Ελεύθερη ένωση και περιουσιακές επαυξήσεις. Στην ελεύθερη ένωση δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 1400, αλλά η ΑΚ 904 περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού προϋποθέτει, εκτός από διάσπαση της ελεύθερης ένωσης, παραβίαση του ειδικού δεσμού εμπιστοσύνης των συντρόφων και διάψευση της προοπτικής μελλοντικού γάμου ή ματαίωση του σκοπού της οικονομικής εξασφάλισης του δότη. Ζητήματα ορισμένου της αγωγής. 

Νομολογία

ΜονΕφΘεσ 314/2019:

Η ενάγουσα, με την ως άνω αγωγή της εκθέτει ότι από τις 15.06.1987 έως τις 13.5.1989 συμβίωσε με τον εναγόμενο σε μόνιμη ελεύθερη ένωση, οπότε κατά την τελευταία αυτή χρονολογία τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο, ο οποίος έχει διασπαστεί από το έτος 2012, τον δε Ιούνιο του 2012 αυτή αποχώρησε από τη συζυγική τους οικία, κατόπιν σχετικής προς τούτο αξίωσης του εναγομένου. Ότι στις 16.9.2013 ο τελευταίος της επέδωσε αγωγή διαζυγίου λόγω υπερδιετούς διάστασης, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 21η.11.2014. Ότι κατά το χρόνο της ελεύθερης, χωρίς γάμο, συμβίωσής τους η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά το λεπτομερώς περιγραφόμενο διαμέρισμα στη Μενεμένη, το οποίο κάλυψε τις άμεσες στεγαστικές τους ανάγκες και αποτέλεσε την άλλοτε οικογενειακή τους στέγη και διατήρησε αυτός στην περιουσία του μέχρι τη λύση του γάμου τους, αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ποσού 70.000,00 ευρώ, το οποίο αποκτήθηκε εν μέρει με την εκ μέρους της διάθεση ποσού 1.000.000 δρχ., προερχόμενο από άτυπη προς αυτήν δωρεά του αδελφού τη, και ποσού 600.000 δρχ., προερχόμενο από προσωπικές της αποταμιεύσεις από καλλιέργειες καπνών, εν μέρει δε ποσού 1.000.000 δρχ. σε γραμμάτια από τον ιδιοκτήτη και πωλητή του διαμερίσματος και ποσού 2.500.000 δρχ. από προϊόν τραπεζικού δανείου που έλαβαν στις 19.8.1988 από την… Τράπεζα και εξοφλήθηκε στις 8.8.2011. Ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους ο εναγόμενος απέκτησε, από κοινού και κατ’ ισομοιρία μ’ αυτήν, στις 5.6.2009 το λεπτομερώς περιγραφόμενο διαμέρισμα στο Ελευθέριο Κορδελιό, αντί τιμήματος αγοραπωλησίας ποσού 75.000,00 ευρώ, και στις 8.12.2006 το λεπτομερώς περιγραφόμενο διαμέρισμα στην Καβάλα, αντί τιμήματος αγοραπωλησίας ποσού 47.000,00 ευρώ. Ότι για τα διαμερίσματα αυτά προέβησαν μεταξύ τους σε αντίστοιχες συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις του ιδανικού τους μεριδίου λόγω δωρεάς εν ζωή, κατά τρόπο ώστε αυτή μεν κατέστη αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος στην Καβάλα, ο δε εναγόμενος αποκλειστικός κύριος του διαμερίσματος στο Ελευθέριο Κορδελιό, με συνέπεια αυτός να ωφεληθεί κατά το ποσό των 28.000,00 ευρώ που αντιστοιχεί στη διαφορά των προαναφερόμενων αξιών των εν λόγω περιουσιακών τους στοιχείων. Ότι ο εναγόμενος, παρά τη μεταξύ τους συμφωνία περί παραχώρησης του ενός συζύγου προς τον άλλο και της οικοσκευής των ανωτέρω διαμερισμάτων, αφαίρεσε από το διαμέρισμα στην Καβάλα τον ειδικότερα αναφερόμενο κινητό οικιακό εξοπλισμό του, συνολικού ποσού 5.000,00 ευρώ περίπου. Ότι από τη συνολική αξία της τελικής του περιουσίας ποσού (70.000,00 + 28.000,00 + 5.000,00 =) 103.000,00 ευρώ υποχρεούται αυτός να της αποδώσει ποσοστό 50% της αξίας αυτής, ανερχόμενο στο ποσό των 51.500,00 ευρώ, κατά τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην αξία των αποκτημάτων του, καθόσον κατά το εν λόγω ποσοστό συνέβαλε η ίδια στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας του με τη διάθεση των εισοδημάτων της από την εκμίσθωση του αναφερόμενου ακίνητου περιουσιακού της στοιχείου, που είχε αποκτήσει πριν από την τέλεση του γάμου τους, και από την άσκηση της αναφερόμενης επαγγελματικής της δραστηριότητας (κατάστημα επιδιόρθωσης ρούχων) αλλά και με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών για τη φροντίδα του συζυγικού οίκου, του εναγόμενου συζύγου της και των δύο τέκνων του τελευταίου, που είχε αποκτήσει από τον προηγούμενο γάμο του και διέμεναν μαζί τους, άλλως ποσοστό 1/3 της αξίας της περιουσίας του, ανερχόμενο στο ποσό των 34.333,33 ευρώ, κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει το ποσό των 51.500,00 ευρώ, άλλως το ποσό των 34.333,33 ευρώ, κυρίως μεν βάσει της κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ αξίωσής της λόγω συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του, όλως δε επικουρικά κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον αυτός κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της από αιτία μη νόμιμη, άλλως αιτία που έληξε, δοθέντος ότι οι ανωτέρω παροχές της προς αυτόν συνιστούσαν απλή παράδοση χρημάτων για τις οικογενειακές τους ανάγκες και δεν είχαν το χαρακτήρα νόμιμης ή έγκυρης σύμβασης ή επιβαλλόμενης από το νόμο υποχρέωσης, η δε συναίνεσή της για χρήση, διατήρηση και εκμετάλλευσή τους από αυτόν τελούσαν υπό την αίρεση διατήρησης της έγγαμης σχέσης τους, η οποία δεν υφίσταται, και ο σωζόμενος πλουτισμός του εναγόμενου έγινε σε βάρος της περιουσίας της, αφού κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με τα πιο πάνω χρήματά της θα επαυξάνονταν η δική της περιουσία. 

[…]

Από το άρθρο 1400 Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι : α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσης του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Στην περίπτωση αυτή, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται  να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δε θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας (ΑΠ 43/2005, ΑΠ 1059/2014). Ειδικότερα, όταν ο ενάγων δεν περιορίζεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1400παρ.1 εδ. β’ ΑΚ και στον καθιερούμενο με αυτό τεκμαρτό προσδιορισμό της συμβολής και του μεγέθους στης στο 1/3, αλλά θεμελιώνει την αγωγή του, στον πραγματικό υπολογισμό και επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, με παροχές, οι οποίες συνιστούν ιδιαίτερο τρόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, πρέπει: α) να καθορίζει τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγομένου, β) να αποτιμά τις παροχές του, προς τον εναγόμενο, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έγιναν και γ) να καθορίζει είτε α) το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τι δυνάμεις του, να συνεισφέρει, στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους, έτσι ώστε, από το λόγο της αξίας των παροχών, κατά το μέρος που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συμπεριφορά, προς τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου, να προκύπτει το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν είτε β) το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ αναλογούσης υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής αυτού (ενάγοντος) στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, για το ορισμένο της σχετικής επικλήσεως μη απαιτουμένης ούτε της αναφοράς του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών ούτε του κατά ποσό προσδιορισμού της συνεισφοράς στην οποία υποχρεούται ο ενάγων (ΑΠ 1511/2005, ΑΠ 43/2015, ΑΠ825/2015). Όταν όμως η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε, μοναδική προϋπόθεση έχει, την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου, κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την αρχική, κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική, κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα και των δύο, κατά το χρόνο αυτό και ειδικότερα, για την περίπτωση της τριετούς διάστασης, την αξία της περιουσίας κατά το χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή της άσκησης της αγωγής.  Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεως για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 1155/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1173/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ411.2004 ΕλλΔνη 2004.1355).

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ., η οποία αποσκοπεί στην προστασία του συζύγου με τη μικρότερη αύξηση της περιουσίας, δηλαδή κατά κανόνα του οικονομικά ασθενέστερου, και περιέχει ως εκ τούτου κανόνα αναγκαστικού δικαίου, συνάγεται ότι η εφαρμογής της προϋποθέτει τέλεση γάμου και άρα στο ρυθμιστικό της πεδίο εμπίπτει μόνο η αξίωση του ενός συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, όπως γινόταν παλαιότερα δεκτό, ήδη όμως η διάταξη αυτή έχει τροποποιηθεί με το νόμο 4356/24.12.2015 (άρθ. 5), οπότε η διάταξη του άρθ. 1400 ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση συμφώνου συμβίωσης ενώ, βάσει του άρθ. 6 του ίδιου νόμου « Στην περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς σύμφωνο, η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί μετά την έναρξη της συμβίωσης (αποκτήματα) κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς δίκες». Συγκεκριμένα, είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 Α.Κ., απαιτείται να επήλθε ο πλουτισμός χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο ,δηλαδή, στοιχείο είναι η μη νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία, ειδικότερα, είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη αιτίας. Το άρθρο 904 Α.Κ. δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η Α.Κ. 904, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Σταθόπουλος, στου Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθ.904, αριθ.28).

Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνο η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περάτωσης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ήτοι λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγομένου, είτε λόγω θανάτου, γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είτε για αιτία λήξασα, όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης έχει στηριχθεί στη μονιμότητά της, είτε για αιτία μη επακολουθήσασα, όταν οι παροχές δίνονται με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος (πρβλ. σχετ. ΑΠ1751/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1926/2013 ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 874/2008 ΧρΙΔ 2009,139, ΕφΔυτΜακ 54/2007 Αρμ 2008.226).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσον αφορά την εκ μέρους του εναγομένου απόκτηση του περιγραφόμενου διαμερίσματος, που αποτέλεσε και την άλλοτε οικογενειακή στέγη των διαδίκων, η αγωγή είναι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, μη νόμιμη καθ’ ο μέρος επιχειρείται η θεμελίωσή της στην κύρια αγωγή βάσει του άρθρου 1400 Α.Κ. και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές του αγωγικού δικογράφου, το εν λόγω διαμέρισμα αποκτήθηκε από τον εναγόμενο κατά το διάστημα της ελεύθερης, χωρίς γάμο, συμβίωσής του με την ενάγουσα και όχι μετά την τέλεση του μεταξύ τους γάμου (στην κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα συνομολογεί ότι ο εναγόμενος αγόρασε το διαμέρισμα στις 7.7.1988, ο δε γάμος τους τελέσθηκε μεταγενέστερα στις 13.5.1989). Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση σαφώς η επικουρική βάση του εν λόγω αγωγικού αιτήματος θα εξετασθεί κατά τις γενικές διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι η δίκη ήταν εκκρεμής κατά το χρόνο ισχύοντος του παρόντος νόμου (24.12.2015), κατ’ αρθ. 6 ν.4356/2015, ως προς τις οποίες όμως διατάξεις η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον η ενάγουσα δεν προσδιορίζει επακριβώς την ωφέλεια που αποκόμισε ο αντίδικος σε βάρος της περιουσίας της αναφορικά με την κτήση του εν λόγω ακινήτου, την οποίαν όλως αορίστως αναβιβάζει σε ποσοστό 50% της σημερινής αξίας του, καθόσον πέραν της επικαλούμενης εκ μέρους της διάθεσης συνολικού ποσού 1.600.000 δρχ. για την απόκτηση του ακινήτου, και ενός δανείου 2.500.000 δρχ. από την… Τράπεζα «όπου δίναμε δύο δόσεις το χρόνο και το δάνειο εξοφλήθηκε στις 8.8.2011», εφόσον το σπίτι αυτό είναι σαφές ότι άξιζε πολύ περισσότερα χρήματα, ήτοι 70.000,00 Ευρώ. κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ως προς δε τα ανωτέρω ποσά, τα οποία δε δικαιολογούν την ανωτέρω συμβολή της, δεν εκθέτουν συγκεκριμένη προσφορά πρόσθετων χρηματικών παροχών ή αποτιμώμενων σε χρήμα προσωπικών υπηρεσιών από την ίδια στον σύντροφό της, ώστε να κριθεί τόσο η ύπαρξη του πλουτισμού αυτού όσο και κυρίως η επικαλούμενη κατά ποσοστό 50% αξίας του ακινήτου ωφέλεια, την οποία αποκόμισε αυτός από την εκ μέρους της συμβολή με τους προαναφερόμενους τρόπους, περιστατικά τα οποία δύνανται να θεμελιώσουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αποτιμώμενης σε χρήμα συνεισφοράς της με οποιονδήποτε τρόπο και της ζημίας που τελικά υπέστη και δη κατά το ανωτέρω ποσοστό. Επίσης, η ενάγουσα δεν προσδιορίζει την έλλειψη νόμιμης αιτίας για τη στοιχειοθέτηση του αδικαιολόγητου του εν λόγω πλουτισμού του αντιδίκου της, εφόσον δεν εκθέτει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη , το σκοπό τον οποίο επιδίωκε με την παροχή της προς αυτόν στα πλαίσια της ελεύθερης  χωρίς γάμο συμβίωσής τους, ούτε άλλωστε την αποτυχία του σκοπού αυτού, η οποία επιφέρει την έλλειψη αιτίας (Σταθόπουλος, ό.π., άρθ.904, αριθ. 29 επ.).

Περαιτέρω, η αγωγή, όσον αφορά τα αποκτήματα του εναγομένου, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, είναι ως προς την κύρια, επιστηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ., βάση της, αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης τόσο καθ’ ο μέρος επιχειρείται κυρίως η θεμελίωσή της στον πραγματικό υπολογισμό της επικαλούμενης συμβολής της ενάγουσας κατά το ανωτέρω ποσοστό στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, όσο και καθ’ ο μέρος επιχειρείται επικουρικά η θεμελίωσή της στον τεκμαρτό υπολογισμό, καθόσον η ενάγουσα δεν εξειδικεύει στο αγωγικό δικόγραφο το κρίσιμο χρονικό σημείο, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωσή της περί συμμετοχής της στην επικαλούμενη περιουσιακή επαύξηση του αντιδίκου της. Ειδικότερα, αφενός επικαλείται ότι κατά το χρονικό διάστημα από το 2012 μέχρι την άσκηση της αγωγής ο συζυγικός βίος με τον εναγόμενο ατόνησε και η διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους αποτελεί πλέον μόνιμη, διαρκή και μη αναστρέψιμη κατάσταση, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει με ακρίβεια το χρόνο έναρξης της διάστασης μέχρι και την έγερση της αγωγής, δοθέντος ότι αυτή επικαλείται όλως αορίστως αποχώρησή της από τη συζυγική οικία τον Ιούνιο του έτους 2012, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό του ακριβούς χρόνου αποχώρησής της, κατέθεσε δε την ένδικη αγωγή μόλις στις 3.6.2015, αφετέρου εκθέτει στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής ότι στις 16.9.2013 ο εναγόμενος της επέδωσε την αναφερόμενη αγωγή διαζυγίου λόγω υπερδιετούς διάστασης, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 21η. 11.2014, χωρίς, όμως, να αναφέρει εάν πράγματι συζητήθηκε η εν λόγω αγωγή διαζυγίου κατά την ανωτέρω, προγενέστερη της άσκησης της ένδικης αγωγής, δικάσιμο και σε καταφατική περίπτωση, εάν εκδόθηκε απόφαση περί λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο και εάν αυτή κατέστη ήδη, κατά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της, αμετάκλητη, ενόψει, μάλιστα, του ότι προσδιορίζει την τελική παρουσία του με κρίσιμο χρόνο αυτόν της λύσης του γάμου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση του χρόνου αυτού, και όχι αυτόν της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης. Η αόριστη και αντιφατική έκθεση των εν  λόγω πραγματικών περιστατικών καθιστά αδύνατο τον προσδιορισμό του χρόνου γέννησης της επίδικης αξίωσής της, ήτοι το ακριβές χρονικό σημείο της επελθούσας διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων,  προκειμένου να υπολογιστεί η συμπλήρωση τριετίας από την έναρξη αυτής, είτε το χρονικό σημείο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, εφόσον η λύση του γάμου έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού αυτή απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με συνέπεια να είναι αδύνατη η ασφαλής διάγνωση της γέννησης ή μη της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας, κατά την άσκηση της αγωγής και στη συνέχεια ο υπολογισμός της τελικής περιουσίας του εναγομένου, ώστε να διαπιστωθεί αν τελικά υφίσταται αύξηση αυτής και να προσδιοριστεί η αξία της κατά τον κρίσιμο χρόνο της γέννησης της επικαλούμενης αξίωσης της ενάγουσας, με αναγωγή της αξίας αυτής κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (όπως αναφέρεται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αυτός ο ισχυρισμός, ως αναγόμενος στην παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος, δεν επιτρέπεται να διορθωθεί με τις προτάσεις). Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος επιχειρείται η επιστήριξη της κρινόμενης αγωγής στον πραγματικό υπολογισμό της επικαλούμενης συμβολής της ενάγουσας κατά το ανωτέρω ποσοστό στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, είναι αόριστη, σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δε διαλαμβάνεται στο κρισιολογούμενο δικόγραφο της αγωγής έκθεση των περιστατικών εκείνων που να αποτιμούν τις παροχές προς τον εναγόμενο, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έγιναν, καθώς και διότι δεν προσδιορίζει το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις της, να συνεισφέρει, στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ή το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 Α.Κ. αναλογούσας υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής αυτής στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Επομένως, η αγωγή, όσον αφορά στα αποκτήματα του εναγόμενου, που κατά τις παραδοχές του ένδικου αγωγικού δικογράφου αποκτήθηκαν από αυτόν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την κύρια βάση της, που επιστηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. (τόσο κατά τον πραγματικό όσο και κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό).

Προσθέτως, η επικουρικά σωρευόμενη αγωγική βάση ως προς τα αποκτήματα αυτά, η θεμελίωση της οποίας επιχειρείται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επικουρικό και επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι αναγκαίοι όροι για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιστηρίζεται και η κύρια βάση της από την αξίωση συμμετοχής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου και δη στην επαύξηση της περιουσίας του τελευταίου συνεπεία της αναφερόμενης συμβολής της σ’ αυτή λόγω λήξης της αιτίας για την οποίαν παρείχε την εν λόγω συμβολή, ένεκα της λύσης του μεταξύ τους γάμου, με συνέπεια η ενάγουσα να μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτή (άρθ. 1400 Α.Κ.), χωρίς δυνατότητα προσφυγής της έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης, όπως επίσης και η έφεση στο σύνολό της. Περαιτέρω, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

[…]

[Προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα κατ’ ΑΚ 1400 είναι η ύπαρξη έγκυρου, άκυρου ή ακυρώσιμου, αλλά σε κάθε περίπτωση υποστατού γάμου. Τούτο σημαίνει ότι η ΑΚ 1400 δεν εφαρμόζεται στην ελεύθερη ένωση ούτε καν ανάλογα, καθώς ο νομοθέτης, επιθυμώντας την υπαγωγή σε αυτή μόνο της έγγαμης σχέσης, απέφυγε ηθελημένα να ρυθμίσει όμοια ή ανάλογα και την τύχη των περιουσιακών επιδόσεων μεταξύ των σε ελεύθερη ένωση συμβιούντων, μολονότι γνώριζε ως υπάρχουσα την εν λόγω πραγματική κατάσταση ( ΑΠ 1926/2013, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ206/2011,ΧρΙΔ 2011.668· ΑΠ874/2008,ΧρΙΔ 2009.139· Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, 2017, § 12 αριθ.3 · Παπανικολάου, Σύνταγμα και αυτοτέλεια του αστικού δικαίου, 2006,§4 αριθ. 134). Πέρα από την ανυπαρξία κενού στη ρύθμιση του νόμου που θα δικαιολογούσε την αναλογία, η νομολογία επεσήμανε ότι μεταξύ του γάμου (ή του συμφώνου συμβίωσης) και της ελεύθερης ένωσης υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, ως προς τη σύσταση, τη λειτουργία, τη λύση, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις δεσμεύσεις κλπ και, ως εκ τούτου, η ελεύθερη ένωση, μη υπαγόμενη στο νομοθετικό καθεστώς του γάμου, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές του, ενόψει μάλιστα και του ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αρνούμενοι να τελέσουν γάμο δε θέλησαν να υπαχθούν γενικώς στις διατάξεις που ρυθμίζουν το γάμο. Πάντως υπό το δίκαιο πριν το ν.4356/2015, η νομολογία δέχθηκε την ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης ένωσης συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ΑΚ 904 επ. [ΑΠ 1751/214· ΑΠ 1926/2013, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ]. Ο νομολογιακός αυτός κανόνας βρήκε νομοθετική απήχηση στη διάταξη του άρθρου 6 ν.4356/2015 (ο οποίος ρυθμίζει κατά κύριο λόγο το σύμφωνο συμβίωσης), σύμφωνα με την οποία προβλέπεται ρητά ότι η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από την έναρξη της ελεύθερης ένωσης κρίνεται από τις γενικές διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σημειώνεται ότι, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες. 

Για το σχετικό ζήτημα η νομολογία έχει δεχθεί (πριν την έκδοση του ν.4356/2015) ότι, στο πλαίσιο της ελεύθερης ένωσης, οι συνήθεις παροχές του καθημερινού κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλο γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψης ανταλλάγματος και, συνεπώς, δε γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός του και η μείωση ή μη της επαύξησης της περιουσίας του δότη δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως [ΑΠ 1751/2014· ΠολΠρωτΡοδ 63/2016, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ]. Ωστόσο, όπως κρίθηκε, δεν ισχύει το ίδιο και, μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση το «θεμέλιο» την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Στην περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης ένωσης, υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) ενός εκ των συμβιούντων από την περιουσία του άλλου, οφειλόμενη είτε στην προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου είτε στο πλαίσιο της «κοινωνίας βίου», και στη συνέχεια η ελεύθερη ένωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και, συνεπώς, μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις [ΑΠ1751/2014· ΠολΠρωτΡοδ 63/2016, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ· έτσι και Τσολακίδης, Λήξη της ελεύθερης ένωσης και απόδοση περιουσιακών επαυξήσεων των συμβιούντων κατά τη διάρκειά της ΕφΑΔ 2015.105-106· ο ίδιος, Ελεύθερη συμβίωση και αδικαιολόγητος πλουτισμός, ΕφΑΔ 2010.892 επ.]. Δηλαδή, εάν εξ αφορμής της εξώγαμης ένωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστού ανταλλάγματος (λ.χ. οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε αυτόν που παρείχε τις υπηρεσίες ή τις παροχές στον άλλο σύντροφο η πεποίθηση ότι ενεργεί με τον τρόπο αυτόν ενόψει της μελλοντικής τους εξασφάλισης, η αθέτηση και, γενικώς, η λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ως νόμιμης αιτίας, στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, οπότε ο δότης δικαιούται να αναζητήσει όσα κατέβαλε στο σύντροφό του [ΑΠ1751/2014· ΠολΠρωτΡοδ 63/2016, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ]. Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνο η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών βάσει του ειδικού συνδέσμου εμπιστοσύνης.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα σύζυγος ζήτησε, επικαλούμενη την ΑΚ 1400,  μεταξύ άλλων την περιουσιακή επαύξηση του συζύγου της που είχε λάβει χώρα πριν την τέλεση του γάμου τους και όσο αυτοί βρίσκονταν σε ελεύθερη ένωση. Το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πάγια νομολογία, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το σκέλος αυτό. Καθώς, όμως, διάταξη του άρθρου 6 ν.4356/2015 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες, το Δικαστήριο διερεύνησε αν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκε η ενάγουσα μπορούν να υπαχθούν στην ΑΚ 904, πλην όμως διαπίστωσε ότι η αγωγή, ως προς το ίδιο σκέλος, είναι αόριστη, επειδή η ενάγουσα δεν προσδιόριζε την ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος και, συγκεκριμένα, δεν εξέθετε συγκεκριμένη προσφορά πρόσθετων υπηρεσιών, χρηματικά αποτιμητών, από την ίδια στον εναγόμενο. Επίσης, δεν ανέφερε ούτε το σκοπό των συγκεκριμένων παροχών και υπηρεσιών ούτε την αποτυχία του εν λόγω σκοπού που θα οδηγούσε σε ανατροπή της νόμιμης αιτίας διατήρησης του πλουτισμού. Πάντως, ανεξάρτητα από την ορθή αυτή κρίση του Δικαστηρίου, ακόμη και αν η ενάγουσα εξέθετε όλα τα παραπάνω, αμφίβολο είναι αν η αγωγή της, κατά το σκέλος αυτό, θα μπορούσε να θεωρηθεί νόμω βάσιμη ενόψει της μείζονος πρότασης της ΑΠ 1751/2014, που ακολούθησε και η σχολιαζόμενη απόφαση. Και τούτο διότι ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου, κατά το χρόνο της ελεύθερης ένωσης, έγινε επί τη βάσει του ειδικού συνδέσμου εμπιστοσύνης υπό την προϋπόθεση μελλοντικού γάμου, η πεποίθηση της παρέχουσας ενάγουσας για μελλοντικό γάμο δε διαψεύσθηκε, ακριβώς επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση όχι μόνο δε διασπάστηκε η συμβίωση των διαδίκων, αλλά ο σκοπούμενος γάμος πράγματι επακολούθησε και μάλιστα, διήρκεσε ικανό χρονικό διάστημα.]

Πηγή: περιοδικό ‘Αρμενόπουλος’, έτος 74ο, Τεύχος 7, Ιούλιος 2020