ΜονΠρΘεσ 30/2024

[… ]

Κατά το άρθρο 479 του ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση, εξακολουθεί, όμως, να υπάρχει και η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει, ενώ αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντί τους. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται αναγκαστική από το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ, και δημιουργείται, συνεπώς, παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από τους οποίους ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα, μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. [… ] Βασικό δε κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητάς της. Γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο και αναλαμβάνει να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης νοούμενης ως ενιαίας οικονομικής μονάδας, διατηρούσας την ταυτότητά της με τον νέο επιχειρηματικό φορέα, με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή. Εξάλλου, η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης, ως οικονομικής ενότητας, στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επιμέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία, όμως, συνθέτουν τον πυρήνα που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της. Σε κάθε περίπτωση, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης, απαιτείται ο αποκτών να γνωρίζει, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, ότι του μεταβιβάζεται το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα της περιουσίας ή της επιχείρησης. Θεωρείται δε ότι υπάρχει η γνώση αυτή και όταν ενόψει των συνθηκών, υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβαζόμενη περιουσία αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Σε περίπτωση δε μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής. Αντίθετα, δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός τα ανήκοντα στην περιουσία χρέη, κατά τον χρόνο της μεταβίβασής της, ούτε απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωριστεί μέχρι τότε δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή, νοούνται δε ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, όλα, πλην των προσωποπαγών, δηλαδή ανεξάρτητα από τη φύση τους ως συμβατικών χρεών ή από αδικοπραξία, αρκεί η γενεσιουργός νομική αιτία τους να υπήρχε, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. [… ]

[… ] Αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία με έδρα την πόλη … της Γερμανίας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της τεχνολογίας πεπιεσμένου αέρα τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η πρώτη εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «… » με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με σκοπό την εμπορία, επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων αεροσυμπιεστών, την εμπορία ανταλλακτικών μηχανημάτων αεροσυμπιεστών καινούργιων και μεταχειρισμένων. Η ενάγουσα διατηρεί κατά της πρώτης εναγομένης από πωλήσεις σε αυτήν διαφόρων προϊόντων τεχνολογίας φιλτραρίσματος απαίτηση ύψους 37.667,71 ευρώ πλέον τόκων, [… ]. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε την επιχείρησή της ως σύνολο στη δεύτερη εναγόμενη, η οποία ασκεί πλέον τη δραστηριότητα της πρώτης, χωρίς όμως τα χρέη που επιβάρυναν αυτήν, η μεταβίβαση δε αυτή έγινε εν γνώσει εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης ότι μεταβιβάζει σε αυτήν το σύνολο της επιχείρησης, ζητεί δε για το λόγο αυτό να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει την οφειλή της πρώτης εναγομένης έναντι αυτής της ιδίας (ενάγουσας) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ. Σχετικά με την πρώτη εναγομένη αποδείχθηκε ότι αυτή ιδρύθηκε με την υπ’ αριθ. … συστατική πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ε.Ε., η οποία καταχωρίστηκε στο ΓΕΜΗ στις 14.2.2012. Ιδρυτικά της μέλη ήταν οι Μ.Κ., Ν.Κ. και Α.Μ., ενώ το πρώτο διοικητικό συμβούλιο αυτής αποτελείτο από τους Ο.X. ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, Α.Μ. ως αντιπρόεδρο και Ν.Κ. ως μέλος. Σκοπός της, όπως προεκτέθηκε, είναι η εμπορία, επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων αεροσυμπιεστών και η εμπορία ανταλλακτικών μηχανημάτων αεροσυμπιεστών καινούργιων και μεταχειρισμένων. Έδρα της πρώτης εναγομένης κατά την ίδρυσή της ορίστηκε ο Δήμος … και ειδικότερα η [… ]. Επίσης αποδείχθηκε ότι πρώτη εναγομένη διατηρούσε υποκατάστημα στην … Αττικής επί της οδού [… ]. Οι τελευταίες οικονομικές καταστάσεις της πρώτης εναγομένης που φαίνονται δημοσιευμένες στο ΓΕΜΗ είναι της χρήσης 1.1.2015 έως 31.12.2015, [… ]. Δημοσιεύσεις άλλων οικονομικών καταστάσεων ή τροποποιήσεις του καταστατικού της στο ΓΕΜΗ εκ μέρους της πρώτης εναγομένης δεν έγιναν έκτοτε και έως την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής στις 26.1.2021. Όπως δε ήδη πιο πάνω εκτέθηκε η πρώτη εναγομένη στο τέλος του 2016 παρουσίαζε ήδη οικονομική δυσχέρεια, ενώ από τις 16.12.2016 έως και 13.3.2019 είχαν επιβληθεί κατασχέσεις εις χείρας της … από δανειστές της πρώτης εναγομένης συνολικού ύψους 894.681,58 ευρώ. Επιπλέον η πρώτη εναγομένη δεν προέβη ως όφειλε στην εναρμόνισή της στις διατάξεις του άρθρου 184 του ν. 4548/2018 περί κατάργησης των ανωνύμων μετοχών, η διόρθωση δε του είδους αυτών σε ονομαστικές έγινε αυτεπαγγέλτως από την υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 184 παρ. 8 του ως άνω νόμου, στις 31.7.2020 (βλ. αυτεπάγγελτη καταχώριση με θέμα ονομαστικοποίηση μετοχών (αυτεπάγγελτη καταχώριση) με κωδικό καταχώρισης …). Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… » και τον διακριτικό τίτλο «… », ιδρύθηκε στις 14.12.2016, αρχικά με την επωνυμία [… ]. Έδρα της εταιρίας ορίστηκε η … , ενώ, όπως αποδείχθηκε η δεύτερη εναγομένη διατηρούσε υποκατάστημα στην … Αττικής επί της οδού … , στην ίδια δηλαδή διεύθυνση που διατηρούσε υποκατάστημα και η πρώτη εναγομένη. Καταστατικός σκοπός της δεύτερης εναγομένης ορίστηκε ο εξής: «υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης υδραυλικών συστημάτων, άλλων αντλιών συμπιεστών, στροφίγγων και βαλβίδων, χονδρικό εμπόριο αεραντλιών ή αντλιών κενού, αεροσυμπιεστών και άλλων αεροσυμπιεστών, χονδρικό εμπόριο μερών αεραντλιών ή αντλιών κενού, αεροσυμπιεστών, ανεμιστήρων, απορροφητήρων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης κατασκευασμένων μεταλλικών προϊόντων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης μηχανημάτων για τη μεταλλουργία, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης άλλων κατασκευασμένων μεταλλικών προϊόντων, υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης μηχανημάτων μορφοποίησης». [… ] Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της δεύτερης εναγομένης, η θητεία του οποίου ορίστηκε μέχρι την πρώτη τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας που έπρεπε να συγκληθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2017, αποτελείτο από την X.Λ. ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, την A.Κ. ως αντιπρόεδρο και την Κ.Κ. ως μέλος, όπως δε προκύπτει από καταχωρίσεις στο ΓΕΜΗ οικονομικών καταστάσεων της δεύτερης εναγομένης, στις 5.2.2018 το διοικητικό συμβούλιο αυτής απαρτιζόταν πλέον από την X.Λ. ως πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο, την Σ.Τ. ως αντιπρόεδρο και την Κ.Κ. ως μέλος. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η X.Λ. υπήρξε σημαντικό στέλεχος της πρώτης εναγομένης, χωρίς να έχει αποσαφηνισθεί πάντως η σχέση που τη συνέδεε με την πρώτη εναγομένη. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η X.Λ. απασχολείτο ως υπάλληλος στο λογιστήριο της πρώτης εναγομένης και ότι το 2016 αποφάσισε από κοινού με τον σύζυγό της, Σ.Τ., υπάλληλο επίσης της πρώτης εναγομένης, να ιδρύσουν δική τους εταιρία, το οποίο και έπραξαν, ιδρύοντας την δεύτερη εναγομένη, στην οποία η μεν X.Λ. κατέχει τη θέση της προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνουσας συμβούλου, ο δε Σ.Τ. τη θέση υπάλληλου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η X.Λ. ήταν διοικητικό στέλεχος της πρώτης εναγόμενης και μάλιστα το φυσικό πρόσωπο με το οποίο γίνονταν η επικοινωνία και όλες οι συναλλαγές. Αντικρούοντας οι εναγόμενες τον ισχυρισμό αυτό ισχυρίζονται ότι η επικοινωνία με την X.Λ. οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι αυτή έχει άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας, για αυτόν τον λόγο άλλωστε, όπως υποστηρίζουν, η X.Λ., ήταν το πρόσωπο που είχε μεταβεί σε έκθεση σχετική με το αντικείμενο εργασίας των διαδίκων στην πόλη … της Γερμανίας, προκειμένου να ενημερωθεί για νέα προϊόντα και πιθανές νέες συνεργασίες, οπότε και ήρθε η πρώτη εναγομένη, διαμέσου της ανωτέρω υπαλλήλου της, για πρώτη φορά σε επαφή με την ενάγουσα και ξεκίνησε έτσι η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών. Ωστόσο δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός αφενός μεν να ανατίθεται εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σε υπάλληλο αυτής, και δη του λογιστηρίου, η μετάβαση σε επαγγελματική έκθεση στο εξωτερικό προς ενημέρωση σχετικά με το αντικείμενο της εταιρίας και ανεύρεση συνεργατών, αφετέρου δε υπάλληλος λογιστηρίου να προβαίνει σε ίδρυση εταιρίας με αντικείμενο που εμπίπτει σε τόσο εξειδικευμένο τομέα όσο αυτό των εναγόμενων εταιριών. Άλλωστε από κανένα έγγραφο δεν αποδεικνύεται σχέση εργασίας μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της X.Λ., ήδη προέδρου και διευθύνουσας συμβούλου της δεύτερης εναγόμενης, ενώ από τα προπαρατεθέντα προκύπτει ότι η θέση και η δράση της X.Λ. υπερέβαινε εκείνη της απλής υπαλλήλου. Εκτός από το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο (X.Λ.), που είχε σημαντική θέση, κατά τα προαναφερόμενα, σε αμφότερες τις εταιρίες και τον σύζυγο αυτής, Σ.Τ., ο οποίος φαίνεται ως υπάλληλος σε αμφότερες τις εταιρίες, αποδείχθηκε επιπλέον ότι ο Α.Μ. ο οποίος ήταν ιδρυτικό στέλεχος και αντιπρόεδρος της πρώτης εναγομένης, κατέχει τη θέση του τεχνικού διευθυντή της δεύτερης εναγομένης, ενώ και τέταρτο πρόσωπο, ο A.Κ., ο οποίος φέρεται υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο επίσης επικοινωνούσαν οι εκπρόσωποι της ενάγουσας, κατέχει σημαντική θέση στη δεύτερη εναγομένη και δη εκείνη του γενικού διευθυντή. Με βάση τα ανωτέρω, ήτοι την ταυτότητα φυσικών προσώπων (στελεχών και υπαλλήλων) των δύο εταιριών, το γεγονός ότι οι δυο εταιρίες έχουν ταυτόσημο αντικείμενο (εμπορία, επισκευή και συντήρηση αεροσυμπιεστών), το ότι η δεύτερη εναγομένη δραστηριοποιείται στην περιοχή (… ) που δραστηριοποιείτο και η πρώτη εναγομένη, από την οποία μάλιστα μεταφέρθηκε η πρώτη εναγομένη σε άλλη διεύθυνση (στην οποία σημειωτέον, όπως προκύπτει από πρόσφατες αναζητήσεις δικαστικού επιμελητή προς επίδοση δικογράφων, αυτή δεν βρίσκεται πλέον) λίγους μόλις μήνες μετά την ίδρυση της δεύτερης εναγομένης, ότι αμφότερες οι εναγόμενες εταιρίες είχαν υποκατάστημα στην αυτή διεύθυνση, επιπλέον δε φέρονται αμφότερες να έχουν το ίδιο τηλεφωνικό νούμερο επικοινωνίας και δη το … (η δεύτερη εναγομένη μεταξύ άλλων αριθμών που διατηρεί στο όνομά της) και το ότι η ίδρυση της δεύτερης εναγομένης έγινε σε χρόνο, κατά τον οποίο είχε παύσει η ουσιαστική λειτουργία της πρώτης εναγομένης, προκύπτει με ασφάλεια, ότι πρόκειται για συνέχιση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης από τη δεύτερη εναγομένη, στην οποία και μεταβιβάστηκε αυτή ως οικονομική ενότητα, η δε δεύτερη απέκτησε την επιχείρηση εν γνώσει του ότι αποκτά αυτήν ως σύνολο, συνεχίζοντας το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας στην ανωτέρω διεύθυνση. Ενισχυτικό στοιχείο της κρίσης αυτής είναι επίσης και το γεγονός, ότι ήδη η δεύτερη εναγομένη φέρεται στο διαδίκτυο να εκπροσωπεί όμιλο (και συγκεκριμένα τον όμιλο G.D.), του οποίου αποκλειστικός αντιπρόσωπος εμφανιζόταν η πρώτη εναγομένη κατά την περίοδο της λειτουργίας της, αλλά επίσης και το γεγονός, ότι οι εναγόμενες εταιρίες (αν και κατέθεσαν χωριστές προτάσεις) εκπροσωπήθηκαν κατά την προκειμένη δίκη από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο, παρόλο που αυτές, κατά τους προβαλλόμενους από τις ίδιες ισχυρισμούς τους, εμφανίζονται να έχουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις, αφού έχουν παρόμοιο αντικείμενο και προσωπικό (διοικητικό ή υπαλληλικό) της πρώτης εναγομένης μετακινήθηκε στην δεύτερη. [… ] Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών, κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 479, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι διενεργήθηκε η μεταβίβαση της ένδικης επιχείρησης στη δεύτερη εναγομένη και, συνεπώς, ευθύνεται αυτή εις ολόκληρον με την πρώτη και μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων της εν λόγω επιχείρησης, για τα χρέη της επιχείρησης που προϋπήρχαν της μεταβίβασης και προέκυψαν από την άσκηση αυτής. [… ]

———————-

[Η δημοσιευόμενη απόφαση εφάρμοσε την ΑΚ 479 προς προστασία του εταιρικού δανειστή (Βλ. σχετικά για τη διάταξη, Λιόντα, σχολ. σε ΕφΘεσ 18/2019 Αρμ 2020 973, Γεωργιάδη Γ. Α., σχολ. σε ΜΕφΘεσ 295/2020 Αρμ 2021 1498). Έκανε δεκτή την ευθύνη νεοσυσταθείσας εταιρίας για τα χρέη άλλης εταιρίας λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων της ΑΚ 479 μέσα στα πλαίσια μεταβίβασης επιχείρησης.

Κρίσιμα σημεία της δικαστικής κρίσης για την κατάφαση της προϋπόθεσης μεταβίβασης της επιχείρησης είναι τα εξής: κατ΄ αρχήν, το ταυτόσημο αντικείμενο δραστηριότητας των δύο εταιριών, η δράση τους στην ίδια περιοχή, η χρήση του ίδιου τηλεφωνικού αριθμού επικοινωνίας, και το γεγονός της ίδρυσης της νέας εταιρίας κατά χρόνο που η πρώτη εταιρία είχε παύσει ουσιαστικά την λειτουργία της (βλ. παρόμοιες σκέψεις σε ΜΠρΑθ 9112/2020 Αρμ 2022 234 με σχολ. Χ.Σ). Ως προς το τελευταίο αυτό πραγματικό περιστατικό της παύσης λειτουργίας, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την απουσία δημοσιεύσεων οικονομικών καταστάσεων στο Γ.Ε.ΜΗ, καθώς και την μη εναρμόνιση του καταστατικού με την διάταξη περί κατάργησης των ανωνύμων μετοχών στις ανώνυμες εταιρίας (άρθρο 184 ν. 4548/2018).

Επίσης, το δικαστήριο για την κατάφαση μεταβίβασης της επιχείρησης στηρίχθηκε στο γεγονός ότι στις δύο εταιρίες υπήρχε ταυτότητα στελεχών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, τη θέση προέδρου και διευθύνοντα συμβούλου στη νεοιδρυθείσα εταιρία ανέλαβε σημαντικό στέλεχος της πρώτης εταιρίας και τη θέση του γενικού διευθυντή, υπάλληλος της πρώτης εταιρίας.

Τέλος, προς ενίσχυση της δικαστικής κρίσης περί μεταβίβασης επιχείρησης, το δικαστήριο στηρίχθηκε στα εξής δύο περαιτέρω στοιχεία: πρώτον, ότι οι δύο εταιρίες φέρονται ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι του ίδιου ομίλου του εξωτερικού. Δεύτερον, ότι εκπροσωπήθηκαν στη δίκη από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο.]

Χ.Σ.

ΠΗΓΗ: Αρμενόπουλος 1/2025