ΜονΠρΘεσ 652/2016

Περίληψη: Επικοινωνία. Το δικαίωμα επικοινωνίας δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνο να περιορισθεί, όταν αυτό επιβάλλεται για τη διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου∙ μόνο αν η επικοινωνία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανηλίκου, πρέπει να ρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος που ενδέχεται να δημιουργηθεί∙ οι απώτεροι ανιόντες έχουν αυτοτελές δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο παιδί των κατιόντων τους, το οποίο μπορεί να αποκλεισθεί μόνο αν υπάρχει σοβαρός λόγος.
Μεταρρύθμιση. Αν, από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία ανήλικου με τους γονείς του, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες το δικαστήριο μπορεί να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες∙ οι νέες συνθήκες μπορεί να αφορούν το πρόσωπο του τέκνου, των γονέων ή του κοινωνικού περιβάλλοντος και πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης.
Ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας στον πατέρα με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, καθώς κρίθηκε ότι η επίδραση των ναρκωτικών ουσιών στην προσωπικότητα της μητέρας και οι συναναστροφές της με τοξικομανείς δεν της επέτρεπαν να ασχοληθεί με την ανατροφή του ανήλικου παιδιού∙ μεταγενέστερη αίτηση της μητέρας και της γιαγιάς για ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας απορρίφθηκε τελεσίδικα με το σκεπτικό ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου, ο οποίος αγνοούσε την ύπαρξή τους, να επιτραπεί η επικοινωνία του μ’ αυτές∙ πλέον η μητέρα έχει απεξαρτηθεί, εργάζεται εθελοντικά σε αστική μη κερδοσκοπική εταιρία και είναι έγκυος για δεύτερη φορά∙ η μεταβολή αυτή των συνθηκών δικαιολογεί τη ρύθμιση της επικοινωνίας του ανήλικου με τη μητέρα και τη γιαγιά του για συγκεκριμένες ώρες κάθε δεύτερη Κυριακή, χωρίς διανυκτέρευση. Ώστε να γεφυρωθεί σταδιακά το χάσμα ανάμεσά τους και να εξοικειωθεί ο ανήλικος με τον ερχομό του ετεροθαλούς αδελφού του.

Κείμενο απόφασης: Κατά το άρθρο 1520 παρ. 1 ΑΚ ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό και, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων του ανηλίκου ως προς την άσκηση του δικαιώματος τούτου, το δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γίνεται η επικοινωνία (ΑΠ 989/2015 ΤρΝομΠληρ Νόμος, ΑΠ 719/1996 ΕΕΝ 65, 60, ΕφΘες 2322/1997 ΕλλΔνη 40, 359). Το άκρως προσωπικό αυτό δικαίωμα του γονέα για επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς αυτό, συντελεί δε στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και της εν γένει προσωπικότητάς του, αφού σκοπός του δικαιώματος είναι επικοινωνίας είναι η διατήρηση του ψυχικού δεσμού γονέα και τέκνου, η δυνατότητα άμεσης γνώσης του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και γενικά την όλη κατάσταση του τέκνου του και η άμβλυνση των συνεπειών της ανώμαλης εξέλιξης της έγγαμης συμβίωσης (ΕφΘες 1234/2001 Αρμ. 2003, 1442, ΕφΑθ 1461/1997 ΕλλΔνη 38,868). Η ρύθμιση του παραπάνω δικαιώματος, εφόσον λειτουργεί στο πλαίσιο διατάξεων που προβλέπουν την άσκησή του ως καθήκοντος των γονέων περί τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους, για την οποία ο νόμος επιτάσσει η ρύθμισή της να αποβλέπει πρωτίστως στο συμφέρον του τέκνου, γίνεται πάντοτε με γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον του ανηλίκου, που υπάρχει, όταν η επικοινωνία συντελεί στην ανάπτυξη του ψυχικού κόσμου και της προσωπικότητας του τέκνου αυτού (ΕφΘες 1831/2014 ΤρΝομΠληρ Νόμος). Επομένως, το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας, κατόπιν άσκησης αγωγής από το γονέα που δεν ασκεί τη γονική μέριμνα ή δεν διαμένει μαζί με το τέκνο, πρέπει να προβαίνει στην αιτούμενη ρύθμιση της προσωπικής επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις, κάτω από τις οποίες θα ασκείται το δικαίωμα αυτό εκ μέρους του γονέα(ΑΠ 1516/2005 ΝοΒ 2006, 400, ΑΠ 534/1991 ΕλλΔνη 32, 1505, ΕφΘες 564/2008 Αρμ. 2008, 1836, ΕφΑθ 2758/1998 ΕλλΔνη 39,1646), το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, παρά μόνο να περιοριστεί, όταν τούτο επιβάλλεται για τη διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου (ΕφΘες 1008/2008 Αρμ. 2009, 859, ΕφΘες 1560/2003 Αρμ. 2003, 1273, ΕφΑθ 4818,1997 ΕλλΔνη 39,879). Μόνο σε περίπτωση που η επικοινωνία αυτή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανατροφή του ανήλικου, πρέπει η ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος να ρυθμισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η πραγματοποίηση της επικοινωνίας να γίνεται κάτω από όρους που αποτελούν και τις αναγκαίες προφυλάξεις, προκειμένου να εξουδετερωθεί ο από την επικοινωνία αυτή δυνάμενος να προέλθει για το ανήλικο κίνδυνος.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1536 ΑΚ, αν από τότε που εκδόθηκε η δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία του ανήλικου τέκνου με τους γονείς του μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αίτησης ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιεστέρων συγγενών ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες με την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου (ΑΠ 1377/1996 ΕλλΔνη 38, 1053, ΕφΘες 1715/2003 Αρμ. 2003, 1611, ΕφΘες 1560/2003 ό.π.). Με την εν λόγω διάταξη παραμερίζεται η σταθερότητα των δικαστικών αποφάσεων και δημιουργείται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες για χάρη του συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αποτελεί το μόνο κριτήριο μεταβολής του. Για την εφαρμογή της απαιτείται μεταβολή των συνθηκών, οι δε νέες συνθήκες μπορεί να αφορούν το πρόσωπο του τέκνου, των γονέων του ή γενικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και πρέπει να επήλθαν μετά τη τελεσιδικία της απόφασης. Περιστατικά αναγόμενα στο πρόσωπο των γονέων είναι η ενηλικίωση ανήλικου γονέα, ο νέος γάμος του γονέα, το σοβαρό πρόβλημα υγείας, η ανήθικη συμπεριφορά, η αδιαφορία ή η βάναυση συμπεριφορά του γονέα, ενώ περιστατικά σχετιζόμενα με το πρόσωπο του τέκνου είναι η μεγαλύτερη ηλικία του ή η ιδιάζουσα κατάσταση της υγείας του, που καθιστά απαραίτητη τη μητρική περίθαλψη και φροντίδα (ΕφΑθ 10059/2005 ΕλλΔνη 48, 1121). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1520 παρ. 2 ΑΚ οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Η παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος με το ανήλικο τέκνο, χωρίς να υπάρχει σοβαρός προς τούτο λόγος, παρέχει το δικαίωμα αγωγής κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. και 681 Γ’ ΚΠολΔ εναντίον αυτού ατομικά που ασκεί τη γονική μέριμνα, διότι η διαφορά δημιουργείται από την άρνηση του τελευταίου (ΑΠ 1450/2012 ΧρΙΔ 2013,203). Συνεπώς, εκτός από την επικοινωνία του γονέα, για την οποία προβλέπει η πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού, η δεύτερη παράγραφος καθιερώνει κατά την ορθότερη άποψη (ΑΠ 5/2005 Αρμ. 2005, 701, ΑΠ 22/1996 ΝοΒ 46, 205, ΑΠ 1308/1989 ΕλλΔνη 35,441 βλ. και Κ. Παπαδοπούλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β’, 2003, παρ. 232, Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, 2000, σελ.964) αυτοτελές δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων (παππούδων, γιαγιάδων κ.λ.π.) με το ανήλικο τέκνο των κατιόντων τους, το οποίο μπορεί να αποκλειστεί, μόνο αν υπάρχει σοβαρός λόγος (ΕφΛαρ 138/2012 Δικογραφία 2012, 519, ΕφΑθ 2718/2011, ΕΦΑΔ 2012, 874).

Σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος, όπως άλλωστε και του ίδιου του γονέα, με το ανήλικο τέκνο είναι η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ αυτών και η αποτροπή της αμοιβαίας αποξένωσής τους, η οποία θα ασκούσε βλαπτική επίδραση στο συμφέρον του παιδιού. Ο αρνητικός τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένη η ανωτέρω διάταξη εξηγείται από το ότι ο νόμος θέλησε να τονίσει την αυθυπαρξία του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος (παππού ή γιαγιάς) με τον ανήλικο εγγονό ή εγγονή και ότι η ρυθμιζόμενη επικοινωνία των προσώπων αυτών είναι δυνατόν κατ’ εξαίρεση να παρεμποδιστεί από το γονέα ή τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα, όταν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος, ενώ παρόμοιος αποκλεισμός δεν είναι δυνατός όταν πρόκειται για επικοινωνία του παιδιού με το γονέα του ( ΑΠ 5/2005 ό.π., ΑΠ 22/1996 ό.π.). Τέλος, η ρυθμίζουσα την επικοινωνία γονέα και τέκνου απόφαση μπορεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή (βλ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, άρθρα 1520, αριθ. 104, και 1518. Αριθ. 131), ενώ το δικαστήριο έχει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 950 παρ. 2 ΚΠολΔ δυνητική ευχέρεια, όπως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 947 του ίδιου Κώδικα απειλήσει κατά του άλλου γονέα, για την περίπτωση που ήθελε παρεμποδίσει την τοιαύτη επικοινωνία ή παραβιάσει τους περί αυτήν τεθέντες υπό του Δικαστηρίου όρους, προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή (ΑΠ 444/1990 ΕλλΔνη 31,996), τα αυτά ισχύουν δε αναλόγως και όταν χωρεί η εκ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1520 παρ. 2 ΑΚ ρύθμιση.
Η πρώτη ενάγουσα και ο εναγόμενος τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο το 2002, από τον οποίο απέκτησαν ένα γιο, τον Α., που διάγει ήδη το 13ο έτος της ηλικίας του. Η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά αμέσως μετά τη γέννηση του παραπάνω παιδιού τους και εν συνεχεία ο γάμος τους λύθηκε με διαζύγιο, δυνάμει απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έγινε αμετάκλητη, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Η δεύτερη ενάγουσα είναι η γιαγιά του ως άνω ανηλίκου τέκνου από τη μητρική γραμμή (μητέρα της πρώτης από αυτές). Αποδείχθηκε δε ότι με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του παρόντος Δικαστηρίου ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της γονική μέριμνα του πιο πάνω ανηλίκου στον εναγόμενο πατέρα του και ακολούθως με απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ανατέθηκε στον ίδιο οριστικά η άσκηση της γονικής του μέριμνας, καθόσον κρίθηκε ότι, λόγω της εξάρτησης σε μεγάλο βαθμό της μητέρας του τέκνου από ναρκωτικές ουσίες, των συναναστροφών αυτής με τοξικομανείς και της επίδρασης των ναρκωτικών ουσιών στην εν γένει προσωπικότητά της, η πρώτη ενάγουσα δεν ήταν ικανή να ασχοληθεί με το δυσχερές λειτουργικό καθήκον της γονικής μέριμνας του ανήλικου γιου της. Κατά της παραπάνω απόφασης που εκδόθηκε ερήμην της τότε εναγομένης (νυν πρώτης ενάγουσας), δεν ασκήθηκε από την τελευταία κανένα ένδικο μέσο , όπως συνομολογείται εκατέρωθεν. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι ο εν λόγω ανήλικος διαμένει με τον πατέρα του από το έτος 2003, απολαμβάνοντας ένα ήρεμο και υγιές οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς έκτοτε να έχει την παραμικρή επαφή και επικοινωνία με την πρώτη ενάγουσα (μητέρα του) και κατ’ επέκταση και με τη δεύτερη από αυτές ( γιαγιά του). Μάλιστα, ο εναγόμενος το Νοέμβριο του 2005 , όταν δηλαδή ο ανήλικος γιος του βρισκόταν σε ηλικία 3 ετών, συνήψε δεύτερο γάμο με τη Δ.Τ. και από το γάμο του αυτόν απέκτησε δύο ακόμη παιδιά, τις θυγατέρες του Ε. και Δ. Η ως άνω δεύτερη σύζυγος του εναγομένου φρόντιζε(και συνεχίζει να φροντίζει) τον ανήλικο γιο του Α. σαν δικό της παιδί. Περαιτέρω, οι ενάγουσες άσκησαν προηγούμενη αγωγή, με την οποία ζητούσαν τη ρύθμιση της επικοινωνίας τους με τον ανήλικο γιο και εγγονό τους αντίστοιχα. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως ουσιαστικά αβάσιμη με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου εναντίον της οποίας οι ενάγουσες άσκησαν έφεση. Η τελευταία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, διότι, όπως διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης αυτής, ο ανήλικος Α. δεν έχει ενημερωθεί για την ύπαρξη της φυσικής του μητέρας και κατ’ επέκταση και της γιαγιάς του από τη μητρική γραμμή, θεωρεί δε μητέρα του τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του και η ζωή του είναι οργανωμένη σε ένα σταθερό οικογενειακό πλαίσιο, ενώ παράλληλα κρίθηκε ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου επί του παρόντος να επιτραπεί και να ρυθμισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας των τότε εναγουσών με αυτόν, αλλά ότι, αντίθετα, συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού στην παρούσα (τότε) χρονική στιγμή οποιασδήποτε επικοινωνίας με τις τελευταίες. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ακόμη ότι ο ανήλικος Α. φοιτά στη Β’ τάξη του Γυμνασίου και έχει πλέον ενημερωθεί από τον πατέρα του κατόπιν σχετικής υποστήριξης κα καθοδήγησης από φορέα ψυχικής υγείας, για την ύπαρξη της φυσικής του μητέρας, γεγονός που στην αρχή αρνιόταν να αποδεχθεί. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα από το Σεπτέμβριο του 2012 είναι καθαρή από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, έπειτα από παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης, επανήλθε δε σε φυσιολογικό τρόπο ζωής και εργάζεται ως εθελόντρια σε αστική μη κερδοσκοπική εταιρία με καθήκοντα αυξημένης ευθύνης (βλ. το προσκομιζόμενο από 4-7-2014 ιατρικό πιστοποιητικό του νευρολόγου- ψυχιάτρου Α.Ρ. και τις συνημμένες αιματολογικές εξετάσεις), ενώ ήδη διανύει περίοδο δεύτερης εγκυμοσύνης και πρόκειται να αποκτήσει ένα ακόμη τέκνο. Από την προσωπική επικοινωνία του Δικαστηρίου τούτου με τον ανήλικο Α. προς διερεύνηση των προτιμήσεων και αισθημάτων του, διαπιστώθηκε ότι αυτός είναι ένα πολύ ώριμο για την ηλικία του παιδί με συγκροτημένη προσωπικότητα και πολλά ενδιαφέροντα , καθώς και ότι έχει εξοικειωθεί πλήρως με το γεγονός της ύπαρξης της βιολογικής του μητέρας, η οποία είναι άλλο πρόσωπο από εκείνο που ο ίδιος θεωρεί και αγαπά ως πραγματική του μητέρα. Ο ανήλικος αυτός μεγαλώνει σε ένα υγιές και σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, που του παρέχει όλα τα εφόδια για την ομαλή ψυχική, πνευματική και σωματική του ανάπτυξη, ενώ δεν έδειξε έστω και απλή περιέργεια ή απορία, προκειμένου να έρθει σε επαφή με τη φυσική του μητέρα και τη γιαγιά του από τη μητρική γραμμή. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν, το παρόν Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του ότι ο ανήλικος χρειάζεται τη σταθερότητα που ήδη απολαμβάνει στις καθημερινές του συνήθειες και ασχολίες και ευρύτερα χρονικά περιθώρια προσαρμογής στο γεγονός της ύπαρξης της φυσικής του μητέρας και γιαγιάς από τη μητρική γραμμή αλλά κι στον επικείμενο ερχομό ενός ακόμη ετεροθαλούς αδελφού ή αδελφής, ώστε από τη μια πλευρά να εξακολουθήσει να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια και από την άλλη να γεφυρώσει σταδιακά το μεγάλο χάσμα που δημιουργήθηκε στο φυσικό του δεσμό με τη μητέρα του αλλά και τη γιαγιά του, κρίνει ότι πρέπει να επιτραπεί αρχικά μια στοιχειώδης επικοινωνία τούτου με τις ενάγουσες, ώστε να μη διαταραχθεί δυσμενώς ο ψυχικός και συναισθηματικός του κόσμος. Προς τούτο, η ενδεχόμενη διανυκτέρευση του ανήλικου, έστω και για ένα 24ωρο, στην οικία των εναγουσών για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν εξυπηρετεί με κανέναν τρόπο το αληθινό συμφέρον του και δεν θα οδηγήσει, αλλά, αντίθετα, θα παρακωλύσει το πιθανό μελλοντικό χτίσιμο μίας υγιούς και φυσιολογικής σχέσης με τη φυσική του μητέρα και τη γιαγιά από τη μητρική γραμμή και κατ’ επέκταση με το νέο του αδελφό ή αδελφή. Άλλωστε, ο εναγόμενος συμφωνεί στη σταδιακή επικοινωνία των εναγουσών με τον ανήλικο γιο του, όχι, όμως, για τα αιτούμενα χρονικά διαστήματα μεγάλης διάρκειας (βλ. πρακτικά). Η δε πρώτη ενάγουσα κρίνεται πλέον ικανή να φροντίζει τον ανήλικο γιο της κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας της μαζί του, ενώ δεν συντρέχει κανένας σοβαρός λόγος παρεμπόδισης της επικοινωνίας της δεύτερης ενάγουσας με τον ανήλικο εγγονό της. Κατ’ ακολουθίαν, το καλώς εννοούμενο συμφέρον του ανήλικου Απόστολου, εκτιμώμενο υπό το πρίσμα των ως άνω ειδικών συνθηκών και περιστάσεων λαμβανομένης υπόψη και της γνώμης του, υπαγορεύει να ρυθμισθεί τόσο το δικαίωμα επικοινωνίας της πρώτης ενάγουσας (μητέρας του) όσο και το αυτοτελές δικαίωμα επικοινωνίας της δεύτερης από αυτές (γιαγιάς του) μαζί του κατά τον ακόλουθο ενιαίο τρόπο: κάθε δεύτερη Κυριακή του μήνα από ώρα 11.00 έως ώρα 14.30. Ο τόπος επικοινωνίας καθώς και η μετάβαση του ανηλίκου σ’ αυτόν θα καθορίζεται από τον ίδιο σε συνεννόηση με τη βιολογική του μητέρα, τη γιαγιά από τη μητρική γραμμή και τον πατέρα του. Ο πιο πάνω τρόπος επικοινωνίας κρίνεται ως ο πλέον κατάλληλος και ανταποκρινόμενος στο πραγματικό συμφέρον του τέκνου.