Περίληψη:
Μετά την κήρυξη της πτώχευσης επέρχεται, μεταξύ άλλων, αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ενέγγυων) κατά του οφειλέτη. Η κήρυξη της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε κατάσταση πτώχευσης επάγεται τη λύση της εταιρίας, όχι, όμως, και την πτώχευση των προσώπων που διοικούν και εκπροσωπούν την εν λόγω εταιρεία. Ενόψει τούτου, στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά υπέχουν, κατά νόμο, προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη για χρέη της εταιρείας, οι δανειστές της εταιρείας, επομένως και το ΕΤΑΜ (και ήδη ΕΦΚΑ), δύνανται να στραφούν αυτοτελώς εναντίον τους βάσει των γενικών δικονομικών διατάξεων, καθώς η πτωχευτική διαδικασία και η διέπουσα αυτήν αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων αφορά αποκλειστικά και μόνον το κηρυχθέν σε κατάσταση πτώχευσης νομικό πρόσωπο της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.
Κείμενο της απόφασης:
«…..
Πρόεδρος: Σ. Καπριδάκη
Εισηγήτρια: Αικ. Παπαδοπούλου
Δικηγόροι: Ε.-Ε. Γαληνού – Γ. Χριστοδουλάκη
2. Επειδή, στο άρθρο 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του ν. 2556/1997 «Μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ κ.λπ.» (Α΄ 270), και το οποίο άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από 5.1.1999, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για την καταβολή των οφειλομένων στο ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών».
3. Επειδή, στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), όπως ίσχυε πριν από την κατάργηση από τις 31.12.2013 με την παράγραφο 22 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 11 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), οριζόταν στο άρθρο 101 ότι: «1. Στον φόρο υπόκεινται: α) οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, β)…, ε) οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, στ)… 2. …» και στο άρθρο 115 με τίτλο «Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα», όπως η παρ. 3 αυτού προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238), ότι: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά τον χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους… 2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά τον χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά τον χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου».
4. Επειδή, από τον συνδυασμό των παρατεθεισών στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεων του άρθρου 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999 και του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 συνάγεται ότι οι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι και γενικά οι εντεταλμένοι στη διοίκηση των νομικών προσώπων του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, μεταξύ των οποίων και οι ημεδαπές ΕΠΕ, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των οφειλόμενων από τα νομικά αυτά πρόσωπα προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και ήδη ΕΦΚΑ) ασφαλιστικών εισφορών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, για τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις εταιρίας, περιορισμένης ευθύνης ευθύνονται, πέραν του νομικού προσώπου της εταιρίας, και εκείνα τα πρόσωπα τα οποία κατά τον χρόνο της διάλυσης αυτής (για τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994) ή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της (για τις περιπτώσεις της παρ. 3 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994) τη διοικούν και την εκπροσωπούν νομίμως (πρβλ. ΣτΕ 3936/1999 7μ.). Όμως, οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 δεν δημιουργούν ιδία υποχρέωση των προαναφερόμενων προσώπων για καταβολή της οφειλόμενης από την εταιρία εισφοράς, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρίας ποσού, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης της εισφοράς, αλλά στο στάδιο της είσπραξής της. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής ασφαλιστικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης με την οποία προσδιορίζεται η οφειλόμενη από την εταιρία εισφορά, ενώ για την ενεργοποίηση της ευθύνης τους δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του χρέους με κοινοποίηση προς τα πρόσωπα αυτά των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου ποσού, αλλά επιτρέπεται, καταρχάς, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου ποσού από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαίωσης, που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της εταιρίας (πρβλ. ΣτΕ 2636/2018). Ως εκ τούτου, τα πρόσωπα αυτά, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης της εισφοράς που βεβαιώθηκε επ’ ονόματι της εταιρίας, αποκτούν, κατά τον ΚΕΔΕ, την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και διά της έκδοσης και κοινοποίησης προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 101 παρ. 4 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και της Φ.80000/οικ.25379/312/29.8.2013 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Β΄ 2699), μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, δύνανται δε, κατά τη σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ερμηνεία των άρθρων 217 παρ. 1 και 219 παρ. 1 του ΚΔΔ, να ασκήσουν ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης, με την οποία δύναται να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και η εκδοθείσα σε βάρος της εταιρίας ταμειακή βεβαίωση (πρβλ. ΣτΕ 844/2012, 4411, 4417/2011, 237/2008) και να προβάλουν είτε λόγους αναγόμενους στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαίτησης του ασφαλιστικού οργανισμού, εκτός εάν, κατόπιν προσφυγής της εταιρίας κατά της πράξης με την οποία καταλογίσθηκαν εισφορές, έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, με την οποία έχει κριθεί, κατ’ ουσίαν, η νομιμότητα της καταλογιστικής πράξης (πρβλ. ΣτΕ 844/2012), καθώς και λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα της ταμειακής εις βάρος της εταιρίας βεβαίωσης (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013), είτε λόγους αναγόμενους στο κύρος αυτής ταύτης της ατομικής ειδοποίησης ή στην έκταση της ευθύνης τους, οπότε και καθίσταται μόνη αυτή, ούσα εκτελεστή διοικητική πράξη, ακυρωτέα, εφόσον οι σχετικοί λόγοι προβάλλονται βασίμως (ΣτΕ 870/2022, πρβλ. ΣτΕ 3387, 3661/2011, 2274-75/2017, πρβλ. a contrario ΣτΕ 2999/2006, βλ. contra ΣτΕ 332/2015).
5. Επειδή, με τον Πτωχευτικό Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α΄ 153), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίστηκε στο άρθρο 1 («Γενική διάταξη. Σκοπός της πτώχευσης») ότι: «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλον τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του», στο άρθρο 7 («Απόφαση») ότι: «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Ορίζει ημέρα, ώρα και τόπο όπου οι πιστωτές θα συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή σε συνέλευση για σύνταξη πίνακα εικαζόμενων πιστωτών και εκλογή της επιτροπής πιστωτών και ορίζει τον τρόπο δημοσιότητας. Με την ίδια απόφαση, το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70…», στο άρθρο 16 («Πτωχευτική περιουσία») ότι: «1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. … 5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης», στο άρθρο 17 («Πτωχευτική απαλλοτρίωση») ότι: «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. 2. … 3. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει. 4. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος», στο άρθρο 21 («Πτωχευτικός πιστωτής») ότι: «1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση… 2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά», στο άρθρο 25 («Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων») ότι: «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26 [που περιέχει ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές], από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες», στο δε άρθρο 181 («Καταργούμενες διατάξεις») ότι: «Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται: α)… στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης… και ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού». Εξάλλου, στον ν. 3190/1955 περί Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης (Α΄ 91) ορίζεται στο άρθρο 44, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 και 2 του ν. 4541/2018 (Α΄ 93/31.5.2018), ότι: «1. Η εταιρία λύεται: α) Κατά πάσαν υπό του νόμου ή υπό του καταστατικού προβλεπομένην περίπτωσιν. β)… δ) Διά της κηρύξεως της εταιρίας εις κατάστασιν πτωχεύσεως. …».
6. Επειδή, όπως συνάγεται από τις ως άνω διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, μετά την κήρυξη της πτώχευσης επέρχεται, μεταξύ άλλων, αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών (πλην των ενέγγυων) κατά του οφειλέτη. Εξάλλου, η κήρυξη της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε κατάσταση πτώχευσης επάγεται τη λύση της εταιρίας, όχι, όμως, και την πτώχευση των προσώπων που διοικούν και εκπροσωπούν την εν λόγω εταιρία. Ενόψει τούτου, στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά υπέχουν, κατά νόμο, προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη για χρέη της εταιρίας (βλ. άρθρο 115 παρ. 1-3 του ν. 2238/1994, Α΄ 151), οι δανειστές της εταιρίας, επομένως και το ΕΤΑΜ (και ήδη ΕΦΚΑ), δύνανται να στραφούν αυτοτελώς εναντίον τους βάσει των γενικών δικονομικών διατάξεων, καθώς η πτωχευτική διαδικασία και η διέπουσα αυτήν αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων αφορά αποκλειστικά και μόνο το κηρυχθέν σε κατάσταση πτώχευσης νομικό πρόσωπο της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (πρβλ. ΣτΕ 2543/2021).
7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Τ. ΕΠΕ», της οποίας ο εφεσίβλητος είχε διατελέσει διαχειριστής και εταίρος από 23.10.1987 έως 30.4.2009 και η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση από 30.4.2009 με την 591/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, εκδόθηκε η …/12.8.2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης του Διευθυντή του Β΄ Περιφερειακού Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) Αθηνών, με την οποία βεβαιώθηκε ταμειακώς το συνολικό ποσό των 68.150,18 ευρώ (… ευρώ κύρια εισφορά και … ευρώ πρόσθετα τέλη). Το ποσό αυτό αναγόταν στο χρονικό διάστημα από 1.5.2007 έως 31.5.2008 και προερχόταν από ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Α., μετά την έκδοση της σχετικής …/2011 Πράξης Επιβολής Εισφορών. Ακολούθως, με την …/6.11.2017 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Διευθυντή του Β΄ Περιφερειακού ΚΕΑΟ Αθηνών, ο εφεσίβλητος κλήθηκε να καταβάλει το εν λόγω ποσό, εντός προθεσμίας 20 ημερών, ως ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή του κατά τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999 και 115 του ν. 2238/1994. Με το ίδιο έγγραφο ο εφεσίβλητος ενημερώθηκε, επίσης, ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης της οφειλής του επρόκειτο να ληφθούν σε βάρος του τα προβλεπόμενα από το ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) αναγκαστικά μέτρα είσπραξης. Κατά της ως άνω ατομικής ειδοποίησης και του επισυναπτόμενου σ’ αυτήν πίνακα οφειλών, ο εφεσίβλητος άσκησε την από 29.11.2017 ανακοπή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο ΕΦΚΑ, ως καθολικός διάδοχος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, παράκαμψε τη νόμιμη διαδικασία, διότι ενώ μπορούσε να στραφεί και να ικανοποιηθεί από την ως άνω εταιρία υπαγόμενος στην πτωχευτική διαδικασία, επέλεξε να στραφεί το πρώτον κατ’ αυτού και της ατομικής περιουσίας του, παραβιάζοντας ωσαύτως τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η ανακοπή στρέφεται κατά της …/12.8.2011 πράξης ταμειακής βεβαίωσης και δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος νομιμοποιείτο κατ’ άρθρο 219 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την άσκηση της ανακοπής. Περαιτέρω, αφού έλαβε υπόψη: α) ότι οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα ρυθμίζουν κατά τρόπο λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντίδρασης της έννομης τάξης στο νομικό γεγονός της οικονομικής πτώσης του οφειλέτη, ενόψει των πολλαπλών εμπλεκόμενων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, τον οποίον υπηρετεί και η αρχή της στέρησης του δικαιώματος άσκησης ατομικής δίωξης κατά του οφειλέτη, που αφορά όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και επομένως, και το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, β) ότι η ένδικη ταμειακή βεβαίωση έλαβε χώρα στις 12.8.2011, ήτοι μετά την κήρυξη της οφειλέτριας εταιρίας σε πτώχευση, υπό το καθεστώς του ν. 3588/2007 (οπότε είχε ήδη καταργηθεί το άρθρο 62 παρ. 4 του ΚΕΔΕ), γ) ότι η οφειλή της εταιρίας ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της σε πτώχευση και δ) ότι οι εργασίες της εν λόγω πτώχευσης δεν είχαν περατωθεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίον έλαβε χώρα η ένδικη ταμειακή βεβαίωση, έκρινε ότι μη νομίμως επιδιώκεται, με τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, η ικανοποίηση της οφειλής κατά της πτωχεύσασας εταιρίας ή των συνυπεύθυνων προσώπων, όπως εν προκειμένω του εφεσίβλητου, εκτός της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία μετά την κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί την μόνη οδό για την είσπραξη των οφειλών, οι οποίες γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Με βάση τα ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την …/12.8.2011 πράξη ταμειακής βεβαίωσης.
8. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, ο ήδη εκκαλών ΕΦΚΑ (ως διάδοχος του ΙΚΑ) προβάλλει ότι η ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, διότι οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα δεν απαγορεύουν σ’ αυτόν, ως δανειστή πτωχεύσαντος νομικού προσώπου, να στραφεί κατά αλληλεγγύως ευθυνόμενου με το νομικό πρόσωπο, όπως στην περίπτωση του εφεσίβλητου. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι βάσιμος. Τούτο δε, διότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις 4η και 6η σκέψεις της παρούσας απόφασης, η πτωχευτική διαδικασία και η διέπουσα αυτήν αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων αφορά αποκλειστικά και μόνο το κηρυχθέν σε κατάσταση πτώχευσης νομικό πρόσωπο της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και δεν αποκλείει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των φυσικών προσώπων τα οποία είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση της εν λόγω εταιρίας και υπέχουν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999 και 115 του ν. 2238/1994, ευθύνη για την καταβολή των οφειλομένων από το νομικό πρόσωπο της εταιρίας προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και ήδη ΕΦΚΑ) ασφαλιστικών εισφορών. Εξάλλου, η ευθύνη των ως άνω φυσικών προσώπων είναι, όπως προαναφέρθηκε, απλή, πρόσθετη ευθύνη για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, με την έννοια ότι για την ενεργοποίησή της δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του χρέους με κοινοποίηση προς τα πρόσωπα αυτά των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου ποσού, και όχι με την έννοια ότι για την ενεργοποίησή της απαιτείται να επιδιωχθεί η είσπραξη του χρέους το πρώτον από το νομικό πρόσωπο της πτωχεύσασας εταιρίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος με το από 30.9.2022 υπόμνημά του. Η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος των προαναφερόμενων φυσικών προσώπων χωρίς να έχει επιδιωχθεί προηγουμένως η είσπραξη του χρέους από την πτωχεύσασα εταιρία δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ο δε ισχυρισμός του εφεσίβλητου περί του αντιθέτου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά συνέπεια, η εκκαλούμενη απόφαση (1523/2021) που έκρινε τα αντίθετα πρέπει να εξαφανισθεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρατεί και δικάζει την από 29.11.2017 ανακοπή. Ενόψει δε του ότι δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι με την κρινόμενη ανακοπή, αυτή πρέπει να απορριφθεί με την ίδια ως άνω αιτιολογία.»
Πηγή: ΔτΚΑ 2024, τεύχος 1, σ. 132-138, διαθέσιμο σε sakkoulas- online