος είναι εν ζωή, τότε θα κληρονομήσει και αυτός, αλλά κατά το 1/4 στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας, και τα υπόλοιπα 3/4 θα διανεμηθούν μεταξύ των τέκνων.
📍Κρίσιμο, όμως, να επισημανθεί στην περίπτωση αυτή είναι ότι ακόμη και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, δεν πρέπει να θίγεται η νόμιμη μοίρα των κληρονόμων, η οποία, στην ανωτέρω περίπτωση των τριών τέκνων του θανόντος άνευ συζύγου, αντιστοιχεί στο 1/6 του συνόλου της κληρονομιάς.
📍Προκειμένου να υπολογιστεί η νόμιμη μοίρα, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία που είχε η κληρονομιά κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου, κατόπιν αφαιρέσεως των χρεών, των εξόδων κηδείας και απογραφής κληρονομιάς. Στην περιουσία αυτή συνυπολογίζονται και οτιδήποτε παραχώρησε με δωρεά (όχι όμως και για λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο καθήκον) ο αποβιώσας σε μεριδούχους (δικαιούχους την νόμιμη μοίρα που προαναφέραμε), τα τελευταία ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ προ του θανάτου του.
Προκειμένου να εξηγήσουμε την νόμιμη μοίρα και την προσβολή αυτής, κρίσιμο είναι να παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα. Ως βάση των παραδειγμάτων μας, θεωρούμε ότι αποβιώνει γονέας, με τρία τέκνα, χωρίς σύζυγο και χωρίς γονείς (γιαγιά, παππούς).
🔶 Α. Περίπτωση δωρεάς:
1. Εάν ο γονέας αποβιώσει αδιάθετος (χωρίς την σύνταξη διαθήκης), τότε και τα τρία τέκνα θα κληθούν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά ποσοστό 1/3 ο καθένας επί του συνόλου της υπολειπόμενης κληρονομιάς. Εάν έχει προηγηθεί δωρεά προς το ένα τέκνο, ενός χρηματικού ποσού, εντός της τελευταίας δεκαετίας προ του θανάτου, το ποσό αυτό, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έχει δωρίσει ο γονέας, θα υπολογιστεί στην περιουσία αυτή, προκειμένου να ερευνηθεί εάν θίγεται η νόμιμη μοίρα κάποιου από τα τέκνα. Αυτό σημαίνει ότι, εάν για παράδειγμα η κληρονομιαία περιουσία είναι 100.000 ευρώ (χωρίς την δωρεά προς το ένα τέκνο), τότε κάθε τέκνο δικαιούται ως εξ αδιαθέτου, περίπου 33.333 ευρώ. Προκειμένου να ελεγχθεί εάν προσβάλλεται και η νόμιμη μοίρα, θα πρέπει στο ως άνω ποσό να συνυπολογιστεί και η δωρεά που πραγματοποιήθηκε προς το τέκνο. Ας διακρίνουμε λοιπόν:
α. Έστω ότι η δωρεά είναι ύψους 10.000 ευρώ και άρα η κληρονομιά θα ανέρχεται σε 110.000 ευρώ, ο κάθε μεριδούχος θα έπρεπε να λάβει τουλάχιστον 18.333 ευρώ περίπου (110.000 X 1/6), το οποίο και είναι μικρότερο των 33.333 ευρώ που θα καταλειφθεί στον καθένα σε περίπτωση εξ αδιαθέτου διαδοχής, συνεπώς δεν θίγεται η νόμιμη μοίρα, και άρα δεν τίθεται περίπτωση απομείωσης του μεριδίου του δωρεοδόχου τέκνου, προκειμένου αυτό να συνυπολογιστεί στων υπολοίπων, ώστε να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα τους.
β. Έστω ότι η δωρεά είναι ύψους 150.000 ευρώ και άρα η κληρονομιά θα ανέρχεται σε 250.000 ευρώ, κάθε κληρονόμος θα έπρεπε να λάβει 41.666 ευρώ τουλάχιστον (250.000 X 1/6), ως νόμιμη μοίρα. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανές ότι θίγεται αυτή, το οποίο σημαίνει ότι από την στιγμή που η δωρεά έχει γίνει προς το ένα τέκνο, τα δύο αδέρφια αυτού θα λάβουν, από την κληρονομιά, 41.666 ευρώ ο καθένας, και ο δωρεοδόχος θα λάβει το υπολειπόμενο αυτών.
γ. Έστω ότι η δωρεά είναι ύψους 500.000 ευρώ και άρα η κληρονομιά ανέρχεται στο ποσό των 600.000 ευρώ τότε ο καθένας θα έπρεπε να λάβει ως νόμιμη μοίρα 100.000 ευρώ, συνεπώς είναι εμφανές ότι θίγεται αυτή, και δεν μπορεί να καλυφθεί με την υπολειπόμενη κληρονομιαία περιουσία των 100.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, οι έτεροι μεριδούχοι, δύνανται να αξιώσουν δικαστικά την μέμψη της τελευταίας χρονικά δωρεάς, και εάν αυτή δεν καλύπτει την νόμιμα μοίρα, θα στραφεί και κατά προηγούμενων, προκειμένου να καλυφθεί η νόμιμη μοίρα.
2. Εάν ο κληρονομούμενος γονέας είχε προβεί στην σύνταξη διαθήκης, και πάλι θα ελεγχθεί εάν θίγεται η νόμιμη μοίρα, με τους ως άνω υπολογισμούς, αναλόγως αυτήν την φορά με το ποσό ή περιουσία που καταλείπεται με την διαθήκη στο κάθε τέκνο.
🔶 Β. Περίπτωση κοινού λογαριασμού:
Στην περίπτωση του κοινού λογαριασμού, τα πράγματα διαφέρουν. Με την αποβίωση του γονέα, τα τέκνα της ως κληρονόμοι, εάν δεν αποποιηθούν την κληρονομιά, κληρονομούν το μερίδιο του θανόντος στον κοινό λογαριασμό, κατά το ποσοστό που του αναλογεί.
🔸Συνήθως στις συμβάσεις ανοίγματος κοινού λογαριασμού περιέχεται όρος σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση θανάτου κάποιου δικαιούχου, η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους λοιπούς επιζώντες συνδικαιούχους. Πρόκειται, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, για την “ρήτρα θανάτου” (όρος του άρθρου 2 του νόμου 5638/1932). Συνεπώς, εφόσον έχει τεθεί ο ως άνω όρος στη σύμβαση, σε περίπτωση θανάτου κάποιου συνδικαιούχου, οι κληρονόμοι του δεν έχουν κανένα δικαίωμα στον κοινό λογαριασμό, αλλά το κατατεθειμένο σε αυτόν ποσό περιέρχεται στους λοιπούς συνδικαιούχους και μάλιστα απαλλάσσεται και από τον φόρο κληρονομίας.
🔸Αντίθετα, αν στη συμφωνία δεν έχει τεθεί ο ως άνω όρος, τότε οι κληρονόμοι του θανόντος συνδικαιούχου, μπορούν να αξιώσουν από τους λοιπούς συνδικαιούχους του λογαριασμού το ποσό της κατάθεσης που αναλογεί στον θανόντα.
Βέβαια, ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει και για την περίπτωση του κοινού λογαριασμού, όπου σύμφωνα με το άρθρο 117 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, οποιαδήποτε κατάθεση σε κοινό λογαριασμό με συνδικαιούχο κληρονόμο του καταθέτη, θεωρείται δωρεά η οποία υπόκειται σε μέμψη άστοργης δωρεάς από τους νόμιμους μεριδούχους αυτού, ένα πράγματι θίγεται η νόμιμη μοίρα τους, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, για να εξευρεθεί κατά ποιο τρόπο θα προστατευθούν έναντι της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό οι νόμιμοι μεριδούχοι του αποβιώσαντος συγκαταθέτου, είναι απαραίτητο να προσδιορισθεί η νομική φύση της πραγματοποιουμένης, με την κοινή χρηματική κατάθεση, επιδόσεως υπέρ του συγκαταθέτου της. Έτσι, όταν κατατίθεται χρηματικό ποσό από χαριστική αιτία σε κοινό λογαριασμό προκειμένου να επωφεληθεί ο συγκαταθέτης του ενεργητικού υπολοίπου της καταθέσεως ακόμη και όταν προϋπόθεση της περιελεύσεως της ωφελείας είναι ο θάνατος του παρέχοντος και η επιβίωση του λήπτη, θα μπορεί να γίνει λόγος για κληροδοσία (αρθρ. 1714 Α.Κ.), μόνον εφόσον θα έχει συνταχθεί νομοτύπως διαθήκη του παρέχοντος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει συνήθως, θα πρόκειται περί δωρεάς.
☑️ Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε ότι οποιαδήποτε οδός ακολουθηθεί, το αποτέλεσμα νομικά θα είναι το ίδιο, εάν πράγματι θίγεται η νόμιμη μοίρα των λοιπών μεριδούχων, καθότι αυτοί θα μπορούν να αξιώσουν δικαστικά την μέμψη άστοργης δωρεάς, ώστε να συμπληρωθεί η νόμιμη μοίρα τους, εάν φυσικά τελούν σε γνώση των δωρεών αυτών.
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι διαδικασίες δεν κινούνται αυτόματα, αλλά κάποιος μεριδούχος θα πρέπει είτε να έχει αντιληφθεί τις δωρεές προς το έτερο τέκνο, είτε να θεωρεί σημαντικά μειωμένη την εναπομείνασα περιουσία, εάν γνωρίζει την οικονομική κατάσταση του γονέα του, προκειμένου να προβεί σε δικαστικές ενέργειες. Πράγματι με τις χρηματικές καταθέσεις, είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς το ύψος αυτών, έστω και κατά προσέγγιση. Το πρόβλημα εντείνεται ιδίως στην ακίνητη περιουσία, όπου η δωρεά είναι πράγματι εμφανής και δημόσια, λόγω της μεταγραφής των συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης.