Νομολογία : ΜΕφΘεσ 570/2017

Έξοδος εταίρου από ΟΕ. Η σχετική δήλωση του εταίρου έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται να επικυρωθεί από το δικαστήριο, επιφέρει δε αμέσως τα αποτελέσματά της, ήτοι την έξοδό του από την εταιρεία και τη συνέχιση της λειτουργίας της με τους λοιπούς εταίρους, από τη στιγμή που η δήλωση αυτή θα περιέλθει στην εταιρεία και τους εταίρους. Προσδιορισμός μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου. Η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης τούτου κατά της εταιρείας, η οποία και νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου. Αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει με τη διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας.

3. Σύμφωνα με το άρθρο 261 του ν. 4072/2012, ο εταίρος μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους, να εξέλθει εκουσίως από την εταιρεία. Ειδικότερα, στον εταίρο που δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη συμμετοχή του στην εταιρεία, παρέχεται η δυνατότητα, να εξέλθει εκουσίως από αυτήν με μονο- μερή δήλωση απευθυντέα στους υπόλοιπους εταίρους και την εταιρία. Έχει δηλαδή το δικαίωμα να καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, χωρίς να πρέπει να αναμένει την κρίση του δικαστηρίου, όπως γινόταν στο προγενέστερο δίκαιο, όπου η καταγγελία της εταιρίας επέφερε τη λύση της και ως εκ τούτου την έξοδο του εταίρου από αυτήν. Η εν λόγω καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής, που γίνεται όπως αναφέρθηκε με μονομερή (απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρεία) του δήλωση, έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται να επικυρωθεί από το δικαστήριο, καθώς επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της, ήτοι την έξοδό του από την εταιρία και τη συνέχιση της λειτουργίας της με τους λοιπούς εταίρους, από τη στιγμή που η δήλωση αυτή θα περιέλθει στην εταιρεία και τους εταίρους. Ο εξερχόμενος εταίρος (όπως και ο αποκλειόμενος) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 § 2 του ν. 4072/2012, έχει αξίωση κατά της εταιρείας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σ’ αυτήν την περίπτωση εάν μεν η εταιρεία είναι αορίστου χρόνου, η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου καταβάλλεται σε εκείνον στο τέλος της εταιρικής χρήσης (άρθρο 261 παρ. 2), ενώ σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της, αυτό καθορίζεται από το Μονομελές Δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 264 § 2 του ν. 4072/2012).

Η συνδρομή σπουδαίου λόγου για την αποχώρηση του εξερχόμενου εταίρου είναι αδιάφορη όσον αφορά τις εταιρείες αορίστου χρόνου. Η συνδρομή του είναι ουσιώδης στις εταιρείες ορισμένου χρόνου, διότι η διάταξη του άρθρου 261 § 3, εξαρτά την καταβολή ή μη της αξίας συμμετοχής του εξερχομένου από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρεία. Συνεπώς, στις εταιρείες αορίστου χρόνου, ο εξερχόμενος (όπως και ο αποκλειόμενος) εταίρος, ανεξάρτητα από το αν υφίσταται σπουδαίος λόγος ή όχι που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρεία, εφόσον καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, δικαιούται να αξιώσει από την εταιρεία την καταβολή της πλήρους αξίας αυτής (εταιρικής συμμετοχής), ενώ επιπλέον από τη διάταξη της § 3 του άρθρου 264 του ν. 4072/2012 ορίζεται ότι αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρείας, ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά το λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 § 2 του ανωτέρω νόμου, σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην § 2 του άρθρου 259, ήτοι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Για τον καθορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής κρίσιμη είναι η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταί- ρου.

Για τον σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή τον αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγαθών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική απόδοση της εταιρικής επιχειρήσεως τρέχουσα και προσδοκώμενη. Θα συνεκτιμάται επίσης η καταβολή της εισφοράς από τον απελθόντα ή ειδικές περιστάσεις που αφορούν την προβλεπόμενη από την εταιρική σύμβαση συμμετοχή του στις εταιρικές υποθέσεις. Η αξίωση του αποχωρούντος εταίρου για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής απορρέει από την εταιρική σχέση (βλ. Ν. Ρόκα, Εταιρίες, σ. 45-46, 77, Αντωνόπουλου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών Ι, Προσωπικές εταιρίες, 1997, σ. 145-149). Οι απαιτήσεις δε των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλ. για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, έκδ. 7η, § 12 αριθ. 4 σ. 89, Παπαγιάννη, Αρμ 2000. 19, Μπεχλιβάνη, ΕπισκΕΔ 2000. 639, 643, 644, 653, 654). Έτσι, η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης τούτου κατά της εταιρίας (βλ. Ν. Ρόκα, ό.π. § 13 αριθ. 10 σ. 99), η οποία και νομιμοποιείται παθητικά προς τούτο στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου (σχετ. βλ. ΕφΛαρ 58/2011). Επιπλέον, με το νέο νόμο 4012/2012 ως αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αιτήσεων που προβλέπονται με όλες τις παραπάνω ρυθμίσεις του και ειδικότερα των αιτήσεων αποκλεισμού εταίρου, δικαστικής λύσης της εταιρείας, καθορισμού της αξίας της συμμετοχής αποχωρούντος ή αποκλειομένου εταίρου, αναγνώρισης της συνδρομής σπουδαίου λόγου για εκούσια έξοδο από εταιρεία ορισμένου χρόνου και αναγκαστικής εξόδου εταίρου με πρωτοβουλία δανειστή καθορίζεται το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη διαδικασία επιλέχθηκε κυρίως λόγω της ταχύτητας και ευελιξίας της. Συνεπώς και ως προς την άσκηση της αξίωσης για έγκαιρη καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο είναι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

4. Eκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι, δια της ασκήσεως της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων όρια (ΑΠ 419/2004 ΕλλΔνη 47. 146). Το Εφετείο, επιλαμβανόμενο της διαφοράς, εξετάζει εάν, κατ’ ορθήν εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο απεφά- σισε προσηκόντως ή όχι, τηρών την αυτή ως και το πρωτοβάθμιο διαδικασία (ΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 29. 112). Συνεπώς έχει ως προς την αγωγή την αυτή ως και εκείνο εξουσία (ΑΠ 414/1976 ΝοΒ 24. 941, ΑΠ 622/1974 ΝοΒ 23. 173, ΕφΑθ 110/2006 ΕλλΔνη 48. 1477), δυνάμενο και άνευ υποβολής ειδικής αιτιάσεως να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει εάν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα δια την θεμελίωση της στοιχεία (ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΑΠ 497/1981, ΑΠ 660/1979, ΕφΑθ 8166/1983, ΑΠ 2457/1984 ΝοΒ 30. 53, 28, 23, 32, 689 και 863 αντιστοίχως). Εξ άλλου εκ της διατάξεως του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον», συνάγεται ότι ένδικος προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ` εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικου έννομου σχέσεως ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη διαχείριση ταύτης. Η νομιμοποίηση του διαδίκου, ως και το έννομο συμφέρον, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας. Η έλλειψη της νομιμοποιήσεως, τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής, δηλαδή των θεμελιωτικών περιστατικών που συνδέουν τον διάδικο με την επικαλούμενη έννομο σχέση προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, έχει δε ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης (βλ. ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 13/1987, ΑΠ 339/2010, ΕφΑθ 5239/2007).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, έχουσα το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, τυγχάνει απαράδεκτος ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων καθών η αίτηση, ομορρύθμων εταίρων της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ Χ. – Σ.Τ. ΟΕ», για τους διαλαμβανόμενους ανωτέρω λόγους, και συγκεκριμένα διότι, οι απαιτήσεις των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλ. για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δια της εκκαλούμενης αποφάσεως του έκρινε την ένδικη αγωγή-αίτηση ως παραδεκτώς ασκηθείσα και κατά των ομορρύθμων εταίρων της προαναφερόμενης εταιρείας, παθητικώς νομιμοποιουμένων προς τούτο, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει, δέον όπως, δεκτού γενομένου του σχετικού προσθέτου λόγου της έφεσης, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η ανωτέρω ένδικη αγωγή – αίτηση κατά των προαναφερομένων ομορρύθμων εταίρων της εναγόμενη ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΦΟΙ Χ. – Σ.Τ. ΟΕ», να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί, μετ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, η κρινόμενη αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων ομορρύθμων εταίρων κατά τα προεκτεθέντα και περαιτέρω να ερευνηθούν για την ουσιαστική βασιμότητά τους οι λοιποί λόγοι της έφεσης, πλην εκτός του λόγου που αφορά στο ότι η αντίστοιχη αγωγή περί επιδικάσεως της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εφεσίβλητου έπρεπε να δικαστεί από το αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο κατά τις διατάξεις των άρθρων 8 επ. ΚΠολΔ δικαστήριο με τη διαδικασία της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας των άρθρων 1 έως 590 ΚΠολΔ, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το παρόν Δικαστήριο έχει την άποψη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εκδίκασε και το σχετικό καταψηφιστικό αίτημα με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού πρόσθετου λόγου της έφεσης.

5. … Περαιτέρω, ο αιτών και εφεσίβλητος με το δικόγραφο της ανωτέρω αιτήσεώς του, δηλώνει ότι επιθυμεί την έξοδό του από την εν λόγω εταιρεία, καθώς αιτείται με αυτό (το δικόγραφο) να γίνει δεκτή η εκούσια έξοδός του από αυτήν. Το δικόγραφο της αιτήσεώς του επιδόθηκε νόμιμα στους καθ’ ων λοιπούς συνεταίρους του και στην καθ’ ης ομόρρυθμη εταιρεία, στις 25.10.2013. Ενόψει τούτου, εφόσον με την ανωτέρω αίτησή του, ο αιτών-εφεσίβλητος δηλώνει ότι επιθυμεί να εξέλθει εκουσίως από την ομόρρυθμη εταιρεία και εφόσον η διάταξη του άρθρου 261 του ν. 4072/2012 προβλέπει ότι η εκούσια έξοδος του εταίρου από την εταιρεία, επέρχεται με μονομερή του δήλωση απευθυντέα στους υπόλοιπους εταίρους και στην εταιρεία, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και από την περιέλευσή της σ ́ αυτούς, επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της, χωρίς περαιτέρω ενέργειες και χωρίς να απαιτείται δικαστική επικύρωση αυτής, θα πρέπει να γίνει δεκτό, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας, ότι ο αιτών εξήλθε εκουσίως από την ομόρρυθμη εταιρεία «ΑΦΟΙ Χ. –Σ.Τ. ΟΕ», την 25.10.2013, ημερομηνία κατά την οποία περιήλθε στους λοιπούς εταίρους και στην εταιρεία με το δικόγραφό του, η δήλωσή του περί εκούσιας εξόδου του από αυτήν (εταιρεία) και ότι η εταιρεία συνεχίζει τη λειτουργία της με τους λοιπούς δύο (2) εταίρους της. Περαιτέρω, με την εκούσια έξοδό του από την εταιρεία, ο αιτών έχει αξίωση κατά της εταιρείας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του.

Η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΦΟΙ Χ. – Σ.Τ. ΟΕ», έχει βάσει του καταστατικού της αόριστη διάρκεια και συνεπώς η καταβολή της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου δεν εξαρτάται από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρεία. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι με βάση τον ελάχιστο προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας της επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 του ν. 2238/1994 κωδικοποιημένου σύμφωνα με το ν. 4218/2013, η ελάχιστη συνολική αξία της επιχείρησης προσδιορίζεται στο ποσό των 220.555,41 ευρώ, ήτοι άυλη αξία 195.146,37 ευρώ πλέον της καθαρής θέσης της επιχείρησης 28.409,03 ευρώ μείον το κόστος απόκτησης αυτής 3.000,00 ευρώ και επομένως η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου (αιτούντα) στο ποσό των 73.511,12 ευρώ. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Β.Χ., Σ.Τ. και Ι.Χ., στη Θεσσαλονίκη στις 3.8.2009, συμφώνησαν και συναποδέχθησαν ότι στις 3.8.2009 η αξία της ομόρρυθμης εταιρίας «ΑΦΟΙ Χ. –Σ.Τ. ΟΕ», ανέρχεται στο εύλογο και συμφωνημένο ποσό των 800.000 ευρώ, η οποία αποτιμάται ειδικότερα στην πελατεία, φήμη, σήμα, διακριτικό τίτλο, άυλη αξία και πολυετή δραστηριότητα στο χώρο της εστίασης. Ωστόσο η οικονομική κρίση που έπληξε τα τελευ- ταία χρόνια την Ελλάδα επηρέασε και τον κλάδο της εστίασης, ενώ, η πληθώρα τόσο των σε βάρος των καθών η αίτηση υποβληθεισών μηνύσεων, η ανταλλαγή επίσης μεταξύ των διαδίκων σωρεία δικογράφων και εξωδίκων δηλώσεων, η εμφάνιση δικαστικών επιμελητών και αστυνομικών δυνάμεων στην έδρα της καθ’ ης ομόρρυθμης εταιρίας, κατά τη διάρκεια του έτους 2013 επέφερε εμπορική υποτίμηση της αξίας της εταιρίας, κατά ποσοστό 50%, με αποτέλεσμα η πραγματική της αξία κατά το χρόνο εξόδου του αιτούντα από αυτήν (25.10.2013), αφού συνυπολογιστεί και αφαιρεθεί και το χρηματικό ποσό του επιβληθέντος από το ΙΚΑ προστίμου ύψους 25.000 ευρώ, να ανέρχεται στο ποσό των 375.000,00 ευρώ. Συνακόλουθα, η πραγματική αξία της εταιρικής μερίδας που κατέχει ο εξερχόμενος εταίρος (αιτών) ανέρχεται στο ποσό των 124.987 ευρώ (375.000 Χ 33,33% = 124.987,00 ευρώ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεν έκρινε όμοια για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και έκανε δεκτό ότι η πραγματική αξία της εταιρικής του μερίδας του αιτούντος ανέρχεται στο ποσό των 213.312 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων.

Ενόψει όλων αυτών πρέπει: 1) να γίνει δεκτή η έφεση και εν μέρει δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι της, 2) να εξα- φανιστεί η εκκαλούμενη ως άνω οριστική απόφαση και κατά τις μη ανατρεπόμενες διατάξεις για το ενιαίο της εκτέλεσης καθώς και κατά την διάταξη περί δικαστικών εξόδων, τα οποία θα καθοριστούν εξ υπαρχής, 3) να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν και 4) να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγο- ντα το ποσό των 124.987 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.