Η ανώνυμη εταιρεία ως κεφαλαιουχική εταιρεία με έντονα στοιχεία σωματειακής οργάνωσης, ρυθμίζεται από το νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 4548/2018 [Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών (Νέος νόμος περί Ανωνύμων Εταιριών)], ο οποίος συντελεί στον εκσυγχρονισμό της Α.Ε. και κατά κανόνα χαρακτηρίζεται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες προσδίδουν μία ιδιαιτερότητα στην εταιρεία στο πλαίσιο της καταλειπόμενης συμβατικής ελευθερίας.
Όπως κάθε εταιρικό μόρφωμα έτσι και η Α.Ε., ως νομικό πρόσωπο χωρίς προσωπική ευθύνη του φορέα της, επιδιώκει μέσω της καταβολής εισφορών (χρηματικών ή μη) από τους εταίρους – μετόχους της, συγκεκριμένο/-ους εταιρικό/-ούς σκοπό/-ούς, όπως αυτοί καθορίζονται στο καταστατικό της. Προς επίτευξη αυτών απαιτείται η μέγιστη δυνατή αποτελεσματική διαχείριση της εταιρείας, δηλαδή κάθε αναγκαία πράξη για την εσωτερική και εξωτερική λειτουργία αυτής, από εκλεγμένο προς τούτο όργανο, ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο (εφεξής ΔΣ), όπως αυτό καθορίζεται από τη Γενική Συνέλευση (εφεξής ΓΣ) της Α.Ε., τηρουμένων των διαδικασιών σύγκλησης, συγκρότησης και λήψης αποφάσεων.
Η Α.Ε. διοικείται από το Δοικητικό Συμβούλιο, η δε διοίκηση περιλαμβάνει διαχείριση και τη δικαστική και εξώδικη εκπροσώπησή της. Το ΔΣ μπορεί επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ.1 εδ. α’ του ως άνω νόμου, εφόσον το προβλέπει το καταστατικό να αναθέτει την εξουσία διαχείρισης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη (υποκατάστατα όργανα). Η ανάθεση αυτή δεν περιορίζεται από το νόμο, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί από την εταιρεία, προκειμένου να επιτύχει ευελιξία και ασφάλεια στις συναλλαγές. Το ΔΣ ασκεί συλλογικά (αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάθεσης της διαχειριστικής εξουσίας σε τρίτους, μέλη ή μη) τη διαχείριση των υποθέσεών της και την εκπροσωπεί, δικαστικά και εξώδικα, εκφράζοντας την αντίστοιχη βούληση της Α.Ε. ως νομικού προσώπου (ΝΠ), όπως ρητά ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 77 και 86 του Ν.4548/2018, προβαίνει δηλαδή σε πράξεις διάθεσης και κτήσης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας προς επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Σημειωτέον πως το ΔΣ δεν συνιστά το ανώτατο όργανο της εταιρείας, αλλά είναι το πρακτικά σημαντικότερο, λόγω ακριβώς της άσκησης της διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής εξουσίας.
Ο διαχειριστής της Α.Ε., ήτοι το ΔΣ, δεν απαιτείται να φέρει τη μετοχική ιδιότητα (δυνητική απεξάρτηση των μελών του ΔΣ από τη μετοχική ιδιότητα). Σε μικρές και πολύ μικρές Α.Ε. που δεν διαθέτουν μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο νόμος δίνει τη καινοτομία μέσω του άρθρου 115 του Ν.4548/2018, εφόσον το προβλέπει το καταστατικό, να οριστεί κάποιο φυσικό πρόσωπο ως μονομελές διοικητικό όργανο (σύμβουλος – διαχειριστής), εκλέξιμο από τη ΓΣ και εφαρμόζονται έναντι τούτου μόνο οι αναγκαίοι κανόνες που διέπουν το ΔΣ ως συλλογικό όργανο και οι οποίοι φυσικά, συνάδουν με τη φύση του συμβούλου – διαχειριστή, ως μονομελούς διοικητικού οργάνου (πχ. αρμοδιότητες, εκλογή, αστική και ποινική ευθύνη κλπ., παρ. 2 του άρθρου 115). Ο νόμος δίνει αυτή τη δυνατότητα αποσκοπώντας στη μείωση του κόστους λειτουργίας των Α.Ε., το οποίο επιτείνεται όταν σε μία εταιρεία απασχολείται μεγάλος αριθμός ανθρώπινου δυναμικού.
Για την ευθύνη των μελών που τους έχει ανατεθεί βάσει νόμου ή καταστατικού η άσκηση της διαχειριστικής εξουσίας της Α.Ε. εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 102 Ν. 4548/2018. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω ευθύνη είναι όπως χαρακτηρίζεται στο Δίκαιό μας νόθος αντικειμενική, ήτοι τεκμαίρεται η υπαιτιότητα του διαχειριστή, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα. Απαλλάσσεται όμως, από κάθε σχετική ευθύνη, αν αποδείξει ότι:
Κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατέβαλε την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία, που δραστηριοποιείται σε παρόμοιες συνθήκες (άρθρο 102 παρ. 2).
Ενήργησε σύμφωνα με σύννομη απόφαση της ΓΣ (άρθρο 102 παρ. 4εδ. α’).
Στηρίχθηκε σε εύλογη επιχειρηματική απόφαση, ληφθείσα κατά καλή πίστη, κατόπιν λήψης επαρκών πληροφοριών και προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά του εταιρικού συμφέροντος (άρθρο 102 παρ. 4 περ. α’, β’, γ’). Ο κανόνας για την επιχειρηματική κρίση συνιστά ένα ασφαλές κριτήριο, που προστατεύει τους διοικούντες την Α.Ε. από ευθύνες για εύλογες αποφάσεις τους.
Η ευθύνη του διαχειριστή της Α.Ε., διέπεται από τις διατάξεις που αφορούν το ΔΣ της εταιρείας. Με την τελευταία τον συνδέει μία ενοχική – συμβατική – οργανική σχέση, καθότι αναλαμβάνει έναντι της εταιρείας την υποχρέωση του αποδεχόμενου την εκλογή ή τον διορισμό του μέλους, για πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Πιο συγκεκριμένα, η σχέση κάθε μέλους του ΔΣ με την εταιρεία διέπεται από τις διατάξεις περί εντολής, εφόσον δεν δικαιούται αμοιβής(συνεπώς κάθε μέλος φέρει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εντολοδόχου). Η ευθύνη των μελών του ΔΣ, άρα και του διαχειριστή διακρίνεται σε αστική (για μη εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων ή για αδικοπραξία κατά τη διοίκηση της Α.Ε.), διοικητική και ποινική αναλυόμενες, λόγω και της κεφαλαιώδους σημασίας για την πορεία της εταιρείας ως εξής:
Το ΔΣ στο πλαίσιο της εκ του νόμου υποχρέωσης νομιμότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 96 παρ. 1 εδ. α’ (τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και κάθε τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό εξουσίες, σύμφωνα με το άρθρο 87, οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και των αρμοδιοτήτων τους να τηρούν το νόμο, το καταστατικό και τις νόμιμες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης.), έχει την υποχρέωση τήρησης του νόμου τόσο έναντι της πολιτείας, όσο και έναντι της εταιρείας. Σε περίπτωση παραβίασης της ανωτέρω υποχρέωσης στοιχειοθετείται ευθύνη του, όπως περιγράφεται κατωτέρω:
🔲 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ (ΠΟΙΝΙΚΗ) ΕΥΘΥΝΗ:
Ευθύνη από φορολογικής φύσεως παραβάσεις:
Τα φορολογικής φύσεως ζητήματα ρυθμίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, εφεξής ΚΦΔ), ο οποίος προβλέπει εν γένει σύντομες προθεσμίες για την προστασία των διοικουμένων. Οι διατάξεις του Κώδικα που ρυθμίζουν τα ζητήματα ευθύνης των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών είναι στενά ερμηνευτέες. Ειδικότερα, για τα ΝΠ ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΦΔ, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον Ν. 4987/2022, ότι: «Τα πρόσωπα, που είναι εκτελεστικοί πρόεδροι, διευθυντές, γενικοί διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι τη διαχείριση ή διοίκηση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φ.Π.Α και του ΕΝ.Φ.Ι.Α, που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους, ως και για τους τόκους, πρόστιμα, προσαυξήσεις και οποιεσδήποτε διοικητικές χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται επ’ αυτών».
Βάσει νόμου, για να θεμελιωθεί προσωπική, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη του διαχειριστή Α.Ε. απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) ο διαχειριστής να φέρει την ιδιότητά του αυτή είτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του είτε κατά το χρόνο εκκαθάρισής του, β) οι οφειλές να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας του, γ) οι εν λόγω οφειλές να μην καταβλήθηκαν ή να μην αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητά του.
Αν ο επίμαχος φόρος έχει παρακρατηθεί ή εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο και δεν έχει αποδοθεί, συνευθύνονται για την πληρωμή του τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι είχαν τις σχετικές ιδιότητες (του διευθυντή, διαχειριστή κλπ.) κατά τη λήξη της προθεσμίας αποδόσεως του φόρου ή τις απέκτησαν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Αν, αντιθέτως, ο επίμαχος φόρος δεν έχει παρακρατηθεί ή δεν έχει εισπραχθεί από το υπόχρεο νομικό πρόσωπο, η ως άνω πρόσθετη ευθύνη γεννάται μόνο για τα φυσικά πρόσωπα που είχαν τις σχετικές ιδιότητες κατά τον χρόνο που υπήρχε η (μη εκπληρωθείσα) υποχρέωση παρακρατήσεως ή εισπράξεως του φόρου 7μ., (πρβλ. ΣτΕ 2495 – 2497/2007, 2869/2013).
Από τον ίδιο ως άνω Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, στα άρθρα 66 επ. τιμωρείται η γνωστή σε όλους φοροδιαφυγή. Η αντιμετώπισή της χρήζει άμεσων και δραστικών ενεργειών, διότι εκτός από έγκλημα – απάτη εις βάρος του κράτους, θεωρείται και έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό αυτής θα κληθεί τελικά να επωμισθεί, με πρόσθετα κυβερνητικά μέτρα, το σύνολο των φορολογουμένων. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση αποκρύπτει φορολογητέα εισοδήματα με σκοπό την αποφυγή πληρωμής του φόρου εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ ή ειδικού φόρου ακινήτων. Επίσης, όποιος δεν αποδίδει ΦΠΑ, ΦΚΕ, φόρο ασφαλίστρων και τους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές (τελούμενες οι ως άνω ενέργειες όπως, συγκεκριμένα, περιγράφονται στον νόμο), καθώς και όποιος εκδίδει, αποδέχεται ή νοθεύει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Ειδικότερα, για τις εταιρείες και συγκεκριμένα για την Α.Ε. προβλέπονται στο Άρθρο 67 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 4987/2022 (όπως κύρωσε τον ΚΦΔ) ως αυτουργοί του ως άνω εγκλήματος: «α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών».
Περαιτέρω ευθύνη του διαχειριστή της Α.Ε. στο πλαίσιο της διοικητικής ευθύνης προβλέπεται στο άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015, ομοιάζοντας με την πρόβλεψη των άρθρων για τη φοροδιαφυγή στον ΚΦΔ. Ειδικότερα, σε περίπτωση μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο (και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών) στοιχειοθετείται τοποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες. Το εν λόγω έγκλημα περιλαμβάνεται στα βασικά εγκλήματα στοιχειοθέτησης ευθύνης σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ν. 4816/2021), δηλαδή συντρέχει σωρευτικά με το αδίκημα της μη καταβολής. Η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί κατά του διαχειριστή, αρκεί τα βεβαιωμένα προς καταβολή στο Δημόσιο χρέη να βεβαιώθηκαν σε χρόνο που αυτός είχε την συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξαρτήτως τυχόν μεταγενέστερης αποβολής της ή να βεβαιώθηκαν μετά τη λύση της Α.Ε., αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχε την ιδιότητα αυτή ο διαχειριστής. Όταν συντρέχει ευθύνη του διαχειριστή της Α.Ε. για χρέη στο Δημόσιο, διαρρηγνύεται η αρχή της αυτοτέλειας των ΝΠ, δηλαδή τα μέλη της Α.Ε. ευθύνονται για τα χρέη αυτής με την προσωπική τους περιουσία.
Η γενική διάταξη του άρθρου 181 του Ν. 4548/2018 ορίζει ότι «δεν αποκλείονται διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις».Διοικητική ευθύνη και κυρώσεις, συνιστάμενες σε επιβολή χρηματικών προστίμων, σε βάρος της εταιρείας ή των νομίμων εκπροσώπων της, προβλέπονται εκτός των ως άνω και για περιπτώσεις, ιδίως, παραβιάσεως των υποχρεώσεων δημοσιότητας των στοιχείων και γεγονότων , που αφορούν την εταιρεία, στο Γ.Ε.ΜΗ., σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3419/2015 (άρθρο 17 του νόμου αυτού).
Ευθύνη απέναντι στους Δημόσιους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς:
Με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, ορίζεται ότι «όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο, ασχέτως ποσού, προς τους υπαγόμενους στο υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφαλίσεως ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό αποδόσεως στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω οργανισμούς εντός μηνός αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών».
Σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/11-4-2012 ως αυτουργοί των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και απόδοσης εργατικών ασφαλιστικών εισφορών στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες είναι : οι πρόεδροι των ΔΣ, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 Ν. 4321/2015, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 64 Ν. 4646/2019 (Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας) «Τα πρόσωπα που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ν. 4174/2013, Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Α΄ 170), κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α) τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν μια από τις ανωτέρω ιδιότητες είτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής του είτε κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, β) οι οφειλές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας τους υπό κάποια εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων, με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων. Αν οι οφειλές διαπιστώνονται μετά από έλεγχο, ως αλληλεγγύως υπεύθυνα πρόσωπα κατά την έννοια της παραγράφου αυτής, νοούνται μόνο τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των στοιχείων α΄ και γ΄ κατά το έτος ή την περίοδο στην οποία ανάγονται οι οφειλές αυτές. Σε περίπτωση που οι υπό παρ.1 οφειλές έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει και τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των στοιχείων α΄ και γ΄ κατά τον χρόνο που κάθε δόση της ρύθμισης κατέστη ληξιπρόθεσμη ή η ρύθμιση απωλέσθηκε. Για τα ποσά των τόκων, των προσαυξήσεων, των προστίμων και των λοιπών χρηματικών κυρώσεων, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει τα πρόσωπα που είναι αλληλεγγύως υπεύθυνα για την κύρια οφειλή επί της οποίας υπολογίζονται και επιβάλλονται τα ποσά αυτά, γ) οι εν λόγω οφειλές δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητα των ανωτέρω προσώπων. Το βάρος απόδειξης για την μη ύπαρξη υπαιτιότητας, φέρουν τα υπό παραγράφου 1 πρόσωπα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας δύνανται να ορίζονται ενδεικτικά περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας. Στα νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως με τα παραπάνω πρόσωπα για την πληρωμή των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών και των επ’ αυτών τόκων, προστίμων και προσαυξήσεων και οποιωνδήποτε χρηματικών κυρώσεων του διαλυόμενου νομικού προσώπου και εκείνο ή εκείνη η νομική οντότητα που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο ή η νέα νομική οντότητα που συστήθηκε, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους».
Το έγκλημα της μη έγκαιρης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών είναι γνήσιο έγκλημα παράλειψης κατά τον Π.Κ., συντελούμενο με την παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω εισφορών.
Όταν πρόκειται για εργοδότη ανώνυμη ημεδαπή εταιρεία στην μεν περίπτωση που πρόκειται για ασφαλιστικές εισφορές του γεννήθηκαν μέχρι τις 11/4/2012, οπότε θεσπίσθηκε η παρ. 7 του αρ. 1 του α.ν. 86/1967 υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος ή ο γενικός διευθυντής αυτής στην δε περίπτωση που οι τοιαύτες (ασφαλιστικές εισφορές) γεννήθηκαν μετά τις 11/4/2012, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι όσοι ορίζονται στην παρ. 7 του α.ν. 86/1997 (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνο αν λείπουν όλα τα αμέσως παραπάνω πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πράγματι διαρκώς η προσωρινά τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική (Α.Π. 250/2016, 11/2016, Α.Π.78/2016, Α.Π. 80/2016, Α.Π. 911/2016, Α.Π. 473/2015, Α.Π. 517/2015).
Επιπλέον, στοιχειοθετείται ευθύνη του διαχειριστή της Α.Ε. λόγω μη καταβολής του συνόλου των εισφορώνπου είχε δηλώσει με τις υποβληθείσες Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις, ως οφειλόμενες για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζομένων της (ΔΕφΤριπ 277/2020). Εντός του επομένου του μήνα υποβολής των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων διενεργείται μηχανογραφικός έλεγχος σύγκρισης δηλωθεισών και καταβληθεισών εισφορών για κάθε προηγούμενη μισθολογική περίοδο. Ο έλεγχος Δηλωθέντων – Καταβληθέντων καθιερώνεται υποχρεωτικά ως τυπική ελεγκτική διαδικασία και ολοκληρώνεται εντός του μεθεπόμενου αυτού της απασχόλησης μήνα. Εάν από τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, προκύψει ότι δεν έχουν καταβληθεί στο σύνολό τους οι εισφορές που δηλώθηκαν στην ΑΠΔ τότε εκδίδεται Πράξη Επιβολής Εισφορών σε βάρος του υπόχρεου εργοδότη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 11 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 60 παρ. 2 του ν. 2677/1999 (Α’ 1).
🔲 ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ:
Ευθύνη διαχειριστή από τον Αστικό Κώδικα (ΑΚ)
Πέραν της ευθύνης του διαχειριστή της Α.Ε. από τα διάφορα νομοθετήματα, αντίστοιχη θεμελιώνεται και από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Βάσει της ΑΚ 71 «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Από τη διάταξη αυτή συνεπάγεται σωρευτική και εις ολόκληρον ευθύνη του υπαίτιου προσώπου, ήτοι του διαχειριστή.
Από τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου, το νομικό πρόσωπο, και εν προκειμένω η Ανώνυμη Εταιρεία, ευθύνεται τόσο για τις πράξεις, όσο και για τις παραλείψεις εκείνων των φυσικών προσώπων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης και οι πράξεις ή παραλείψεις έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ευθύνη δημιουργείται προεχόντως για το νομικό πρόσωπο. Αλλά, προκύπτει από τη συμπεριφορά των οργάνων του, δια των οποίων αυτό ενεργεί.
Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επίσης, μεταξύ του διαχειριστή και οποιουδήποτε τρίτου, θεμελιώνεται ευθύνη του πρώτου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 197 και 198, είτε ακολούθησε η σύναψη της σύμβασης είτε όχι. Ευθύνη μπορεί να καταλογισθεί και στο διαχειριστή που έδρασε υπαίτια στο πλαίσιο των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων.
Ευθύνη των μελών του ΔΣ από αδικοπραξία μπορεί να υπάρξει και έναντι των μετόχων , προσωπικά, όταν η συμπεριφορά του διαχειριστή συνιστά παράνομη επέμβαση στο μετοχικό δικαίωμα, καθόσον εξέρχονται των ορίων της συνήθους διαχείρισης (ΜΠρΑθ 12468/2012). Οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία, που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή στη μείωση της εσωτερικής αξίας τους ή στη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημιώσεως για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως από την αδικοπραξία ζημιωθέντες (ΑΠ 1285/1980,ΤρΕφΑθ 1839/2022).
Δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρ’ όλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη από την οποία επήλθε η ζημία. Όμως, κατά λογική ακολουθία των προεκτιθεμένων, έχουν και οι μέτοχοι αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρείας, όταν η ζημιογόνος πράξη των τελευταίων, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση (ΑΠ 412/2020, ΑΠ 1298/2006, ΤΝΠ ΝΟΜ). Ο μέτοχος έχει στη διάθεσή του προς θεμελίωση της αξίωσής του για αποζημίωση τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 281,914,919,932.
Τα μέλη του ΔΣ της ΑΕ ευθύνονται έναντι του ΝΠ αυτού, για τη ζημία που από πταίσμα τους προξένησαν στην εταιρεία, η ευθύνη τους δε αυτή υφίσταται και κατά τα άρθρα ΑΚ 914,919, όταν η ζημιογόνος πράξη τους κατά της εταιρείας, αποτελεί και αδικοπραξία με την έννοια των ως άνω άρθρων (413/2020 ΑΠ).
Ευθύνη των μελών έναντι τρίτων προς αποζημίωσή τους, γεννιέται και σε περίπτωση αδικοπραξίας των μελών, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οπότε, πλην του ΝΠ της εταιρείας, ευθύνονται προσωπικά και σε ολόκληρο και τα υπαίτια μέλη, τα οποία με τη συμπεριφορά τους, δηλαδή με πράξη ή παράλειψη που μπορεί να καταλογισθεί στα ίδια, δημιούργησαν για το νομικό πρόσωπο την υποχρέωση αποζημιώσεως. Ευθύνη των μελών του ΔΣ για άμεση ζημία τρίτων μπορεί να θεμελιωθεί και σε γενικότερες διατάξεις, πέραν αυτών του Ν. 4548/2018. Το αρ. 107 ορίζει ότι οι διατάξεις των αρ. 102-106 δεν επηρεάζουν την ευθύνη των μελών του ΔΣ για άμεση ζημία μετόχων ή τρίτων και δεν θίγουν την ευθύνη των μελών του ΔΣ κατά το ΠτΚ 98.
Σε περίπτωση αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει μόνο ο ζημιωθείς αμέσως από την πράξη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (ΟλΑΠ 18/2004), εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς τον τρίτο είτε αδικοπραξία, είτε αυτοτελή λόγο υποχρεώσεως για αποζημίωση (ΑΠ 1180/2019, ΑΠ1802/2014, ΑΠ 461/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ευθύνη από τον Πτωχευτικό Κώδικα:
Εις ολόκληρον ευθύνη των μελών του ΔΣ έναντι των εταιρικών δανειστών, προς αποζημίωσή τους θεμελιώνεται σε περιπτώσεις παρέλκυσης ή πρόκλησης της πτώχευσης της εταιρείας (ΠτΚ 127 παρ. 1 περ. α’ : Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 79 του παρόντος, τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του οργάνου διοίκησης του οφειλέτη που έχει την αρμοδιότητα υποβολής αίτησης πτώχευσης για λογαριασμό του νομικού προσώπου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών από τη μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης.)
Ευθύνη των μελών της διοίκησης της Α.Ε. θεμελιώνεται επιπρόσθετα και σε περίπτωση δόλιας ή από βαριά αμέλεια παύσης πληρωμών του νομικού προσώπου, οπότε τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για τη ζημία που τους προκλήθηκε. (ΠτΚ 127 παρ. 4: Αν η παύση πληρωμών την ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια των μελών του οργάνου διοίκησης, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για τη ζημία που τους προκλήθηκε..).
Η ανωτέρω ευθύνη υπόκειται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή παραγραφή.
Επιπρόσθετα, από τον ΠτΚ προβλέπεται ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ. Η διάταξη του ΠτΚ 202 ορίζει στην παρ. 1 ότι όταν η πτώχευση αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη για τις πράξεις του παρόντος κεφαλαίου, έχουν εκείνοι οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές τους, οι οποίοι τέλεσαν τις εν λόγω πράξεις. Συνεπώς, ευθύνη θεμελιώνεται σε βάρος των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες που προκαλούν την πτώχευση ή δυσχεραίνουν την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών, είτε παραλείπουν νόμιμες υποχρεώσεις τους (ΠτΚ 197 επ.). Χαρακτηριστικές είναι οι προβλέψεις του νόμου για:
α) την τιμώρηση των φυσικών αυτουργών του εγκλήματος της χρεοκοπίας (ΠτΚ 197), εφόσον εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην πτωχευτική περιουσία, καταρτίζει δικαιοπραξίες που θέτουν σε κίνδυνο την εταιρεία, προμηθεύεται αξιόγραφα ή εμπορεύματα σε πίστωση, παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων, παραλείπει την τήρηση των υποχρεωτικών εκ του νόμου βιβλίων ή τα μεταβάλλει ή εξαφανίζει ή αποκρύπτει αυτά, προβαίνει σε πράξεις ελλάτωσης της εταιρικής περιουσίας. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου επισύρουν το αξιόποινο, υπό την προϋπόθεση ότι κηρυχθεί η πτώχευση ή απορριφθεί η αίτηση λόγω της ανεπάρκειας της περιουσίας ώστε να καλυφθούν τα διαδικαστικά έξοδα (όπως αυτά ορίζονται στην ΠτΚ 77 παρ. 4), σύμφωνα με την παρ. 5 του αυτού άρθρου.
β) την τιμώρηση του φυσικού αυτουργού του εγκλήματος της ευνοϊκής μεταχείρισης πιστωτή, διότι ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, με επιζήμια πράξη του άρθρου 116 ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών (Πτκ 198). Αντίστοιχη ποινική ευθύνη του πιστωτή – 3ου , προβλέπεται στο Ν. 4738/2020 (ΠτΚ) και συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου ΠτΚ 199 παρ. 2.
Ευθύνη προς αποζημίωση προβλέπεται και στο αρ. 98 παρ. 2 του Ν. 4548/2018, σύμφωνα με το οποίο αν υπαιτίως παραβιασθεί η απαγόρευση ανταγωνισμού, η Α.Ε. δύναται να αξιώσει από το διαχειριστή αποζημίωση. Αν δεν αξιωθεί κάτι τέτοιο από την εταιρεία, μπορεί να απαιτήσει την καταβαλλόμενη στο διαχειριστή αμοιβή από τον τρίτο και να θεωρηθεί ότι η πράξη έγινε για λογαριασμό της, είτε να ζητήσει την αμοιβή του διαχειριστή, όπως αυτή καταβλήθηκε από τον τρίτο ή να γίνει δικαιούχος της ανεξόφλητης οφειλής.
🔲 ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Ευθύνη από τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ):
Ποινική ευθύνη των μελών του ΔΣ για ποικίλα εγκλήματα, προβλέπεται σε ποικίλα επίσης, νομοθετήματα εργατικού, ασφαλιστικού, ποινικού, φορολογικού και εμπορικού δικαίου. Ποινικά κολάσιμες είναι ιδίως η υποβολή ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων προς το κοινό, περί της καλύψεως ή της καταβολής του κεφαλαίου ή περί στοιχείων της εταιρείας, που δύνανται να επηρεάσουν θετικά την εγγραφή του κοινού σε εκδιδόμενους τίτλους, η εν γνώσει σύνταξη ή έγκριση ψευδών ή παραπλανητικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων ή παράνομων τοιούτων, η σύναψη συμβάσεων με «συνδεδμένα μέρη», χωρίς την προβλεπόμενη άδεια από τη ΓΣ -εκτός κι αν η άδεια δοθεί μεταγενέστερα, οπότε το αξιόποινο εξαλείφεται-, η παράλειψη πιστοποίησης ή η ψευδής πιστοποίηση περί καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου. Ποινικά κολάσιμες είναι και η παράβαση του καθήκοντος της επαγγελματικής εχεμύθειας (ΠΚ 371), η μη έγκαιρη (εντός μηνός) καταβολή απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν την εταιρεία ως εργοδότρια (α.ν. 86/1967) και οι αναφερόμενες στο άρθρο 197 ΠτΚ πράξεις χρεοκοπίας, όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στην ευθύνη του διαχειριστή για απάτη, σύμφωνα με την ΠΚ 390. Στο εδ. α’ της παρ. 1 ορίζεται ότι : Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Απαιτείται δηλαδή εκ μέρους του η δόλια πρόκληση ζημίας στην εταιρική περιουσία, η διαχείριση της οποίας του ανήκει.
Στο νέο Ν. 4548/2018 αφιερώνεται ξεχωριστό τμήμα (ΤΜΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) για τις ποινικές ευθύνες των μελών του ΔΣ (άρθρα 176-180). Στις επαπειλούμενες ποινές, πέραν αυτών των στερητικών της ελευθερίας έως 3 χρόνια, που αποδεικνύουν τον χαρακτήρα των αδικημάτων ως πλημμελημάτων (συνδυαστικά από τις ΠΚ 18 και 53), προβλέπονται είτε διαζευκτικά, είτε σωρευτικά, είτε αυτοτελώς χρηματικές ποινές (από 5.000 – 50.000€), οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό τροχοπέδη για κάποιον διαχειριστή που σκοπεύει να παραβεί τις διατάξεις του ως άνω νόμου.
♦️Το παρόν άρθρο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του γραφείου μας και συντάχθηκε με την επιστημονική επιμέλεια της Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Ειρήνης Χρ. Καψάλη, και της ασκ. Δικηγόρου, Ελευθερίας Χασάπη.