Απόσπασμα της απόφασης ΑΠ 136/2022
…..Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 145/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 1711/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια απέρριψε κατ` ουσίαν την αίτηση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα και με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να επιστρέψει άμεσα στον τόπο της κύριας και συνήθους διαμονής τους στο … (στο …) το ανήλικο τέκνο αυτής, το οποίο η τελευταία είχε μεταφέρει και κρατούσε στην Ελλάδα. [….]
Η από 25-10-1980 Διεθνής Σύμβαση της Χάγης “για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με τον νόμο 2102/1992 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ.28 παρ.1 του Συντάγματος), εφαρμόζεται δε, κατά το άρθρο 4 αυτής, για κάθε παιδί, νεότερο των δέκα έξι ετών, το οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος αμέσως πριν από την προσβολή των δικαιωμάτων επιμέλειας ή επικοινωνίας, έχει σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1, την εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατείται παράνομα σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, στην προηγούμενη κατάσταση. Προβλέπει, όμως, και εξαιρέσεις στην επαναφορά, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, διασφαλίζοντας ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας που υφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη θα είναι σεβαστά και στα άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Στη διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης ορίζονται τα ακόλουθα: “η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες, εφόσον: α) έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά, είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά. Το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού που αναφέρεται στην περίπτωση α` μπορεί να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από τον νόμο, είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του Κράτους”.
Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά τη θεμελιώδη αρχή της Σύμβασης, σύμφωνα με την οποία, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι οριζόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της, δηλαδή μετακίνηση ανηλίκου παιδιού κατά παραβίαση υφιστάμενου δικαιώματος επιμέλειας, το οποίο και πράγματι να ασκούνταν από το πρόσωπο που επικαλείται την εφαρμογή της Σύμβασης κατά τον χρόνο της μετακίνησης και θίγεται από αυτή, θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό της Σύμβασης και οδηγεί στη λήψη του προβλεπόμενου απ` αυτή μέτρου προστασίας.
Το μέτρο αυτό συνίσταται στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής και στο πρόσωπο που ασκούσε την επιμέλειά του, από το οποίο το ανήλικο παιδί έχει παράνομα αφαιρεθεί. Η υποχρέωση επιστροφής υπάρχει μόνον αν η αφαίρεση ή κατακράτησή του είναι παράνομη. Το δικαίωμα επιμέλειας (που διακρίνεται και διαχωρίζεται από το ευρύτερο δικαίωμα της γονικής μέριμνας, χωρίς το τελευταίο να αποτελεί αντικείμενο προστασίας της Σύμβασης) μπορεί να απορρέει είτε απευθείας από τον νόμο είτε από τη δικαστική απόφαση (ή απόφαση διοικητικής αρχής) που ρύθμισε το σχετικό θέμα και ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας σε κάποιο πρόσωπο είτε και με βάση ιδιωτικές συμφωνίες περί της επιμελείας που αναπτύσσουν έννομες συνέπειες στη χώρα της συνήθους διαμονής του παιδιού.
Εξάλλου, η Διεθνής Σύμβαση, στο άρθρο 5 εδάφιο α` αυτής, καθορίζει την έννοια που η ίδια, για την εφαρμογή των διατάξεών της, προσδίδει στον όρο “δικαίωμα επιμέλειας” και ειδικότερα ορίζει ότι “Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το “δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του”. Είναι πρόδηλο ότι μόνο το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου μπορεί να προσδιορίζει και τον τόπο της συνήθους διαμονής του τέκνου. Αν την επιμέλεια έχουν, κατά τα ανωτέρω, οι δύο γονείς, από κοινού θα πρέπει να επιλέγουν τον τόπο (χώρα, πόλη, περιοχή, σπίτι) της συνήθους διαμονής του. Το δικαίωμα επιμέλειας του γονέα κατά τη Διεθνή Σύμβαση, επιδέχεται προσβολής, όχι μόνο από κάποιον τρίτο, αλλά, στην περίπτωση που το ασκούν και οι δύο γονείς, με βάση το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού, και από τον ένα γονέα σε βάρος του άλλου, όπως συνιστά η μονομερής ενέργεια του ενός γονέα, που θα πάρει μόνος του το παιδί και θα το μετακινήσει σε άλλη χώρα.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε νομικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος κατάργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, έχει δε δεσμευτική ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (άρθρο 72 αυτού), και αποσκοπεί, κατά το προοίμιο αυτού, να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: “Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί…9. Ο όρος “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη φροντίδα για το πρόσωπο του παιδιού, και ειδικότερα το δικαίωμα απόφασης καθορισμού του τόπου διαμονής του… 11. Ο όρος “παράνομη μετακίνηση” ή “κατακράτηση” παιδιού σημαίνει τη μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού: α) εφόσον γίνονται κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας το οποίο προκύπτει από δικαστική απόφαση ή από τον νόμο ή από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) με την επιφύλαξη ότι το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή θα είχε ασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.
Η επιμέλεια θεωρείται ότι ασκείται από κοινού όταν ο ένας από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας δεν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση ή απευθείας από τον νόμο, να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού χωρίς τη συγκατάθεση άλλου δικαιούχου της γονικής μέριμνας”. Κατά δε το άρθρο 11 του ίδιου Κανονισμού: “Επιστροφή του παιδιού 1. Όταν ένα φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οργάνωση που έχει δικαίωμα επιμέλειας προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους προκειμένου να εκδοθεί, βάσει της σύμβασης της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (εφεξής “σύμβαση της Χάγης του 1980”), απόφαση για την επιστροφή του παιδιού το οποίο μετακινήθηκε ή κατακρατείται παρανόμως σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, ισχύουν οι παράγραφοι 2 έως 8”. Έτσι, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης.
Εφόσον συντρέχει, κατά τα ανωτέρω, το παράνομο της μετακίνησης ή αφαίρεσης του ανήλικου παιδιού, όταν δηλαδή με αυτές θίγεται το δικαίωμα επιμέλειας που έχει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους στο οποίο βρισκόταν η συνήθης διαμονή του παιδιού αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτησή του, το οποίο (δικαίωμα) ασκούνταν ουσιαστικά, πριν μεσολαβήσουν τα περιστατικά που συνιστούν την απαγωγή, τότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 εδάφιο α` της Σύμβασης, αν από τη μετακίνησή του μέχρι τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης εφαρμογής της Σύμβασης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Εάν παρά την κατάθεση, της κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης, αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου Κράτους εντός του έτους από την απαγωγή, η διοικητική αρχή επιλήφθηκε αφού είχε παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα, πάλι οφείλει, κατά το β` εδάφιο του άνω άρθρου, να διατάξει την επιστροφή του παιδιού. Στην τελευταία, όμως περίπτωση, προβλέπεται εξαίρεση από την υποχρέωση επιστροφής, αν αποδειχθεί, ύστερα από την προβολή σχετικού ισχυρισμού από τον καθ` ου στρέφεται η αίτηση, ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται εάν η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους επιλήφθηκε της αίτησης πριν παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση (ΑΠ 1030/2017). Εξαιρέσεις στην υποχρέωση επιστροφής του παιδιού εισάγει και η διάταξη του άρθρου 13 της Σύμβασης, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση παράνομης μετακίνησης του παιδιού, δηλαδή είτε η εξέταση της αίτησης που κατατέθηκε μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία γίνεται εντός έτους από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, είτε μετά την πάροδο αυτού του χρονικού διαστήματος.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη αυτή, η δικαστική ή διοικητική αρχή του συμβαλλόμενου Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν υποχρεώνεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, παρά την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του, εφόσον το φυσικό πρόσωπο που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει, προβάλλοντας σχετική καταλυτική ένσταση: α) ότι το φυσικό πρόσωπο που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά τον χρόνο της μετακίνησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (ΑΠ 434/2020).
Η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί επίσης, ομοίως, κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα, που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού, που παρέχονται από την Κεντρική Αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία του κράτους της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 1767/2011). Οι εξαιρέσεις επιχειρούν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να προκύψουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, και όχι από έκτακτες ή άλλες εξαιρετικές συμπτώσεις, καταστάσεις μη συμβατές για το συμφέρον του. Το παιδί πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άτομο με τις δικές του ανάγκες και δικαιώματα, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης και ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη και να μην υπάρχει κίνδυνος αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της άμεσης επιστροφής του, να έχει την τάση, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά την κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει, δηλαδή, τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 1030/2017, ΑΠ 916/2010).
Πρέπει επομένως ο κίνδυνος να είναι ιδιαίτερα σοβαρός και όχι απλός, κρινόμενος με βάση συγκεκριμένες εξωτερικές καταστάσεις που θα αντιμετωπίσει το παιδί μετά από επιστροφή του στον τόπο της συνήθους διαμονής του (ΑΠ 598/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού 2201/2003 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την εφαρμογή των άρθρων 12 και 13 της σύμβασης της Χάγης του 1980, εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στο παιδί η δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται λόγω της ηλικίας του ή του βαθμού ωριμότητάς του. Επίσης, κατά το άρθρο 12 της Διεθνούς Σύμβασης της 26-1-1990 για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1990 ορίζεται ότι “1. Τα συμβαλλόμενα κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης, το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το αφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του και με το βαθμό ωριμότητάς του. 2. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άμεσα είτε μέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρμόδιου οργανισμού, κατά τρόπο συμβατό με τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νομοθεσίας”. Και στο άρθρο 16 αυτής: “1. Κανένα παιδί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυθαίρετης ή παράνομης επέμβασης στην ιδιωτική του ζωή, στην οικογένειά του, στην κατοικία του ή στην αλληλογραφία του, ούτε παράνομων προσβολών της τιμής και της υπόληψής του. 2. Το παιδί δικαιούται να προστατεύεται από το νόμο έναντι τέτοιων επεμβάσεων ή προσβολών”.
Εξάλλου, στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των δικαιωμάτων του παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2502/1997, ορίζεται ότι “Σε ένα παιδί που θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή κρίση, στις διαδικασίες που το αφορούν ενώπιον μιας δικαστικής αρχής, παρέχονται τα ακόλουθα δικαιώματα, την απόλαυση των οποίων μπορεί να ζητήσει και το ίδιο: α.., β. να ερωτάται και να εκφράζει τη γνώμη του…” ενώ κατά το άρθρο 6 της ιδίας σύμβασης “Στις διαδικασίες που αφορούν ένα παιδί, η δικαστική αρχή, πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση, οφείλει: α. να εξετάσει αν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να λάβει μία απόφαση προς το ύψιστο συμφέρον του και, ενδεχομένως, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες, ειδικότερα από την πλευρά των κατόχων γονικών ευθυνών, β. όταν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει μία επαρκή κρίση: -να εξασφαλίσει ότι το παιδί έχει λάβει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία,- να ρωτήσει στις κατάλληλες περιπτώσεις το παιδί προσωπικά, εν ανάγκη κατ` ιδίαν, η ίδια ή μέσω άλλων προσώπων ή οργάνων, με μία μορφή κατάλληλη προς την κρίση του, εκτός αν αυτή είναι εμφανώς αντίθετη προς τα ύψιστα συμφέροντα του παιδιού, – να επιτρέψει στο παιδί να εκφράσει τη γνώμη του, γ. να λάβει νόμιμα υπόψη τη γνώμη που εκφράστηκε”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ως κυρίαρχη αρχή για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού καθιερώνεται “το ύψιστο συμφέρον αυτού”, για την εξυπηρέτηση του οποίου τα εκάστοτε αρμόδια όργανα, και εν προκειμένω η δικαστική αρχή, είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του, υπό την προϋπόθεση ότι έχει διαπιστώσει νόμιμα προηγουμένως ότι αυτό έχει την προς τούτο επαρκή κρίση, κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας που εφαρμόζεται.
Συνεπώς και στην περίπτωση της εξέτασης αίτησης επιστροφής παιδιού κατά την προαναφερόμενη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, το δικαστήριο πρέπει να ζητεί και να συνεκτιμά τη γνώμη του τέκνου σχετικά με την αιτούμενη επιστροφή του στον τόπο συνήθους, πριν από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, διαμονής του. Αυτή η υποχρέωση του δικαστηρίου υπάρχει μόνο εφόσον κρίνει ότι το παιδί έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του, σχετικά με το ζήτημα του τόπου διαμονής του, ήτοι εάν το συμφέρον του επιβάλλει να επιστρέψει στον τόπο της συνήθους διαμονής του ή να παραμείνει στον τόπο στον οποίο μετακινήθηκε. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, με βάση την ηλικία του ανηλίκου, η οποία, όμως, μόνη δεν αποδεικνύει και την ωριμότητα ή ανωριμότητά του (ΑΠ 1316/2009), αλλά και τις λοιπές περιστάσεις, την πνευματική και ψυχική του κατάσταση.
Για την κρίση περί της ύπαρξης ή μη της απαιτούμενης ωριμότητας που σχηματίζεται από την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία (ΑΠ 283/1986), ώστε αρκεί προς βεβαίωση της συναγωγής της η μη εξέταση του τέκνου από το δικαστήριο, ούτε αυτή ελέγχεται αναιρετικά, αφού αποτελεί πόρισμα εκτιμήσεως πραγματικών γεγονότων κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 952/2007). Εφόσον το δικαστήριο δέχεται την ύπαρξη τέτοιας ωριμότητας του παιδιού, δεν υπάρχει παραβίαση των σχετικών ως άνω διατάξεων και δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τη μη εξέταση τούτου (ΑΠ 434/2020, ΑΠ 1111/2002). Τέλος, στις υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα αρκεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 690 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πιθανολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή μικρότερος βαθμός δικανικής πεποίθησης ως προς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και το ίδιο ισχύει και στις υποθέσεις οριστικής δικαστικής προστασίας που για λόγους ταχύτητας, μολονότι δεν αφορούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αφού με διαφορετική άποψη φαλκιδεύεται ο σκοπός της παραπομπής τους στη διαδικασία αυτή (ΑΠ 287/2016, ΑΠ 1284/2004).
Ειδικά, όμως, στις υποθέσεις απαγωγής παιδιού απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση για την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης επιστροφής του, όπως αυτό σαφώς συνάγεται από περισσότερες της μιας διατάξεις της από 25-10-1980 Σύμβασης της Χάγης και συγκεκριμένα: α) από το άρθρο 12 αυτής που επιτρέπει στο δικαστήριο να μην διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού αν αποδειχθεί (και όχι απλώς πιθανολογηθεί) ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, β) από το άρθρο 13 αυτής, κατά το οποίο η δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του απαχθέντος παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει (και άρα όχι απλώς πιθανολογεί) κάποια από μνημονευόμενα στο ίδιο άρθρο γεγονότα και γ) από το άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης, στο οποίο γίνεται λόγος για διαπίστωση (και όχι απλώς για πιθανολόγηση) παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού (ΑΠ 317/2016, ΑΠ 1857/2011).
[…]
——————————————————————–
🔎 Πραγματικά περιστατικά
Οι διάδικοι, σύνηψαν σύμφωνο συμβίωσης το έτος 2013, το οποίο μετετράπη νόμιμα σε γάμο το 2015. Το 2013, η αναιρεσείουσα κυοφόρησε το ανήλικο τέκνο, το οποίο κατεγράφη στο Ληξιαρχείο του Έσσεξ της Αγγλίας το ίδιο έτος, με γονέα την αναιρεσίβλητη, και μητέρα την πρώτη που το κυοφόρησε. Επειδή όμως ο μεταξύ τους γάμος δεν εξελίχθηκε ομαλά, το 2016 υπεβλήθη στα Αγγλικά Δικαστήρια από την γονέα 1, η πρώτη αίτηση αφορούσα την γονική μέριμνα του ανηλίκου.
Το 2016, με την, από 14-07-2016 διαταγή του Ειρηνοδικείου Chelmsford, ορίστηκε ότι η επιμέλεια θα ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς.
Στην συνέχεια όμως, και ήτοι το 2017, η αναιρεσείουσα, εγκατέλειψε το ανήλικο τέκνο, συνεπώς με την, από 03-02-2017, διαταγή του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου αλλά και της ίδιας Δικαστή, ανατέθηκε η αποκλειστική επιμέλεια στην αναιρεσίβλητη. Ήδη από το 2017 έως και το 2020, όποτε και συζητήθηκε η παρούσα υπόθεση στον Άρειο Πάγο, το παιδί διέμενε με την αναιρεσίβλητη, ενώ η έτερη γονέας ελάχιστες φορές είχε έρθει σε επικοινωνία μαζί του.
Η ασκούσα την επιμέλεια γονέας, δέχτηκε πρόταση για να εργαστεί στην Ελλάδα, και κατόπιν τούτων άσκησε αίτηση στα Αγγλικά Δικαστήρια, προκειμένου να μετοικήσει μόνιμα με το τέκνο στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, η ασκούσα την επιμέλεια, στις αρχές του έτους 2018 (χωρίς να αποδειχθεί η ακριβής ημερομηνία), πάντως πριν την έκδοση της απόφασης, η οποία πράγματι επέτρεπε την μετακίνηση αυτή (της από 25.07.2018 του Δικαστή Νewton), πήρε την ανήλικη, μετοίκησε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, χωρίς τη συναίνεση της αναιρεσείουσας, η οποία είχε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης, εκτός από το δικαίωμα καθορισμού του τρόπου μόρφωσης και του τόπου, στον οποίο θα λάμβανε χώρα η εκπαίδευση του τέκνου της.
Η μετακίνηση του τέκνου των διαδίκων στην Ελλάδα εκ μέρους της αναιρεσίβλητης είναι παράνομη (άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης), καθόσον:
α) έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος επιμέλειας της αιτούσας που αναγνωρίζεται από κοινού με την καθ’ ης – αποκτήσασα γονική μέριμνα γονέα του τέκνου από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την ως άνω μετακίνησή του
και
β) η αιτούσα ασκούσε πραγματικά το δικαίωμα της γονικής μέριμνας από κοινού με την καθ’ ης κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, καθόσον της είχε αφαιρεθεί μόνο η επιμέλεια αναφορικά με θέματα σχετικά με τη μόρφωση του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του τόπου στον οποίον θα λάβει χώρα η σχολική εκπαίδευση του παιδιού κατά τα προαναφερθέντα.
Για τους λόγους αυτούς η αναιρεσείουσα- αιτούσα, αιτήθηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, την απομάκρυνση της ανήλικης από την Ελλάδα, λόγω του παρανόμου της μετακίνησης αυτής. Παρόλα αυτά το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση αυτή, απόφαση την οποία επικύρωσε και το Εφετείο εν συνεχεία. Εάν και το χρονικό διάστημα από την μετακίνηση μέχρι και την άσκηση της αίτησης ήταν κάτω του ενός έτους, γεγονός που σηματοδοτεί ότι κατά κανόνα διατάζεται η επιστροφή του τέκνου και η άρση της παρανομίας, κρίσιμος παράγοντας για την εφαρμογή της εξαίρεσης του κανόνα ήταν τα λεγόμενα του ανήλικου τέκνου.
Πιο συγκεκριμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:
«Η επιθυμία της ανήλικης, η οποία, σημειωτέον, είναι έξυπνο και εξωστρεφές παιδί και απάντησε ευθέως, αλλά και με χαρακτηριστική αφέλεια μερικές φορές, σε όλες τις (άμεσες και έμμεσες) ερωτήσεις του Δικαστηρίου, είναι ότι αφενός προτιμά να παραμείνει με την καθ’ ης, και το συγγενικό της περιβάλλον, στη Θεσσαλονίκη, να συνεχίσει το σχολείο της εδώ και να μην χάσει τους νέους φίλους της και αφετέρου ότι δεν επιθυμεί να βλέπει την αιτούσα βιολογική μητέρα της, ούτε εδώ στην Ελλάδα ούτε στην Αγγλία, αλλά αν αυτό δεν γίνεται, να μην τη βλέπει καθόλου, θα προτιμούσε να την βλέπει εδώ στην Ελλάδα και όχι στην Αγγλία και περαιτέρω, να επικοινωνεί, τηλεφωνικά, με αυτήν. Η ανήλικη, παρά το ότι είναι μόλις 6,5 ετών, όπως φάνηκε, έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει το περιβάλλον της μιας χώρας και της άλλης (τουλάχιστον από την πλευρά και ως προς εκείνα τα σημεία που αφορούν και αγγίζουν τη δική της ζωή), δείχνει ευχαριστημένη και συναισθηματικά ασφαλής με την καθημερινότητα της και το περιβάλλον που ζει σήμερα και εκτός από τα συναισθήματα αγάπης που τρέφει για την καθ’ ης -γονέα της, φαίνεται ότι έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό μαζί της.
Και κατόπιν τούτων κατέληξε στην απόφαση ότι:
«Επομένως, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται δέσμευση του παρόντος Δικαστηρίου από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης να δεχθεί την ένδικη αίτηση της αιτούσας – εκκαλούσας, μολονότι η τελευταία ζήτησε με αυτήν την επιστροφή του ανηλίκου τέκνου της πριν από την παρέλευση έτους από την ως άνω μετακίνησή του, αφενός αποδείχθηκε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην Αγγλία να το εκθέσει σε φυσική και ψυχική δοκιμασία και να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση (άρθρο 13εδάφ. 1 περ. β της Σύμβασης) και αφετέρου διαπιστώθηκε ότι το ανήλικο, το οποίο, όπως εξακριβώθηκε, έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύει να ληφθεί υπόψη η σχετική γνώμη του, αντιτίθεται σθεναρά στην επιστροφή του (άρθρο 13 εδάφ. 2της Σύμβασης), κατά παραδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού της καθής – εφεσίβλητης, που επαναφέρεται στην παρούσα δίκη….”.»
Εν κατακλείδι, η απόφαση αυτή προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα λεγόμενα της ανήλικης κόρης των διαδίκων, σε συνδυασμό με την προγενέστερη εγκατάλειψη αυτού από την μητέρα που το κυοφόρησε. Παρότι η αναιρεσείουσα ήταν αυτή η οποία κυοφόρησε το τέκνο, τα Δικαστήρια και των δύο χωρών, έκριναν ως βέλτιστο για το τέκνο, να ανατεθεί η επιμέλεια αυτού στην γονέα, η οποία δεν το κυοφόρησε.
Διαπιστώνεται λοιπόν, ο κυρίαρχος ρόλος του συμφέροντος του τέκνου στις δίκες που το αφορούν, καθότι ένα παιδί δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο δικαστικών και εν γένει διαμαχών, διότι με τον τρόπο αυτό αποστερείται σταδιακά την παιδικότητα και αφέλεια του, και καταλήγει να ωριμάζει εντελώς απότομα με αποτέλεσμα να μην ζει, όπως πρέπει, ως παιδί που είναι.
Σημειωτέον ότι οι γονείς πολλές φορές σε ενδεχόμενες διαμάχες αντιμετωπίζουν το παιδί ως «τρόπαιο», παραμελώντας το βέλτιστο συμφέρον του, το οποίο θα έπρεπε ως γονείς να υπερασπίζονται οι ίδιοι καλύτερα και πριν από όλους. Με γνώμονα την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη ενός παιδιού, δέον να έχει την δική του προσωπική άποψη για τον κάθε γονέα, και όχι μία κατευθυνόμενη από την στάση και τα λεγόμενα αυτού που ασκεί την επιμέλεια ή και αυτού που απλώς επικοινωνεί μαζί του.
Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΟ το κείμενο της απόφασης εδώ:
🔗http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=WI8GORYWRI00TJLKIORQBBTTL76XYE&apof=136_2022&info=%D0%CF%CB%C9%D4%C9%CA%C5%D3%20-%20%20%C12